Μεταφράζει ο Μιχάλης Πούγουνας
Αυτές τις μέρες, για να περνάω την ώρα μου, μετέφρασα κάποια άρθρα που μου κίνησαν το ενδιαφέρον, όπως αυτό εδώ που έχει να κάνει με τους GONG. Το έγραψε πέρσι ο Simon Reynolds για τον Guardian...
Οι Gong σχηματίστηκαν στη δεκαετία του ’60 και δεν έκαναν μόνο εξωπραγματικές συναυλίες, αλλά εφηύραν μια ολόκληρη διαστρική μυθολογία. Το παρόν άρθρο επανεξετάζει τον κόσμο των αντηχήσεων των δέντρων, τους διαστημικούς ψιθύρους - και τις συλλήψεις τους από την γαλλική αστυνομία.
«Ήμουν 23 χρονών κι έπαιζα κάτω από το Αραβικό φεγγάρι, στην ακροθαλασσιά», λέει ο Mike Howlett, καθώς θυμάται μια από τις καλύτερες στιγμές εκείνης της εποχής με τους Gong, όταν το 1973 αυτοί οι συμπαντικοί ρόκερ έπαιζαν σε ένα φεστιβάλ που διεξαγόταν στην Τυνησία. Ακούγεται μαγευτικό, αλλά το LSD που είχαν πάρει τα μέλη πυροδότησε αναμνήσεις ενός τριπ με ντάτουρα που είχαν κάνει όλοι μαζί μερικές εβδομάδες νωρίτερα. Κάποιες από τις ενοχλητικές επιδράσεις του συγκεκριμένου παραισθησιογόνου είναι να βλέπεις πράγματα που δεν υπάρχουν - όπως νεκρούς- ενώ εξαφανίζονται διάφορα αντικείμενα που βρίσκονται μπροστά σου.
Daevid Allen
Όταν η κιθάρα του αρχηγού των Gong, Daevid Allen, εξαφανίστηκε από τα χέρια του την ώρα της συναυλίας, o Allen το εξέλαβε ως οιωνό ότι δεν θα έπρεπε να βρίσκεται στην σκηνή και έτσι αποχώρησε αφήνοντας τα υπόλοιπα μέλη να αυτοσχεδιάζουν χωρίς τον τραγουδιστή τους. «Σαράντα πέντε λεπτά αργότερα όμως, ο Daevid υλοποιήθηκε ξανά μπροστά στο κοινό, σκυμμένος πάνω στην σκηνή ακριβώς μπροστά μου, βαμμένος ακόμα με εκείνο το παλαβό μέικαπ και με το σύμβολο των Gong στο κεφάλι, παίρνοντας όλες εκείνες τις αλλόκοτες εκφράσεις, σαν να ανέλυε και να έκρινε κάθε νότα που έπαιζα. Αυτό με φρικάρισε και μου έδωσε την αίσθηση ότι βρισκόμουν κρεμασμένος από μια χορδή του μπάσου μου, πάνω από μια αχανή άβυσσο και ότι κινδύνευα να πέσω αν έκανα έστω και μια νότα λάθος».
Από τότε που ο Allen δημιούργησε τους Gong πριν από πενήντα χρόνια, οι Gong πέρασαν μέσα από πολλές μεταλλάξεις και η επέτειος γιορτάστηκε με την κυκλοφορία ενός κουτιού με 13 CD και τίτλο Love from Planet Gong, το οποίο επικεντρώνεται στην πρώιμη εποχή τους, στις αρχές της δεκαετίας του '70, όταν είχαν υπογράψει συμβόλαιο με τη Virgin. Πριν από τους Gong, ο Allen ήταν κεντρική φιγούρα των Soft Machine, του νούμερο 2 συγκροτήματος του λονδρέζικου ψυχεδελικού underground μετά τους Pink Floyd.
Soft Machine
Ο Allen, ένας μακρυμάλλης μπίτνικ που λάτρευε τον Sun Ra, έφυγε από την γενέτειρά του, την Αυστραλία, το 1960. Αφού πέρασε ένα διάστημα στο μποέμικο Παρίσι, εγκαταστάθηκε στην Αγγλία βρίσκοντας στέγη σε ένα σπίτι «ανοιχτό για όλους» στο Καντέρμπουρι που ανήκε στη δημοσιογράφο Honor Wyatt. Ο Robert, ο 16χρονος γιος της, και ο φίλος του, ο Kevin Ayers, μαγεύτηκαν από τον Allen.
