Γράφει ο Αργύρης Αργυριάδης
Στην ερώτηση: Πως θα μπορούσε κάποιος να ερμηνεύσει τις αιτίες που οδήγησαν στην κατάσταση εξέγερσης που ακολούθησε αυθόρμητα και ακηδεμόνευτα μετά την δολοφονία του Αλέξη Γρηγορόπουλου; Η απάντηση θα ήταν σίγουρα όχι με τα παραδοσιακά ερμηνευτικά εργαλεία της πολιτικής, του συνδικαλισμού ή της αριστεράς. Η ερμηνεία της εξέγερσης του Δεκεμβρίου του 2008 και οι κοινωνικές της αναπαραστάσεις, άπτονται περισσότερο στην εξήγηση και την ερμηνεία από την πλευρά της κοινωνικής ψυχολογίας, μιας και από την αρχή η «υπερασπιστική γραμμή» προσπάθησε να δικαιολογήσει τον φόνο επικαλούμενη το γεγονός ως παρεξήγηση και το δολοφονημένο παιδί με όρους απόκλισης της προσωπικότητας του. Αυτός ήταν ένας σαφής ιδεολογικός χειρισμός που στηρίζεται στην προσπάθεια ψυχολογιοποίησης του λόγου από τα πράγματα (δολοφονία), πάνω στους ανθρώπους (θύμα) και την συμπεριφορά τους.
Φυσικά, η προσπάθεια αυτή έφερε τα αντίθετα αποτελέσματα από τα αναμενόμενα. Όπως θα δούμε στην συνέχεια, ο εξορθολογισμός της δολοφονίας δεν έγινε αποδεκτός από το κοινωνικό σύνολο, ούτε ο ηθικός πανικός που εξαπολύθηκε με στόχο την δράση κουκουλοφόρων κατόρθωσε να οπλίσει τα συντηρητικά αντανακλαστικά προς όφελος της αστυνομίας και των κατασταλτικών μηχανισμών με στόχο την ενίσχυση του φόβου.
Τα γεγονότα που ακολούθησαν της δολοφονίας του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου από τον ειδικό φρουρό Κορκονέα, δεν ήταν αποτέλεσμα «παρεξήγησης», ούτε το μεμονωμένο φυσικό επακόλουθο μιας περιθωριακής ομάδας με «αποκλίνουσα συμπεριφορά». Άλλωστε, η άμεση και αυθόρμητη αντίδραση, ήταν αποτέλεσμα της αντικειμενοποίησης του γεγονότος (δολοφονία) και η φυσικοποίηση των υπαιτίων (αστυνομίας), ως ενιαίου και αδιαίρετου μηχανισμού. Ήταν αυτά τα πολλαπλά μεμονωμένα περιστατικά αστυνομικής βίας που όπλισαν την συλλογική μνήμη και εξωτερίκευσαν το κοινωνικό ασυνείδητο ως καθολική πράξη αλληλεγγύης καταγγελίας και ρήξης με την υπάρχουσα πραγματικότητα: ΩΣ ΕΔΩ!
Η αδυναμία των καθεστωτικών δυνάμεων, των πολιτικών κομμάτων, των τηλεοπτικών αναλυτών, αλλά και των «επαναστατικών» πρωτοποριών, να εξηγήσουν το γιατί, οφείλεται στην εξής ερώτηση: Πως γίνεται να ξεσηκωθούν μεγάλα και διαφορετικά τμήματα του πληθυσμού σε όλη την Ελλάδα, τα οποία δεν μπορούν να χαρακτηρισθούν με ενιαία πολιτικά ή δημογραφικά χαρακτηριστικά? Η απάντηση είναι ότι αυτό οφείλεται όχι μόνο στο άδικο του αρχικού γεγονότος (την δολοφονία), αλλά στην καθολικότητα της προσλαμβάνουσας που πήρε διακοινωνικά και υπερταξικά αντανακλαστικά: Η αίσθηση ότι όλοι είναι εν δυνάμει στόχοι. Γι αυτό και οι κοινωνικές αναπαραστάσεις αυτής της εξέγερσης έγκεινται στην δυναμική που μπορεί να έχουν τέτοια φαινόμενα όταν διάφορες ενεργές μειονότητες συγκροτούν μια συγκρουσιακή μειοψηφία, ενάντια στον θεσμικό κομφορμισμό της πλειοψηφίας.
