Γράφει ο Θανάσης Ζελιαναίος
Σαράντα ολόκληρα χρόνια συμπληρώθηκαν αυτές τις μέρες από την στιγμή οι Police ήρθαν για δύο συναυλίες στο Σπόρτινγκ στις 30 και 31 Μαρτίου του 1980. Όμως από τις τόσες και τόσες σημαντικές και ιστορικές συναυλίες που έγιναν στη δεκαετία του '80 στην Ελλάδα γιατί υπάρχει ανάγκη να ανατρέξουμε σ’αυτήν εδώ; Τι το τόσο σημαντικό είχε; Αρκεί να ρίξει κάνεις μία γρήγορη ματιά στο συναυλιακό χάρτη της χώρας πριν και μετά και θα καταλάβει. Από τη συναυλιακή λειψυδρία των 70ς στον οργασμό της δεκαετίας του '80 (που άρχισε μάλιστα να εκδηλώνεται αμέσως μετά) η διαφορά είναι χαοτική.
Φυσικά, όπως κάθε γεγονός τέτοιας αξίας και βεληνεκούς, έτσι και τούτο δεν θα μπορούσε να μην έχει και τους μύθους που το συνοδεύουν. Για πολλά χρόνια, ίσως ακόμα και μέχρι τώρα, επικρατούσε η άποψη πώς ανάμεσα σε εκείνη την επεισοδιακή συναυλία των Rolling Stones του 1967 και σε αυτήν εδώ, δηλαδή για 13 ολόκληρα χρόνια, κανένας ξένος καλλιτέχνης δεν πάτησε το πόδι του για συναυλίες σε τούτη εδώ την έρμη τη χώρα. Σαν μία παράξενη κατάρα ή σαν μία συνωμοσία να τους απέτρεπε ή ακόμα και να τους υπαγόρευε να έρθουν προς τα εδώ. Αυτό φυσικά δεν είναι αλήθεια. Κάμποσα ονόματα, άλλοτε μικρά και κάποιες φορές μεγαλύτερα, επισκέφτηκαν την Ελλάδα στο μεσοδιάστημα, αλλά οι συναυλίες τους δεν είχαν όλα εκείνα τα απαραίτητα εφόδια έτσι ώστε να γράψουν και δικιά τους σημαντική ιστορία και να αποτυπωθούν ανεξίτηλα στη συνείδηση του ελληνικού μουσικόφιλου κοινού. Μπορούμε να μνημονεύσουμε κάποιες από αυτές και ειδικότερα σε μερικές περιπτώσεις όπου επρόκειτο για κάποια δυνατά ονόματα. Ο Cat Stevens μας επισκέπτεται το 1976 στην Αθήνα και η συναυλία του δεν μαζεύει πάνω από 200 άτομα (σύμφωνα μάλιστα με κάποια εκδοχή διακόπηκε στη μέση). Οι Osibisa, ένα σημαντικό group του afro funk της εποχής είχαν έρθει ένα χρόνο πιο πριν. Ελάχιστοι πια θυμούνται αυτή τη συναυλία. Κρίμα στα αλήθεια. Το 1973 διοργανώνεται στον Άγιο Κοσμά το περίφημο ελληνικό Γούντστοκ. Οι διοργανωτές στην ανάγκη τους σώνει και καλά να βρουν ένα ξένο γκρουπ φέρνουν ότι τους κάθεται. Και βέβαια παρατηρείται το γελοίο φαινόμενο κοτζάμ Socrates να παίζουν support στους ανύπαρκτους Middle On The Road. Κάτι σαν τα ιταλικά gialli και τα σπαγγέτι γουέστερν όπου σώνει και καλά ο πρωταγωνιστής έπρεπε να είναι Άγγλος ή Αμερικάνος με αποτέλεσμα το πρώτο όνομα να είναι κάτι ανύπαρκτοι ηθοποιοί σαν τον George Hilton και ο καημένος ο εκπληκτικός Ιταλός από την Τεργέστη με σερβικό αίμα Ιβάν Ρασίμοφ να είναι μονίμως δεύτερος. Μια βδομάδα μετά έρχονται οι Mungo Jerry. Θα τους θυμάστε από εκείνη την τεράστια επιτυχία