The Replacements: λατρεμένοι, υποτιμημένοι, αυτοκαταστροφικοί...

Γράφει ο Θανάσης Μήνας

Έργα και ημέρες του απόλυτου college-rock γκρουπ με αφορμή τη νέα έκδοση του τρίτου τους άλμπουμ, Let It Be (1984).

Λατρεμένοι από κάμποσους, υποτιμημένοι από τους πολλούς, αυτοκαταστροφικοί για πάρτη τους. Αυτοί οι επιθετικοί προσδιορισμοί συνοψίζουν εν πολλοίς αποτελούν την μάλλον γρήγορη και έξαλλη διαδρομή των Mats (το υποκοριστικό των φαν για τους Replacements) στη σκηνή και στη δισκογραφία. Σχηματισμένοι το 1979, γνώρισαν μερικές στιγμές εφήμερης δόξας και διαλύθηκαν το 1991∙ οι μετέπειτα επανασυνδέσεις τους ήταν απλές επιβεβαιώσεις σε ένα χρονικό προαναγγελθέντος θανάτου, ενώ με τις σόλο δουλειές των μελών τους, ελάχιστοι ασχολήθηκαν. Κι όμως, ακόμα και σήμερα, το όνομά τους αναφέρεται με υπέρμετρο σεβασμό στον μουσικό τύπο, όποτε γίνεται λόγος για την «ανεξάρτητη σκηνή» της δεκαετίας του ’80, κυκλοφορούν δύο επίσημες βιογραφίες τους που έχουν γίνει μπεστ-σέλερ και οι σημαντικότεροι δίσκοι τους επανεκδίδονται συστηματικά. Η νέα deluxe έκδοση του τρίτου τους άλμπουμ, του καθοριστικού για την καριέρα τους Let It Be του 1984, μας έδωσε την αφορμή για τούτες τις γραμμές.

Μέχρι να βάλουν τέλος στην καριέρα τους το 1991, οι Replacements είχαν ηχογραφήσει επτά αξιοσημείωτα άλμπουμ που έχουν αντέξει στη δοκιμασία του χρόνου και μια σειρά από υπέροχα ευρηματικά και παθιασμένα τραγούδια.

Ψυχή βαθιά

Οι Replacements σχηματίστηκαν στη Μινεάπολη της Μινεσότα το 1979: Paul Westerberg (κιθάρα, φωνή), Bob Stinson (κιθάρα), Tommy Stinson (μπάσο), Chris Mars (τύμπανα). Το στυλ που έπαιζαν αρχικά ήταν έντονα επηρεασμένο από μπάντες των 60΄ς (Rolling Stones, Beatles, Faces) και από το punk των Ramones, των New York Dolls και των Buzzcocks. Όμως η μεγαλύτερη επιρροή τους ήταν πάντα το δυναμικό αλλά ιδιαίτερα μελωδικό και soulful rock ‘n’ roll των Flamin’ Groovies και κυρίως των Big Star του Alex Chilton, η λεγόμενη «blue-eyed soul του Μέμφις», όπως ονόμασαν αυτό το στυλ οι κριτικοί των 70’ς. Από την μπάντα του Chilton, με τον οποίον θα συνεργάζονταν αργότερα, οι Replacements κληρονόμησαν επίσης και το μοναδικό του χάρισμα να καταστρέφει ο ίδιος το ταλέντο του (διόλου τυχαία, η θαυμάσια αυτοβιογραφία του Chilton, που εκδόθηκε το 2014, φέρει τον τίτλο A Man Called Destruction).

Εν ολίγοις, την εποχή του πιο εσωστρεφούς νεοκυματικού ήχου και της αναβίωσης της ψυχεδέλειας των 60’ς, οι Replacements έπαιζαν ένα είδος ροκ «έξω καρδιά», συνδυάζοντας στα τραγούδια τους τα ακατέργαστα εφηβικά ουρλιαχτά τους με τους αυτοσαρκαστικούς στίχους του τραγουδιστή Paul Westerberg, που ήταν και ο de facto ηγέτης της μπάντας. Έγιναν επίσης γνωστοί για την κάπως αγενή τους στάση πάνω στη σκηνή, γεγονός που οφείλεται στο ότι συχνά έπαιζαν υπό την επήρεια αλκοόλ και έμπλεκαν αποσπάσματα από διασκευές με το δικό του υλικό. Ήταν με δυο λόγια φασαριόζοι.