Όσοι επιχείρησαν να προσδιορίσουν την εξέγερση ως «μαθητική» απέτυχαν οικτρά μιας και στον δρόμο βγήκαν από μαθητές γυμνασίου έως φοιτητές, εργαζόμενοι, γονείς κλπ. Η δημογραφία αυτής της εξέγερσης ήταν από 12-35+ που σημαίνει ότι ήταν κάτι πολύ περισσότερο από νεανικό φαινόμενο – ήταν κοινωνικό. Από την άλλη, όσοι θα προσπαθήσουν να βρουν αμιγώς «πολιτικά» χαρακτηριστικά θα απογοητευθούν, μιας και στα γεγονότα συμμετείχαν ενεργές μειονότητες με αντινομιστικά χαρακτηριστικά (όπως αναρχικοί, αντιεξουσιαστές, αριστεροί), αλλά και μετανάστες, εργαζόμενοι, γονείς, έως και άνθρωποι που μέχρι πρότινος ήταν αδιάφοροι ή απολιτικοί. Άλλωστε, αυτές τις γεμάτες στιγμές συγκινησιακής φόρτισης δεν είχε σημασία αν ο διπλανός σου στα οδοφράγματα ή στον δρόμο, ήταν αριστερός. Αν κρατούσε μαύρη ή κόκκινη, σημαία ή αν αυτός που σου ξέπλενε με malox το κάψιμο από τα χημικά ήταν εργάτης, φοιτητής, ή ακόμα αν μιλούσε Ελληνικά, μιας και όλοι εκείνες τις ώρες γίναμε ένα ενάντια στον κοινό εχθρό την εξουσία και τους δολοφονικούς μηχανισμούς της στην Αστυνομία.
Αυτή η εξέγερση ήταν η υπερχείλιση της οργής δικαίου, γι’ αυτό ας μην ψάχνει κανείς συνωμοσίες, σκοτεινά κέντρα ή κουκουλοφόρους προβοκάτορες. Η συναισθηματική ταύτιση με το θύμα, έκανε αυτόματα όλους όσους συμμετείχαν στα γεγονότα να αποδεχθούν και να φορέσουν νοερά την κουκούλα της εξέγερσης, μιας και όλοι θεώρησαν τον εαυτό τους μελλοντικό στόχο της εξουσίας και της αστυνομίας. Επιπλέον η εξέγερση αυτή είχε αντιεξουσιαστικά χαρακτηριστικά απέναντι σε μια εξουσία δολοφόνων, γι’ αυτό και εξαρχής διεκδίκησε τη ρήξη με την νομιμότητα και την θεσμική υποκρισία. Αυτό αποδείχθηκε από την κοινωνική ταπείνωση της αστυνομίας που δεν βρέθηκε απλά αμυνόμενη, αλλά αποκλεισμένη εντός των κρατητηρίων της. Άλλωστε, που και πώς να κυκλοφορήσει για να πει τι, ότι προστατεύει την κοινωνία; Αφού η ίδια κοινωνία ήταν στους δρόμους καταδεικνύοντας τα βαθιά κοινωνικά αίτια που είναι παντού τα ίδια, όχι μόνο στα Εξάρχεια, αλλά σε κάθε γωνιά της Ελλάδας.
Στην ερώτηση ποιος εξεγέρθηκε, η απάντηση είναι προφανής: Έχουμε την εμφάνιση ενός νέου συγκρουσιακού υποκειμένου. Φορέας της σύγκρουσης όλοι οι τωρινοί, μελλοντικοί και δυνητικοί άνεργοι, επισφαλείς και αόρατοι του σημερινού κόσμου: Οι κοινωνία των baby losers, όλων αυτών που δεν μπορούν να εξασφαλίσουν ένα καλύτερο αύριο. Γι αυτό και η εξέγερση αυτή μπερδεύει τους κοινωνιολόγους και την αριστερά που δεν μπορούν να αναλύσουν αυτή την εξέγερση. Στα γεγονότα του Δεκεμβρίου του 2008, το συγκρουσιακό υποκείμενο ήταν ο Άνθρωπος που φαίνεται ΝΑ ΕΧΕΙ, αλλά διεκδίκησε το δικαίωμα ΝΑ ΕΙΝΑΙ ως ατομικό–κοινωνικό υποκείμενο. Ο άνθρωπος που δεν θέλει να έχει επισφαλή δουλειά, αλλά να είναι εργαζόμενος με αξιοπρέπεια. Ο άνθρωπος που δεν θέλει να έχει έναν άχρηστο τίτλο σπουδών, αλλά να είναι συμμέτοχος στη γνώση.