Όπως θυμόταν ο ίδιος: «Θεωρήθηκα ως ο μπιτ ποιητής από την Αυστραλία που σκανδάλιζε την γειτονιά και έκανε τα μαθητούδια να παραστρατούν».
Μαζί με αυτά τα μαθητούδια, ο Allen δημιούργησε τους Soft Machine, αλλά η θητεία του υπήρξε σύντομη όταν έπειτα από μια ευρωπαϊκή περιοδεία το 1967 δεν του επέτρεψαν την είσοδο στην Μεγάλη Βρετανία. Έτσι, επέστρεψε στο Παρίσι και ζούσε σε μια φορτηγίδα στον Σηκουάνα που ανήκε στη φίλη του, Gilli Smyth.
Το 1968, στη διάρκεια των ταραχών του Μαΐου, η αστυνομία συνέλαβε τον Allen. Η συμμετοχή του σε αυτές ήταν μάλλον αλλόκοτη παρά επαναστατική. Περπατούσε ανάμεσα στους μαθητές και την αστυνομία ντυμένος με μια τρελή φορεσιά και τραγουδούσε ακατανόητα τραγουδάκια, ενώ μοίραζε λούτρινα αρκουδάκια αντί να ρίχνει πέτρες στους αστυνομικούς.
Ο κλασικός ήχος των Gong διαμορφώθηκε σιγά-σιγά με την προσχώρηση νέων μουσικών στο ακόμα άμορφο και διαρκώς μεταβαλλόμενο μουσικό σύνολο. Το ντεμπούτο τους το 1969 με τίτλο Magick Brother και το Camembert Electrique του 1971 είναι φορτωμένα από τις αντηχήσεις «διαστημικών ψιθύρων» της Smyth και το φλάουτο και το σαξόφωνο του Didier Malherbe, ενός Γάλλου τζαζίστα που ο Allen τον είχε βρει να παίζει στην σπηλιά ενός βοσκού κατσικιών πίσω από το σπίτι του ποιητή Robert Graves στην Μαγιόρκα.
Didier Malherbe
Με το Flying Teapot του 1973 –το πρώτο μέρος της τριλογίας που ηχογράφησαν για την Virgin με γενικό τίτλο Radio Gnome Invisible– μπήκαν για τα καλά στη σκηνή, με το εντυπωσιακό παίξιμο του Steve Hillage, ενός κιθαρίστα με έντονες επιρροές από τον Jimi Hendrix, και με τα παιχνιδίσματα του Tim Blake στα πλήκτρα. Αργότερα, για το Angel’s Egg του 1974 (και έπειτα από υπολογισμούς της αστρολόγου/συντρόφου του Allen σύμφωνα με τους οποίους η ζωδιακή σύνθεση των Gong απαιτούσε έναν μπασίστα Ταύρο– στη σύνθεση της μπάντας προσχώρησε ο Mike Howlett, ένας λάτρης της Motown ο οποίος, σε συνδυασμό με την ακρίβεια των τυμπάνων του Pierre Moerlen, έδωσε μια πιο ρυθμική κατεύθυνση στον ήχο του γκρουπ.
Εκτός από το τραγούδι, ο Allen ανέπτυξε ένα μοναδικό στιλ «glissando» της κιθάρας χρησιμοποιώντας ένα μεταλλικό δοξάρι. Έτσι κι αλλιώς όμως, σύμφωνα με τον Hillage «το βασικό όργανο του Daevid ήταν η μυθολογία. Ο Didier έπαιζε σαξόφωνο κι ο Daevid έπαιζε μυθολογία».
Ο μύθος των Gong ήταν μια φανταστική αφήγηση επιστημονικής φαντασίας που αφορούσε τον ειρηνικό πλανήτη Gong, τους μικρούς πράσινους κατοίκους του, τα χασικλίδικα ξωτικά του (Pothead Pixies), και τους θεράποντες γιατρούς του, τους Γιατρούς της Οκτάβας (Octave Doctors). Τα ξωτικά είχαν προπέλες στο κεφάλι που χρησίμευαν και σαν κεραίες συντονίζονταν στις τηλεπαθητικές εκπομπές του Radio Gnome Invisible (ένας διαστρικός πειρατικός ραδιοφωνικός σταθμός) και ταξίδευαν «γλιστρώντας» μέσα σε ιπτάμενες τσαγιέρες (ένα αστειάκι, με το οποίο οι χρήστες ναρκωτικών ουσιών διακωμωδούσαν τους ιπτάμενους δίσκους).