Οι Replacements φτιάχτηκαν την εποχή που τα μέλη τους πήγαιναν στο λύκειο. Αρχικά ήταν τρίο, χωρίς το Westerberg, αυτοαποκαλούνταν Dogbreath και διασκεύαζαν τραγούδια των Aerosmith, Ted Nugent και Yes. Όταν ο τραγουδιστής έγινε μέλος του γκρουπ, τους έδωσε να ακούσουν Clash, Damned και Buzzcocks, γεγονός που τους ώθησε να αλλάξουν στυλ και όνομα. Έγιναν The Impediments και ήταν προγραμματισμένο να δώσουν μια συναυλία σε μια εκκλησία τον Ιούνιο του 1980. Αφού τους απαγορεύτηκε η είσοδος στον χώρο για άτακτη συμπεριφορά, άλλαξαν το όνομα σε Replacements. Σε ένα αδημοσίευτο αυτοβιογραφικό σημείωμα, ο Mars εξήγησε αργότερα την επιλογή ονόματος από το συγκρότημα: «Το πρώτο γκρουπ που ήταν προγραμματισμένο να παίξει σ’ εκείνη τη συναυλία τελικά δεν εμφανίστηκε και αντ' αυτού το πλήθος έπρεπε να συμβιβαστεί με εμάς τους βρωμιάρηδες... (Το όνομα) Φαινόταν να μας ταιριάζει απόλυτα, περιγράφοντας με ακρίβεια τη συλλογική μας δευτερεύουσα κοινωνική εκτίμηση».

Το ντεμπούτο τους Sorry Ma, Forgot to Take Out the Trash στην ανεξάρτητη Twin/Tone (1981) ήταν ένας punk δίσκος. Εξάλλου την ίδια εποχή οι Replacements άνοιγαν μαζί με τους νεοσύστατους τότε Hüsker Dü τις συναυλίες του Johnny Thunders και των Heartbreakers. Η καυτή κιθάρα του Bob Stinson κυριάρχησε στον πρώιμο ήχο τους, ενισχυμένη όμορφα από τις δυνατές γραμμές μπάσου του μικρότερου αδελφού του. Τα τραχιά φωνητικά του Westerberg προσέδωσαν την κατάλληλη αψάδα σε τραγούδια όπως τα “Taking a Ride”, “I Hate Music” και “Shiftless When Idle”, των οποίων ο αφηγητής καυχιέται ότι δεν έχει ούτε είδωλα ούτε γούστο.

Δύο χρόνια αργότερα κυκλοφόρησε το δεύτερό τους άλμπουμ με το ειρωνικό τίτλο Hootenanny. Ήταν πιο λεπτοδουλεμένο, αλλά πιο άνευρο σε σχέση με ο ντεμπούτο τους. Παρόλα αυτά, κομμάτια όπως το "Within Your Reach" του Westerberg, σαν να προοϊκονομούν αυτά που μέλλον να συμβούν. Οι Replacements άρχισαν να απομακρύνονται από τη σκληροπυρηνική πανκ σκηνή μετά την κυκλοφορία του. «Γράφουμε τραγούδια αντί για riffs με δηλώσεις», δήλωνε ο Westerberg.

Κολεγιακοί ήρωες

Ακολούθησε το 1984 το Let It Be, για το οποίο θα διαβάσετε αναλυτικά παρακάτω, το άλμπουμ ίσως που αγαπήθηκε όσο κανένα άλλο από τα κολεγιακά ραδιόφωνα (περισσότερο και από τους δίσκους των REM ή των Pixies). Ο δίσκος πούλησε γύρω στα 50.000 αντίτυπα στις ΗΠΑ, αξιοσημείωτο νούμερο για ανεξάρτητη κυκλοφορία, Οι Replacements απέκτησαν φανατικούς θαυμαστές και έγιναν cult
Κάπου εδώ άρχισαν να προσελκύουν το ενδιαφέρον το μεγάλων εταιρειών και μέχρι τα τέλη του 1984 αρκετές είχαν εκφράσει ενδιαφέρον να τους υπογράψουν Οικονομικά, το συγκρότημα δεν τα πήγαινε καλά. Οι πωλήσεις των δίσκων δεν αρκούσαν για να καλύψουν τα έξοδά τους και τα χρήματα από τις συναυλίες πήγαιναν σε έξοδα ηχογράφησης, ξενοδοχεία, μετακινήσεις και επισκευές οργάνων. Κάποιοι έκαναν και άλλη δουλειά. Ο Bob Stinson για παράδειγμα εργαζόταν και ως μάγειρας σε πιτσαρία.

