Ο Χειμώνας ενός έτους που σαν κατά συρροή δολοφόνος σκοτώνει τις μνήμες της τέχνης, βρίσκεται ξανά στο κατώφλι μας. Είναι ένας Μπλε Χειμώνας που έρχεται να κλείσει τα πηγάδια των ψυχών που δεν θα τις θρέψει άλλο μάνας χάδι, και να σκορπίσει στον άνεμο τις στάχτες της φωτιάς που αιώνια αναρωτιόμαστε που πάει σαν σβήνει. Στο πέρασμα του ανθίζουν μονάχα Σαράβαλες Καρδιές. Ο Θάνος έφυγε πριν ο Μπλε Χειμώνας περάσει το κατώφλι -ίσως για να τον αποφύγει, ίσως για να τον χρωματίσει- και εμείς, κλαίμε με στίχους που γραφτήκαν για τις πτώσεις των όμορφων, ανέγγιχτων, απόμακρων ονείρων…
Τα Διάφανα Κρίνα αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι του εαυτού μου και η γνωριμία μας έγινε πριν άπειρα χρόνια με έναν παράξενο τρόπο (πως αλλιώς θα μπορούσε να γίνει;), όταν έπεσε τυχαία στα χέρια μου (δεν υπάρχει θεωρώ, λόγος να εξιστορήσω το συμβάν) μια εξαιρετική συλλογή της Wipe Out (σε βινύλιο φυσικά) που είχε τίτλο το ομώνυμο κομμάτι των Έρεβος, «Το Μαγικό Βοτάνι». Η «Μουχλαλούδα, Η Μπαλάντα Της Φωτιάς», τραγούδι που ο Θάνος έγραψε για την Κατερίνα Γώγου, με έκανε να αναρωτηθώ αν είχε (και πάλι) εμφανιστεί ένας κλώνος του Παύλου η αν οι Τρύπες δεν θα σταματούσαν ποτέ να επηρεάζουν την ελληνική ροκ μουσική (ο Θάνος στις συναυλίες αφιέρωνε συχνά στον Γιάννη Αγγελάκα το «Απέραντη Θλιμμένη Ανταρκτική»), αλλά αυτό το μελαγχολικό μπάσο και εκείνη η τόσο εκφραστική φωνή που προκαλούσε ρίγη στην ψυχή μου, άναψαν ένα μικρό κεράκι κάπου μέσα μου, που το μελαγχολικό του φως έμελλε να ακολουθεί σαν σκιά τα μετέπειτα βήματα μου. Έψαξα, βρήκα και απόλαυσα το «Λιώνοντας μόνος / Κάτω απ’ το ηφαίστειο» (1994), αλλά η αποκάλυψη ήρθε το 1996 (χρονιά ορόσημο στην ζωή μου) με την κυκλοφορία του «Έγινε η Απώλεια Συνήθεια μας». Όλες οι μέχρι τότε μουσικές επιρροές μου, συγκεντρωμένες σε ένα απίστευτα λυρικό album και μάλιστα από ελληνική μπάντα! Δέος, πεσιμισμός, μελαγχολία, έρωτας, ρομαντισμός, σαρκασμός… Τα Κρίνα άνθισαν μέσα στην καρδιά μου.
