Ψήγματα μνήμης για τον Αναρχικό & Wobbly, ανθρωπολόγο David Graeber...

Γράφει ο Αργύρης Αργυριάδης

Στις 2 Σεπτεμβρίου σε ανάρτηση στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης η σύζυγος του ανακοίνωσε τον θάνατο του αναρχικού, ανθρωπολόγου και μέλους του συνδικάτου των Βιομηχανικών Εργατών του Κόσμου (IWW), David Graeber. O David ήταν προσωπικός μου φίλος και συνάδελφος εργάτης (fellow worker) όπως συνηθίζουμε να αποκαλούμε μεταξύ μας ο ένας τον άλλο οι Wobblies. Mπορεί να αποχαιρέτησα τον David με θλίψη, αλλά οι αγώνες που κάναμε μαζί στα τέλη της δεκαετίας του '90, ο καθένας στο πανεπιστήμιο που δίδασκε τότε στις ΗΠΑ, αλλά και γενικότερα ως μέλη του συνδικάτου μας των Βιομηχανικών Εργατών του Κόσμου στην βιομηχανική ένωση εργαζομένων στην παιδεία (IU 640), παραμένουν ανεξίτηλοι. H θύμηση όλων αυτών που καταφέραμε που προσπαθήσαμε καθώς και αυτά που αφήσαμε στην μέση παραμένουν ένα διαχρονικό ίχνος στον αγώνα για την χειραφέτηση.

Στη μνήμη του δημοσιεύω την εισαγωγή από το βιβλίο του Harold Barclay: «Aνθρωπολογία & Αναρχισμός» - Εκδόσεις Σοφίτα. Ο Αναρχικός ανθρωπολόγος Harold Barclay από τον Καναδά μας είχε εμπνεύσει και τους δυο και παρόλο που ο David ήταν μαθητής του Marshall Salins, γνώριζε το έργο του και όπως μου είχε εκμυστηρευθεί, το βιβλίο του Barclay Άνθρωποι χωρίς Δια-κυβέρνηση (People without Government) ήταν αυτό που τον είχε μπνεύσει να γράψει το δικό του βιβλίο Αποσπάσματα για μια Αναρχική Ανθρωπολογία που έχει μεταφραστεί στα Ελληνικά από τις εκδόσεις Στάσει Εκπίπτοντες. Μα τάχα πρέπει τους νεκρούς αιώνια να θρηνούμε; Όπως έλεγε στο τελευταίο μήνυμα του ένας άλλος Wobbly ο αείμνηστος Joe Hill: Μην θρηνείτε για μένα, ΟΡΓAΝΩΘΕΙΤΕ! Είναι σίγουρο πως και ο David Graeber θα συμφωνούσε.


Aνθρωπ(ρ)ολογικό σημείωμα

Η ιστορία, όπως έχει καταγραφεί ως τώρα, αποτελεί εξ ολοκλήρου περιγραφή των τρόπων και των μέσων με τα οποία προωθήθηκαν, κατοχυρώθηκαν και διατηρήθηκαν η θεοκρατία, ο μιλιταρισμός, η απολυταρχία και αργότερα η επικυριαρχία των πλουσιότερων τάξεων. Οι αγώνες μεταξύ των δυνάμεων αυτών στην πραγματικότητα αποτελούν την ουσία της ιστορίας. Πέτρος Κροπότκιν, «Αλληλοβοήθεια»
Ζούμε σε μια εποχή που το επίπεδο άσκησης εξουσίας και επιρροής πάνω στους άλλους, έχει δημιουργήσει μια σοβαρή έκπτωση της κριτικής ικανότητας του ανθρώπου να σκεφτεί «έξω από το κουτί» της κυρίαρχης «λογικής». Η εξουσία έχει αναχθεί ως φυσικό και καθολικό φαινόμενο στην ιστορία του ανθρώπου, με το διακύβευμα πλέον να είναι η εναλλαγή στη κατοχή και όχι η κατάργηση της. Στην σημερινή κατάσταση εξαίρεσης οι εξουσίες θέτουν κανόνες και περιορισμούς για τους άλλους που όμως δεν ισχύουν για τον εαυτό τους, υπό το πρόσχημα της «δημοκρατικής ομαλότητας», «την έξοδο από την κρίση», τον πόλεμο ενάντια στην «τρομοκρατία», το μεταναστευτικό. Ο κόσμος μοιάζει να είναι αγγελικά πλασμένος προς όφελος της αδικίας και των φορέων που επιβάλουν την ανισότητα. Ο πολιτισμός επιφυλάσσει την ανώτατη θέση της κοινωνικής ιεραρχίας σ’ όποιον διαφυλάσσει ή ερμηνεύει μόνο με αυτόν τον τρόπο το νόημα των πραγμάτων. Ζούμε στην εποχή του «Άλλου που δεν υπάρχει» ή πιο ορθά στην εποχή του Άλλου που δεν πρέπει να υπάρχει.
Το ερώτημα που τίθεται φυσικά στο σημείο αυτό είναι αυτό του ποιος έχει το δικαίωμα να ορίζει τι είναι ψέμα και τι αλήθεια. Για να φτάσει όμως κανείς να παραδεχτεί ότι οι άνθρωποι ζουν μέσα σ’ ένα ψέμα θα πρέπει επίσης να παραδεχτεί ότι υπάρχει μια «πραγματικότητα» η οποία όμως δεν μπορεί να γίνει κατανοητή από αυτούς. Αυτή η εννοιολόγηση της πραγματικότητας αποσυνδέει το ερώτημα αν μια συγκεκριμένη εκδοχή του κόσμου, εκφράζει ή όχι την αλήθεια. Σύμφωνα μ’ αυτή την εννοιολόγηση, ανεξάρτητα του αν είναι αλήθεια ή όχι, ένα σώμα γνώσης, μια συγκεκριμένη εκδοχή του κόσμου γίνεται ιδεολογική ως χειρισμός στο βαθμό που εξυπηρετεί την αναπαραγωγή της κυριαρχίας μιας κοινωνικής ομάδας. Έτσι λοιπόν δεν είναι οι ιδέες, οι αντιλήψεις και οι πεποιθήσεις που είναι ιδεολογικές είναι οι συγκεκριμένες τους κοινωνικές χρήσεις. Για να επιτευχθεί αυτό χρειάζεται να δημιουργηθεί ή καλύτερα να κατασκευασθεί όπως θα αναπτύξουμε στην συνέχεια μια επιστημολογία που να «αποδεικνύει» και να στηρίζει τους ισχυρισμούς της έννομης τάξης.

