γράφει ο Γιάννης Καστανάρας
Στο συνέδριο που οργάνωσε στο Σικάγο το 1884, η Ομοσπονδία Οργανωμένων Επαγγελμάτων και Εργατικών Ενώσεων (στα τέλη του 1886 μετεξελίχτηκε σε Αμερικανική Ομοσπονδία Εργασίας) διακήρυξε ότι το οκτάωρο έπρεπε να συνιστά τη νόμιμη ημερήσια εργασία από την Πρώτη Μαΐου του 1886 και στο εξής. Τον επόμενο χρόνο η ομοσπονδία με την υποστήριξη πολλών ντόπιων μελών των Ιπποτών της Εργασίας, επανέλαβε τη διακήρυξή της δηλώνοντας ότι θα υποστήριζε απεργίες και διαδηλώσεις. Αρχικά, οι περισσότεροι ριζοσπάστες και αναρχικοί θεώρησαν αυτό το αίτημα πολύ ρεφορμιστικό επειδή αποτύγχανε να χτυπήσει το κακό στη ρίζα του. Ένα χρόνο πριν τη σφαγή του Χέιμαρκετ, ο Σάμιουελ Φίλντεν είχε επισημάνει στην αναρχική εφημερίδα The Alarm, ότι είτε κάποιος εργάζεται οκτώ είτε δέκα ώρες την ημέρα, δεν παύει να είναι σκλάβος.
Παρά τις αμφιβολίες πολλών αναρχικών, 250 χιλιάδες εργάτες στην περιοχή του Σικάγο ενεπλάκησαν άμεσα στη σταυροφορία για την εφαρμογή του οκτάωρου, ανάμεσά τους οι Ιππότες της Εργασίας, η Συνέλευση Επαγγελματιών και Εργατών και το Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα. Με την κινητοποίηση όλο και περισσότερων εργατών εναντίον των εργοδοτών, οι ριζοσπάστες αυτοί συναίνεσαν στον αγώνα για το οκτάωρο συνειδητοποιώντας ότι η παλίρροια της χειραφέτησης των εργατών είχε αρχίσει να φουσκώνει. Με την ανάμειξη των αναρχικών τέθηκαν θέματα πολύ πιο ριζοσπαστικά από την εφαρμογή του οκτάωρου. Υπήρχε η αυξανόμενη αίσθηση ότι μια ευρύτερη κοινωνική επανάσταση θα άλλαζε δραστικά την οικονομική δομή του καπιταλισμού.
Μια διακήρυξη που τυπώθηκε λίγο πριν την Πρωτομαγιά του 1886 έκανε έκκληση προς τους εργάτες αναφέροντας μεταξύ άλλων: «Εργάτες στα όπλα! […] Ένα κιλό δυναμίτης είναι καλύτερος από ένα κιλό ψηφοδέλτια […] Απαιτήστε το οκτάωρο με το όπλο στο χέρι για να αντιμετωπίσετε τα μαντρόσκυλα των καπιταλιστών, την αστυνομία και την πολιτοφυλακή με τον δέοντα τρόπο […]
Όπως ήταν φυσικό, ολόκληρη η πόλη προετοιμάστηκε για μια μαζική αιματοχυσία που θα θύμιζε την απεργία των σιδηροδρομικών μια δεκαετία νωρίτερα, όταν αστυνομία και στρατιώτες είχαν πυροβολήσει και σκοτώσει εκατοντάδες απεργούς. Την Πρωτομαγιά του 1886, περισσότεροι από 300.000 εργάτες σε όλες τις Ηνωμένες Πολιτείες κατέβηκαν σε απεργία, στην πρώτη οργανωμένη γιορτή της Πρωτομαγιάς στην ιστορία. Στο Σικάγο, το επίκεντρο των προπαγανδιστών του οκτάωρου, απέργησαν 40.000 εργάτες με μπροστάρηδες τους αναρχικούς. Χάρη στους πύρινους λόγους και την επαναστατική ιδεολογία της άμεσης δράσης, οι αναρχικοί και ο αναρχισμός απέκτησαν σεβασμό και αγκαλιάστηκαν από τους εργαζόμενους.
