Όταν ξεκινά κανείς να μιλήσει για ένα βιβλίο τόσο εμβληματικό, όσο το «Κιβώτιο» -και τόσο πολυσυζητημένο συν τοις άλλοις- δεν μπορεί παρά να νιώθει ενός είδους συστολή. Το μοναδικό μυθιστόρημα του Άρη Αλεξάνδρου (πολυγραφότατου κατά τα άλλα ποιητή και μεταφραστή) είναι ένα σπάνιο κείμενο για τα ελληνικά δεδομένα. Όμως ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.
Γραμμένο με την μορφή 18 επιστολών- απολογιών, το «Κιβώτιο» είναι δύσκολο να καταταχθεί σε λογοτεχνικό είδος. Κάποιοι το θεωρούν «πολιτικό υπερρεαλισμό», κάποιοι άλλοι το λένε «μυθιστόρημα του παραλόγου», «μίμηση της μίμησης τους ρεαλισμού», μετακαφκικό, μοντέρνο, μεταμοντέρνο. Το κείμενο είναι όλα αυτά μαζί, με δομή αξιοζήλευτη και πειθαρχία μοναδική.
Η πλοκή λαμβάνει χώρα από τις 14 Ιουλίου του 1949 ως και τις 20 Σεπτεμβρίου του 1949. Μια επίλεκτη ομάδα του Δημοκρατικού Στρατού πρέπει να μεταφέρει από την πόλη Ν. στην πόλη Κ. το «Κιβώτιο». Η ασφαλής μετάβαση του Κιβωτίου θα κρίνει την έκβαση του Εμφυλίου (στην εκτός μυθιστορήματος πραγματικότητα ο Εμφύλιος τον Αύγουστο του 1949 είχε ήδη κριθεί και ο Δημοκρατικός Στρατός είχε ήδη ηττηθεί). Η αποστολή είναι αυτοκτονίας, επιλέγονται 40 άτομα, από αυτά τα 5 εκτελούνται ως προδότες ήδη πριν ξεκινήσουν. Οι υπόλοιποι, αν τύχει να τραυματιστούν ή να βραδυπορήσουν, πρέπει να «κυανιστούν». Προπάντων όλων προέχει το κιβάρ: κιβώτιο σε άριστη κατάσταση.
Ο αφηγητής, που παραμένει ανώνυμος, εν αντιθέσει με τα υπόλοιπα μέλη της αποστολής που μαθαίνουμε με εξαντλητικές λεπτομέρειες τα ονόματά τους και το πότε κυανίστηκαν, είναι ο μόνος που καταφέρνει να φέρει τελικά στην πόλη Ν. το Κιβώτιο. Κι επίσης φέρει επάνω του το «επισκεπτήριο» του, ένα σημείωμα που του έδωσαν στην αρχή της αποστολής, προσωπικά σε κείνον, αλλά τελικά δεν του το ζήτησε κανείς. Μόνον που στην πόλη Ν. αντί να τον υποδεχτούν ως ήρωα, τον φυλακίζουν. Το Κιβώτιο είναι άδειο.
Σε πρώτο επίπεδο η μεταφορά είναι σαφής. Η προσωπική βούληση υποτάσσεται στον κομματικό μηχανισμό, ο άνθρωπος προσηλώνεται στον στόχο, δίνει την ζωή του κι ας μην ξέρει ποιος είναι ο σκοπός. Στο τέλος αποκαλύπτεται πως συλλογικός στόχος δεν υπάρχει- το Κιβώτιο είναι κενό- ο προσωπικός στόχος- το επισκεπτήριο- έχει περιεχόμενο, αλλά και τα δύο στερούνται νοήματος. Με λίγα λόγια το άτομο, όπως και στον Κάφκα, παραμένει ανώνυμο, απευθύνεται σε έναν ανώνυμο ανακριτή που δεν ξέρει ποια είναι η πολιτική του τοποθέτηση – είναι δογματικός, λενινιστής, κυβερνητικός;- και δεν ξέρει καν αν θα υπάρξει δίκη, αν κατηγορείται για κάτι, αν κάποιος διαβάζει τις απολογίες του. Εγκλωβίζεται ανάμεσα στην πραγματικότητα που δεν μπορεί να την αντιληφθεί και το προσωπικό του βίωμα που συνεχώς αμφισβητεί.