Η Sire Records, θυγατρική της Warner, ήταν τελικά αυτή που υπέγραψε με τους Αντικαταστάτες. Το συγκρότημα θαύμαζε τον επικεφαλής της δισκογραφικής, Seymour Stein, ο οποίος είχε στο παρελθόν μανατζάρει τους Ramones∙ ο Stein προσέλαβε τον Tommy Ramone ως παραγωγό για το επόμενο άλμπουμ των Replacements, το Tim, που κυκλοφόρησε από την Sire τον Οκτώβριο του 1985.

Το "Here Comes a Regular", το καλύτερο κομμάτι στο Tim, βρίσκει το συγκρότημα να εξερευνά ένα πιο ήπιο groove και αποκαλύπτει τον Westerberg ως συνθέτη και τραγουδιστή ικανό να εκφράσει όχι μόνο θυμό αλλά και συμπόνια. Το "Skyway ( Pleased to Meet Me )” είναι εξίσου συγκινητικό και όταν συνδυάζεται με ξεχωριστά κομμάτια όπως τα "Can't Hardly Wait" και "Alex Chilton", ο φόρος τιμής του συγκροτήματος στον ηγέτη των The Box Tops και Big Star, βρίσκει το συγκρότημα στο απόγειο της δύναμής του. Για το υπόλοιπο του 1985 και το πρώτο εξάμηνο του 1986, το συγκρότημα έκανε περιοδείες για να προωθήσει το Tim, που είχε ξεκινήσει πολύ καλά σε πωλήσεις.

Μαύρα σύννεφα

Όμως εδώ βγήκε ξανά στην επιφάνεια η ροπή τους στην αυτοκαταστροφή. Η συμπεριφορά των μελών του γκρουπ άρχισε να γίνεται ολοένα και πιο άστατη και απρόβλεπτη στην τουρνέ και κάμποσες εμφανίσεις ματαιώθηκαν. Αυτό αφορά κυρίως τον Bob Stinson, που είχε εθιστεί για τα καλά. Τον Αύγουστο του 1986, οι Replacements είτε απέλυσαν τον Bob Stinson από το συγκρότημα που είχε ιδρύσει, είτε επέλεξε να φύγει, ή λίγο και από τα δύο. Σε κάθε περίπτωση, αυτό οφειλόταν σε δημιουργικές και προσωπικές διαφορές μεταξύ του Stinson και των υπόλοιπων μελών του συγκροτήματος, οι οποίες επιδεινώθηκαν από τα προβλήματα κατάχρησης αλκοόλ και ναρκωτικών του Stinson.

Ο Stinson γενικά προτιμούσε το πιο δυνατό, γρηγορότερο στυλ της πρώιμης μουσικής του συγκροτήματος, ενώ ο Westerberg εξερευνούσε νέα εδάφη σε κομμάτια που έπαιζαν με τις δυναμικές και την αυξομείωση του ρυθμού, όπως τα "Here Comes a Regular" και "Swingin' Party". Μετά τη φυγή του Stinson, οι υπόλοιποι Replacements συνέχισαν ως τρίο για το άλμπουμ Pleased to Meet Me (1987), το οποίο ηχογραφήθηκε στο Μέμφις με τον βετεράνο ροκαμπιλά Jim Dickinson, άλλοτε παραγωγό των Cramps και των Big Star.

Το επόμενο άλμπουμ του συγκροτήματος, Don't Tell a Soul (1988) ήταν μια πιο μελωδικό και pop και σε μεγάλο βαθμό θεωρήθηκε ως μια προσπάθεια για mainstream επιτυχία. Ενώ η κίνηση αυτή κόστισε στους Replacements την εκτίμηση ορισμένων σκληροπυρηνικών θαυμαστών, το άλμπουμ περιείχε μερικά αξιοσημείωτα τραγούδια, όπως τα "Achin' to Be" και " I'll Be You", το τελευταίο από τα οποία έφτασε στην κορυφή του Billboard Modern Rock chart.