Steve Hillage
Πέρα από τους στίχους, ο Allen επέκτεινε αυτήν την ιδιότροπη φαντασίωση και στα εξώφυλλα των δίσκων του συγκροτήματος. «Οι Gong γεννήθηκαν αρχικά μέσα από τους πειραματισμούς του Daevid και της Gilli στο Παρίσι γύρω στο 1967 ή το 1968, και εκείνη την εποχή στην Γαλλία υπήρξε μια τεράστια έκρηξη αυτού που αποκαλούμε εικονογραφημένες ιστορίες», λέει ο Hillage. «Τα σχέδια του Daevid βγήκαν πραγματικά μέσα από αυτό το είδος των κόμικς». Είναι αντίστοιχα των εξωφύλλων που δημιουργούσε ο Pedro Bell για τους Parliament-Funkadelic και ο Barney Bubbles για τους Hawkwind – οι οποίοι ήταν σύγχρονοι των Gong και επίσης επένδυσαν την μουσική τους με αλληγορικές ιστορίες συμπαντικής απελευθέρωσης.
Επί σκηνής, οι Gong ήταν μια μοναδική εμπειρία. Ξεχωρίζοντας χάρη στη γενειάδα και το μυτερό καπέλο του, ο τραγουδιστής έμοιαζε με τον Catweazle (χαρακτήρας από παιδική τηλεοπτική σειρά με πρωταγωνιστή έναν μάγο του 11ου αιώνα). Η άφιξη του Hillage στην θέση του βασικού κιθαρίστα επέτρεψε στον Allen να επικεντρωθεί σε αυτό που αποκαλούσε ένα «συνδυασμό κοινού και θεατρικής τελετουργίας». Μια άλλη εντυπωσιακή φιγούρα πάνω στη σκηνή ήταν η Smyth η οποία, όπως θυμάται ο Howlett, «φορούσε υπέροχα κοστούμια που παρουσίαζαν αυτό το ταξίδι Γης – μητέρας – σκιάς – μάγισσας. Δεν είχε καλή φωνή για να τραγουδάει,, αλλά με τους «διαστημικούς ψιθύρους» της ανέπτυξε ένα εντελώς καινούργιο στυλ φωνητικών. Τραγουδούσε ποίηση και έλεγε συγκεκριμένες λέξεις με ένα μακρύ echo που ενεργοποιούσε πατώντας έναν ειδικό διακόπτη στο μικρόφωνό της».
Daevid Allen
Για το μεγαλύτερο μέρος των αρχών της δεκαετίας του ’70, οι Gong ζούσαν κοινοβιακά σε μια καλύβα κυνηγών μέσα σε ένα γαλλικό δάσος. «Υπήρχε ένα φανταστικό μεγάλο δωμάτιο που αποκαλούσαμε le grand salle και το είχαμε για να προβάρουμε», θυμάται ο Hillage. Εκεί ηχογραφήθηκε τo άλμπουμ Angel’s Egg, με κάποια από τα μέλη της μπάντας να παίζουν έξω, στο δάσος που περιέβαλε το οίκημα, πειραματιζόμενοι με την «ηχώ των δέντρων». Ως επί το πλείστον, το συγκρότημα συνέθετε και ηχογραφούσε όντας «κόκκαλο».
Παρόλο που οι ντόπιοι έδειχναν ανοχή στους παράξενους μαλλιαρούς επισκέπτες, οι ψυχεδελικές αποδράσεις οδήγησαν τους Gong να χάσουν το σπίτι. «Έγινε μια επιδρομή, αλλά όχι από την αστυνομία, αλλά από τελωνειακούς που έψαχναν μήπως είχαμε εισάγει παράνομο εξοπλισμό», λέει ο Hillage. «Βρήκαν όμως κάτι σύνεργα για ναρκωτικά. Τότε η φάση ζόρισε». Έτσι, οι Gong μετακόμισαν σε ένα άλλο κοινόβιο, στο Oxfordshire, κοντά στο στούντιο της Virgin, όπου ηχογράφησαν το You, το τελευταίο μέρος της τριλογίας Radio Gnome Invisible.