τους, το "In the Summertime". Η συναυλία τους χαρακτηρίστηκε από τέτοια ανοργανωσιά που έφυγαν κακήν κακώς και η προγραμματισμένη επίσκεψη τους στη Θεσσαλονίκη δεν έγινε ποτέ. Και να μην ξεχάσουμε βέβαια να αναφέρουμε και το Ινστιτούτο Γκαίτε που σε μικρές αίθουσες στη διάρκεια των 70ς έφερνε σημαντικά γερμανικά ονόματα όπως οι Embryo ή οι Agitation Free. Όμως εκείνη την εποχή ελάχιστοι ήξεραν αυτές τις μπάντες και ακόμα κι αυτοί οι λίγοι μάλλον από περιέργεια θα πήγαν να τους δουν. Στα χρόνια που ήρθαν βέβαια, το kraut έλαβε τη θέση που του άξιζε και αυτά τα groups θεωρούνται και είναι πλέον σημαντικά. Εκείνη την εποχή όμως ποιοι Έλληνες τα ήξεραν και τα άκουγαν; Και ένα σωρό ακόμα μικρότερα ονόματα που οι συναυλιακές επισκέψεις τους βυθίστηκαν στην λήθη του χρόνου.
Τι έφταιγε; Στο βαθμό που μπορώ να γνωρίζω και να ερμηνεύω τα λίγα στοιχεία πού φτάνουν μέχρι τις μέρες μας, καταλήγω στο συμπέρασμα ότι στην Ελλάδα δεν ήταν τότε ανεπτυγμένη μία μορφή μουσικής βιομηχανίας τόσο δυνατά προσανατολισμένη προς το ροκ έτσι ώστε να φέρει, να υποστηρίξει και τελικά να εγγράψει σαν κάτι σημαντικό κάποιες συναυλίες ξένων ροκ ονομάτων. Δισκογραφικές εταιρείες προσανατολισμένες προς το rok δεν υπήρχαν παρά μόνο προς το τέλος της δεκαετίας. Οι ελληνικές ροκ μπάντες της εποχής στεγάζονταν δισκογραφικά μόνο σε κάποια labels που εξειδικεύονταν στο Νέο Κύμα και στο πολιτικό τραγούδι της εποχής ενώ το ραδιόφωνο και τα νεανικά έντυπα ναι μεν ασχολούνταν με το rock όχι όμως με μία τέτοια εξειδίκευση που θα μπορούσε να διαμορφώσει ένα απαραίτητο κλίμα. Και κυρίως δεν υπήρχαν σοβαροί διοργανωτές τέτοιων γεγονότων πού να μπορούσαν να στήσουν μία τέτοια σημαντική συναυλία που χρειαζόταν. Όταν το σημαντικότερο όνομα του χώρου τότε ήταν ο Τόνι Πέρις του Φαντάζιο τί θα μπορούσες να περιμένεις;
Οι συναυλίες των Police λοιπόν είχαν την τύχη να συγκεντρώνουν τρεις βασικές συνιστώσες που χρειάζονταν για να μείνουν αξέχαστες και να ονομαστούν ιστορικές. Επρόκειτο για ένα μεγάλο όνομα, πάνω στην ακμή της καριέρας τους και που άνηκε σε ένα φρέσκο δημοφιλές μουσικό ιδίωμα: στον ευρύτερο χώρο της ποπ και ειδικότερα στον νέο και ο ορμητικό για εκείνη την εποχή χώρο του new wave. Και όλα αυτά ήρθαν και κάθισαν πάνω σε ένα απαραίτητο υπόστρωμα, ήδη ανεπτυγμένο και έτοιμο για αυτό που χρειαζόταν. Το ελληνικό ροκ ήδη από το δεύτερο μισό της δεκαετίας του 70 έχει αρχίσει να μπαίνει σε μία νέα εποχή με την ώθηση που του δίνουν μορφές όπως ο Πουλικάκος και δίσκοι όπως το Φλου του Σιδηρόπουλου και των Σπυριδούλα. Ταυτόχρονα, οι new wave ήχοι του εξωτερικού εισάγονται και εδώ και δημιουργούν