Τα προβλήματα στο συγκρότημα ξεκίνησαν μετά από ένα καταστροφικό άνοιγμα της περιοδείας των Tom Petty and the Heartbreakers. Ο Westerberg ηχογράφησε ένα νέο άλμπουμ κυρίως με μουσικούς session, αλλά πείστηκε να το κυκλοφορήσει ως άλμπουμ Replacements. Το All Shook Down κέρδισε επαίνους από τους κριτικούς και περισσότερη προσοχή από το mainstream, ενώ το ντεμπούτο single τους "Merry Go Round" βρέθηκε ξανά στην κορυφή των Modern Rock charts. Ωστόσο, οι guest μουσικοί του άλμπουμ και η γρήγορη αποχώρηση του Mars από το συγκρότημα μετά την κυκλοφορία του άλμπουμ οδήγησαν πολλούς να αναρωτηθούν για το μέλλον του συγκροτήματος.

Πράγματι, οι Replacements ανακοίνωσαν μια μακρά, αποχαιρετιστήρια περιοδεία για τους πρώτες μήνες του 1991. Αφού έπαιξαν μαζί με τον Elvis Costello τον Ιούνιο του ίδιου χρόνου, έδωσαν την τελευταία συναυλία τους της πρώτης ιστορικής περιόδου στο Madison Square Garden στις 4 Ιουλίου 1991.

Αφού εκδιώχθηκε/αποχώρησε από τους Replacements το 1986, ο Bob Stinson έπαιξε σε τοπικά συγκροτήματα της Μινεάπολης, όπως οι Static Taxi και οι Bleeding Hearts. Μετά από αρκετά χρόνια κατάχρησης ναρκωτικών και αλκοόλ, πέθανε το 1995, σε ηλικία 35 ετών. Ο αδελφός του, ο Tommy Stinson, συνέχισε με τα βραχύβια συγκροτήματα Bash & Pop και Perfect. Το 1998 εντάχθηκε ως μπασίστας στους Guns N' Roses, αντικαθιστώντας τον Duff McKagan από την «κλασική σύνθεση», έως ότου έφυγε κι αυτός από το συγκρότημα το 2016.

Ο Westerberg εξελίχθηκε σε έναν επιτυχημένο τραγουδοποιό που έχει υπογράψει συμβόλαια με την Vagrant Records και, με το ψευδώνυμό του Grandpaboy, με την Fat Possum Records. Το 2013 η μπάντα επανενώθηκε και έδωσε μια σειρά από εμφανίσεις στο Τορόντο, στο Σικάγο, στη Μινεάπολη, κ.ά.

Ο Paul Westerberg έχει πει επανειλημμένα, κάπως σιβυλλικά, ότι «η καλλιτεχνική επιτυχία έφτιαξε τους Replacements και έφαγε εσωτερικά ∙ και η έλλειψη εμπορικής επιτυχίας τους κατέστρεψε». Πράγματι, με το σαματατζίδικο modus vivendi τους, οι Replacements δεν κατάφεραν να δρέψουν τις δάφνες πιο εκλεπτυσμένων συγχρόνων τους όπως οι REM, αλλά και συγκροτημάτων με ρίζες στο punk, όπως οι Nirvana, οι οποίοι κατάφεραν αυτό που οι Replacements δεν μπόρεσαν ποτέ: δηλαδή, να διατηρήσουν την καλλιτεχνική τους ακεραιότητα, αλλά και να επιτύχουν τη μαζική επιτυχία. Κάποιοι όμως τους αγαπάμε εξίσου.

Let It Be expanded

Το Let It Be ήταν η στιγμή που μεγάλωσαν Replacements. Υπερβαίνοντας τις καταβολές τους στο punk, το άλμπουμ τήρησε με ακρίβεια τα όρια μεταξύ νεανικής ζωντάνιας και υπερβολής, και μεταξύ ποπ φινέτσας και ωριμότητας στη σύνθεση τραγουδιών.

Το Let It Be ακουγόταν υπέροχο το 1984 και ακούγεται το ίδιο υπέροχο σήμερα. Από το γερό μπάσιμο του “I Will Dare” μέχρι το απεγνωσμένο φινάλε του “Answering Machine” και όλα τα ενδιάμεσα σημεία. Η σταδιακή μετατόπιση του συγκροτήματος από το ξεκάθαρο πανκ, σε μια ποικιλία στυλ, παρείχε ένα πρότυπο για το alt rock, για τις μπάντες που κινούνταν μεταξύ punk και americana, αλλά και για γκρουπ σαν τους Nirvana που θα ακολουθούσαν. Η αδιάφορη στάση τους απέναντι σε όλα αυτά αποτυπώνεται τέλεια στις φωτογραφίες του εξώφυλλου και του οπισθοφύλλου.