Έντεκα χρόνια μετά, τι επανέφερε λοιπόν στο προσκήνιο ως ελπίδα αυτή η εξέγερση; Καταρχήν, έσπασε το φόβο σε μια νέα γενιά που εξεγέρθηκε και απέδειξε ότι η εξουσία δεν είναι ούτε ανίκητη, ούτε έχει το αλάθητο δικαίωμα στην ζωή και στον θάνατο. Μακροπρόθεσμα, αυτό οδήγησε σε νέα πεδία διεκδικήσεων από μια νέα γενιά που δεν φοβάται πλέον την εξουσία, αλλά έχει απομυθοποιήσει την αστυνομία ως αναγκαία για την διατήρηση της τάξης, πόσο μάλλον την δημοκρατία και τους θεσμούς της για την κοινωνική δικαιοσύνη.
Το φοβικό καθεστώς της σύγχρονης διακυβέρνησης αποκαλύφθηκε και ξεμπροστιάστηκε στα μάτια όλων με την θεσμική εξουσία να έχει ηττηθεί πολιτικά και την αστυνομία κοινωνικά. Άλλωστε τα συνθήματα «Ντροπή - σκοτώσανε παιδί», «Μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι» και «Να καεί το μπουρδέλο η βουλή», αποτέλεσαν σημειολογικό στοιχείο της «κοινωνικής αντιπολίτευσης» που έρχεται από το μέλλον και δεν μπορεί να καταγραφεί στις δημοσκοπήσεις. Ένα ακόμα σημαντικό στοιχείο είναι η διεκδίκηση και απελευθέρωση των δημόσιων χώρων και η επανεμφάνιση του πολίτη όχι ως μέλους πολιτικής ιδεολογίας αλλά ως φορέα κοινωνικού κινήματος του ίδιου του εαυτού του. Επιπλέον, η κοινωνικοποίηση της εξέγερσης σε όλη την επικράτεια έσπασε τη συναίνεση της εθνικής ενότητας, ενώ κατέδειξε ότι η καταστολή, όπως και η εξέγερση, δεν είναι μόνο μητροπολιτικό φαινόμενο. Η πρώτη είναι θεσμική, ενώ η δεύτερη κοινωνική, αναγκαία, γι’ αυτό και επικίνδυνη.
Κλείνοντας, η εξέγερση του Δεκέμβρη του 2008 απέδειξε ότι τίποτα δεν τελείωσε, αλλά ότι όλα συνεχίζονται. Ο ανθός της ελληνικής κοινωνίας, μαθητές, φοιτητές, άνεργοι, εργαζόμενοι και μετανάστες δεύτερης γενιάς, όχι μόνο αρνείται να μαραθεί, αλλά πέταξε νέα μπουμπούκια. Σε μια εποχή που οι μεταμοντέρνοι ειδικοί και συγγραφείς best seller προσπαθούν να μας πείσουν ότι η ιστορία τελείωσε, ότι ο καπιταλισμός κέρδισε, ότι η ιδεολογία πέθανε, ότι η εργασία μας τελείωσε, αυτές οι εβδομάδες της εξέγερσης μας ένωσαν και έκαναν πάλι το ΕΜΕΙΣ ενάντια σε ΑΥΤΟΥΣ δηλαδή στην εξουσία, στον καπιταλισμό και τους θεσμούς της που οπλίζουν την αστυνομία και δημιουργούν την ανισότητα και την καταστολή. Φυσικά, πάντα θα υπάρχουν και οι ΑΛΛΟΙ που θέλουν τη νομιμότητα, που βολεύονται στην αστική δημοκρατία, που θεωρούνται καθωσπρέπει, που υπερασπίζονται την μικροϊδιοκτησία και, φυσικά, μας φοβούνται γιατί σπάμε την βιτρίνα της καθημερινότητάς τους ζητώντας το αυτονόητο. Είναι στο χέρι μας να τους φέρουμε κοντά μας.