Το άλμπουμ κυκλοφόρησε τον Οκτώβριο του 1974 και πούλησε περισσότερα από 100.000 αντίτυπα. Οι Gong είχαν φτάσει σχεδόν στο σημείο να γίνουν οι Grateful Dead της Ευρώπης, μια ψυχεδελική μπάντα που μπορούσε να πραγματοποιεί sold out συναυλίες και να εμφανίζεται στην κορυφή του προγράμματος τόσο εμπορικών όσο και δωρεάν φεστιβάλ προς τέρψιν μιας μεγάλης μερίδας «φρικιών» που –ακόμη και την παραμονή του πανκ– συνέχιζαν θαρρείς και το 1967 δεν είχε τελειώσει ποτέ. Και τότε… τα πάντα κατέρρευσαν.
«Είχαμε όλοι ισχυρές προσωπικότητες με πολύ διαφορετικές αντιλήψεις και όταν αυτό λειτουργούσε κάναμε σπουδαία πράγματα», λέει ο Hillage. «Ήταν όμως ένας πολύ εύφλεκτος συνδυασμός». Δημιουργήθηκε ένα σχίσμα ανάμεσα στην μερίδα εκείνων που ήθελαν να ακολουθούν τους «στίχους» και εκείνων που ήθελαν να ακολουθούν μια οργανική και πιο jazz-rock κατεύθυνση. Οι τελευταίοι, με επικεφαλής τον κρουστό Moerlen που είχε κλασική μουσική παιδεία, ήθελαν να τελειώνουν με την επιπολαιότητα της μυθολογίας του Allen επειδή θεωρούσαν ότι αποσπούσε την προσοχή του ακροατή από την μουσική. Ο Allen και η Smyth αποχώρησαν ξαφνικά τον Απρίλιο του 1975 και εγκαταστάθηκαν στο εξοχικό τους στην Nτέγια της Μαγιόρκα. Ούτε όμως ο Hillage έμεινε για πολύ στην μπάντα. Ο Howlett παρέμεινε αναλαμβάνοντας τα φωνητικά και παίζοντας μπάσο στο άλμπουμ Shamal, σε μια ύστατη προσπάθεια να διατηρήσει κάτι από τους παλιούς Gong πριν τελικά φύγει και αυτός.
«Μου έλειψε πάρα πολύ ο Daevid όταν έφυγε. Σοκαρίστηκα πάρα πολύ», θυμάται ο Hillage. «Έτρεφα απέραντο θαυμασμό για τον τρόπο με τον οποίο ανακάτευε το περίεργο χιούμορ με τη φιλοσοφία και την πνευματική σοβαρότητα». Ο Hillage συνέχισε να κρατά ψηλά το φρικιάρικο λάβαρο στη σόλο καριέρα του, αργότερα έκανε παραγωγή στους Simple Minds, και στα ‘90s βούτηξε στην rave κουλτούρα συνεργαζόμενος με τους Orb, ενώ δημιούργησε τους System 7, το προσωπικό του techno σύνολο. Ο Howlett αναγεννήθηκε σαν πρωτοπόρος παραγωγός του new wave, δουλεύοντας, μεταξύ άλλων, με τους OMD και τους A Flock of Seagulls.
Στις δεκαετίες που ακολούθησαν, οι Gong αναδιοργανώθηκαν και επανενώθηκαν πολλές φορές. Όταν πέθανε το 2015, ο Allen πρωτοστατούσε ακόμα σε μια εκδοχή της μπάντας. Αυτή η ενσάρκωσή τους, η οποία δεν συμπεριλάμβανε αρχικά μέλη, συνεχίζει να κυκλοφορεί δίσκους και να περιοδεύει. «Ήταν η απόλυτη επιθυμία του Daevid να συνεχίσει το συγκρότημα να παίζει και μετά τον θάνατό του», λέει ο Hillage. Σύμφωνα με τον Howlett, «Ο Daevid έβλεπε τους Gong σαν θεσμό, χωρίς να υπάρχει εξάρτηση από κανένα άτομο. Οι άνθρωποι μπορούσαν να συμμετάσχουν, να συνεισφέρουν και να προχωρήσουν αλλού - αλλά ο θεσμός θα συνέχιζε να υπάρχει».
Oι Gong σήμερα...