Δυο από τους οργανωτές των διαδηλώσεων ήταν η Λούσι και ο Άλμπερτ Πάρσονς. Η Λούσι είχε αφροαμερικανικό, ινδιάνικο και μεξικανικό αίμα στις φλέβες της και ήταν πρώην σκλάβα από το Τέξας. Όταν παντρεύτηκε τον Πάρσονς, μετακόμισε στο Σικάγο και άρχισε να αρθρογραφεί και να οργανώνει εργάτριες σε κλωστήρια. Ο Άλμπερτ ήταν τυπογράφος, μέλος των Ιπποτών της Εργασίας, εκδότης της αναρχικής εφημερίδας The Alarm και ένας από τους ιδρυτές της Συνέλευσης Επαγγελματιών και Εργατών στο Σικάγο.
Εκτός από τους Πάρσονς, πολλά άλλα ονόματα – Γιόχαν Μοστ, Αύγουστος Σπάις και Λούις Λινγκ – έγιναν αμέσως γνωστά στο Σικάγο αλλά και σε ολόκληρη τη χώρα. Παρελάσεις, μπάντες και δεκάδες χιλιάδες διαδηλωτές κατέκλυσαν τους δρόμους δηλώνοντας τη δύναμη και την ενότητα των εργατών δίχως να υπάρξει το παραμικρό βίαιο περιστατικό, παρά τις απαισιόδοξες προβλέψεις των εφημερίδων και των αρχών.
Καθώς όλο και περισσότεροι εργάτες εγκατέλειπαν τις δουλειές τους, σύντομα ο αριθμός των απεργών στο Σικάγο έφτασε τις 100.000 που εκδηλώνονταν πάντα μέσα σε ειρηνικά πλαίσια. Η βία ανάμεσα στην αστυνομία και τους απεργούς θα ξεσπούσε δυο μέρες αργότερα, στις 3 Μαΐου, στο εργοστάσιο Μακόρμικ.
Για έξι μήνες, ένοπλοι πράκτορες της εταιρείας ιδιωτικής ασφάλειας Πίνκερτον μαζί με την αστυνομία παρενοχλούσαν και ξυλοκοπούσαν απεργούς μεταλλεργάτες. Οι περισσότεροι από αυτούς ήταν μέλη της «αναρχοκρατούμενης» Ένωσης Εργατών Μετάλλου. Στη διάρκεια μιας ομιλίας κοντά στο εργοστάσιο Μακόρμικ, περίπου διακόσιοι διαδηλωτές ενώθηκαν με τους απεργούς στη γραμμή της πικετοφορίας. Όταν οι ξυλοδαρμοί από τα κλομπ των αστυνομικών κλιμακώθηκαν, οι εργάτες αντέδρασαν ρίχνοντας πέτρες και η αστυνομία απάντησε με πυρά. Τουλάχιστον δυο εργάτες σκοτώθηκαν και πολλοί άλλοι τραυματίστηκαν.
Εξοργισμένοι, μερικοί αναρχικοί κάλεσαν σε ανοιχτή συγκέντρωση για την επόμενη μέρα στην Πλατεία Χέιμαρκετ, προκειμένου να συζητήσουν για την αστυνομική βαρβαρότητα. Εξαιτίας της κακοκαιρίας και της βιαστικής ανακοίνωσης, παρουσιάστηκαν μόλις 2500-3000 άτομα – οικογένειες με παιδιά, ακόμα και ο δήμαρχος του Σικάγου, Κάρτερ Χάρισον, ο οποίος είχε δώσει την άδεια για τη συγκέντρωση. Αργότερα θα κατέθετε ότι το πλήθος παρέμενε ήσυχο και ότι κανένας από τους ομιλητές δεν είχε κάνει την παραμικρή νύξη για άσκηση βίας σε βάρος οποιουδήποτε.
Πολλοί από τους ομιλητές δεν κατάφεραν να παραστούν και η συγκέντρωση ξεκίνησε με μια ώρα καθυστέρηση. Την τελευταία στιγμή έσπευσαν στην πλατεία δυο ομιλητές, ο Άλμπερτ Πάρσονς και ο Σάμιουελ Φίλντεν.
Καθώς η ομιλία του Φίλντεν πλησίαζε προς το τέλος της (το ζεύγος Πάρσονς είχε ήδη αποχωρήσει λόγω της βροχής), δυο ντετέκτιβ πλησίασαν το κύριο σώμα των αστυνομικών αναφέροντας ότι ένας ομιλητής χρησιμοποιούσε εμπρηστική γλώσσα και προτρέποντας τους αστυνομικούς να κινηθούν προς την εξέδρα του ομιλητή. Οι αστυνομικοί επιτέθηκαν με επαναληπτικές καραμπίνες Γουίντσεστερ και άρχισαν να διαλύουν το πλήθος που ήδη είχε αραιώσει. Εκείνη τη στιγμή κάποιος εκτόξευσε ανάμεσά τους μια βόμβα η οποία, σύμφωνα με τους μάρτυρες, έβγαζε καπνό και διέγραψε μια μεγάλη τροχιά πάνω από το πλήθος. Μέχρι σήμερα παραμένει άγνωστο ποιος την εκτόξευσε και οι εικασίες είναι πολλές - από έναν οποιοδήποτε δυσαρεστημένο αναρχικό μέχρι κάποιον προβοκάτορα που εργαζόταν για την αστυνομία.