Ο Althusser χρησιμοποιήσε τον όρο «Ιδεολογικοί Μηχανισμοί του Κράτους» για να περιγράψει τους κοινωνικούς μηχανισμούς με τους οποίους οι άνθρωποι ελέγχονται και γίνονται αντικείμενα διαχείρισης από την εξουσία. Για παράδειγμα, εφόσον η εθνική ταυτότητα είναι ένα κατεξοχήν ιδεολογικό και όχι βιολογικό ζήτημα, τότε η προσοχή μας θα πρέπει να στραφεί σε μια σειρά από εκφάνσεις τις καθημερινής κοινωνικής ζωής μέσα από τις οποίες οι σύγχρονοι πολίτες των κρατών εγκαλούνται, «χαιρετίζονται» ως εθνικά υποκείμενα. Οι περιστάσεις αυτές έγκλησης στην εθνική ιδεολογία περιλαμβάνουν αρκετές, θα έλεγε κανείς, «αυτονόητες» περιπτώσεις ενός απόλυτα φυσικοποιημένου κόσμου. Οποιαδήποτε παρέκκλιση από αυτή την νόρμα θα έμοιαζε ως περίεργη, παράξενη, παρανοϊκή ή ακόμα και παράνομη. Ακόμα και όταν στη σημερινή κοινωνία προβληματιζόμαστε για το πόσο ίσα και πόσο διαφορετικά είναι τα δύο φύλα, για το που σταματάει η «ισότητα μεταξύ των λαών» και που ξεκινάει και που σταματάει η «αδελφότητα» της κοινής μας μοίρα ως ανθρώπινα όντα, κοκ, αυτή η διλημματική συνθήκη της κοινής λογικής, δεν αποτελεί παρά μια συνθήκη της καθημερινής ιδεολογίας ορίζει και την ενεργητική και όχι παθητική εμπλοκή μας μέσα στο πεδίο που έχει είδη προκαθορίσει η εκάστοτε εξουσία. Αν το δούμε πιο προσεκτικά καθημερινά αναπαράγουμε σχεδόν κοινότυπα τον τρόπο σκέψης μέσα στον οποίο μας εγγράφει η εκάστοτε εθνική ή εθνοκεντρική ιδεολογία κάθε φορά που αναλογιζόμαστε και προσπαθούμε να καταλάβουμε πόσο ίδιοι ή πόσο διαφορετικοί είμαστε από μια σειρά από εθνικά, κοινωνικά, ταξικά, Άλλους για τους οποίους έχουμε διαθέσιμα μια σειρά από αρνητικά ή και θετικά στερεότυπα. Κι αυτό γίνεται γιατί ο ιδεολογικός χειρισμός είναι που κάνει τον κόσμο μας που είναι χωρισμένος σε έθνη να μοιάζει απόλυτα «φυσικός», σα να μη μπορούσε να υπάρξει ο κόσμος δίχως έθνη. Μια ερώτηση που μοιάζει σαν να έχει απαντηθεί αρνητικά εκ των προτέρων.
Σε έναν κόσμο μαζικά και θεσμικά χειραγωγούμενο η εξουσία και οι φορείς της καλλιέργησαν την καταναλωτική αντίληψη ότι οι άνθρωποι, ατομικά ο καθένας του, είναι «οι συγγραφείς της εμπειρίας τους». Η αντίληψη αυτή συνδέεται με μια υποκειμενική αίσθηση ότι είμαστε αυτοκαθοριζόμενα υποκείμενα με σκοπούς, στόχους και προθέσεις. Σε αυτό τον κόσμο ανελευθερίας ο Αναρχισμός εγκαλεί τη θέση αυτή ως ψευδή, ωστόσο δεν αρνείται το γεγονός ότι ο Άνθρωπος ως υποκείμενο έχει την ικανότητα του κριτικού αναστοχασμού. Έχει δηλαδή, εν δυνάμει τουλάχιστον, την ικανότητα να αναλογίζεται και υπό προϋποθέσεις να επενεργεί πάνω στην κοινωνική κατασκευή του. Αν ίσχυε κάτι τέτοιο, βιβλία όπως αυτό δεν θα είχαν γραφτεί, ούτε θα υπήρχαν ριζοσπαστικά και αντινομιστικά κοινωνικά κινήματα, θεωρίες και πόσο μάλλον ιστορικοί και ταξικοί αγώνες. Διότι σύμφωνα με τον Michel Foucault «όπου υπάρχει εξουσία, υπάρχει και αντίσταση». Ευτυχώς για όλους μας ο Προμηθέας Δεσμώτης συνεχίζει να κραυγάζει αδιάκοπα πως η αμφισβήτηση της εξουσίας είναι, πάντα, ένα ρήγμα, ένα άλμα, ένα δημιουργικό ξέσπασμα της ελεύθερης βούλησης.
Σε αυτό το βιβλίο αναπτύσσετε με ένα εισαγωγικό αλλά όχι καταληκτικό τρόπο η σχέση και η συνάφεια που έχει η Ανθρωπολογία με τον Αναρχισμό. Πριν ξεκινήσω την αναφορά μου στην Ανθρωπολογία, θα ήθελα να αναφερθώ γενικά στην επιστημολογία ως περιεχόμενο. Στην καρδιά των κοινωνικών επιστημών βρίσκεται συχνά η παραδοχή ότι το άτομο είναι μια «δεδομένη» οντότητα μέσα και πάνω από το οποίο δομείται η κοινωνία ως δευτερογενές φαινόμενο. Το όλο εγχείρημα λοιπόν αρκετών ανθρωπιστικών μελετών, που συνίσταται στην εξήγηση και στην πρόβλεψη της ανθρώπινης εμπειρίας και συμπεριφοράς, βασίζεται σε λάθος αρχές διότι δομείται στον ατομικισμό. Και μάλιστα όχι μόνο αυτό! Στο βαθμό που όχι μόνο αποτυγχάνουν να εννοιολογήσουν ικανοποιητικά τον τρόπο με τον οποίο δομούνται τα άτομα και οι κοινωνίες τους, οι πρακτικές και οι γνώση αυτές εξυπηρετούν την αναπαραγωγή εξουσιαστικών σχέσεων, ενώ συντελούν αλλά και λειτουργούν ως θεσμός καταπίεσης. Γίνεται λοιπόν αντιληπτό ότι μια ικανοποιητική ανάλυση της ανθρώπινης συμπεριφοράς δεν μπορεί να αγνοεί το κοινωνικό πλαίσιο μέσα στο οποίο οι άνθρωποι ζουν, ενεργούν κοκ, και όχι να αντιμετωπίζεται σαν κάτι «δευτερεύον» σαν κάτι που έρχεται να «προστεθεί» πάνω στο ατομικό.

Η γνωστή ρήση της Θάτσερ ότι δεν υπάρχουν κοινωνίες παρά μόνο άτομα αντανακλά αυτή τον βάρβαρο ιδεολογικό χειρισμό που γέρνει την πλάστιγγα υπέρ της φυσικοποίησης της ανισότητας ως οικουμενική συνθήκη. Αυτή η εξήγηση του κοινωνικού κόσμου. Είναι προβληματική διότι με την επικέντρωσή στο υποκείμενο, απο-πολιτικοποιεί τα ευρύτερα κοινωνικά προβλήματα. Για παράδειγμα, ο ρατσισμός, η προκατάληψη ή η πατριαρχία καταλήγουν να προσεγγίζονται ως «ατομικά προβλήματα», προβλήματα που έχουν να κάνουν με ατομικές, ιδιωτικές στάσεις ή γνωστικές διαδικασίες. Με τον τρόπο αυτό όμως παραγνωρίζεται η συνάφεια αυτών των φαινομένων με το ευρύτερο κοινωνικό και θεσμικό πλαίσιο και με τον τρόπο με τον οποίο η κοινωνία, ο κόσμος όλος είναι διαρθρωμένος στη βάση άνισων σχέσεων εξουσίας. Με αποτέλεσμα αρκετές φορές να ηθικοποιούνται. Η κυρίαρχη επιστημολογία που στηρίζεται στην δυτική σκέψη, εδώ και χιλιάδες χρόνια, από την εποχή της αρχαίας Ελλάδας, έχει θεμελιωθεί πάνω στη λογική αντιθετικών δίπολων, όπως αυτό του ατόμου/ κοινωνίας, κράτους/ κοινότητας, εξουσία/χάος, πνεύμα/ σώμα, ελευθερία/ καθορισμός, υγεία/ αρρώστια, λογική / συναίσθημα κοκ. Μάλιστα, το πρώτο μέρος αυτών των διπόλων είναι τυπικά αυτό που «πριμοδοτείται» από τη δυτική σκέψη σε βάρος του αντιθετικού του. Όταν οι κοινωνικοί επιστήμονες παίρνουν μια συνέντευξη από κάποιο άτομο σχετικά μ΄ ένα θέμα, για παράδειγμα, ανεργία, ξένοι μετανάστες, στρατός, αστυνομία, σύστημα υγείας, κοκ, συνήθως υποθέτουν ότι οι απαντήσεις που παίρνουν στις ερωτήσεις τους αποτελούν αναπαραστάσεις κάποιας «πραγματικότητας» η οποία βρίσκεται μέσα στο άτομο και η οποία ονομάζεται «στάση». Πράγμα το οποίο αγνοεί τις εξωτερικές πηγές. Και εδώ συντελείται η ιδεολογική μεταστροφή υπό την έννοια της ατομικής ευθύνης. Το άτομο εγκαλείται όχι μόνο για τα δεινά του αλλά και για του κόσμου του. Το άτομο μ’ αυτά που λέει, δομώντας συγκεκριμένες εκδοχές του κοινωνικού κόσμου παρουσιάζεται ως ενεργητικά εμπλεκόμενο σε ευρύτερες διαδικασίες κοινωνικής νομιμοποίησης (στις οποίες πολλές φορές ούτε πραγματικά συμμετέχει αλλά και αγνοεί). Οι εκδοχές του κοινωνικού κόσμου τις οποίες δομεί, προασπίζει και δικαιολογεί στο λόγο του έχουν κοινωνικές συνέπειες στις οποίες καλείται να εναρμονιστεί. Για παράδειγμα, ο κυρίαρχος λόγος περί της σεξουαλικότητας μας παρέχει μόνο τις επιλογές «ετεροφυλόφιλος» και «ομοφυλόφιλος» για να περιγράψουμε τους ανθρώπους. Αυτές οι επιλογές είναι «θέσεις υποκειμένου» οι οποίες γίνονται διαθέσιμες κάθε φορά που κινητοποιούμε το λόγο της σεξουαλικότητας για να περιγράψουμε κάποιον ή κάποιους. Μέσα σε κάθε λόγο υπάρχουν διαθέσιμες αντίστοιχες θέσεις υποκειμένου και φυσικά κάθε μια από αυτές τις θέσεις έχει συνέπειες για τα άτομα που τοποθετούνται σ’ αυτές. Οι περιγραφές αυτές δύναται να τροποποιούνται από πολιτισμό σε πολιτισμό ή να μετασχηματίζονται κατά την εκάστοτε κουλτούρα. Η εξουσία ως μηχανισμός αλλά και η επιστήμη ως ιδεολογία έχει τη δυνατότητα να μας εγκαλεί αλλά και να μας χαιρετίζει ως υποκείμενα. Αυτό δεν σημαίνει ότι είναι κατ ανάγκη ούτε χειραγωγικό ούτε και χειραφετικό. Εξαρτάται την περίσταση.
Η κυρίαρχη αφήγηση ισχυρίζεται ότι η ανθρωπότητα διανύει τα στάδια: Αγριότητα-Βαρβαρότητα-Πολιτισμός. Στο στάδιο του Πολιτισμού βρίσκεται η Δύση, στη Βαρβαρότητα ανήκουν οι παλαιότερες αυτοκρατορίες και οι μεγάλοι κοινωνικοί σχηματισμοί της Ασίας, ενώ οι απλές κοινωνίες και οι λεγόμενοι «πρωτόγονοι» ανήκουν στην Αγριότητα. Το σχήμα αυτό διατυπώθηκε τον 18ο αιώνα από τον Σκωτσέζο ιστορικό Φέργκιουσον και καθιερώθηκε επειδή εξυπηρετούσε (και συνεχίζει να εξυπηρετεί) τον ηγεμονικό ρόλο της Δύσης. Κάθε κουλτούρα, όπως μας δείχνει η ανθρωπολογία, πιστεύει ότι είναι ανώτερη και ότι οι άλλες είναι βάρβαρες. Στη δεκαετία του '60 όμως σημειώθηκε μια αρκετά μεγάλη ανατροπή σε αυτόν τον συλλογισμό. Από τις ανθρωπολογικές διαπιστώθηκε ότι οι απλές κοινωνίες των τροφοσυλλεκτών αγνοούν τον πόλεμο και διατηρούν σχέσεις ισονομίας. Η αποκάλυψη αυτή κατέρριψε την άποψη ότι πρώτη φάση της ανθρωπότητας ήταν η Αγριότητα. Συνεπώς για τους Αναρχικούς η μελέτη της ανθρωπολογίας είναι ένα αρκετά σημαντικό γνωστικό πεδίο το οποίο ενδυναμώνει το επιχείρημα ότι το κράτος, η εξουσία και οι συνακόλουθοι μηχανισμοί κυριαρχίας δεν αποτελούν ούτε κάτι το φυσικό, ούτε κάτι το αρχέγονο στην ανθρώπινη ιστορία. Σύμφωνα με τον ανθρωπολόγο Brian Morris «οι αναρχικοί ανθίστανται σε κάθε μορφής κατασταλτική αρχή ακριβώς διότι έχουν μια ρεαλιστική και καθόλου ρομαντική θεώρηση της ανθρώπινης φύσης» επικαλούμενος δε τον Paul Goodman για υπερθεματίζει ότι «το θέμα δεν είναι αν οι άνθρωποι είναι “αρκετά καλοί” για έναν τύπο κοινωνίας• το θέμα είναι μάλλον να αναπτυχθούν εκείνοι οι κοινωνικοί θεσμοί που είναι πιο ικανοί να εμπεδώσουν τις δυνατότητές μας για πληροφόρηση, χάρη, κοινωνικότητα κι ελευθερία».