μία πρώτη μαγιά που αργότερα θα αναπτυχθεί αρκετά έντονα. Μπροστά σε όλα αυτά ελληνική δισκογραφία δεν παραμένει αμέτοχη. Η ελληνική WEA δραστηριοποιείται, άλλες δισκογραφικές εταιρείες που μέχρι τότε ενδιαφέρονταν σχεδόν αποκλειστικά με την ελληνική μουσική στρέφουν τώρα πιο έντονα τη ματιά τους στο ξένο ρεπερτόριο (πχ Minos, Panivar), ενώ η PolyGram υπό τον Γιάννη Πετρίδη έχει ήδη στρώσει το δρόμο. Τα εξειδικευμένα περιοδικά που ασχολούνται έντονα με τη ροκ μουσική έχουν ήδη παγιωθεί για τα καλά. Ο ΗΧΟΣ του Κώστα Καββαθά έχει πια διανύσει πολλά χιλιόμετρα στον χώρο και ήδη από το 1978 με την προσθήκη των Μαλαθρώνα και Δασκαλόπουλου έχει αρχίσει να ασχολείται με το new wave. Την ίδια στιγμή το ΠΟΠ & ΡΟΚ και η ΜΟΥΣΙΚΗ (περιοδικά σχεδόν συνομήλικα μιας και δημιουργήθηκαν την άνοιξη του ’78 διανύουν στον τρίτο τους χρόνο.
Μία ματιά στο μουσικό τοπίο εκείνων των ημερών μας δείχνει ότι το μεγάλο γεγονός ήταν έτοιμο να συμβεί μιας και ένα πλήθος από καλλιτέχνες της ποπ και της ροκ μουσικής του εξωτερικού στρέφουν τη ματιά τους και εδώ. Ένα μήνα πριν τους Police σχεδόν όλα ήταν έτοιμα για να μας επισκεφτεί ο μεγάλος Peter Hammill. Μία ολοσέλιδη προαναγγελία στο ΠΟΠ & ΡΟΚ του Ιανουαρίου μας πληροφορούσε για το γεγονός μιας και η PolyGram με μπροστάρη τότε τον Γιάννη Πετρίδη που ήδη είχε αναπτύξει φιλίες με των frontman των Van der Graaf Generator ήταν αυτή που θα τον έφερνε (ο Hammill εκείνη την εποχή ηχογραφούσε στην Charisma που στην Ελλάδα εκπροσωπούνταν από την PolyGram). Δυστυχώς την τελευταία στιγμή η συναυλία ακυρώθηκε. Ταυτόχρονα η ΕΡΤ είχε έτοιμη στα σκαριά μία ολοκαίνουργια μουσική εκπομπή, η οποία προέβλεπε σε κάθε επεισόδιο την επίσκεψη στο στούντιο ενός μεγάλου ξένου ονόματος. Έτσι στα πλαίσια των γυρισμάτων που γινόταν εκείνες τις μέρες την παρθενική του εμφάνιση έκανε ο Joe Jackson και λίγο αργότερα η Lene Lovich. Και με τους δύο γίνονταν διαπραγματεύσεις έτσι ώστε ταυτόχρονα με τις τηλεοπτικές τους εμφανίσεις να δώσουν και συναυλίες. Για τον Jackson δεν έγινε κατορθωτό, ενώ με τη Lovich αυτό συνέβη ένα μήνα μετά τους Police. Όσο για τους ίδιους τους Police, ήταν ήδη ένα μεγάλο όνομα. Είχαν βγάλει τους δύο πρώτους τους δίσκους που φυσικά κυκλοφορούσαν και σε ελληνική εκτύπωση από την CBS, ενώ άρθρα γι’ αυτούς είχαν φιλοξενηθεί αρκετά στον μουσικό τύπο και αλλού. Ο δε Sting δεν ήταν γνωστός μόνο από εδώ αλλά και από τον κινηματογράφο. Το Quadrophenia των Who στο οποίο πρωταγωνιστεί, ήδη παίζεται στις ελληνικές αίθουσες με το ΠΟΠ & ΡΟΚ του Ιανουαρίου να παρουσιάζει μία μεγάλη συνέντευξη του Roger Daltrey που μιλούσε εκτενώς για αυτό.