Θα μπορούσα να μιλάω ώρες ατέλειωτες για τα Διάφανα Κρίνα, ώρες που θα τις απολάμβανα απόλυτα αδιαφορώντας για το αν γίνομαι η όχι κουραστικός, αλλά ξαφνικά δεν θέλω να το κάνω. Σκόπευα να σου μιλήσω για την τελευταία απίστευτη δουλειά τους («Κι Η Αγάπη Πάλι Θα Καλεί» - 2008), για το Ρόδον που το γέμισαν ασφυκτικά μέσα σε 10 λεπτά, για εκείνο το τεράστιο μαύρο πανί που έπεσε πίσω από τον Παναγιώτη Μπερλή στο θέατρο βράχων, για το ομορφότερο artwork σε βιβλίο-album μπάντας («Ο Γύρος Της Μέρας Σε 80 Κόσμους» - 2005), για τα καφάσια με τις μπύρες που στοιβάζονταν άτακτα πάνω στην σκηνή του Αν, για την αντίδραση μιας φίλης μου στο πρώτο άκουσμα της «Κυριακής Των Βαΐων», για τότε που χοροπηδούσαμε με τον Μήτσο στο υπόγειο μαγαζί του θείου μου (καθώς κόβαμε γράμματα για μια επιγραφή) όταν ανακοινώθηκε στο ραδιόφωνο η κυκλοφορία του «Κάτι Σαράβαλες Καρδιές» και η ένταση του ήχου ανέβαινε στο φουλ για να ακουστεί όπως του άρμοζε το «Όλα αυτά που δεν θα δω», για την στιγμή με τον Φώτη στον Μέλλον fm που μετά από μια κουραστική (και βαρετή) πρώτη ώρα εκπομπής γεμάτη «έντεχνη» μουσική ξεκινούσε η δεύτερη ώρα με την ανυπέρβλητη εισαγωγή του «Μπλε Χειμώνα» και το ανατρίχιασμα καθώς έμπαινε η φωνή του Θάνου, για την τηλεφωνική μου συνομιλία με τον Θάνο ή την συνέντευξη στον Έκφραση Ροκ που δεν ήταν γραφτό να γίνει, για την απάντηση στο mail που του έστειλα σχετικά με την διάλυση των Κρίνων που μου είπε πολλά χωρίς να απαντήσει σε τίποτα, για το αφιέρωμα στα Διάφανα Κρίνα που κάναμε στον Ψυχώ και ψάχναμε servers για να φιλοξενήσουμε κι άλλους ακροατές, για τις στιγμές μακάριου πάθους και ηδονικής μέθης ανάμεσα στις μελωδίες του «Είναι που όλα ήρθαν αργά» (2000), για τις «Μικρές Αλήθειες» που ευωδίαζαν αγριοκέρασα τις δικές μου σιωπές, αλλά νιώθω ένα ασήκωτο βάρος να πλακώνει αυτές τις στιγμές και ανησυχώ μήπως γίνω «ναυαγός στα ψέματα μου»… Οι στιγμές θα είναι πάντα εκεί που είναι, να υπάρχουν στην δική τους μοναχική και απρόσιτη πραγματικότητα, αλλά ο βασικός πρωταγωνιστής τους (υποθέτω πως τελικά αυτός ήταν πάντα ο πρωταγωνιστής) δεν είναι πια εδώ. Έγινε κι εκείνος μια στιγμή. Μια στιγμή μέσα σε τόσες υπέροχες (καλές και κακές) στιγμές. Δεν θέλω να μιλήσω για τίποτα πια. Κοιτάω απλώς ψηλά ένα μουντό ουρανό και παρατηρώ, χωρίς έκπληξη, πως «Ξανάρθαν Τα Σύννεφα»…
Ο Θάνος Ανεστόπουλος δεν σταμάτησε ποτέ να παλεύει. Πάλευε με συναισθήματα, με ανθρώπους, με πάθη, με λύπες, με καταστροφές, με έρωτες, με ένστικτα, με αδυναμίες, πάλευε αδιάκοπα και κανείς δεν είναι σίγουρος αν κέρδιζε η έχανε. Αν το δεις καθαρά εγωιστικά (η κυνικά) από όλες αυτές τις μάχες κερδισμένοι βγαίναμε πάντα εμείς, εραστές μιας τέχνης που θέλει καρδιά για να τη νιώσεις και ποιητικές ενέσεις μορφίνης για να την εκφράσεις. Την τελευταία μάχη έμελλε να την δώσει με την καταραμένη αρρώστια –την μάστιγμα του 21ου αιώνα- και αυτή η μάχη είναι άνιση, ανυπόφορη, ψυχοφθόρα και, πάντα παράλογη. Για τους περισσότερους, οι άνθρωποι με πάθη δεν είναι μαχητές, για κάποιους όμως, -αυτούς που δεν χρησιμοποιούν το σκοτάδι για να κρυφτούν αλλά για να φανερώσουν τον εαυτό τους- μαχητής είναι αυτός που ορμά σαν λύκος στα πάθη του, έστω κι αν αυτή η ορμή σημάνει ίσως την καταστροφή του. Έτσι μάχονται οι ποιητές. Ποιητές ήχων, συναισθημάτων, στίχων, τέχνης… ποιητές στιγμών. Είναι αδύνατο να κερδίζεις όλες τις μάχες και δυστυχώς, οι ήττες είναι που σημαδεύουν και όχι οι νίκες, ακόμα κι αν είναι θριαμβευτικές. Την τελευταία του μάχη ο Θάνος πίστεψε ότι θα την κερδίσει. Την αποκάλυψε στον κόσμο, προσπάθησε να αντλήσει ενέργεια από την θετική σκέψη των γνωστών και αγνώστων φίλων του, αλλά δεν αρκούσε. Ποτέ δεν αρκεί. Το τελευταίο του ταξίδι το έκανε «Ένα πένθιμο του φθινόπωρου δείλι»…
Το ψύχος έχει φωλιάσει στις καρδιές μας
μιλάμε πια όχι με λέξεις μα με νοήματα
αγκαλιαζόμαστε φορώντας μάλλινες προβιές
τρυπιόμαστε με βελόνες βουτηγμένες στο δηλητήριο
κοιμόμαστε χωριστά ο καθένας μέσα σε γυάλινα φέρετρα.