Προς αυτό τον σκοπό συντελεί η ανθρωπολογία και οι συναφείς επιστημονικοί κλάδοι που μελετούν τους ανθρώπινους πολιτισμούς. Αντικείμενο έρευνας τους αποτελούν οι πηγές και η ανάπτυξη των ανθρώπινων κοινωνιών, καθώς και οι διαφορές που παρουσιάζουν μεταξύ τους. Η λέξη ανθρωπολογία προέρχεται από την σύνθεση των λέξεων άνθρωπος και λόγος. Οι ανθρωπολόγοι επιχειρούν διερευνώντας όλο το φάσμα της ανθρώπινης συμπεριφοράς και δραστηριότητας, να επιτύχουν την όσο τον δυνατόν πληρέστερη περιγραφή των πολιτισμικών και κοινωνικών φαινομένων. Η ανθρωπολογία ως επιστημονικός κλάδος περιλαμβάνει ένα ευρύ φάσμα γνωστικών πεδίων, ερευνώντας σχεδόν όλες τις όψεις της ανθρώπινης κοινωνίας, χρησιμοποιεί τα συμπεράσματα ερευνών που προέρχονται από άλλες επιστήμες, προκειμένου να εξάγει τα συμπεράσματά της. Ανάμεσα στις επιστήμες που χρησιμοποιεί, δανείζεται -αλλά και δανείζει είναι: η αρχαιολογία, η γεωγραφία, η ιστορία, η γλωσσολογία, η βιολογία, η ανατομία, η γενετική, η οικονομία, η ψυχολογία η κοινωνιολογία και η ψυχανάλυση. Επιστημολογικά η ανθρωπολογία διαιρείται σε δύο μείζονα γνωστικά πεδία, τη φυσική ανθρωπολογία και την πολιτισμική ανθρωπολογία. Πρόκειται ουσιαστικά για δύο ανεξάρτητες επιστήμες, αν και οι δυο συμβουλεύονται και συνεργάζονται διεπιστημονικά μεταξύ τους.
Η φυσική ανθρωπολογία ταξινομείται γενικά στις φυσικές επιστήμες, ενώ η πολιτισμική ανθρωπολογία ως κοινωνική επιστήμη. Η δεύτερη λόγο της συνάφειας της ενδιαφέρει περισσότερο τους Αναρχικούς διότι κατέχει μια κριτική θεώρηση του πολιτισμού. Ο κριτικός της προσανατολισμός στηρίζεται κυρίως στην ευρύτατη μελέτη των ανθρώπινων πολιτισμών, που συναντώνται σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του πλανήτη μας, και στη συγκριτική, διαπολιτισμική τους σημασία. Πεποίθηση αρκετών ανθρωπολόγων είναι ότι όλοι οι πολιτισμοί έχουν πολλά να μας διδάξουν. Η αντίληψη αυτή δίνει μικρότερη προσοχή σε τομείς όπως η φυσική ανθρωπολογία. Αυτό που κυρίως την απασχολεί είναι οι τρόποι με τους οποίους οι άνθρωποι οργανώνουν την καθημερινή τους ζωή και το νόημα που αυτοί αποδίδουν στις πράξεις τους.

Αντικείμενο της πολιτισμικής – κοινωνικής ανθρωπολογίας είναι η ετερότητα, δηλαδή η διαφορετικότητα. Η σύγκριση του διαφορετικού με το οικείο αναιρεί το αυτονόητο και ανατρέπει ό,τι θεωρούμε ως «φυσικό». Έτσι η κοινωνική ανθρωπολογία αμφισβητεί στερεότυπες θεωρίες και στάσεις που επικρατούν ως απόδειξη για τη σύγχρονη κοινωνική ζωή. Για παράδειγμα, ελέγχει κριτικά θεωρίες που βασίζονται σε γενικεύσεις για την «ανθρώπινη φύση», πολλές από τις οποίες αντανακλούν βαθιά ριζωμένες προκαταλήψεις των Δυτικών κοινωνιών για την οικογένεια, την ταυτότητα του κοινωνικού φύλου και τη σεξουαλικότητα, την εθνοτική και κοινωνική ένταξη, την κοινωνική ευταξία, τον χώρο ή τον χρόνο.
Αν θέλαμε να περιγράψουμε την ανθρώπινη ιστορία, περιληπτικά και κάπως απλοποιημένα για λόγους οικονομίας χώρου θα ήταν κάπως έτσι: ο άνθρωπος έζησε το 98% της ύπαρξης του επί της γης σε φυλές σαν κυνηγός. Στην συνέχεια επέρχεται η ανακάλυψη της Γεωργίας 10-120.000 χρόνια πριν, και ο Δυτικός Κόσμος κυριαρχεί κατ ουσία τα τελευταία 300 χρόνια. Στα τελευταία χρόνια αυτά οι πρόοδοι της Επιστήμης ήταν μεγαλειώδεις. Το θέαμα αυτής της βαθμιαίας άθροισης της γνώσης, όσο μεγαλοπρεπές παράδειγμα και αν είναι για το επιχείρημα της επιτυχημένης συλλογικής ανθρώπινης προσπάθειας, δεν μπόρεσε όμως να εγκαθιδρύσει έναν δίκαιο κόσμο.
Ο άνθρωπος είναι το μόνο ον που παρεμβάλλεται στην εξέλιξη της ζωής του πλανήτη και αυτό σημαίνει ότι, είμαστε υπεύθυνοι για τη ζωή όλου του οικοσυστήματος. Σύμφωνα με την κατεστημένη άποψη, η ανθρώπινη συμπεριφορά καθορίζεται στο μεγαλύτερο βαθμό από την, τάση, ροπή, των ατόμων να ταυτοποιούνται και να αφοσιώνονται σε μια κοινωνική ομάδα, σε μια θρησκεία, μια ιδεολογία, ένα έθνος κλπ., και να θεωρούν όλες τις άλλες ομάδες, έθνη κλπ., σαν εχθρούς. Έτσι οι διαφορές μέσα στο ανθρώπινο είδος είναι πιο ζωτικές από τις ομοιότητες και πιο σημαντικές από τις διαφορές με άλλα είδη. Το αποτέλεσμα αυτής της τρομερής μοναδικότητας του ανθρώπου, είναι οι πόλεμοι μέσα στο είδος, η πλήρης έλλειψη αισθήματος ενότητας σαν είδος και σαν συνέχεια, η έλλειψη παγκόσμιας θέλησης. Οι Αναρχικοί θεωρούν ότι αυτό συμβαίνει στις εξουσιαστικές κοινωνίες όπου οι θεσμοί διαχωρίζονται από τους ανθρώπους και δημιουργούν τεχνητές σχέσεις ελέγχου, επιτήρησης και ανάθεσης όπως το κράτος.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η δυτική ψευδαίσθηση της ανθρώπινης φύσης, ως συνθήκη ενός ατελείωτου και καθολικού «πολέμου όλων εναντίον όλων», εξαιτίας της υποτιθέμενης έμφυτης τάσης των ορθολογικών ατόμων να ανταγωνίζονται μεταξύ τους με επεκτατικό σκοπό και επιδιώκοντας πάση θυσία τη βέλτιστη εξυπηρέτηση του στενού τους συμφέροντος, είναι στην πραγματικότητα μία μόνο, πολιτικού χαρακτήρα έκφανση μίας αφήγησης ευρισκόμενης στον πυρήνα της δυτικής σκέψης Σύμφωνα με τον Μάρσαλ Σάλινς, αυτή η κατασκευασμένη αφήγηση περιγράφεται ως το «μεταφυσικό τρίγωνο της αναρχίας, της ιεραρχίας και της ισότητας». Το εννοιολογικό οικοδόμημα του χάους των ανταγωνιστικών, επεκτατικών ατόμων και των δύο εναλλακτικών λύσεων οι οποίες προτείνονται για την ανάδυση της τάξης μέσα από αυτό το χάος: η ιεραρχική λύση και η εξισωτική (δημοκρατική) λύση, όπου αντί ενός καταναγκαστικού συστήματος επιβολής υιοθετούνται αυτορρυθμιζόμενοι μηχανισμοί εξισορρόπησης μεταξύ των αντίρροπων δυνάμεων, οδηγώντας σε αυτοέλεγχο και αυτοσυγκράτηση των ατόμων προς όφελος της συλλογικότητας. Το μεταφυσικό αυτό τρίγωνο εμφανίζεται και σε άλλα πεδία πέραν της πολιτικής, όπως στην αντίληψή μας για τη λειτουργία Σύμπαντος, στην πολεοδομική οργάνωση ή στο πώς συλλαμβάνουμε τη λειτουργία και τη δυσλειτουργία του ανθρώπινου σώματος, την υγεία και την ασθένεια, το φυσιολογικό και το αποκλίνον, συνιστώντας έτσι μία ευέλικτη εννοιολογική δομή με κεντρικό ρόλο για τον δυτικό πολιτισμό εδώ και τρεις χιλιετίες.