Από αυτή την άποψη πρόκειται για ένα καθαρά μοντερνιστικό μυθιστόρημα. Αλλά και από την αφηγηματική τεχνική, αυτό το άψογο κυκλικό οικοδόμημα με τις συνεχείς ανασκευές της αλήθειας, την ατελείωτη μακροπερίοδη πρωτοπρόσωπη αφήγηση, την -σε ώσεις παραληρηματική-, την εμμονή σε λεπτομέρειες που συνεχώς ανατρέπονται, δεν μπορείς παρά να θεωρήσεις το «Κιβώτιο» ένα δείγμα μοντερνισμού. Η τελευταία πρόταση του Κιβωτίου εκτείνεται ούτε λίγο ούτε πολύ σε 36 σελίδες. Είναι ένα κατηγορώ χωρίς ανάσα, ένας αναστοχασμός που δεν καταλήγει σε κανένα συμπέρασμα.
Ο τίτλος είναι ενδεικτικός. Δεν είναι ένα όνομα ήρωα, είναι η ίδια η αποστολή. Το Κιβώτιο είναι ο τρόπος της αφήγησης, σαν ένα κιβώτιο, μέσα σε ένα άλλο κιβώτιο που θα κρίνει το τέλος. Το Κιβώτιο είναι η απουσία νοήματος. Κι επίσης δίνει μια ιδέα για τον τρόπο. Η αφήγηση είναι λιτή, στα όρια της ξύλινης, κάνει τους ήρωες ακόμα πιο απρόσωπους. Όπως ο τίτλος. Ο αφηγητής, που μιλά συνεχώς, παραμένει σκιώδης. Δεν είναι απλά ανώνυμος, θα μπορούσε να είναι ο οποιοσδήποτε. Ακόμα κι η γυναίκα του είναι μια κομματική επιλογή. Ακόμα κι η αποστολή του – που βαφτίζεται εθελοντική- δεν είναι. Θα μπορούσε να είναι ο καθένας.
Η βασική πολεμική ενάντια στο Κιβώτιο είναι η πολιτική του τοποθέτηση. Είναι ο ίδιος ο συγγραφέας του με την τόσο έντονη πολιτική δράση. Οι ενστάσεις για το Κιβώτιο είναι δυο ειδών: οι πολιτικές και οι αφηγηματικές. Τις πρώτες θα τις αφήσω ασχολίαστες γιατί την απάντηση την έδωσε ήδη ο χρόνος. Το «Κιβώτιο» δεν είναι μόνο πολιτικό μυθιστόρημα, δεν είναι απλά μια καταγραφή του Εμφυλίου, γιατί τότε θα είχε πολυκαιρίσει. Οι δεύτερες αφορούν κάθε μυθιστόρημα του μοντερνισμού. Ο μακροπερίοδος λόγος και οι σχοινοτενείς περιγραφές που απαιτούν την αμέριστη προσοχή σου, χωρίς να σου λένε το γιατί, είναι απωθητικές για τον μέσο αναγνώστη. Τον κάνουν να αναρωτιέται αν αξίζει ο κόπος του. Όταν πρόκειται πάντως για αριστουργήματα τέτοιου μεγέθους η αναρώτηση είναι άνευ ουσίας. Το «Κιβώτιο» παραμένει ένα από τα ελάχιστα ολοκληρωμένα μυθιστορήματα της νεότερης ελληνικής λογοτεχνίας που μπορεί να χαρακτηριστεί πραγματικά πρωτοποριακό. Και, στην τρίτη μου πια επαφή μαζί του, γιατί αυτή ήταν η τρίτη μου ανάγνωση, νιώθω ακόμα προνομιούχα που αυτό το έργο γράφτηκε στα Ελληνικά και μπορούμε να το απολαύσουμε σε όλο του το μεγαλείο.