Οι ηχογραφήσεις βρήκαν το συγκρότημα σε μια πιο εσωστρεφή διάθεση, με τον τραγουδιστή/τραγουδοποιό Paul Westerberg να επιθυμεί να είναι «λίγο πιο ειλικρινής» με τη μουσική του. Αντί να αναπτυχθούν αυθόρμητα στο στούντιο, τα τραγούδια θα προετοιμάστηκαν για το Let It Be, προσδίδοντας μια ωριμότητα στον ήχο. Ο Westerberg αμφισβήτησε τις προκαταλήψεις για το τι θα έπρεπε να είναι οι Replacements -και μάλιστα τι είδους punk- στο Let It Be εμπλουτίζοντας στιχουργικά τα νέα του τραγούδια με θέματα ενηλικίωσης. Το συγκρότημα αρχικά κάλεσε τον Peter Buck των REM να κάνει την παραγωγή. Η συνεργασία δεν έμελλε να είναι μακροχρόνια, όμως ο Buck θα παρέμενε αρκετό καιρό για να ερμηνεύσει το σόλο κιθάρας στο "I Will Dare" και να υποστηρίξει το συγκρότημα σε μια προ-παραγωγή. Τελικά, ανέλαβε ο Westerberg μαζί με τον Steve Fjelstad και τον μάνατζερ του συγκροτήματος Peter Jesperson. Όταν ήρθε η ώρα να δοθεί ο τίτλος στο άλμπουμ, το συγκρότημα δεν δίστασε να αγγίξει «τα ιερά και τα όσια». Ο Westerberg ομολόγησε στο Rolling Stone: «[Ο τίτλος ήταν] ο τρόπος μας να πούμε ότι τίποτα δεν είναι ιερό, ότι οι Beatles ήταν απλώς ένα εξαιρετικό ροκ εν ρολ συγκρότημα. Σοβαρά θα ονομάζαμε τον επόμενο δίσκο Let It Bleed».

Το Let It Be ήταν το εισιτήριο των Replacements για τον κόσμο της επιτυχίας, πουλώντας 50.000 αντίτυπα τους πρώτους δύο μήνες κυκλοφορίας του∙ έγινε σχεδόν πλατινένιο με όρους κολεγιακού ραδιοφώνου του 1984. Μέχρι το τέλος της χρονιάς, οι Replacements είχαν υπογράψει συμβόλαιο με την Sire Records.

Όσο για το περιεχόμενο, το “I Will Dare” ήταν σίγουρα το καλύτερο ποπ τραγούδι που είχε γράψει ο Westerberg μέχρι στιγμής. Κυκλοφόρησε ως single 12 ιντσών το καλοκαίρι του 1984, δύο μήνες πριν από το Let It Be , αλλά δεν έφτασε πουθενά κοντά στο Top 40 των ραδιοφωνικών σταθμών ή στο Hot 100 του Billboard. Το “I Will Dare” ακολουθεί μια στιγμή νεανικής μελαγχολίας με το “Tommy Gets His Tonsils Out” και η σύντομη κιθαριστική έκρηξη του “Gary's Got A Boner” (με credit που αναγνωρίζει το κλεμμένο riff του Ted Nugent)• η άγρια μπαλάντα του “Unsatisfied” και τα ουρλιαχτά του Westerberg στο “Favorite Thing”• η americana του “Sixteen Blue” που θυμίζει αφηγήσεις του Springsteen με πανέμορφες κιθάρες. o φόρος τιμής στο glam-rock ‘n’roll των πρώιμων Kiss με μια καθόλου ειρωνική, αλλά καθόλα κολασμένη διασκευή στο “Black Diamond”.

Tο “We're Comin' Out” είναι η δεύτερη μεγάλη στιγμή του δίσκου, μετά το "I Will Dare”. «One more chance to get it all wrong…One more chance to get it all wrong…. One more day anyway…One more chance anyway», ορκίζεται ο Westerberg, ενόσω φλέγεται το σόλο της κιθάρας του Bob Stinson.