Σύμφωνα με τον Χάρολντ Μπάρκλευ «ένα από τα συχνότερα θέματα, αναφορικά με τους εκλαϊκευμένους ισχυρισμούς είναι ότι αποτελούν υπεραπλούστευση και παραποίηση της αλήθειας. Με στόχο να επιτύχουν την ενοποιητική και συνεκτική κοινωνική σχέση, τις περισσότερες φορές συγχωνεύονται συνειδητά, διαφορετικές καταστάσεις και έννοιες κάτω από ένα ειδικό γεγονός το οποίο προβάλλεται εκ νέου ως μια γενικευμένη καθολική αλήθεια. Συνεπώς υπάρχει η ανάγκη να κατασκευαστούν εκ νέου και να επαναπροβληθούν γενικευμένα και με μια αληθοφανή ειλικρίνεια στις θεσμικές και όχι μόνο, ομάδες ειδικού ενδιαφέροντος. Σαν τέτοιες μπορούμε να προσδιορίσουμε το κράτος, τα πολιτικά κόμματα, την εκκλησία, το εκπαιδευτικό σύστημα και φυσικά τον στρατό».
Η πολιτισμική ανθρωπολογία τοποθετείται κατά του «εθνοκεντρισμού», της τάσης δηλαδή να ερμηνεύουμε και να αξιολογούμε άλλους πολιτισμούς ή μη οικείες μορφές κοινωνικής ζωής με ιδέες, αξίες και κοινωνικές αρχές του δικού μας πολιτισμού. Η συγκριτική, διαπολιτισμική γνώση που παράγει η ανθρωπολογία έχει επανειλημμένα αποδείξει ότι πολλές θεωρίες της Κοινωνικής Επιστήμης δεν έχουν οικουμενική ισχύ, και παρά τους αντίθετους ισχυρισμούς, καταδεικνύει ότι αυτοί οι ισχυρισμοί αποτελούν απλά κοινωνικές κατασκευές και ιδεολογικούς χειρισμούς προς όφελος της καθεστηκυίας άρχουσας τάξης. Στην άποψη αυτή καταλήγει και το πιο σύγχρονο ρεύμα στην ψυχολογία αυτό του Κοινωνικού Κονστρουξιονισμού, το οποίο αναδεικνύει ότι τα συχνά θεωρούμενα παγκόσμια ήθη δεν είναι στην ουσία τίποτα περισσότερο από ερμηνείες που προκρίθηκαν για συγκεκριμένες αιτίες (κοινωνικές, ιστορικές, επιστημονικές) για να εκφράσουν την συναίνεση ως ηγεμονία υπέρ του κατεστημένου τρόπου (και τόπου) ζωής.
Θα έπρεπε να ήταν αυτονόητο ότι όλοι οι πολίτες μηδενός εξαιρουμένου ούτε των κοινωνικών επιστημόνων θα πρέπει να τηρούμε πάντα μια κριτική στάση απέναντι σε κάθε μορφή γνώσης που θεωρείται ως «δεδομένη». Τέτοιες μορφές γνώσης είναι οι παγιωμένοι τρόποι κατανόησης του κόσμου, των ανθρώπων, των κοινωνικών θεσμών καθώς και των δεδομένων αντιλήψεων όπως π.χ:
-Ότι οι άντρες και οι γυναίκες είναι από τη φύση φτιαγμένοι για διαφορετικού τύπου ασχολίες.
-Ότι ο Δυτικός πολιτισμός είναι ανώτερος όλων των άλλων
-Ότι η εθνική ταυτότητα είναι μια δεδομένη φυσική κατηγορία.
-Ότι η εξουσία υπήρχε ανέκαθεν.
Κάθε γενικευμένη αλήθεια που μας διδάσκουν ως «φυσιολογικό» μέρος αποδοχής της πραγματικότητας δεν είναι τίποτα περισσότερο από κατηγορίες που ως ανθρώπινα όντα, ως νοήμονες κοινωνικοί δράστες, χρησιμοποιούμε για να κατανοήσουμε τον κόσμο δεν αναφέρονται αναγκαστικά σε πραγματικές διακρίσεις, σε πραγματικούς διαχωρισμούς και οντότητες αλλά εξυπηρετούν ιδεολογικά τις περισσότερες φορές την κατεστημένη τάξη. Ως νοήμονες κοινωνικοί δράστες, κοινωνικοποιημένοι στα εννοιολογικά πλαίσια του κόσμου στον οποίο ζούμε, εύκολα μπορούμε να οδηγηθούμε στο συμπέρασμα ότι «ο κόσμος εκεί έξω», ο τρόπος με τον οποίο τα πράγματα «είναι» μας αναγκάζουν να δεχτούμε ότι υπάρχουν δυο διαφορετικές κατηγορίες ανθρώπινων όντων: «οι άντρες» και «οι γυναίκες». Φυσικά, κανείς δεν θα αμφισβητούσε το γεγονός ότι υπάρχουν οι όποιες βιολογικές διαφορές. Ωστόσο, εκεί που θα εστιάζονταν μια τέτοιου είδους επιχειρηματολογία είναι στο γιατί να έχει δοθεί τέτοια κομβική σημασία στις βιολογικές αυτές διαφορές ώστε να «χτιστούν» πάνω τους δυο διαφορετικοί τύποι ατομικότητας («άνδρας/γυναίκα»). Συνεπώς οι όροι με τους οποίους κατανοούμε τον κόσμο και τους εαυτούς μας είναι κοινωνικές κατασκευές, είναι δηλαδή «παιδιά» μιας συγκεκριμένης ιστορικής και πολιτισμικής συνθήκης.