(Η εισαγωγή της Κατερίνας Μαλακατέ είναι αναδημοσίευση από το blog Διαβάζοντας)
Ακολουθεί απόσπασμα του βιβλίου που κυκλοφορεί από της εκδόσεις Κέδρος
Κυριακή, 27 Οκτωβρίου 1949
Τρεις μέρες δεν έγραψα τίποτα. Γιατί; Γιατί έτσι. Λογαριασμό θα σας δώσω; Προτίμησα να μείνω ξαπλωμένος ανάσκελα, κοιτάζοντας το θολωτό ταβάνι, προσπαθώντας να μη σκέφτουμαι, περιεργαζόμενος τους λεκέδες της υγρασίας στο ταβάνι, δίνοντάς τους διάφορες ερμηνείες, βάζοντας θέλω να πω τους λεκέδες να μου θυμίζουν κάθε φορά κι άλλα σχήματα. Ήθελα να σβήσω τη μνήμη, πολύ με κουράσανε οι αναμνήσεις όλες αυτές τις μέρες, ήθελα να δω ποια ανάμνηση θα έρθει πρώτη να εγγραφεί στον μαυροπίνακα της μνήμης μου, όταν θάχω σβήσει καλά - καλά τα πάντα, με ένα βρεγμένο σφουγγάρι. Η πρώτη ανάμνηση ήταν το λευκό τσιγαρόχαρτο (γιατί η αλήθεια είναι πως το άνοιξα το φακελάκι που μου είχε δώσει ο ταξίαρχος Οδυσσέας, το άνοιξα πριν φτάσω στις Κερασιές, στο χωριό του τσαγκάρη Απόστολου Δέδε και βρήκα μέσα ένα λευκό τσιγαρόχαρτο). Η πρώτη σκέψη που μου πέρασε, ή μάλλον όχι, δεν είμαι απολύτως σίγουρος, μπορεί να ήταν και η δεύτερη, σκέφτηκα εν πάση περιπτώσει, ότι δύο τινά συνέβαιναν: ή το μήνυμα ήταν γραμμένο με συμπαθητική μελάνη, ή δεν υπήρχε κανένα μήνυμα και ο ταξίαρχος Οδυσσέας μου έδωσε τον μικρό σφραγισμένο
φάκελο, μόνο και μόνο για να με κάνει να πιστέψω πως η μετάθεσή μου στην πόλη Ν δεν ήτανε απ' τις συνηθισμένες, ενισχύοντάς μου αυτήν την εντύπωση με την εντολή να φυλάξω το φακελάκι πιο
προσεχτικά κι απ' την κομματική μου ταυτότητα. Όπως και να 'χει , το γεγονός ότι βρήκα ένα τσιγαρόχαρτο (και ήταν τσιγαρόχαρτο, όχι μόνο σαν ποιότητα χαρτιού, μα και σαν μέγεθος και
σχήμα) μου έδωσε την ιδέα να το κρύψω μέσα στο βιβλιαράκι με τα πραγματικά τσιγαρόχαρτα, το οποίο βιβλιαράκι, είχα πάρει τη συνήθεια να βάζω μέσα στην αυτόματη ταμπακέρα μου. Για να μην τύχει και στρίψω κατά λάθος τσιγάρο με το «επισκεπτήριό μου», το σημάδεψα αγκυλώνοντας το μεσαίο δάχτυλο του δεξιού μου χεριού με ένα αγκάθι και πατώντας το ελάχιστα ματωμένο δάχτυλο πάνω στο «επισκεπτήριο», άκρη - άκρη, έτσι ώστε το δακτυλικό μου αποτύπωμα να μη λεκιάσει το γραμμένο (πιθανόν) με συμπαθητική μελάνη μήνυμα. Όταν έφτασα στις Κερασιές, άλλαξα σόλες στις αρβύλες μου και με την ευκαιρία , είπα στον τσαγκάρη Απόστολο Δέδε να κρύψει τον μικρό φάκελο στην αριστερή αρβύλα, εξηγώντας του ότι είχα βάλει μέσα ένα μικρό πριονάκι και ένα χιλιάρικο, έτσι ώστε, αν έπεφτα στα χέρια του εχθρού, να μπορώ να δραπετεύσω, είτε λιμάροντας τα κάγκελα του παράθυρου, είτε δωροδοκώντας τον δεσμοφύλακα. Στην πραγματικότητα, είχα βάλει στο φακελάκι
ένα κοινότατο τσιγαρόχαρτο, κάνοντας τη σκέψη πως αν έπεφτα στα χέρια του εχθρού και αρχίζανε να με βασανίζουνε, θα μπορούσα να «υποκύψω» τελικά και να «ομολογήσω» ότι ο ταξίαρχος Οδυσσέας με είχε διατάξει να μεταφέρω ένα μήνυμα και το μήνυμα βρίσκεται στη σόλα της αριστερής μου αρβύλας, οπότε ας κόβανε το λαιμό τους να καταλάβουν με τι σόι συμπαθητική μελάνη ήτανε γραμμένο το μήνυμα, εμένα πάντως θα με αφήνανε ήσυχο, μια και θα τους είχα μαρτυρήσει το «μυστικό». Συνεπώς, όταν ο κοκκινομάλλης λοχίας (που πράγματι δεν έμαθα