Το Let It Be ήταν το καλύτερο άλμπουμ που θα μπορούσαν να δώσουν οι αρχικοί τέσσερις Replacements – ατόφιο rock ‘n’ roll με ποπ καρδιά• όμορφα και συναισθηματικά τραγούδια για το πώς να μεγαλώνεις, έχοντας κάνει τα πάντα λάθος και να κρατάς γερά, χωρίς να σε νοιάζει η αποτυχία. Τους κόστισε, αλλά δε γαμιέται;

*Η εκτεταμένη έκδοση του Let It Be σε μορφή 4LP και 3CD της Rhino αποτελεί μια βαθιά βουτιά στο άλμπουμ και σε αυτή την εποχή που διαμόρφωσε τους Replacements. Το άλμπουμ είναι remastered, με μια πληθώρα εναλλακτικών εκδόσεων, outtakes και demos που δίνουν μια ματιά στη γένεση και την κατασκευή του άλμπουμ. Περιλαμβάνεται επίσης μια ακυκλοφόρητη συναυλία από το Σικάγο τον Αύγουστο του 1984, η οποία βρίσκει το συγκρότημα, όπως συνήθιζε εκείνη την εποχή, να ερμηνεύει 28 κομμάτια, συμπεριλαμβανομένων κομματιών του Let It Be, προηγούμενων εγγραφών και διασκευών.

Όσο για το πρώτο, περιλαμβάνονται δύο πρόχειρα αλλά ενδιαφέροντα home demo του "Answering Machine", εναλλακτικές εκδόσεις των "Sixteen Blue" και "Androgynous", ένα εναλλακτικό μείγμα του "Unsatisfied" και άκρως φωνακλάδικες διασκευές του "Temptation Eyes" των Grass Roots, του "20th Century Boy" των T. Rex, και το πιο ενδιαφέρον είναι το teenybopper ποπ τραγούδι της δεκαετίας του '70, "Heartbeat, It's a Lovebeat" από τους The DeFranco Family. Και όσον αφορά τη συναυλία, το συγκρότημα ξεκινά με το "Can't Hardly Wait", ένα τραγούδι που έγινε ο ακρογωνιαίος λίθος του επόμενου άλμπουμ του συγκροτήματος, Pleased to Meet Me, και περιλαμβάνει επιλεγμένα κομμάτια του άλμπουμ και ένα εξαιρετικό αμάλγαμα διασκευών των "Help Me Rhonda" και "Little GTO". ( www.rhino.com )

ΠΗΓΕΣ:
Jim Walsh, The Replacements: All Over But the Shouting: An Oral History (Voyageur Press, 2007)
Bob Mehr, Trouble Boys: The True Story of the Replacements (Da Capo, 2017)

 ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΣΧΕΤΙΚΑ:

Medicine Show Revisited: Οι Dream Syndicate στις «τις μέρες μετά το κρασί και τα τριαντάφυλλα»...

Paisley Undergound: Ο απόλυτος δισκογραφικός οδηγός. Η αναβίωση του rock των 60s στα 80s στις 33 1/2 στροφές...

The Velvet Underground: Νύχτες του Σαν Φρανσίσκο...


image

Θανάσης Μήνας

Ο Θανάσης Μήνας γεννήθηκε στην Αθήνα το 1971. Σπούδασε δημοσιογραφία, είναι ραδιοφωνικός παραγωγός (Rock FM, Ρόδον 94,4, Εν Λευκώ, Στο Κόκκινο) και αρθρογραφεί κυρίως για θέματα σχετικά με τη μουσική και το βιβλίο (Αυγή, Εποχή, Fractal Press, Merlin’s Music Box, Avopolis, The Zone)
 
 
 
image

Θανάσης Μήνας

Ο Θανάσης Μήνας γεννήθηκε στην Αθήνα το 1971. Σπούδασε δημοσιογραφία, είναι ραδιοφωνικός παραγωγός (Rock FM, Ρόδον 94,4, Εν Λευκώ, Στο Κόκκινο) και αρθρογραφεί κυρίως για θέματα σχετικά με τη μουσική και το βιβλίο (Αυγή, Εποχή, Fractal Press, Merlin’s Music Box, Avopolis, The Zone)
 
 
 
image

Θανάσης Μήνας

Ο Θανάσης Μήνας γεννήθηκε στην Αθήνα το 1971. Σπούδασε δημοσιογραφία, είναι ραδιοφωνικός παραγωγός (Rock FM, Ρόδον 94,4, Εν Λευκώ, Στο Κόκκινο) και αρθρογραφεί κυρίως για θέματα σχετικά με τη μουσική και το βιβλίο (Αυγή, Εποχή, Fractal Press, Merlin’s Music Box, Avopolis, The Zone)