Τότε οι αστυνομικοί άρχισαν να πυροβολούν εναντίον του πλήθους. Ο αριθμός των νεκρών και των τραυματισμένων πολιτών δεν εξακριβώθηκε ποτέ αλλά εκτιμάται ότι σκοτώθηκαν τέσσερις πολίτες και τραυματίστηκαν γύρω στους σαράντα. Ένας αστυνομικός σκοτώθηκε ακαριαία και άλλοι έξι πέθαναν τις επόμενες εβδομάδες. Σύμφωνα με μεταγενέστερα στοιχεία, μόνο ένας από τους θανάτους των αστυνομικών αποδόθηκε στη βόμβα, ενώ οι άλλοι αστυνομικοί είχαν ή μπορεί να είχαν σκοτωθεί από τα ανεξέλεγκτα πυρά των συναδέλφων τους. Πέρα από τον βομβιστή, ο οποίος ουδέποτε αποκαλύφθηκε, η βία οφειλόταν στους αστυνομικούς και όχι στους αναρχικούς.
Την επόμενη μέρα κηρύχτηκε στρατιωτικός νόμος στο Σικάγο αλλά και σε ολόκληρη τη χώρα. Αντεργατικές κυβερνήσεις σε όλο τον κόσμο εκμεταλλεύτηκαν το περιστατικό για να συντρίψουν τοπικά συνδικαλιστικά κινήματα. Στο Σικάγο συνελήφθησαν πολλοί συνδικαλιστές ηγέτες, πραγματοποιήθηκαν έρευνες χωρίς ένταλμα και απαγορεύτηκε η έκδοση συνδικαλιστικών εντύπων.
Οκτώ αναρχικοί, οι Άλμπερτ Πάρσονς, Αύγουστος Σπάις, Σάμιουελ Φίλντεν, Όσκαρ Νέεμπε, ΜίκαελΣβαμπ, Τζορτζ Ένγκελ, Άντολφ Φίσερ και Λούις Λινγκ, συνελήφθησαν με την κατηγορία της δολοφονίας, παρόλο που όταν έσκασε η βόμβα μόνο τρεις από αυτούς ήταν παρόντες στο Χέιμαρκετ και μάλιστα σε κοινή θέα. Η δίκη ξεκίνησε στις 21 Ιουνίου 1886 και συνεχίστηκε ως τις 11 Αυγούστου, με μια πρωτοφανή επίθεση των μέσων ενημέρωσης σε βάρος των κατηγορουμένων (η Chicago Tribune, μάλιστα, πρόσφερε χρήματα στους ενόρκους σε περίπτωση που θα έκριναν ένοχους τους κατηγορούμενους). Οι κυριότερες εφημερίδες καταδίκασαν τους αναρχικούς πριν καν αρχίσει η δίκη και βοήθησαν να δημιουργηθεί μια ατμόσφαιρα μίσους και υστερίας εναντίον τους. Τα μέσα μετέφεραν στο κοινό το αίσθημα ότι καμία ζωή και καμία περιουσία δεν ήταν ασφαλής αν δεν απαγχονίζονταν αυτοί οι αναρχικοί. Η St. Louis Globe έγραψε: «Καλοί αναρχικοί είναι μόνο οι νεκροί αναρχικοί» και η Chicago Daily News δήλωσε: «Τα μόνα που πειθαρχούν τους αναρχικούς είναι το τουφέκι και το κλομπ».
Η στάση του δικαστή Τζόζεφ Ε. Γκάρι απέναντι στους αναρχικούς άγγιζε τα όρια του μίσους και της απέχθειας, απορρίπτοντας ενστάσεις των συνηγόρων και κάνοντας δεκτές εκείνες των κατηγόρων. Σύμφωνα με τον επικεφαλής των κατηγόρων, από τη στιγμή που οι κατηγορούμενοι δεν είχαν εμποδίσει ενεργά τον βομβιστή, ήταν εξίσου ένοχοι συνωμοσίας.
