Μου ζήτησαν από το Merlin’s Music Box να γράψω πάλι κάτι για το φανζίν και, για την ακρίβεια, κάτι για το άλμπουμ μιας άλλης μπάντας.
«Με ποιά ιδιότητα θα γράψω εγώ για τη μουσική κάποιου άλλου;»… ρώτησα αρνούμενος αρχικά, για να λάβω την εξής ερωτοαπάντηση: «Γιατί, οι άλλοι που γράφουμε με ποια ιδιότητα γράφουμε;».
Χμ… αυτό είναι αλήθεια, μονολόγησα αναλογιζόμενος πόσα και πόσα έχουμε διαβάσει εγώ και πολλοί άλλοι συνάδελφοι κατά καιρούς σχετικά με τις δουλειές μας. Έτσι ρώτησα: «Για ποια μπάντα συγκεκριμένα μιλάμε;» Η απάντηση: «Για τους SuperPuma».
«Και πώς, ρε παιδιά, θα γράψω για το άλμπουμ των SuperPuma, τη στιγμή που πριν λίγο καιρό έπαιξα ως opening act στην παρουσίαση του δίσκου τους;» Η απάντηση: «Και τι πειράζει;»
Εκείνη τη στιγμή φαντάστηκα πώς είχα στο μυαλό μου τους SuperPuma πριν την παρουσίαση και πώς τους έχω έκτοτε, οπότε σκέφτηκα ότι τελικά ίσως να μην είναι και τόσο κακή η ιδέα να γράψω εγώ κάτι για το άλμπουμ.
Τους SuperPuma τους παρακολούθησα για πρώτη φορά ζωντανά στο Αn Club πριν από τρία περίπου χρόνια. Μια καλή heavy rock μπάντα, είχα σκεφτεί τότε, με σκηνική παρουσία σίγουρα άνω του μέσου όρου. Είχα περάσει καλά, κι αυτό ήταν όλο. Τον Βασίλη (τη φωνή της μπάντας) τον ήξερα από καιρό και λίγο αργότερα γνώρισα τον Δανιήλ μέσω κάποιων κοινών γνωστών με αποτέλεσμα να κάνουμε λίγο παρέα παραπάνω, αλλά τίποτα το φοβερό. Και ξαφνικά, έρχεται ο Ντάνι και με ρωτά μήπως θα ήθελα να ανοίξω τη βραδιά της παρουσίασης του νέου τους άλμπουμ.
«Ρε συ, Ντάνι», του λέω, «τι σχέση έχω εγώ μ’ αυτό που κάνετε; Εσείς παίζετε stoner».
«Εντάξει, δεν παίζουμε stoner, heavy rock παίζουμε…» με διορθώνει (γιατί είμαι και λίγο άσχετος με αυτές τις ορολογίες) «Ούτως ή άλλως, έχει αλλάξει κάπως η φάση… θα δεις».
Μου στέλνει μέσω ίντερνετ να ακούσω δύο τραγούδια. Δε θα το έλεγα ακριβώς heavy rock. Ήταν πολύ πιο μελωδικά και πήγαιναν προς διάφορες κατευθύνσεις. Ενδιαφέρον, σκέφτηκα, μη δίνοντας ιδιαίτερη σημασία και αποδεχόμενος τελικά την πρόσκληση η οποία, πέρα από τιμητική, είχε και τα μικρά της οφέλη όσον αφορά το δικό μου project: να το παρουσιάσω σε ένα κόσμο που μπορεί να μην το είχε ξαναδεί ή ξανακούσει.
Το βράδυ της παρουσίασης, αφού έκανα το «κομμάτι» μου, ήρθε η σειρά των SuperPuma. Με ημιθεατρική σκηνική παρουσία, αρχίζουν να παίζουν τα τραγούδια του άλμπουμ. Άλλοτε υπό τους ήχους του rock, άλλοτε υπό τους ήχους του stoner, άλλοτε βουτηγμένοι στη ψυχεδέλεια, είτε μουσικά είτε φραστικά. Με αναφορές στη θεότητα του Υπερπούμα και στο καραβάνι που πιστεύει σε αυτή τη όλη φάση, κατάφεραν να μου κεντρίσουν την περιέργεια. Κομμάτια του παζλ που λέγεται SuperPuma άρχισαν να μπαίνουν στη θέση τους, ενώ συγχρόνως ανακάλυπτα και άλλα πράγματα, τα οποία απλώς μεγάλωναν το ενδιαφέρον μου γι’ αυτούς. Η βραδιά τελείωσε με εκατέρωθεν φιλοφρονήσεις και ευχαριστίες και με ανταλλαγή άλμπουμ και τι-σερτ.