Υπό αυτές τις συνθήκες λοιπόν μία συναυλία ενός τέτοιου μεγάλου ονόματος θα ήταν σχεδόν αδύνατον να αποτύχει. Γι’αυτό και δεν πρέπει να προξενεί έκπληξη το γεγονός ότι αυτός που τους έφερε ήταν ο Θεόδωρος Κρίτας που μέχρι τότε δεν ασχολούνταν με την ποπ και τη ροκ μουσική. Το κονσέρτο ήταν μέρος της παγκόσμιας Reggatta de Blanc Tour που άρχισε τον Αύγουστο του 1979, τέλειωσε τον Απρίλιο του 1980 έχοντας ταξιδέψει σε Ευρώπη, ΗΠΑ, Καναδά, Ιαπωνία, Κίνα, Ωκεανία, Ινδία και Αίγυπτο. Στην Αθήνα ήρθαν από το Κάιρο όπου είχαν δώσει συναυλία δυο μέρες πριν και έμειναν στο ξενοδοχείο Esperia στη Σταδίου. Το κλειστό γυμναστήριο του Σπόρτινγκ που επιλέχθηκε ήταν σίγουρο ότι θα γέμιζε. Το εισιτήριο ήταν σχετικά ακριβό για την εποχή παρόλα αυτά ήταν σίγουρο ότι δεν θα αποτελούσε πρόβλημα. Φυσικά, ως προς αυτό το θέμα δεν θα μπορούσε να μη γίνει χαμός. Ένας αναγνώστης του ΠΟΠ & ΡΟΚ γράφει: «Τα εισιτήρια θα κόστιζαν 250 και 350 δρχ. και θα τα διέθεταν τα μεγάλα καταστήματα δίσκων της Αθήνας. Ο καιρός όμως περνούσε και εισιτήρια πουθενά. Και φαίνεται πώς η κάθε αναβολή ανέβαζε και την τιμή αφού τα εισιτήρια κόστισαν τελικά 350 και 500 δρχ. Τόσο κόστισαν τουλάχιστον νόμιμα, αφού λίγα μόνο αγοράστηκαν από τούς θεατές σ’ αυτές τις τιμές». Όταν ήρθε η ώρα να ξεκινήσει συναυλία περίπου 2.000 κόσμος χωρίς εισιτήριο προσπάθησε να μπει μέσα ανεπιτυχώς. Μέσα στη συναυλία εκτιμάται ότι θα υπήρχε 5-6.000 κόσμος. Οι Police έπαιξαν σχεδόν όλο το ρεπερτόριο των δύο δίσκων τους καθώς επίσης και κάποιες πρώιμες μορφές από κάποια κομμάτια του τρίτου τους που θα κυκλοφορούσε αργότερα μέσα στο τέλος της χρονιάς. Κατά γενική ομολογία ο ήχος ήταν κακός (μάλλον αναμενόμενο) αλλά η όρεξη του κόσμου ήταν τέτοια που σίγουρα ελάχιστους θα ενόχλησε. Και φυσικά δεν έλειψαν και τα αναμενόμενα επεισόδια. Σπρωξίδι στην είσοδο, σπασμένα αυτοκίνητα και μαγαζιά, ξύλο μεταξύ αστυνομίας και οπαδών με το εύλογο λογοπαίγνιο Police εναντίον Police να φιγουράρει σε πολλά πρωτοσέλιδα της επόμενης μέρας. Τη συναυλία δημοσιογραφικά κάλυψαν ο Αργύρης Ζήλος και ο Χρήστος Δασκαλόπουλος για τον ΗΧΟ και οι οποίοι ήταν απόλυτα θετικοί, ενώ για τη ΜΟΥΣΙΚΗ σχετικό άρθρο έγραψε ο Στάθης Παπούλιας με αρνητικές εντυπώσεις*.