Εξετάστηκαν 118 μάρτυρες, ανάμεσά τους 54 αστυνομικοί του Σικάγο, καθώς και οι κατηγορούμενοι Σβαμπ, Πάρσονς, Φίλντεν και Σπάις. Ο αδελφός του Σπάις κατέθεσε ότι υπήρχαν στοιχεία που συνέδεαν τους Πίνκερτον με τη βόμβα. Οι δώδεκα ένορκοι, όπως τριάντα χρόνια αργότερα στην υπόθεση των Σάκο και Βαντσέτι ή στις δίκες του Αμερικανικού Ινδιάνικου Κινήματος ή των Μαύρων Πανθήρων στη δεκαετία του ’70, είχαν επιλεγεί με βάση τη νομιμοφροσύνη τους απέναντι στην καθεστηκυία τάξη, σε μια παρωδία δίκης άνευ προηγουμένου.
Σκίτσα των καταδικασμένων για τη βόμβα στο Χέιμαρκετ από τον Αρτ Γιανγκ
Ο 20χρονος σοσιαλιστής δημοσιογράφος και γελοιογράφος Αρτ Γιανγκ περιέγραψε (και σκιτσάρισε) σαν απεσταλμένος της Chicago Daily News τους καταδίκους λίγο πριν τρεις από αυτούς εκτελεστούν και ένας άλλος αυτοκτονήσει:
«Ο Πάρσονς έγραφε σε ένα τραπέζι γεμάτο βιβλία και χαρτιά. Μου θύμισε επαρχιώτη εκδότη – και όντως εξέδιδε μια εφημερίδα στο Γουάκο του Τέξας. Ο Άντολφ Φίσερ, ο τυπογράφος της Arbeiter Zeitung, έμοιαζε με αετό – ξανθομάλλης, ανυπόμονος, γεμάτος ελπίδα όπως φαινόταν και στο δικαστήριο. Ο Γκέοργκ Ένγκελ, επίσης ένας Γερμανός τυπογράφος, δεν έμοιαζε τόσο διανοούμενος όσο οι άλλοι. Τα μάτια του κοιτούσαν άψυχα, θαρρείς και είχε στερέψει από συναισθήματα. Ο Μίκαελ Σβαμπ, ο διοπτροφόρος αρθρογράφος και επιμελητής, είχε θλιμμένη όψη. Ο Σάμιουελ Φίλντεν, ένας γενειοφόρος πρώην Μεθοδιστής ιερέας γεννημένος στην Αγγλία, ήταν γνωστός ομιλητής σε διάφορες αίθουσες και εργατικές συγκεντρώσεις στο δρόμο, με τη φωνή και το πάθος ενός γεννημένου ρήτορα. Ο Αύγουστος Σπάις, ο εκδότης της Arbeiter Zeitung, ήταν εντυπωσιακά όμορφος και σου μιλούσε με ειλικρίνεια. Εκείνος όμως που χαράχτηκε περισσότερο στη μνήμη μου από την επίσκεψή μου στη φυλακή, είναι ο Λούις Λινγκ. Μόλις είκοσι δυο χρονών και ξανθός, με ένα βλέμμα απόλυτης περιφρόνησης για τα πάντα. Καθόταν περήφανα στην καρέκλα του και με κοιτούσε δίχως να ανοιγοκλείνει τα μάτια του. Σιωπηλός, σαν να έλεγε μέσα του: «Εμπρός, λοιπόν. Κάντε αυτό που θέλουν να κάνετε να αφεντικά σας. Όσο για μένα, καρφί δεν μου καίγεται».
Η προσοχή όλου του κόσμου ήταν στραμμένη στους πέντε συνδικαλιστές που δεν δικάζονταν για τις πράξεις τους, για τις οποίες ήταν όλοι αθώοι, αλλά για τις κοινωνικοπολιτικές πεποιθήσεις τους. Την Παρασκευή, εκείνη τη «Μαύρη Παρασκευή», 11 Νοεμβρίου 1887, και έπειτα από πολλές αποτυχημένες εφέσεις, οι Πάρσονς, Σπάις, Ένγκελ και Φίσερ, σύμβολα του μέλλοντος και των ελπίδων των εργαζομένων όλου του κόσμου, στάθηκαν στο ικρίωμα και απαγχονίστηκαν. Λίγες στιγμές πριν, ο Σπάις φώναξε: «Θα έρθει η μέρα που η σιωπή θα είναι δυνατότερη από τις φωνές που σήμερα καταπνίγετε». Ο Φίσερ φώναξε: «Ζήτω η Αναρχία!» και ο Ένγκελ επανέλαβε την κραυγή ακόμα πιο δυνατά, προσθέτοντας: «Αυτή είναι η πιο ευτυχισμένη στιγμή της ζωής μου!». Τελευταίος προσπάθησε να μιλήσει ο Πάρσονς: «Θα μου επιτρέψετε να μιλήσω, άνδρες της Αμερικής; Άφησέ με να μιλήσω, σερίφη Μάτσον! Αφήστε ν’ ακουστεί η φωνή του λαού. Ωωω…» Η καταπακτή άνοιξε και οι μεγαλύτεροι μάρτυρες της Αμερικής πέρσαν το κατώφλι της αθανασίας.