Στα χέρια μου είχα το άλμπουμ Of Animals And Relatives, κλεισμένο σε ένα φροντισμένο χαρτόκουτο που περιείχε το CD (σε βινύλιο δεν κυκλοφορήσει ακόμα αλλά τα παιδιά επιφυλάσσονται), ένα 30σέλιδο βιβλιαράκι κόμιξ και μια αναμνηστική καρτ-ποστάλ, πρόσκληση για τη βραδιά της παρουσίασης. Όλο το πακέτο ανάδιδε μια μυρωδιά πως επρόκειτο για κάτι πολύτιμο – αν όχι για κάποιον άλλον, σίγουρα για τους δημιουργούς του.
Στο σπίτι μου πια, ανοίγω το πακέτο και παίρνω στα χέρια μου το CD που ήταν όμορφα τυλιγμένο σε ένα χαρτί το οποίο, ξεδιπλώνοντας το, έγραφε μεταξύ άλλων...
«Το άλμπουμ αυτό περιλαμβάνει ό, τι πιστεύουμε ότι αξίζει να ακουστεί, με την προϋπόθεση ότι λειτουργεί επίσης σαν μέρος συνόλου που εξελίσσει τη “συμβολική” μας περιπέτεια... κατά την οποία στους μαύρους ξερότοπους του πλανήτη Γύαψ ένα τσούρμο που έγινε πλήθος, με πυξίδα την εκλεκτή ιέρεια του Μεγαλοδύναμου Υπερπούμα, συνεχίζει να πατάει στα χνάρια που άφησαν οι “μάρτυρες” ή “συγγενείς” όπως τους ονομάζουν οι ντόπιοι, πριν από εκατοντάδες χρόνια… Ακόμα δουλεύουν, τραγουδούν, ξεμπουκώνουν, κοιμούνται και πεθαίνουν χωρίς να σταματούν να περπατούν, κουβαλώντας το βάρος αυτού που χτίζουν κι ενός μυστικού σκοπού».
Βάζω το CD να παίξει και πιάνω το κόμιξ στα χέρια μου. Δεν είναι τυχαίο που αυτά τα δυο πάνε μαζί. Η ενάμιση λεπτού ορχηστρική εισαγωγή του “Dark Country”, του πρώτου τραγουδιού, σε προϊδεάζει για τον κόσμο στον οποίο πρόκειται να εισχωρήσεις δίνοντας σου χρόνο να ξεφυλλίσεις τις δύο πρώτες σελίδες του κόμιξ. Στη πρώτη είναι γραμμένοι οι στίχοι του τραγουδιού, ενώ στη δεύτερη, που ήταν καταλυτική προκειμένου να με κερδίσει το project, διαβάζω λόγια με τα οποία ταυτίστηκα πολύ εύκολα: «Όταν είσαι ζώο, αρκεί να ’σαι αρκετά έξυπνο ώστε να δείχνεις όσο έξυπνο χρειάζεται για να επιβιώσεις σε τούτο το καραβάνι. Ας πούμε εγώ... δεν είμαι και τόσο τυφλός, έχω φάει ματζούνια κι έχω δει καμπόσα.... έχω πιει πολλά κι έχω ακούσει πιότερα».
Κάπως έτσι ξεκινά ένα οδοιπορικό δίχως προορισμό με ένα soundtrack «επικό» (επιτρέψτε μου την ορολογία) που περιλαμβάνει στοιχεία heavy rock, blues και ψυχεδέλειας. Ένα άλμπουμ καθαρά κιθαριστικό, πολύ μελωδικό, που σίγουρα δεν απευθύνεται σε οπαδούς κάποιας συγκεκριμένης μουσικής. Ένα άλμπουμ που «ιδρώνει». Ιδρώνει γιατί κάτι έχει να πει.
Ίσως η λέξη project που χρησιμοποίησα προηγουμένως να μην είναι η πλέον κατάλληλη. Η λέξη «προέκταση» μου κάθεται καλύτερα. Αυτό το άλμπουμ, λοιπόν, είναι προέκταση των δημιουργών του (Crosseyed - φωνητικά, Danny - κιθάρα, Bill - μπάσο και Nodes – τύμπανα), της καθημερινότητας τους. Μαρτυρά τις αγωνίες τους υπό το πρίσμα μιας φανταστικής πραγματικότητας. Θα μπορούσε να είναι ένα ωραίο βιβλίο ή μια ωραία ταινία. Αντ’ αυτού, είναι ένας ωραίος δίσκος που συνοδεύεται από ένα πολύ ενδιαφέρον κόμιξ, σχεδιασμένο από τον κιθαρίστα της μπάντας Δανιήλ Γκουντέλη.
Αυτά είχα να πω και, όπως κάθε τι άλλο, είναι τελείως υποκειμενικά. Θα κλείσω λέγοντας πως αν το Of Animals & Relatives πέσει ποτέ στα χέρια σας, κάντε τη χάρη στον εαυτό σας και αφιερώστε του την προσοχή που του αξίζει. ΚΑΛΗ ΑΚΡΟΑΣΗ!!!