Η επιτυχία της συναυλίας ήταν σαν να άνοιξε με μαγικό τρόπο μία πόρτα που μέχρι τότε παρέμενε πεισματικά κλειστή αφήνοντας μόνο κάποιες χαραμάδες για να μπει λίγο ισχνό φως. Τίποτα μετά από αυτό δεν έμεινε το ίδιο. Μόνο στη χρονιά του 1980 αν ρίξει κανείς μία ματιά με τους ξένους καλλιτέχνες της ποπ και της ροκ μουσικής που ήρθαν για συναυλία θα καταλάβει τη διαφορά. Ονόματα όπως της Lene Lovich, του Tom Robinson, του Ray Charles, της Joan Baez και του Ian Gillan ήταν κάποτε αδιανόητα, ενώ για τις λεπτομέρειες δεν ήρθαν τελικά οι Stranglers (είχαν συλληφθεί στη διάρκεια μιας επεισοδιακής συναυλίας στη Νις της Γαλλίας) και οι Dr Feelgood. Και όλα αυτά μόνο μέσα στο 1980. Στα χρόνια που ακολούθησαν η ροή συνεχίστηκε αμείωτη με εξίσου κλασικά live. Κάποια απ’ αυτά ήδη τα απολαμβάνετε ηχητικά μέσα απ’το Merlin’s Music Box αυτές τις μέρες. Και κάποια ακόμα που θα έρχονται στη συνέχεια.
* Τα σχετικά αποσπάσματα μπορείτε να διαβάσετε στους παρακάτω συνδέσμους:
ΗΧΟΣ (τεύχος 85, Απρίλιος ’80)
ΜΟΥΣΙΚΗ (τεύχος 30, Μάιος ’80)
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΣΧΕΤΙΚΑ:
O Rory Gallagher στην Αθήνα, 12 Σεπτεμβρίου 1981 (και ολόκληρη η συναυλία - ηχητικό)
Θανάσης Ζελιαναίος
Γεννήθηκα το 1973 και μέχρι τώρα παραμένω αθεράπευτα ερασιτέχνης σε όλα εκείνα τα πράγματα που κάνουν τη ζωή να έχει νόημα. Κινούμενος ανάμεσα στη μουσική και το σινεμά έχω το παράξενο χούι να βαριέμαι εύκολα, να αλλάζω ενδιαφέροντα αλλά πάντα να παραμένω εραστής των δυο παραπάνω τρόπων έκφρασης σε όλες τις μορφές της. Που και που γράφω και καμιά αράδα για όλα αυτά.
Θανάσης Ζελιαναίος
Γεννήθηκα το 1973 και μέχρι τώρα παραμένω αθεράπευτα ερασιτέχνης σε όλα εκείνα τα πράγματα που κάνουν τη ζωή να έχει νόημα. Κινούμενος ανάμεσα στη μουσική και το σινεμά έχω το παράξενο χούι να βαριέμαι εύκολα, να αλλάζω ενδιαφέροντα αλλά πάντα να παραμένω εραστής των δυο παραπάνω τρόπων έκφρασης σε όλες τις μορφές της. Που και που γράφω και καμιά αράδα για όλα αυτά.
Θανάσης Ζελιαναίος
Γεννήθηκα το 1973 και μέχρι τώρα παραμένω αθεράπευτα ερασιτέχνης σε όλα εκείνα τα πράγματα που κάνουν τη ζωή να έχει νόημα. Κινούμενος ανάμεσα στη μουσική και το σινεμά έχω το παράξενο χούι να βαριέμαι εύκολα, να αλλάζω ενδιαφέροντα αλλά πάντα να παραμένω εραστής των δυο παραπάνω τρόπων έκφρασης σε όλες τις μορφές της. Που και που γράφω και καμιά αράδα για όλα αυτά.