Κρυφά μέσα στη νύχτα, μέσα στον ύπνο του αδερφού μας του ξεριζώνουμε και του κλέβουμε τα χρυσαφένια δόντια του.
Νωρίς τις Κυριακές κοινωνάμε στις μεγάλες εκκλησίες της πόσης και της ανέχειας και ξερνάμε χαλασμένη μαυροδάφνη πίσω απ' την Ιερά Τράπεζα.
Δωροδοκούμε τους ζητιάνους να μας φιλούν τα χέρια
καθώς περνώντας από μπροστά τους
τους ρίχνουμε μπαγιάτικο πρόσφορο.
Αργά τις Κυριακές ξομολογιόμαστε στο μπαρ της κατήφειας και της πίεσης για θαύματα χορεύοντας δαιμονισμένα τον χορό της συγχωρήτρας δύναμης.
Έπειτα πάντα βρέχει
για μέρες και νύχτες
οι αμαρτίες μας ξεπλένονται
κυλώντας μαζί με τα λασπόνερα απ' το δέρμα μας
στο καθαρτήριο του υπονόμου.
Όταν τα Διάφανα Κρίνα αποτέλεσαν παρελθόν για τον Θάνο, θύμωσα. Τον ήθελα πάντα εκεί, πάντα να ερμηνεύει με τον μαγικά εκφραστικό τρόπο του τα τραγούδια αυτής της μεγάλης μπάντας, σκεπτόμενος (όπως συμβαίνει πάντα σε αυτές τις περιπτώσεις) εγωιστικά και αδιαφορώντας για προβλήματα, θέματα και φυσικά, το ανελέητο σφυροκόπημα του χρόνου που δεν κάνει διακρίσεις. Ο Θάνος ακολουθεί έναν μοναχικό και εξαιρετικά δύσκολο δρόμο, αντιμέτωπος με πολλά, και από την μεγάλη επιτυχία έρχεται σε σύγκρουση με την δυσπιστία και θα δώσει μια ακόμα μάχη, αυτή την φορά με τους οπαδούς των Κρίνων. Δεν ξέρω αν αυτή τη μάχη την κέρδισε, αλλά τελικά, τι νόημα έχει; Θα τολμήσει και θα μαγέψει. Μελοποιεί ποιήματα που κανείς δεν θα τολμούσε να μελοποιήσει και ηχογραφεί λυρικά αριστουργήματα, δύσπεπτα για πολλούς, απόλυτη τέχνη για άλλους. Η έκφραση και η ερμηνεία του είναι αδύνατο να μην γεννήσουν δειλές σταγόνες στις άκρες των ματιών όσων τον παρακολουθούν και οι στίχοι του αγγίζουν την καρδιά σαν το ψυχρό χέρι της επίγνωσης. Στην Ελλάδα η μοίρα ανθρώπων που τολμούν να υπηρετήσουν την τέχνη με πάθος συνοδεύεται από έναν απόκοσμο αέρα καταδίκης, μα είναι αυτή ακριβώς η καταδίκη που δίνει αξία στην απόπειρα. Αν κάποιος δειλιάσει, δεν τολμήσει, το αποτέλεσμα θα έχει ακριβώς αυτά τα στοιχεία καταστροφής που του αναλογούν. Και όσοι τολμούν, σ’ αρέσουν δεν σ’ αρέσουν, αξίζουν θερμό, αληθινό χειροκρότημα και όχι βουνά ματαιοδοξίας κατασκευασμένα από κιτρινισμένες γαρδένιες.
