Γράφει ο Θανάσης Ζελιαναίος
Στο χώρο της δισκογραφίας υπάρχουν πράγματα με τα οποία είναι να απορεί κανείς μερικές φορές. Από τις αρχές της δεκαετίας του ‘90 μέχρι τις αρχές αυτής εδώ που διανύουμε βιώσαμε την παντοκρατορία του CD που ουσιαστικά εκτόπισε το βινύλιο. Με αυτή την αφορμή είδαμε ένα σωρό πράγματα του παρελθόντος να επανεκδίδονται σχεδόν μαζικά, από ξεχασμένα private pressings που κυριολεκτικά θα τα έτρωγε το μαύρο το σκοτάδι, μέχρι επιβεβλημένες επανακυκλοφορίες σημαντικών στιγμών της ροκ ιστορίας. Κακά τα ψέματα, το CD αποτέλεσε μια πρώτης τάξεως ευκαιρία να μπαλώσουμε αρκετά κενά στη δισκοθήκη μας που υπό άλλες συνθήκες ή δε θα τα βρίσκαμε ή θα χρειαζόμασταν ένα σκασμό φράγκα για να τα αποκτήσουμε. Με την έλευση αυτής εδώ της δεκαετίας όπου το άυλο format (flac, streaming κλπ.) καθώς και η επάνοδος, έστω και μερική, του βινυλίου μπαίνουν για τα καλά στο παιχνίδι, συνεχίζονται οι αφορμές για να βουτάμε σε ξεχασμένες στιγμές του παρελθόντος. Παρόλα αυτά ακόμη και σήμερα υπάρχουν βασικά κομμάτια της ροκ ιστορίας που παραμένουν εγκληματικά αγνοημένα από τον μαγικό κόσμο των επανεκδόσεων. Μία τέτοια περίπτωση είναι και οι Green River.
Όσο και να ακούγεται παράξενο αυτή είναι η πρώτη κυριολεκτικά φορά που επανεκδίδονται αυτές οι τόσο σημαδιακές κυκλοφορίες των προπατόρων της σκηνής του Seattle στην Sub Pop. Το EP Dry As a Bone και το άλμπουμ τους Rehab Doll, που είχαν κυκλοφορήσει το 1987 και 1988 αντίστοιχα, εκτός από τις αρχικές εκδόσεις τους έτυχαν μόνο μιας επανακυκλοφορίας το 1990 μαζί σε ένα CD, με κάποια έξτρα τραγούδια. Έκτοτε... απόλυτο σκοτάδι. Επιτέλους τώρα, και σχεδόν 30 χρόνια μετ΄την κυκλοφορία εκείνου του CD, έρχεται η ίδια η Sub Pop να τα επανεκδώσει και μάλιστα με τον τρόπο που τους αξίζει, δηλαδή εμπλουτισμένα με πλήθος από ακυκλοφόρητο υλικό.
Όσο για την αξία των Green River και ειδικά αυτών των ηχογραφήσεων, θα χρειαστεί ένα ξεχωριστό άρθρο. Αν μπορεί να πει κανείς ότι η συλλογή Deep Six της C/Z Records αποτέλεσε την ιδρυτική διακήρυξη της σκηνής του Σιάτλ και αυτού που αργότερα ονομάστηκε grunge, οι Green River ήταν εκείνοι που ουσιαστικά της έδωσαν τα βασικά της χαρακτηριστικά, τόσο από ηχητικής όσο και από στιχουργικής άποψης. Μέσα στο 1987, όταν ουσιαστικά συντελέστηκαν όλα αυτά, οι Melvins ήταν μάλλον πιο εγκεφαλικοί αλλά και σίγουρα πιο ευρηματικοί από όσο ίσως χρειαζόταν ενώ οι πρωτοπόροι Skin Yard του Jack Endino σίγουρα δεν ήταν τόσο ικανοί ώστε να διεκδικήσουν τον τίτλο των ηγετών της σκηνής. Απεναντίας, οι Green River ήταν ό,τι έπρεπε.
Το Dry As a Bone EP είναι το δεύτερο της μπάντας μιας και είχε προηγηθεί το Come on Down στη Homestead το 1985. Ο μπασίστας Jeff Ament έχει τσακωθεί με τον αρχικό κιθαρίστα Steve Turner, ο οποίος αποχωρεί, και έτσι ο πρώτος φέρνει στην μπάντα ένα φιλαράκι του, τον Bruce Fairweather. Το ΕΡ ηχογραφήθηκε το καλοκαίρι του 1986 αλλά παρέμεινε ακυκλοφόρητο σχεδόν για έναν ολόκληρο χρόνο, προτού η νεοσύστατη τότε Sub Pop το κυκλοφορήσει στις 12 ίντσες το καλοκαίρι του ’87. Αποτέλεσε δε τη δεύτερη κυκλοφορία της εταιρίας μετά τη συλλογή Sub Pop 100. Εδώ το συναντάμε πια σε διπλό LP ή μονό CD με επιπλέον 11 κομμάτια πέρα από τα 5 της αρχικής έκδοσης. Πιο συγκεκριμένα, υπάρχουν πέντε εντελώς ανέκδοτα, δυο που είχαν κυκλοφορήσει σε ένα σπάνιο σινγκλ του 1986, ένα στη CD έκδοση του 1990, δυο στη συλλογή Deep Six και ένα στη συλλογή Another Pyrrhic Victory, αμφότερες της C/Z Records. Ωστόσο, εδώ η Sub Pop την κάνει την ατιμία της. Λείπει ένα ακόμη τραγούδι από το Another Pyrrhic Victory, μιας κι εκεί οι Green River συμμετείχαν με δυο κομμάτια. Γιατί; Για τον απλούστατο λόγο ότι πέρσι το Νοέμβριο το είχε κυκλοφορήσει στην "Black Friday" σε ένα split σινγκλ μαζί με τους επίσης πρωτοπόρους του grunge U-Men. Χοντρό και ξεδιάντροπο καπιταλιστικό φάουλ!
