Oι Ol' Savannah έρχονται δυναμικά από το Μόντρεαλ του (σχεδόν μονίμως) παγωμένου Καναδά, οδηγώντας ένα όχημα που φορές-φορές θυμίζει εκείνο των Αυστραλών Graveyard Train, αλλά λίγο πιο χαρούμενο. Ήτοι, αντλούν folk/americana επιρροές από την τεράστια αμερικάνικη δεξαμενή, τις επενδύουν με ένα νεκρολογικό dark επίχρισμα και τις παραδίδουν με έναν ελαφρώς διεστραμμένο σεβασμό προς την παράδοση των Απαλλαχίων Ορέων και τον ανάλογο παγανιστικό λυρισμό. Το Burden είναι το τέταρτο τους άλμπουμ από το 2011 (συν δυο ΕΡ), όταν άρχισε η επίσημη δισκογραφική παρουσία τους και ανάμεσα στα έντεκα κομμάτια κυκλοφορούν τα φαντάσματα του Tom Waits, του Muddy Waters, του Roscoe Holcomb, ενώ κάπου κάπου πετάγονται διακριτικά μικρές, παραδοσιακές ιρλανδέζικες συνταγές. Εν αρχή (2008) ως ντουέτο και σήμερα ως κουιντέτο, οι Ol’ Savannah αποτελούνται από τους Speedy Johnson (κιθάρα, φωνή), Bartleby J. Budde (μπάντζο, μπουζούκι), Kevin Labchuk (ακορντεόν, αρμόνιο), Ram Krishnan (μπάσο) και Daniel Malone (τύμπανα).
Σε εντελώς αντίθετη κατεύθυνση κινούνται οι Σουηδοί Monolord (http://monolord.com/), ένα sludge/doom τρίο από το Γκέτενμποργκ που στο Rust, το τρίτο τους άλμπουμ, συνεχίζουν από εκεί που άφησαν το εξαιρετικό Empress Rising πριν από τρία χρόνια. Σκοτεινοί όσο χρειάζεται, δεν επιτρέπουν στο είδος να τους ξεπεράσει, αλλά δημιουργούν μια ατμόσφαιρα που τους κάνει να ξεχωρίζουν υπερθετικά από τις περισσότερες αντίστοιχες μπάντες. Οι Monolord (Thomas Jäger – κιθάρα, φωνή, Esden Willems – ντραμς, αμφότεροι πρώην μέλη των Marulk, και Mika Häkki -μπάσο) γρασάρουν τα κομμάτια τους με ψυχεδελικά φωνητικά και φαζαριστές κιθάρες, ενώ τα τύμπανα ολοκληρώνουν βίαια το ογκώδες ηχητικό σκηνικό. Ο Εωσφόρος έχει την τιμητική του, ο θάνατος παραμονεύει λαχταρώντας καινούργια θύματα, ενώ στην παραγωγή ο Esben Willems κάνει θαύματα σε αγαστή συνεργασία με το συγκρότημα, σε μια «καθαρή» μίξη που ενισχύει το όλο αποτέλεσμα.
Οι Ρώσοι μασκοφόροι antifa Siberian Meat Grinders τα λένε όλα με το όνομα που επέλεξαν για να εξαπολύσουν την επίθεσή τους. Το δεύτερο εκτενές πόνημά τους φέρει τον τίτλο Metal Bear Stomp και δεν χαρίζει ούτε ένα κάστανο. Μαζί με το «αδελφό», τόσο ηχητικά όσο και κοινωνικοπολιτικά, συγκρότημα των Moscow Death Brigade, ηγούνται της νέας hardcore γενιάς στη Ρωσική Ομοσπονδία, βλέποντας τις μετοχές τους να ανεβαίνουν συνεχώς τα τρία τελευταία χρόνια, παρά τις αντιπαραθέσεις που προκλήθηκαν γύρω από αυτούς, τους MMDB και άλλη μια μπάντα έπειτα από κείμενο που δημοσιεύτηκε στο γερμανικό Linksunten (παράρτημα του διεθνούς indymedia, η λειτουργία του οποίου απαγορεύτηκε πρόσφατα από τη γερμανική κυβέρνηση). Το Metal Bear Stomp προσφέρεται για ανελέητο κοπάνημα, είναι ένα hi-voltage άλμπουμ υψηλών οκτανίων, ένας hardcore/metal ογκόλιθος.
Για τους Primus τα λόγια περισσεύουν έπειτα από οκτώ άλμπουμ που έχει κυκλοφορήσει το συγκρότημα από το Σαν Φρανσίσκο από το 1990. Το The Desaturating Seven είναι το ένατο και στην ουσία είναι concept αφού βασίζεται χαλαρά στο παιδικό βιβλίο The Rainbow Goblins του Ιταλού συγγραφέα Ul de Rico. Ο Les Claypool το διάβαζε στα παιδιά του όταν ήταν μικρά και τώρα έκρινε πως ήγγικεν η ώρα να το μετουσιώσει σε μουσική. Στο γνώριμο ρυθμικό και και υπερ-τεχνικό ύφος τους, οι Primus συνεχίζουν ακάθεκτοι την πορεία τους, καθώς ο Les στη (ενίοτε αφηγηματική) φωνή και το μπάσο, ο Larry LaLonde (κιθάρα) και ο Tim Alexander (ντραμς) γνωρίζουν πολύ καλά τις ικανότητές τους να δημιουργούν συγκροτημένες μουσικές φράσεις, εναλλάσσοντας ρυθμούς και μελωδίες και ντύνοντας τη μουσική τους με πάντα ενδιαφέροντες ποιητικούς στίχους. Όπως πάντα, το The Desaturating Seven έχει μπόλικο ψωμί για ακουστική τροφή και οι Primus για άλλη μια φορά αποδεικνύουν ότι δεν χρειάζονται ετήσιες κυκλοφορίες για να επιβεβαιώνουν το status τους στο χώρο μιας μουσικής που ιδιαίτερα σήμερα φαίνεται να τους έχει μεγάλη ανάγκη.
{yotube}v=8dCFS_5Ery8{/youtube}