Σύμφωνα με τον Κ. Gergen, η «κατανόηση» δεν είναι μια αυτόματη, φυσική διαδικασία η οποία υποκινείται από τις δυνάμεις της φύσης. Η κατανόηση δηλαδή, δεν είναι η αντανάκλαση «ποιοτήτων», «χαρακτηριστικών» της φύσης στο ανθρώπινο αντιληπτικό σύστημα. Αντίθετα, είναι αποτέλεσμα μιας ενεργούς, συνεργατικής διαδικασίας που πραγματώνεται από ανθρώπους μέσα σε κοινωνικές σχέσεις. Έτσι λοιπόν, η κάθε «αλήθεια» πρέπει να ειδωθεί και ως μια πρόσκληση για διερεύνηση των ιστορικών και πολιτισμικών βάσεων των διαφόρων μορφών κατασκευής του κόσμου. Εθνογραφικές μελέτες δείχνουν ξεκάθαρα ότι η σημερινή μας «δεδομένη γνώση» κάθε άλλο παρά δεδομένη είναι ή ήταν σε διαφορετικά πολιτισμικά και ιστορικά πλαίσια. Και για να μη μιλάμε μόνο για «αντικείμενα» του κοινωνικού κόσμου, ως παράδειγμα αυτού θα μπορούσε να αναφέρει κανείς το πασίγνωστο παράδειγμα με την έννοια «χιόνι». Ενώ για όλους εμάς η μια και μοναδική λέξη «χιόνι» είναι υπερ-αρκετή για να περιγράψει την εμπειρία μας του χιονιού, στη γλώσσα των Εσκιμώων υπάρχουν μερικές δεκάδες λέξεις για να περιγράψουν αυτό για το οποίο εμείς δε θα είχαμε καμιά αμφιβολία να ονομάσουμε απλά «χιόνι».
Συνεπώς, οι τρόποι κατανόησης του κόσμου δεν είναι «απλά διαφορετικοί» από πολιτισμό σε πολιτισμό και ανά εποχή. Οι τρόποι αυτοί είναι προϊόντα των συγκεκριμένων πολιτισμικών και ιστορικών συνθηκών. Αυτό θα πρέπει να τονιστεί και να ληφθεί σοβαρά υπόψη. Συγκεκριμένοι τρόποι κατανόησης του κόσμου ταιριάζουν απόλυτα στο ευρύτερο πλαίσιο διευθέτησης των κοινωνικών και οικονομικών σχέσεων μιας συγκεκριμένης κοινωνίας, σε μια δεδομένη ιστορική εποχή. Ακόμη περισσότερο, αυτοί οι συγκεκριμένοι τρόποι κατανόησης ευθύνονται σε μεγάλο βαθμό για την (ιδεολογική) αναπαραγωγή των δεδομένων κοινωνικών και οικονομικών σχέσεων μιας συγκεκριμένης κοινωνίας.
Το αυτονόητο ερώτημα που τίθεται είναι: αν η γνώση μας για τον κόσμο, καθώς και οι τρόποι κατανόησης αυτού του κόσμου δεν απορρέουν από «την ίδια τη φύση όπως πραγματικά είναι», τότε από που προέρχονται; Η απάντηση στο ερώτημα αυτό είναι αρκετά απλή: η τρέχουσα γνώση για τον κόσμο, δεν προέρχονται κατευθείαν από «τη Φύση», αλλά έχουν τις ρίζες τους στη συνεχή διάδραση μεταξύ των ανθρώπων και χειραγωγούνται από αυτούς που κατέχουν την εξουσία. Αυτό το αιρετικά Αναρχικό επιστημολογικό επιχείρημα αντλεί τα εχέγγυα εγκυρότητας του όχι μόνο μέσα από εμβριθείς θεωρητικές παρατηρήσεις όσο από συγκεκριμένες εμπειρικές μελέτες. Όπως εύκολα μπορεί να φανταστεί κανείς, η εθνογραφική μέθοδος είναι ο κατεξοχήν τρόπος για να δείξει κανείς πως γεννιούνται και αναπαράγονται μέσα από κοινωνικές διαδικασίες διαφορετικών ειδών «αλήθειες» για τον κόσμο. Ιδιαίτερη σημασία, μάλιστα, θα πρέπει να δοθεί στις εθνογραφικές μελέτες εκείνες που δεν εστιάζονται –όπως είναι η συνήθης πρακτική- σε κοινωνίες εξωτικών Άλλων, αλλά σε κοινωνικά και πολιτισμικά πλαίσια στην καρδιά των δυτικών κοινωνιών θα πρέπει λοιπόν να αντιμετωπίσουμε τη «γνώση» και την «κοινωνική δράση» ως αλληλένδετες έννοιες και ως κρίκους στην ίδια αλυσίδα.

Από τα προηγούμενα γίνεται φανερό ότι τόσο ο κοινωνικός κόσμος όσο και εμείς οι ίδιοι είμαστε «προϊόντα» κοινωνικών διαδικασιών. Αυτό στην πράξη σημαίνει ότι, δεν υπάρχει κάποια «βαθύτερη ουσία» ή κάποια «κρυμμένη αλήθεια» «μέσα» στα φαινόμενα του κοινωνικού κόσμου και στους ανθρώπους, όσον αφορά τεχνητούς κοινωνικούς θεσμούς όπως το κράτος ή η εξουσία.
Άρα στο βαθμό που κάθε γνώση είναι ιστορικά και πολιτισμικά προσδιορισμένη είναι αυτονόητο αυτό ισχύει και για τη γνώση που παράγουν οι κοινωνικές επιστήμες. Δεν μπορούν, δηλαδή, να θεωρηθούν ως περιγραφές μιας υποθετικά αναλλοίωτης «ανθρώπινης φύσης». Όλοι οι άνθρωποι δημιουργούν και αναπαράγουν τα φαινόμενα της κοινωνικής ζωής μέσα από πολιτισμικές αλλά και ιδεολογικές διαδικασίες, οι επιστήμονες δεν εξαιρούνται.
Τρανή απόδειξη η γλώσσα που ως φορέας νοήματος και ιδεών από γενιά σε γενιά αποτελεί ένα σημαντικό ανθρωπολογικό γεγονός. Η παραδοσιακή, κοινή αντίληψη που έχουμε για τη γλώσσα και τη σχέση της με το άτομο, ως κοινωνικοί δράστες καλά κοινωνικοποιημένοι στον πολιτισμό που ζούμε, είναι ότι η γλώσσα εκφράζει προϋπάρχοντα χαρακτηριστικά ή «ποιότητες» της ατομικότητας. Στη σύγχρονη κοινωνική θεωρία, απέναντι σ’ αυτή την κοινή και δεδομένη αντίληψη για τη σχέση της γλώσσας με τον άνθρωπο, βρίσκει κανείς μια ριζικά διαφορετική αντίληψη. Την αντίληψη ότι το άτομο δομείται μέσα από τη γλώσσα. Θα μπορούσε να αντιτείνει κανείς ότι «καλά, και οι άνθρωποι των σπηλαίων, για παράδειγμα, οι οποίοι δεν είχαν γλώσσα –τουλάχιστον όπως την εννοούμε σήμερα, δεν υπήρχαν;». Η απάντηση είναι ότι με τα χαρακτηριστικά και τις ποιότητες που δίνουμε σήμερα στην έννοια «άνθρωπος» και στην δυτική «ανθρώπινη συνθήκη» αυτοί οι …άνθρωποι δεν υπήρχαν ως άνθρωποι».
Κάτι αντίστοιχο ισχύει και με την έννοια του έθνους, της πατρίδας κοκ. Η ταυτότητα είναι κάτι που δομείται γλωσσικά και γεωγραφικά στα πλαίσια της ανθρώπινης διάδρασης, και των διαφόρων κοινωνικών πρακτικών. Συνεπώς δομείται από τους πολιτισμικούς λόγους που μας είναι διαθέσιμοι και από τους οποίους αντλούμε κάθε φορά στην επικοινωνία μας με άλλους ανθρώπους. Η ταυτότητά του καθενός λοιπόν δεν «πηγάζει από τα μέσα». Η προέλευσή της βρίσκεται έξω στο κοινωνικό πεδίο που αποτελεί το μέσο για την ύπαρξή μας ως κοινωνικά όντα. Όλες αυτές οι γνώσεις συγκροτούν μια «αντικειμενική» πραγματικότητα η οποία κατασκευάζεται από την ιδεολογία της κυρίαρχης τάξης και εισβάλει για να διαμορφώσει την ταυτότητά μας και είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με τις δομές και τις πρακτικές οι οποίες πραγματώνονται σε μια κοινωνία καθημερινά. Είναι λοιπόν προς το συμφέρον κυρίαρχων κοινωνικών ομάδων το γεγονός ότι κάποιοι λόγοι σφραγίζονται με τη στάμπα της αλήθειας και κάποιοι όχι. Για παράδειγμα: οι άνδρες ακόμη και σήμερα βρίσκονται στην ουσία σε θέση ισχύος απέναντι στις γυναίκες, τότε μπορούμε να πούμε ότι οι κυρίαρχοι λόγοι περί γυναικείας ταυτότητας σήμερα υπηρετούν αυτή την κοινωνική ανισότητα και διαιωνίζουν την πατριαρχία ως «φυσιολογικό» ανθρωπολογικό γεγονός. Κάτι αντίστοιχο ισχύει και στην οικονομία: η κυρίαρχη αναπαράσταση, για την επιβίωση του ισχυρότερου λειτουργεί νομιμοποιητικά ως προς τις οικονομικές δραστηριότητες της μεσαίες και της κυρίαρχης τάξης, σηματοδοτώντας τον καπιταλισμό ως κάτι το αρχέγονο και εκ καταβολής του κόσμου.
«Ο Αναρχισμός, κατά τη γνώμη μου, είναι μια έκφραση της ιδέας ότι το βάρος της απόδειξης εναπόκειται πάντοτε σ’ εκείνους που διατείνονται ότι η εξουσία και η κυριαρχία είναι απαραίτητες. Εκείνοι πρέπει να αποδείξουν, με ισχυρά επιχειρήματα, ότι το συμπέρασμα αυτό είναι σωστό. Αν δεν μπορούν, τότε το σύστημα του οποίου υπεραμύνονται θα πρέπει να θεωρηθεί αθέμιτο.» N. Chomsky

Συνεπώς Ο Αναρχισμός ως πολιτική θεωρεία έχει αρκετή συνάφεια και μπορεί να συνεισφέρει αλλά και να επωφεληθεί από την ανθρωπολογία στην βάση βασικών ανθρωπολογικών κοινωνικών, πολιτισμικών αλλά και ψυχολογικων ερωτημάτων προς αποδόμηση των κυρίαρχων στερεοτύπων σχετικά με την οργάνωση της ζωής του ανθρώπου. Ενδεικτικά θα μπορούσαμε να αναφέρουμε:

Α. Ανατροφή ή Φύση? Δυνατότητα ανάπτυξης του ανθρώπου μέσα στο εκάστοτε κοινωνικό πλαίσιο (Μπακούνιν- Κροπότκιν).
Β. Κοινωνία ή Ατομο ? Κοινωνικό όν (αναρχοκομουνισμός), Εγωισμός (Αναρχοατομικισμός)
Γ. Ανταγωνισμός ή συνεργασία? (Αλληλοβοήθεια – Συμβιωτισμός).
Δ. Κέντρο ή περιφέρεια? Οργανικές Κοινότητες (Ψυχολογικό αίσθημα κοινότητας)
Ε. Συμμετοχή ή ανάθεση? Αυτοργάνωση, άμεση δημοκρατία
Στ. Κοινά αγαθά ή ιδιόκτητα? Κοινοκτημοσύνη
Tο ζητούμενο λοιπόν είναι πάντα, τόσο για την ανθρωπολογία ειδικά αλλά και την επιστήμη γενικά: Η χειραφέτηση της, τόσο από τα ασφυκτικά δεσμά του εθνικού φαντασιακού όσο και τις επιδιώξεις της πολιτικής εξουσίας. Στο πλαίσιο αυτό ο Αναρχισμός προσφέρει αυτήν επιτελεστική δυνατότητα. Στο σημείο αυτό χρειάζεται να διευκρινιστεί ότι έννοιες: Αναρχισμός & Αναρχία που δεν εκλαμβάνονται συχνά ως ενιαίες σαν μην έχουν μια κοινή ή/και αδιαχώριστη μορφή και περιεχόμενο, αλλοιώνοντας έτσι τη γενικότερη θεώρηση και προοπτική τους. Η Αναρχία θέλουμε ως Αναρχικοί (και όχι σαν αναρχικοί) ως κατάσταση είναι ο τρόπος ζωής και δράσης, στη βάση της κοινοτικής διαβίωσης, με σκοπό την δημιουργία συνθηκών ελευθερίας και συνεργασίας μεταξύ των όλων ανθρώπων. Ο Αναρχισμός από την άλλη ως πολιτική θεωρία είναι ο πυλώνας που απορρίπτει κάθε μορφή διακυβέρνησης, υιοθετεί μια κοινωνία βασισμένη στην εθελοντική και ελεύθερη συνεργασία ατόμων και ομάδων. Αποτελεί δε, κατά βάση, το οργανωτικό μέσο για την πραγμάτωση της Αναρχίας. Συνεπώς αν η Αναρχία ο τελικός σκοπός, ο Αναρχισμός δεν είναι άλλο παρά το μέσο για την επίτευξη αυτού του σκοπού.

Με βάση τα παραπάνω είναι εμφανές ότι ο αναρχισμός αποτελεί ένα σύνολο πολιτικών ιδεών και ο όρος Αναρχία συνδέεται και χρησιμοποιείται θετικά προς αυτόν για να εκφράσει την δυνατότητα οργάνωσης μιας κοινωνίας χωρίς εξουσία. Απαρχή ήταν όταν ο Προυντόν διακήρυξε περήφανα στο έργο του, «Τι είναι ιδιοκτησία» και με την περίφημη στιχομυθία «τι είστε» να καταλήγει περήφανα «είμαι αναρχικός». Οι αναρχικοί υποστηρίζουν την κατάργηση του νόμου και της διακυβέρνησης, με την πεποίθηση πως μια περισσότερο φυσική και αυθόρμητη κοινωνική οργάνωση δύναται να αναπτυχθεί. Άλλωστε όπως υποστήριξε ο Προυντόν «η κοινωνία αναζητά την ευταξία στην αναρχία» δηλαδή Anarchy is Order, εξ ου και το Άλφα σε κύκλο.

1. Ελευθερία: Οι Αναρχικοί αντιλαμβάνονται την ελευθερία ως μια απόλυτη αξία, θεωρώντας την μάλιστα ασυμβίβαστη με κάθε μορφή πολιτικής εξουσίας. Η ελευθερία κατανοείται ως επίτευξη της προσωπικής αυτονομίας, όχι με την έννοια του να αφήνεται το άτομο «μόνο του» αλλά να είναι αυτόβουλο και αυτεξούσιο.
2. Κοινωνία: Οι Αναρχικοί πιστεύουν πως η κοινωνία χαρακτηρίζεται από μια αρρύθμιστη και φυσική αρμονία, που βασίζεται στην φυσική προδιάθεση των ανθρώπων για συνεργασία και κοινωνικότητα. Η κοινωνική σύγκρουση και η δυσαρμονία, είναι επομένως κάτι το εντελώς αφύσικο, προϊόν την πολιτικής εξουσίας και την κοινωνικής ανισότητας.
3. Ισότητα: Οι Αναρχικοί δίνουν ιδιαίτερη έμφαση στην πολιτική ισότητα, που κατανοείται ως το ίσο και απόλυτο δικαίωμα για προσωπική αυτονομία, γεγονός που δηλώνει πως όλες οι μορφές πολιτικής ανισότητας ισοδυναμούν με καταπίεση. Οι αναρχοκομμουνιστές πιστεύουν στην απόλυτη κοινωνική ισότητα, η οποία επιτυγχάνεται με την συλλογική ιδιοκτησία του παραγωγικού πλούτου.
4. Οικονομία: Οι Αναρχικοί απορρίπτουν κάθε μορφή οικονομικού ελέγχου η διεύθυνσης. Εντούτοις οι αναρχοκομουνιστές ασπάζονται τη συλλογική ιδιοκτησία και την αυτοδιαχείρηση σε μικρή κλίμακα.
5. Έθνος: Οι Αναρχικοί θεωρούν πως το έθνος είναι ένας μύθος, μια ιδεολογική κατασκευή για να προάγει την υπακοή και την υποταγή στα συμφέροντα της άρχουσας τάξης.
6. Κράτος: Οι Αναρχικοί απορρίπτουν εντελώς το κράτος, θεωρώντας το ως περιττό κακό. Η κυριαρχική καταναγκαστική και καταπιεστική εξουσία του κράτους εκλαμβάνεται απόλυτα ως μια νόμιμη καταπίεση, που λειτουργεί για τα συμφέροντα των ισχυρών, των κατόχων ιδιοκτησίας και των προνομιούχων. Από τη στιγμή που το κράτος είναι από την φύση του κακό και καταπιεστικό, όλα τα κράτη έχουν τον ίδιο χαρακτήρα.
7. Εξουσία: Οι Αναρχικοί θεωρούν όλες τις μορφές εξουσίας περιττές και καταστροφικές, εξισώνοντας την εξουσία με την καταπίεση και την εκμετάλλευση. Από την στιγμή που δεν υπάρχει διάκριση μεταξύ εξουσίας και απροκάλυπτης δύναμης, όλοι οι έλεγχοι στην εξουσία και όλες οι μορφές λογοδοσίας είναι απόλυτα κάλπικες.
8. Φύση: Οι Αναρχικοί ενστερνίζονται μια άποψη της φύσης που τονίζει την αρρύθμιστη αρμονία και ανάπτυξη. Η φύσης επομένως προσφέρει ένα πρότυπο απλότητας και ισορροπίας το οποίο οι άνθρωποι θα ήταν θεμιτό να εφαρμόσουν στην κοινωνική οργάνωση με την μορφή της κοινωνικής οικολογίας.
9. Θρησκεία: Οι Αναρχικοί γενικά θεωρούν τη θρησκεία ως μια θεσμοποιημένη πηγή καταπίεσης. Η εκκλησία και το κράτος είναι μονίμως συνδεδεμένα, με την θρησκεία να κηρύσσει την υπακοή αι την υποταγή σε επίγειους άρχοντες ενώ επίσης υπαγορεύει ένα σύνολο αυταρχικών αξιών που στερούν το άτομο από την ηθική του αυτονομία.