Την προηγούμενη νύχτα, ο Λούις Λινγκ, στο σπίτι του οποίου οι αστυνομικοί είχαν ανακαλύψει (ή "ανακαλύψει") βόμβες, αφού κάπνισε ένα πούρο μέσα στο κελί του, τοποθέτησε μέσα στο στόμα του ένα φυσίγγιο με δυναμίτη και το πυροδότησε ανάβοντας το φιτίλι. Το μισό του πρόσωπο ανατινάχτηκε και ο Λινγκ εξέπνευσε μαρτυρικά έξι ώρες αργότερα. Όπως φαίνεται, σαν αναρχικός δεν ήθελε να πεθάνει στα χέρια του κράτους και έτσι προτίμησε την αυτοκτονία. Οι Σβαμπ και Φίλντεν έκαναν αίτηση για επιείκεια που έγινε δεκτή από τον κυβερνήτη του Ιλινόις, Ρίτσαρντ Όγκλεσμπι, και έξι χρόνια αργότερα, στις 26 Ιουνίου 1893, αυτοί και ο Νέεμπε, πήραν χάρη από τον κυβερνήτη Τζον Πίτερ Άλτγκελντ, ο οποίος επέκρινε έντονα τον δικαστή Γκάρι για παρωδία δικαιοσύνης, δηλώνοντας: «Σε όλους τους αιώνες που ανάμεσα στους ανθρώπους υπάρχουν κυβερνήσεις και το έγκλημα τιμωρείται, κανένας δικαστής, σε καμία πολιτισμένη χώρα, δεν κατέληξε ποτέ σε μια τέτοια απόφαση». Με τη δήλωση αυτή δεν απάλλαξε μόνο τους τρεις άνδρες που είχαν φυλακιστεί αλλά και τους άλλους τέσσερις που είχαν δολοφονηθεί από το κράτος. Ωστόσο, με τη βοήθεια των μέσων ενημέρωσης και μια πρωτοφανή πλύση εγκεφάλου στο κοινό, ο αναρχισμός έγινε συνώνυμο της ρίψης βομβών και ο σοσιαλισμός κρίθηκε αντιαμερικανικός. Η συνηθισμένη περιγραφή της εικόνας του τυπικού αναρχικού ήταν ένας Ανατολικοευρωπαίος μετανάστης με γένια που στο ένα χέρι κρατούσε μια βόμβα και στο άλλο ένα μαχαίρι.
Σήμερα στο Σικάγο υπάρχει μνημείο για τους μάρτυρες του Χέιμαρκετ, πάνω στο οποίο είναι χαραγμένα τα τελευταία λόγια του Σπάις:
ΘΑ ΕΡΘΕΙ Η ΜΕΡΑ ΠΟΥ Η ΣΙΩΠΗ ΘΑ ΕΙΝΑΙ ΔΥΝΑΤΟΤΕΡΗ ΑΠΟ ΤΙΣ ΦΩΝΕΣ ΠΟΥ ΣΗΜΕΡΑ ΚΑΤΑΠΝΙΓΕΤΕ
Γιάννης Καστάναρας
Ο Γιάννης Καστάναρας είναι καθ' έξιν και κατ΄ επάγγελμα slacker, συνεκδότης και executive producer (ο,τι κι αν σημαίνει αυτό το πράγμα) του φανζίν Merlin's Music Box.
Γιάννης Καστάναρας
Ο Γιάννης Καστάναρας είναι καθ' έξην και καθ΄ επάγγελμα slacker, συνεκδότης και executive producer (ο,τι κι αν σημαίνει αυτό το πράγμα) του φανζίν Merlin's Music Box.
Γιάννης Καστάναρας
Ο Γιάννης Καστάναρας είναι καθ' έξην και καθ΄ επάγγελμα slacker, συνεκδότης και executive producer (ο,τι κι αν σημαίνει αυτό το πράγμα) του φανζίν Merlin's Music Box.