Ο Malcolm Young δεν ήταν ποτέ το αστέρι των ζωντανών εμφανίσεων των AC/DC. Από το 1973, όταν το συγκρότημα έκανε την πρώτη του εμφάνιση, αυτή η τιμή ανήκε στον μικρότερο αδερφό του, τον Angus, με τη χαρακτηριστική μαθητική στολή και το βάδισμα της πάπιας α λα Chuck Berry. Ο Malcolm όμως ήταν η ραχοκοκαλιά της μπάντας και τα ριφ της κιθάρας του ήταν τόσο χαρακτηριστικά, ώστε να θεωρείται σαν ένας από τους σπουδαιότερους ρυθμικούς κιθαρίστες που έχουν κυριολεκτικά ματώσει στο rock, αποδεικνύοντας ότι δεν χρειάζεται να κυνηγάς εκατό νότες για να είσαι αποτελεσματικός.
Η επιρροή που άσκησε σε κιθαρίστες της επόμενης γενιάς όπως ο Hames Hetfield και ο Izzy Stradlin που ανέβασαν πολύ ψηλά τον πήχη του ηλεκτρικού έγχορδου οργάνου, υπήρξε αδιαμφισβήτητη. Ο Malcolm δεν αισθανόταν άνετα κατά τη διαδικασία της ηχογράφησης στο στούντιο και κάποτε μάλιστα είχε δηλώσει ότι το αισθανόταν σαν φυλακή. Συχνά έπαιζε με τον ενισχυτή του πολύ χαμηλά έτσι ώστε το μικρόφωνο να μεταδίδει τις λεπτομέρειες. Ήταν αφοσιωμένος σε αυτό που έκανε μέχρι το μεδούλι
Για τον Malcolm η σκηνή ήταν το παν: μια καλή νύχτα, έλεγε, ήταν ακριβώς όπως η πρώτη νύχτα.Το ίδιο βουητό, ο ίδιος ενθουσιασμός. Η τελευταία του περιοδεία με το συγκρότημα ήταν τραγική, καθώς εξαιτίας της άνοιας από την οποία υπέφερε, ήταν αδύνατον να θυμηθεί τα ριφ σε κομμάτια όπως το "Hell's Bells" και το "You Shook Me All Night Long", κι έτσι έπρεπε να τα μαθαίνει από την αρχή.