«Θυμάμαι η έρημος ήτανε δάσος γεμάτο από θράσος και λύκους σοφούς
οι καρδιές μας γεμίσανε πάθος, δεν έβρισκαν λάθος μονάχα κουφούς
την τελευταία φορά που σε είδα κοιμόσουν στις πέτρες μαζί μ’ ερπετά
μου `πες "ωραία η ζέστη των βράχων",
σου είπα "το κρύο θα έρθει μετά"…»
Το «Ως Το Τέλος» (2012) ήταν η προσωπική δουλειά του Θάνου Ανεστόπουλου που έκανε πολλούς να αποφασίσουν πως, ναι είναι κρίμα, αλλά ο Θάνος μπορεί να συνεχίσει τον παράξενο δρόμο του και χωρίς τα Κρίνα και πως υπήρχαν και άλλοι μουσικοί ορίζοντες που πρέπει να εξερευνήσει. Ένα album που συνέδεε το πριν με το μετά και συνοδευόταν από ένα μικρό βιβλιαράκι τσέπης, την ποιητική συλλογή του Θάνου που μερικοί αδημονούσαμε να κρατήσουμε στα χέρια μας. Θα μελοποιήσει δυο «δύσκολα» ποιήματα, το «Μα Κάτι Άλλο Ζητώ» του Ταρκόφσκι και το «Γράμμα ενός Αρρώστου» του Νίκου Καββαδία. Αυτό το τελευταίο μάλιστα αποκτά πλέον ιδιαίτερη σημασία:
Φίλε μου Αλέξη, το `λαβα το γράμμα σου
και με ρωτάς τι γίνομαι, τι κάνω
Μάθε, ο γιατρός πως είπε στη μητέρα μου
ότι σε λίγες μέρες θα πεθάνω...
Ήταν εννιά υπέροχα και βιωματικά τραγούδια, με τον λυρισμό να φιλτράρει ανησυχίες και τον πεσιμισμό να υποθάλπει ελπίδες. Και αν τύχει και ξανακούσεις (ή ακούσεις για πρώτη φορά) αυτό το album, θα διαπιστώσεις με πίκρα, πως ο Θάνος είχε ακόμα πάρα πολλά να προσφέρει.
Δεν με πειράζουν οι ανοιχτές πληγές, δεν με πειράζει το πένθος στην ψυχή μου,
δεν με πειράζουν οι άσβηστες φωτιές, όταν σωπαίνω κι όταν σβήνει η φωνή μου.
Δεν με πειράζουν τα μύρια ουρλιαχτά και τα πνιχτά δειλά αναφιλητά μου,
δεν με πειράζουν τα μαύρα κάτεργα, δεν με πειράζει η άγρια μπόρα στην καρδιά μου.
Δεν με πειράζουν οι άταφοι νεκροί, των σκοτωμένων οι ψυχές που δεν κοιμούνται,
δεν με πειράζει αν δρόμο έχω πια μακρύ, σε μια χώρα που όλοι θέλουν να φοβούνται.
Δεν με πειράζει που έχω χέρια παιδικά και λυπημένα μάτια σαν σκυλιού δαρμένου,
δεν με πειράζει η τόση απόψε απελπισία, δεν με πειράζει το τραγούδι ενός πνιγμένου,
Δεν με πειράζουνε τα ρίγη των θανάτων και τα κατάρτια όταν σπάζουνε στα δυο,
δεν με πειράζει η δικαιοσύνη των κυμάτων σε μια χώρα που 'χει γίνει ρημαδιό.