ποτέ το όνομά του) φόρεσε πράγματι τις αρβύλες μου στην «Κληματαριά», καρφί δε μου κάηκε κι ο λόγος που έκλεψα την ταμπακέρα μου, δεν ήταν τόσο που θα παιδευόμουνα πράγματι να στρίψω τσιγάρο με τα χέρια, όσο που ήθελα να σώσω το «επισκεπτήριό» μου. Και το 'σωσα πράγματι και το είχα συνεχώς απάνω μου (μέσα στο βιβλιαράκι με τα τσιγαρόχαρτα και το βιβλιαράκι μέσα στην ταμπακέρα) σε όλη τη διάρκεια της πορείας μας και το 'χασα μόνον όταν με προφυλακίσατε και διατάξατε να μου κάνουν σωματική έρευνα, πριν να με κατεβάσουν στο υπόγειο του πρώην Γυμνασίου της πόλεως Κ, όπου και με κλείσανε σε τούτο δω το κελί , που θα πρέπει να ήτανε άλλοτε αποθήκη γυμναστικών ο ργάνων, γιατί βρήκα στη γωνιά, δίπλα στο σιδερένιο στρίποδο του κρεβατιού μου, ένα μικρό κομμάτι μάρμαρο, σε μέγεθος βότσαλου, με καμπύλη τη μια του μεριά, ανώμαλη την άλλη, σπασμένο προφανώς το κομμάτι από ένα λιθάρι λιθοβολίας. Η σωματική έρευνα έγινε τόσο αναπάντεχα, ώστε δεν πρόλαβα να σώσω γι' άλλη μια φορά την ταμπακέρα μου, μου την πήρανε λοιπόν, όπως και όλα τα τσακμάκια που είχα πάνω μου (διότι, ξεκινώντας από το γκαράζ, δεν είχα τσακμάκι, τόση ήταν η φούρια μου να «κλέψω» την ταμπακέρα, πετώντας την προς τούτο στον σωρό των ντρίλινων σακακιών, ώστε δεν σκέφτηκα να πετάξω και το τσακμάκι μου, ή κι αν το σκέφτηκα, δεν το 'κανα, από φόβο μην πέσει το τσακμάκι πάνω στην ταμπακέρα και προκαλέσει η μεταλλική τους πρόσκρουση την προσοχή του κοκκινομάλλη λοχία, αργότερα όμως, στη διάρκεια της πορείας, όταν κυανίστηκε ο Θεόφιλος στο σημείο ν2, ζήτησα και πήρα το τσακμάκι του και κάθε φορά που σκοτωνότανε, ή κυανιζότανε ένας κάτοχος τσακμακιού, το έπαιρνε κάποιος απ' αυτούς που δεν είχανε, δεδομένου όμως ότι πεθάνανε όλοι τελικά και πήγανε από σφαίρα, ή μαχαίρι, ή κυάνιο, ή εκτέλεση, ακόμα κι από αρρώστια, μου μείνανε εμένα όλα τα τσακμάκια και αποδείχτηκε ότι παρ' όλο που είχαμε γδυθεί τσίτσιδοι στην «Κληματαριά» — εκτός από τον Ταγματάρχη βέβαια— οι οχτώ από τους τριάντα οχτώ της ομάδας μας τα κατάφεραν και «κλέψανε» τα τσακμάκια τους, ή μάλλον, οι οχτώ από τους τριάντα τρεις, γιατί οι πέντε εκτελεστήκανε, ή μάλλον, καλά λέω, απ' τους τριάντα οχτώ, γιατί αυτοί που θάψανε τους εκτελεσμένους στη μάντρα των υπεραστικών λεωφορείων θα πρέπει να ψάξανε στις τσέπες των παντελονιών τους και πήρανε τα τυχόν «κλεμμένα» τσακμάκια και δε βάζω στον λογαριασμό τον Λυσίμαχο, γιατί αυτός δεν κάπνιζε, όπως και να 'χει πάντως, εγώ βρέθηκα να έχω οχτώ τσακμάκια απάνω μου, όταν έφτασα στην πάλη Κ και μου τα πήρανε όλα όταν διατάξατε την προφυλάκισή μου). Συνεπώς, το «επισκεπτήριό» μου δεν βρίσκεται στην αριστερή μου άρβυλα κι αν ξηλώσατε τη λαστιχένια σόλα της και βρήκατε το φακελάκι με το τσιγαρόχαρτο, που είχα βάλει μέσα, μην παιδεύεστε