Όσο για το Rehab Doll ήταν η τρίτη και τελευταία κυκλοφορία τους και το μοναδικό full LP που κυκλοφόρησαν οι Green River. Ηχογραφήθηκε στα τέλη του 1987 με την ίδια σύνθεση και όταν κυκλοφόρησε στις αρχές του 1988 η μπάντα είχε πλέον διαλυθεί. Ελαφρώς κατώτερο από το Dry As a Bone, αναπαριστά ανάγλυφα τους λόγους για τους οποίους δεν θα μπορούσαν να συνεχίσουν. Δυο κομμάτια, τα "Swallow My Pride" και Together We’ll Never¨" είχαν κυκλοφορήσει πιο πριν στο πρώτο τους EP και σε σινγκλ αλλά ξαναηχογραφήθηκαν για τις ανάγκες του άλμπουμ. Ειδικά το πρώτο με την Kim Gordon των Sonic Youth να φιλοξενείται στα φωνητικά, αναδεικνύεται στον απόλυτο ύμνο της σκηνής του Σιάτλ αν και θα ξεπεραστεί ένα χρόνο αργότερα από το "Touch Me I'm Sick" των Mudhoney. Κατά τα άλλα, στα οκτώ τραγούδια της αρχικής έκδοσης προστίθενται στην παρούσα επανέκδοση (και εδώ διπλό LP ή μονό CD) ακόμα δέκα. Η διασκευή τους στο "Queen Bitch" του Bowie συμπεριλήφθηκε μόνο στην κασέτα και στη γερμανική έκδοση της Glitterhouse, ενώ όλα τα υπόλοιπα είναι εντελώς ανέκδοτες οκτακάναλες ηχογραφήσεις.
Κάπως έτσι οι Green River έκαναν το χρέος τους και μέσα από τη σπορά τους γεννήθηκε το μεγαλύτερο γκρουπ του grunge ιδιώματος, όταν ο Mark Arm ξανασυνάντησε τον Steve Turner από τις πρώτες μέρες του γκρουπ για να φτιάξουν τους Mudhoney. Από την άλλη μεριά, οι υπόλοιποι τρεις (Jeff Ament στο μπάσο και οι κιθαρίστες Bruce Fairweather και Stone Gossard) θα φτιάξουν τους Mother Love Bone (εδώ που τα λέμε δεν ήταν και τίποτα το σπουδαίο) και μετά το θάνατο του τραγουδιστή τους Andrew Wood το 1990 θα προσπαθήσουν με τον Chris Cornell των Soundgarden σαν Temple of the Dog για ένα μόνο άλμπουμ και αμέσως μετά θα τα βρουν με τον Eddie Vedder για να σχηματίσουν τους Pearl Jam. Όσο δε για τις πρώτες στιγμές τους πριν ακόμη βρεθούν υπό τη σκέπη της Sub Pop (το πρώτο τους EP στην Homestead και τα πρώτα τους ακυκλοφόρητα demo από το 1984) φρόντισε να τις βγάλει μέσα στην περσινή χρονιά η αξιόλογη ετικέτα Jackpot δυστυχώς μόνο σε δυο ξεχωριστά βινύλια, ενώ άνετα θα μπορούσαν να έχουν συγκεντρωθεί σε ένα μονό CD.
Θανάσης Ζελιαναίος
Γεννήθηκα το 1973 και μέχρι τώρα παραμένω αθεράπευτα ερασιτέχνης σε όλα εκείνα τα πράγματα που κάνουν τη ζωή να έχει νόημα. Κινούμενος ανάμεσα στη μουσική και το σινεμά έχω το παράξενο χούι να βαριέμαι εύκολα, να αλλάζω ενδιαφέροντα αλλά πάντα να παραμένω εραστής των δυο παραπάνω τρόπων έκφρασης σε όλες τις μορφές της. Που και που γράφω και καμιά αράδα για όλα αυτά.
Θανάσης Ζελιαναίος
Γεννήθηκα το 1973 και μέχρι τώρα παραμένω αθεράπευτα ερασιτέχνης σε όλα εκείνα τα πράγματα που κάνουν τη ζωή να έχει νόημα. Κινούμενος ανάμεσα στη μουσική και το σινεμά έχω το παράξενο χούι να βαριέμαι εύκολα, να αλλάζω ενδιαφέροντα αλλά πάντα να παραμένω εραστής των δυο παραπάνω τρόπων έκφρασης σε όλες τις μορφές της. Που και που γράφω και καμιά αράδα για όλα αυτά.
Θανάσης Ζελιαναίος
Γεννήθηκα το 1973 και μέχρι τώρα παραμένω αθεράπευτα ερασιτέχνης σε όλα εκείνα τα πράγματα που κάνουν τη ζωή να έχει νόημα. Κινούμενος ανάμεσα στη μουσική και το σινεμά έχω το παράξενο χούι να βαριέμαι εύκολα, να αλλάζω ενδιαφέροντα αλλά πάντα να παραμένω εραστής των δυο παραπάνω τρόπων έκφρασης σε όλες τις μορφές της. Που και που γράφω και καμιά αράδα για όλα αυτά.