Βλέπουμε ότι ο Αναρχισμός έχει τα βασικά χαρακτηριστικά για να θεωρηθεί ως μια αξιοσέβαστη πολιτική ιδεολογία αν και όπως και η ίδια η ιδεολογία έτσι και η Αναρχία κατέληξε σύμφωνα με τον D. Mc Lellan να «αποτελεί την πιο ασαφή έννοια όλων των κοινωνικών επιστημών» σε σημείο που κάποιοι ισχυρίζονται ότι δεν είναι ιδεολογία αν και κατά την άποψη μου σφάλουν διότι κατά την άποψη μου ο Αναρχισμός αποτελεί μια ανοιχτή αλλά συντεταγμένη συλλογή ιδεών με ένα συνολικό όραμα για την οργάνωση της κοινωνίας. Φυσικά διαφέρει από όλες τις άλλες πολιτικές ιδεολογίες, διότι δεν κατάφερε να εδραιωθεί πέρα από το σύντομο καλοκαίρι της Αναρχίας στον Ισπανικό Εμφύλιο, που κατέδειξε και επιβεβαίωσε για μια ακόμα φορά ότι η δυνατότητα της οργάνωσης χωρίς εξουσία είναι ρεαλιστική και αυτό από μόνο του είναι ιδιαίτερα σημαντικό. Άλλωστε όπως διαβάζουμε στην ανθρώπινη ιστορία υπάρχουν αρκετά παραδείγματα κοινωνιών χωρίς εξουσία και σε αυτό η συμβολή της ανθρωπολογίας είναι καθοριστική. Εξού και η εκλεκτική συγγένεια του Αναρχισμού με την ανθρωπολογία Γι’ αυτό θα ήταν λάθος να θεωρήσουμε τον Αναρχισμό ως ιδεολογία ή μορφή πολιτικής σκέψης ελάσσονος σημασίας.
Κάποιοι ισχυρίζονται ότι η απήχηση του Αναρχισμού ως πολιτικό κίνημα υπήρξε περιορισμένη εξαιτίας των στόχων και των μέσων του. Η ανατροπή του κράτους και η διάλυση όλων των μορφών πολιτικής εξουσίας – βασικό αίτημα του Αναρχισμού, φαντάζει ουτοπική με την πρώτη ματιά. Οι Αναρχικοί απορρίπτουν καθ΄ ολοκληρίαν ως διεφθαρμένα και διαβρωτικά τα συμβατικά μέσα άσκησης πολιτικής επιρροής όπως κόμματα, εκλογές, δημόσια αξιώματα κλπ. Αντίθετα υιοθετούν δομές οριζόντιες, πιστεύοντας στον αυθορμητισμό των μαζών και στην ανθρώπινη δίψα γι ελευθερία. Γι αυτό και ο αναρχισμός αρνείται να πεθάνει. Αν και ηττήθηκε μαζικά με την επικράτηση του Φράνκο στον Ισπανικό εμφύλιο, ακριβώς λόγο της ασυμβίβαστης στάσης του απέναντι στην εξουσία και με τον δυναμικό πολιτικό ακτιβισμό αλλά και το πάθος της άμεσης δράσης ως εργαλεία, συνεχίζει να έχει μια διαρκή και συχνά ηθική απήχηση ιδιαίτερα στους νέους με αποτέλεσμα να χαρακτηρίζεται άδικα ως ένα απλό νεανικό φαινόμενο.
Ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά του Αναρχισμού είναι η αντίθεση στο κράτος και στους παρελκόμενους αυτού θεσμού επιβολής, έλεγχου και διακυβέρνησης. Οι Αναρχικοί προτιμούν μια κοινωνία χωρίς κράτος στην οποία ελεύθερα άτομα διαχειρίζονται τις σχέσεις τους μέσα από εκούσια συμφωνία χωρίς καταπίεση και καταναγκασμό.
Κάποιοι θεωρούν τον Αναρχισμό ως νατουραλιστικό μόνο. Προσωπική μου άποψη είναι ότι ο Ιστορικός Μείζων Αναρχισμός ως Κίνημα είναι εξίσου και Κονστρουξιονιστιστικός. Το συμπέρασμα αυτό οφείλεται στο ότι η βασική Αναρχική - αντικρατική θέση που επιδιώκει τον ατομικό - συλλογικό & κοινωνικό αυτοκαθορισμό δεν παραγνωρίζει ότι οι άνθρωποι μέσα στα εξουσιαστικά - εκμεταλλευτικά συστήματα είναι παράγωγα των εγκαθιδρυμένων κοινωνικών σχέσεων και ιδεών, που δεν είναι άλλα από αυτά της άρχουσας τάξης. Οι άνθρωποι συνεπώς δεν λειτουργούν μέσα από τις ελεύθερες επιλογές τους στη συγκεκριμένη κοινωνική οργάνωση. Αλλά είναι φορείς και τμήμα των κοινωνικών αντιφάσεων, των προτύπων, των συμπεριφορών, των νοοτροπιών, των αξιών, των ιδεών, των πρακτικών & των απόψεων, που εγκαθιδρύει και διαμορφώνει ασταμάτητα η κυριαρχία. Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι ο αναρχισμός αν και μπορεί να θεωρηθεί ως αρχετυπική θεωρία σε καμία περίπτωση δεν είναι ιδεολογικά μονολιθικός αλλά πολύμορφος μέχρι σε σημείο να χαρακτηριστεί και αντιφατικός.

Αν και ο Κοινωνικός Αναρχισμός είναι εδραιωμένος στην αισιόδοξη πεποίθηση για την φύση του ανθρώπου. Η αντίληψη αυτή όμως δεν ισοδυναμεί με μια αφελή πίστη στην «φυσική καλοσύνη» αλλά υπογραμμίζει την δυνατότητα για καλοσύνη ή οποία «δύναται να» υπάρχει μέσα σε όλα τα ανθρώπινα όντα, διότι οι άνθρωποι κατά τον κοινωνικό αναρχισμό είναι κατά βάθος κοινωνικά αγελαία και συνεργατικά πλάσματα. Αυτή η Αναρχική πίστη στην κοινωνική αλληλεγγύη χρησιμοποιήθηκε για να υποστηρίξει και να υπερασπίσει ποικίλες μορφές συμβιωτικής συμπεριφοράς. Ο Κροπότκιν την θεμελίωσε μέσα από το έργο του «Αλληλοβοήθεια» ως το κατεξοχήν παράγοντα της εξέλιξης, επανεξετάζοντας την θεωρία του Δαρβίνου, αναδεικνύοντας τη συνεργασία έναντι του ανταγωνισμού.
Γιαυτό και οι Αναρχοκομμουνιστές υπερασπίζουν την ζωή μέσα στις μικρές αυτοδιαχειριζόμενες κοινότητες οι οποίες εγγυούνται και διασφαλίζουν την συμμετοχή και την πολιτική ισότητα. Αυτή είναι και η μοναδική μορφή διακυβέρνησης η οποία είναι ανεκτή από τους αναρχικούς. Διότι μόνο οι «ανθρώπινης κλίμακας» κοινότητες, επιτρέπουν στους ανθρώπους να διαχειριστούν τις δικές τους υποθέσεις μέσα από την πρόσωπο με πρόσωπο αλληλεπίδραση. Αντίθετα ο συγκεντρωτισμός πάντοτε σχετίζεται με αποπροσωποποιημένες και γραφειοκρατικές διαδικασίες. Αυτή η αποκέντρωση αποτελεί το βασικό «αναρχικό πρόταγμα» το οποίο σήμερα ενστερνίζεται η κοινοτική ψυχολογία ως χειραφετική στροφή προς έναν οικολογικό συμβιωτικό και ψυχοκοινωνικό τρόπο ζωής σύμφωνα με την θεωρία της ψυχολογικής αίσθησης της κοινότητας.
Στον αντίποδα όμως του κοινωνικού (εξ ου και ο χαρακτηρισμός περί του αντιφατικού) έχουμε φυσικά τον ατομικιστικό Αναρχισμό (αναφέρομαι αποκλειστικά στον Αμερικανικό Αναρχισμό) ο οποίος έγκειται στην φιλελεύθερη ιδέα του κυριάρχου ατόμου. Διότι κατά πολλούς στην καρδιά του φιλελευθερισμού υπάρχει μια πίστη στην πρωτοκαθεδρία και στην σπουδαιότητα της ατομικής ελευθερίας. Ο αστικός φιλελεύθερος μύθος, παρουσιάζει την κοινωνία ως ένα άθροισμα ξεχωριστών επιλογών από μεμονωμένα άτομα, που απλώς πρέπει να βρεθεί ο τρόπος να εκδηλώνονται χωρίς ο ένας να παρενοχλεί τον άλλο. Άρα το άτομο δεν μπορεί να είναι κυρίαρχο σε μια κοινωνία που εξουσιάζεται από το νόμο και το κράτος. Όμως για τους Αναρχικούς η ελευθερία του ενός δεν σταματάει εκεί που αρχίζει η ελευθερία του άλλου. Αλλά όπως είχε καταθέσει ήδη από τον 19ο αιώνα ο Μπακούνιν: η απόλυτη ελευθερία του κάθε ατόμου επιβεβαιώνεται και ασκείται μέσα από την απόλυτη ελευθερία όλων.
Οι αναρχοατομικιστικές πεποιθήσεις που βασίζονται κατεξοχήν στο έργο του Μαξ Στίρνερ «ο μοναδικός και το εγώ του», αν και ο ίδιος δεν προσδιορίσθηκε ποτέ ως Αναρχικός και υποστηρίζουν την «αναρχία» ως φυσική κατάσταση είναι κάτι το διαφορετικό. Σε αντίθεση με τον κοινωνικό αναρχισμό που μιλάει για αλληλεγγύη, ο αναρχοατομικισμός αναδεικνύει τον εγωισμό, δηλαδή πως τα άτομα ενδιαφέρονται περισσότερο για τον εαυτό (εγώ) τους. Είναι συνεπώς ιδιοτελή ή υστερόβουλα, μια υπόθεση που ταιριάζει περισσότερο στον Χομπς ή στην ψυχαναλυτική απαισιοδοξία του Φρουντ για τον άνθρωπο παρά στον Κροπότκιν ή τον Μπακούνιν, είναι όμως συναφής με την ατομικιστική αμοιβαιότητα που ενυπάρχει στο έργο του Προυντόν γιαυτό και την επικαλούνται.
Σύμφωνα με τον Στίρνερ ο «εγωισμός» είναι η φιλοσοφία που τοποθετεί το ατομικό εγώ στο κέντρο του ηθικού σύμπαντος, ώστε να δρα όπως εκείνο επιλέγει χωρίς περιορισμούς. Αυτή η στάση ερμηνεύεται ως μια μορφή μηδενισμού που σημαίνει πίστη στο τίποτα, θέση που κατευθύνεται προς τον αθεϊσμό και τον ριζοσπαστικό φιλελευθερισμό. Οι αυτού του τύπου οι ατομικιστές έχουν μια απαισιόδοξη θέαση για την κοινωνική δυνατότητα του ανθρώπου και την Ελευθερία. Οι ιδέες του ατομικιστικού αναρχισμού απορρίπτουν τον διαφωτισμό (σε αντίθεση με τον κοινωνικό αναρχισμό) ενώ συχνά βρίσκουν συνάφεια στον Νίτσε. Γεγονός συμβατό με την μεταμοντέρνα θεώρηση του μετα-αναρχισμού.
Θα συμφωνήσω με την άποψη ότι ο Αναρχισμός θα πρέπει να εκλαμβάνεται, ως «ένα ιστορικό κοινωνικοπολιτικό ρεύμα συγκερασμού της ισότητας (στην οποία επικεντρώνει ο μαρξισμός με απούσα την ελευθερία) και της ελευθερίας (στην οποία επικεντρώνει ο φιλελευθερισμός με απούσα την ισότητα) προσεγγίζει την έννοια της επιλογής ως τον διαρκώς παραγόμενο και αμφισβητούμενο τόπο της ατομικής και συλλογικής απόφασης και συμφωνίας στην κατεύθυνση του αυτοκαθορισμού ενάντια στις κυρίαρχες νόρμες και την επιβαλλόμενη κανονικότητα».
Φαντάζει αρκετά ελκυστική η ιδέα του να παρουσιαστεί ο Αναρχισμός ως ξεπερασμένος στο σήμερα. Κάτι τέτοιο όμως θα χαρακτηρίζονταν ως ερμηνευτικό σφάλμα, διότι η σημασία του αναρχισμού έχει λιγότερο να κάνει με την παροχή μιας ιδεολογικής βάσης για την απόκτηση πολιτικής εξουσίας, αλλά πολύ περισσότερο για την κοινωνική οργάνωση χωρίς αυτήν. Ο Αναρχισμός στην σημερινή εποχή αμφισβητεί τη κυριαρχία και γονιμοποιεί άλλες πολιτικές πεποιθήσεις ως ένα άλλο αρχετυπικό σύστημα αξιών. Οι Αναρχικοί υπογράμμισαν την καταναγκαστική και καταστροφική φύση της εξουσίας, ενώ κατέδειξαν τις διαβρωτικές επιδράσεις της κρατικιστικής τάσης στον «υπαρκτό σοσιαλισμό». Υπό αυτή την έννοια ο Αναρχισμός όχι μόνο δικαιώθηκε αλλά πρέπει να κατέχει σημαντική επίδραση στην σύγχρονη πολιτική κριτική σκέψη.