Γι’ αυτό και ο στόχος κάθε αναρχικού και επαναστάτη που δεν βολεύεται στον ρεφορμισμό της βελτίωσης του συστήματος, ούτε αναλώνεται απλά αντιστεκόμενος προς την εξουσία διαιωνίζοντας την ύπαρξη της, είναι να προσπαθήσουμε να ριζοσπαστικοποιήσουμε τον κόσμο που συνεχίζει να εξεγείρεται. Να βοηθήσουμε να συνεχίσει τον αγώνα και να αυτό-οργανωθεί περισσότερο ώστε την επόμενη φορά να ζητήσει την κατάργηση αστυνομίας αντί τον αφοπλισμό της. Την καταστροφή του κράτους και της εξουσίας και όχι απλά την παραίτηση της κυβέρνησης ή την ανατροπή μόνο του καθεστώτος του τρόμου. Η Ελευθερία και μόνο αυτή θα είναι η τελευταία μας λέξη.
Αργύρης Αργυριάδης
Ο Αργύρης Αργυριάδης αφού πρώτα έζησε την συγκλονιστική εμπειρία της συναυλίας του Rory Gallagher στην Νέα Φιλαδέλφεια το 1981 έκτοτε, από μικρή ηλικία τρέχει στα στενά των Εξαρχείων, πιστός στην Ιδέα της ελευθερίας, παραμένει πάντα καταληψίας «τρελός και ευτυχισμένος», υπερασπιστής του Ιστορικού Μείζονος Αναρχισμού και μέλους του Ενός Δυνατού Συνδικάτου. Μισό αιώνα μετά την γέννηση του, έχει αφιερώσει τις σπουδές του στην ιατρική, την ψυχιατρική και την ψυχολογία στον αγώνα για την κοινωνική χειραφέτηση. Όταν δεν διαβάζει επικίνδυνα βιβλία, δεν ακούει παράξενες μουσικές ή να γράφει ακατανόητες ιστορίες στο merlin's, συμμετέχει σε Αυτοργανωμένες Συλλογικότητες Υγείας,συνελεύσεις, πορείες και δράσεις διότι τίποτα δεν έχει τελειώσει ακόμα.
Αργύρης Αργυριάδης
Ο Αργύρης Αργυριάδης αφού πρώτα έζησε την συγκλονιστική εμπειρία της συναυλίας του Rory Gallagher στην Νέα Φιλαδέλφεια το 1981 έκτοτε, από μικρή ηλικία τρέχει στα στενά των Εξαρχείων, πιστός στην Ιδέα της ελευθερίας, παραμένει πάντα καταληψίας «τρελός και ευτυχισμένος», υπερασπιστής του Ιστορικού Μείζονος Αναρχισμού και μέλους του Ενός Δυνατού Συνδικάτου. Μισό αιώνα μετά την γέννηση του, έχει αφιερώσει τις σπουδές του στην ιατρική, την ψυχιατρική και την ψυχολογία στον αγώνα για την κοινωνική χειραφέτηση. Όταν δεν διαβάζει επικίνδυνα βιβλία, δεν ακούει παράξενες μουσικές ή να γράφει ακατανόητες ιστορίες στο merlin's, συμμετέχει σε Αυτοργανωμένες Συλλογικότητες Υγείας,συνελεύσεις, πορείες και δράσεις διότι τίποτα δεν έχει τελειώσει ακόμα.
Αργύρης Αργυριάδης
Ο Αργύρης Αργυριάδης αφού πρώτα έζησε την συγκλονιστική εμπειρία της συναυλίας του Rory Gallagher στην Νέα Φιλαδέλφεια το 1981 έκτοτε, από μικρή ηλικία τρέχει στα στενά των Εξαρχείων, πιστός στην Ιδέα της ελευθερίας, παραμένει πάντα καταληψίας «τρελός και ευτυχισμένος», υπερασπιστής του Ιστορικού Μείζονος Αναρχισμού και μέλους του Ενός Δυνατού Συνδικάτου. Μισό αιώνα μετά την γέννηση του, έχει αφιερώσει τις σπουδές του στην ιατρική, την ψυχιατρική και την ψυχολογία στον αγώνα για την κοινωνική χειραφέτηση. Όταν δεν διαβάζει επικίνδυνα βιβλία, δεν ακούει παράξενες μουσικές ή να γράφει ακατανόητες ιστορίες στο merlin's, συμμετέχει σε Αυτοργανωμένες Συλλογικότητες Υγείας,συνελεύσεις, πορείες και δράσεις διότι τίποτα δεν έχει τελειώσει ακόμα.