Δεν με πειράζουν οι γλυκιές οι μελωδίες ούτε οι δρόμοι που κοιμούνται οι μεθυσμένοι
δεν με πειράζουν οι άγνωστες πορείες σε μια χώρα που 'ναι η ελπίδα πεθαμένη
Αυτό που με πειράζει με θυμώνει είναι που κλέβουν αναιδώς τα όνειρά μας
είναι που δε βαστούν φωτιά τα ποιήματά μας
είναι το πάθος που στερούν απ' τα παιδιά μας
και μια σιωπή που μένει και δεν πρέπει πια να 'ναι η δικιά μας…
Ο Θάνος Ανεστόπουλος δεν το γνώριζε, μα ήταν πάντοτε μαζί μου. Όλα αυτά τα χρόνια (τρέμω να τα μετρήσω) από την στιγμή που αποφάσισε να ηχογραφήσει κάτι μέχρι και σήμερα, είναι μετρημένες στα δάχτυλα του ενός χεριού οι μέρες που μπορεί να πέρασαν χωρίς να ακούσω ή να σκεφτώ κάποιο τραγούδι του. Η βαριά μελαγχολία που χρησιμοποιούν ως πρόφαση αυτοί που δεν αντέχουν να ακούν, είναι μια φτηνή και χωρίς έμπνευση δικαιολογία για να καμουφλάρουν τη μετριότητα ή την κακογουστιά τους. Δεν είναι ούτε η μελαγχολία ούτε ο πεσιμισμός που δήθεν απομακρύνουν κόσμο από παρόμοια ακούσματα (οι ποιητές ήταν πάντα μελαγχολικά αισιόδοξοι), είναι η ευκολία με την οποία θέλουμε να αντιμετωπίζουμε την ζωή, χωρίς σκέψη, χωρίς να βάζουμε το μυαλό μας να δουλέψει. Εξάλλου, πρέπει να μπορείς να καταλάβεις τι και πόσα κρύβονται πίσω από αυτές τις μελωδίες και αυτό απαιτεί κάποια παιδεία. Ειλικρινά, ανησυχώ πολύ, γιατί δεν αργεί η στιγμή που θα συνειδητοποιήσουμε πόσο φτωχοί έχουμε απομείνει και πόσα είναι τα κενά που δεν θα καταφέρουμε ποτέ ξανά να αναπληρώσουμε. Το αντίο του Θάνου σηματοδοτεί το τέλος μιας εποχής (που λίγοι απέμειναν να την εκφράζουν) και αν αυτό δεν το συνειδητοποιούμε, είμαστε, για μια ακόμη φορά, άξιοι της μοίρας μας.
Φίλε Θάνο, επέλεξες μια δύσκολη ημέρα για να μας αφήσεις. Βλέπεις, προετοιμαζόμουν ψυχολογικά να γράψω για μια ακόμη φορά έναν διαφορετικό επικήδειο για να παρηγορήσω ξανά τον εαυτό μου και να απαλύνω τις ενοχές, όμως νιώθω πως κάθε φορά που αποχαιρετούμε κάποιον είναι σα να τους αποχαιρετούμε όλους. Ξανά και ξανά… Πέρασα μια δύσκολη νύχτα, μας έβαλα να πιούμε και ένιωσα να μου τσουγκρίζεις το ποτήρι αρκετές φορές. Κούρασα και κάποιους γιατί είχα το θράσος να δημοσιοποιήσω την θλίψη μου, αλλά μην ανησυχείς, όπως πάντα με αντάμειψαν με αδιαφορία. Έχει σημασία; Γιατί να έχει; Έτσι κι αλλιώς, Μόνοι μας Λιώνουμε. Μακάρι να μην έφευγες, μακάρι να μην έφευγε κανένας, είμαστε όμως πολύ μικροί κι ασήμαντοι για να μπορούμε να το ορίσουμε αυτό. Αυτό που κάπως με παρηγορεί, είναι ότι η «είδηση» της απώλειας (που ίσως και να μας έγινε συνήθεια) δεν θα παίξει σε κανένα δελτίο ειδήσεων και κανένα κανάλι (αδειούχο η μη) δεν θα παρουσιάσει κάποιο αφιέρωμα προς τιμήν σου. Δεν είναι για εμάς αυτά…
Εσύ τώρα βρίσκεσαι σε έναν καινούργιο τόπο, που ελπίζω ολόψυχα να υπάρχει, και εύχομαι να περνάς καλά. Είναι απίστευτη η παρέα εκεί πάνω. Και νομίζω ότι για αυτόν τον Καινούργιο Τόπο αναχώρησες περίπου όπως το ήθελες…
«Αν είναι να φύγω ας φύγω πρωί, στη σωστή εποχή σε λάθος στροφή…».
Αυτό που νιώθω επιτακτικά την ανάγκη να σου πω, χωρίς ντροπή και χωρίς υπερβολές, είναι ότι θα μου λείψεις πολύ. Σε όλους θα λείψεις πολύ έστω κι αν κάποιοι δεν τον συνειδητοποιούνε. Αντίο…
* (αναδημσίευση από το blog Όλα τα γίδια είναι τα ίδια)