Το να υποστηρίξει κανείς, ότι ο Αναρχισμός πέθανε επειδή από καιρό έπαψε να είναι μαζικό κίνημα, σημαίνει απλά ότι χάνει την ουσία. Σήμερα εν μέσω μιας ακόμα καπιταλιστικής κρίσης, σε ένα κόσμο που γίνεται ολοένα πιο πολύπλοκος, πιο διαπλεκόμενος, πιο σύνθετος αλλά και κατακερματισμένος. Ενάντια στην νέα παλινόρθωση της εξουσίας, ο Αναρχισμός λόγο της σύνδεσης του με αξίες όπως η συμμετοχή, η αυτοργάνωση, η αποκέντρωση, ο κοινοτισμός, η αποανάπτυξη και ο κολεκτιβισμός -δύναται να- είναι καλύτερα εξοπλισμένος ιδεολογικά σε σχέση άλλες «μαζικές» ή trendy πολιτικές πεποιθήσεις για να ανταποκριθεί στις προκλήσεις της μετανεωτερικότητας. Φυσικά αυτό από μόνο του δεν αρκεί. Πρέπει να ενισχύσει ακόμα το οπλοστάσιο του στην προσπάθεια του να αποδομήσει τον λόγο της εξουσίας που ενυπάρχει παντού σύμφωνα με τον Φουκώ και να ριζοσπαστικοποιήσει τους ανθρώπους, ώστε να σκεφτούν διαφορετικά έξω από τα κατεστημένα στεγανά με στόχο την χειραφέτηση. Ο Μαρξ στην προσπάθεια του να αποδείξει ότι κατέχει την αλήθεια προσδιόρισε τις ιδέες του ως «Επιστημονικές», ο Κλασικός Αναρχισμός αν και μπορούσε να ισχυριστεί εξίσου το ίδιο δεν το έπραξε διότι σε αντίθεση με τις υπόλοιπες ιδεολογίες δεν ζητά ούτε αποτελεί εκδήλωση εξουσίας είναι ξεκάθαρος: Θέλει να την ανατρέψει. Υπάρχει μια αρκετά μετανεωτερική αφήγηση η οποία πλασάρεται σαν ριζοσπαστική και η οποία επικαλείται την Μη Κατάληψη Εξουσίας, η ανθρώπινη ιστορία έχει δείξει ότι όπου υπάρχει εξουσία δεν υπάρχει ελευθερία, άρα δεν αρκεί μόνο να μην θες να την καταλάβεις διότι τότε ο δρόμος για την ανθρώπινη χειραφέτηση θα παραμείνει ανολοκλήρωτος. Η Ανθρωπολογία από την μεριά της συνηγορεί ότι η οργάνωση των ανθρώπων χωρίς εξουσία όχι μόνο είναι δυνατή αλλά και έχει υπάρξει στο παρελθόν, γιατί να μην μπορεί να συμβεί στο εγγύς μέλλον? Είμαστε σε μια εποχή που χρειάζεται να δομήσουμε εκ νέου μια χειραφετική επιστημολογία, η οποία δεν αρκεί να είναι «κριτική», εναλλακτική ή ακόμα και γενικά και αόριστα «αντιεξουσιαστική». Πρέπει να είναι διακριτή, ειλικρινής και ξεκάθαρη προς τις επιδιώξεις της και ο Αναρχισμός είναι συνεπής σε αυτό. Πιστεύω ότι το μικρό και εισαγωγικό βιβλίο αυτό να συμβάλει θετικά προς αυτή την κατεύθυνση. 


image

Αργύρης Αργυριάδης

Ο Αργύρης Αργυριάδης αφού πρώτα έζησε την συγκλονιστική εμπειρία της συναυλίας του Rory Gallagher στην Νέα Φιλαδέλφεια το 1981 έκτοτε, από μικρή ηλικία τρέχει στα στενά των Εξαρχείων, πιστός στην Ιδέα της ελευθερίας, παραμένει πάντα καταληψίας «τρελός και ευτυχισμένος», υπερασπιστής του Ιστορικού Μείζονος Αναρχισμού και μέλους του Ενός Δυνατού Συνδικάτου. Μισό αιώνα μετά την γέννηση του, έχει αφιερώσει τις σπουδές του στην ιατρική, την ψυχιατρική και την ψυχολογία στον αγώνα για την κοινωνική χειραφέτηση. Όταν δεν διαβάζει επικίνδυνα βιβλία, δεν ακούει παράξενες μουσικές ή να γράφει ακατανόητες ιστορίες στο merlin's, συμμετέχει σε Αυτοργανωμένες Συλλογικότητες Υγείας,συνελεύσεις, πορείες και δράσεις διότι τίποτα δεν έχει τελειώσει ακόμα.
 
 
 
image

Αργύρης Αργυριάδης

Ο Αργύρης Αργυριάδης αφού πρώτα έζησε την συγκλονιστική εμπειρία της συναυλίας του Rory Gallagher στην Νέα Φιλαδέλφεια το 1981 έκτοτε, από μικρή ηλικία τρέχει στα στενά των Εξαρχείων, πιστός στην Ιδέα της ελευθερίας, παραμένει πάντα καταληψίας «τρελός και ευτυχισμένος», υπερασπιστής του Ιστορικού Μείζονος Αναρχισμού και μέλους του Ενός Δυνατού Συνδικάτου. Μισό αιώνα μετά την γέννηση του, έχει αφιερώσει τις σπουδές του στην ιατρική, την ψυχιατρική και την ψυχολογία στον αγώνα για την κοινωνική χειραφέτηση. Όταν δεν διαβάζει επικίνδυνα βιβλία, δεν ακούει παράξενες μουσικές ή να γράφει ακατανόητες ιστορίες στο merlin's, συμμετέχει σε Αυτοργανωμένες Συλλογικότητες Υγείας,συνελεύσεις, πορείες και δράσεις διότι τίποτα δεν έχει τελειώσει ακόμα.
 
 
 
image

Αργύρης Αργυριάδης

Ο Αργύρης Αργυριάδης αφού πρώτα έζησε την συγκλονιστική εμπειρία της συναυλίας του Rory Gallagher στην Νέα Φιλαδέλφεια το 1981 έκτοτε, από μικρή ηλικία τρέχει στα στενά των Εξαρχείων, πιστός στην Ιδέα της ελευθερίας, παραμένει πάντα καταληψίας «τρελός και ευτυχισμένος», υπερασπιστής του Ιστορικού Μείζονος Αναρχισμού και μέλους του Ενός Δυνατού Συνδικάτου. Μισό αιώνα μετά την γέννηση του, έχει αφιερώσει τις σπουδές του στην ιατρική, την ψυχιατρική και την ψυχολογία στον αγώνα για την κοινωνική χειραφέτηση. Όταν δεν διαβάζει επικίνδυνα βιβλία, δεν ακούει παράξενες μουσικές ή να γράφει ακατανόητες ιστορίες στο merlin's, συμμετέχει σε Αυτοργανωμένες Συλλογικότητες Υγείας,συνελεύσεις, πορείες και δράσεις διότι τίποτα δεν έχει τελειώσει ακόμα.
 
 
 

Γραφτείτε στο Νewsletter του Merlin

FEATURED VIDEOS

  • 1