Βέβαια, η λέξη «θεσμός» είναι άτοπη όταν χρησιμοποιείται για να περιγράψει οτιδήποτε σχετίζεται με έναν ενστικτώδη αναρχικό όπως ο Allen – έναν άνθρωπο που ο Howlett θυμάται πως μια μέρα έκαψε ένα χαρτονόμισμα των 20 λιρών για να δώσει έμφαση στα λόγια του. «Ήταν ο ιδρυτής των Gong, αλλά όχι ο ηγέτης – σε κανέναν μας δεν άρεσε η ιδέα των ηγετών και πολύ περισσότερο δεν άρεσε στον Daevid», λέει ο Hillage, o οποίος περιγράφει τον Allen –που ήταν 15 χρόνια μεγαλύτερος του– περισσότερο σαν μεγαλύτερο αδερφό παρά σαν πατρική φιγούρα.
Ο Howlett συμφωνεί: «Αυτό που μου άρεσε στον Daevid ήταν ότι ήταν αντι-γκουρού. Είχε αυτή τη χαρισματική δύναμη της προσωπικότητας, μια ισχυρή σκηνική παρουσία, τέτοια που οι άνθρωποι αισθάνονταν δέος απέναντί του. Ωστόσο, εκείνος έκανε ότι μπορούσε για να υπονομεύσει κάθε είδους λατρείας και ηρωοποίησης – πράγματα που εύκολα θα μπορούσε να είχε εκμεταλλευτεί. Θεωρούσε πως το να είσαι κουλ άτομο ήταν το πιο ανόητο πράγμα που κάποιος θα ήθελε στην ζωή του, οπότε προσπαθούσε σκόπιμα να μην είναι έτσι και μερικές φορές γινόταν ενοχλητικός».
Υπό αυτή την έννοια, ο Daevid Allen και το τρελό σινάφι του, υπήρξαν αυθεντικοί πανκ.
Σημ. Ο Daevid Allen (Christopher David Allen) πέθανε χτυπημένος από τον καρκίνο στις 13 Μαρτίου 2015 σε ηλικία 77 ετών.
BLOG και ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΕΣ ΤΟΥ MIΧΑΛΗ ΠΟΥΓΟΥΝΑ:
https://tribe4mian.wordpress.com/
ΑΚΟΥΣΤΕ ΤΙΣ ΕΚΠΟΜΠΕΣ ΤΟΥ ΜΙΧΑΛΗ ΠΟΥΓΟΥΝΑ στο Blackout Radio Show...
Μιχάλης Πούγουνας
Ο Μιχάλης Πούγουνας γεννήθηκε το 1965 στην Αθήνα. Σπούδασε σκηνοθεσία κιν/φου, έχει κάνει δυο ντοκιμαντερ με τιτλο Όταν η Καλλιθέα Πήγαινε Cinema (υπάρχουν στο YouTube) και βραβεύτηκε για την ταινία μικρού μήκους “Vlad ο Δαιμων” στο Διεθνες Φεστιβαλ Ταινιών της Πάτρας. Ήταν ιδρυτικό μέλος και τραγουδιστής των Flowers of Romance απο το 1981 ως το 1998 και των Nexus απο το 1999 ως το 2005. Το 2000 δημιούργησε την ανεξάρτητη δισκογραφική εταιρία Cyberdelia ενω απο το 2011 μεχρι σήμερα παρουσιάζει την δύωρη ραδιοφωνική εκπομπή The Blackout Radio Show with Mike Pougounas που μεταδίδεται απο ενα Αμερικάνικο ραδιοφωνικό σταθμό στα FM, τρεις Αγγλικούς ιντερνετικούς, έναν Ελληνικό κι έναν Κυπριακό. Έχει κυκλοφορήσει το βιβλίο “Rock’n’Roll rules ok?” με κείμενα σχετικά με την αλληλεπίδραση του ροκ και της κοινωνίας, καθως και τα μυθιστορήματα «To Κλειδί της Εύας» και «Μαύρο Χιόνι». Απο το 2006 είναι ο τραγουδιστής των New Zero God. Έχει κυκλοφορήσει συνολικά 13 στούντιο άλμπουμ.
Μιχάλης Πούγουνας
Ο Μιχάλης Πούγουνας γεννήθηκε το 1965 στην Αθήνα. Σπούδασε σκηνοθεσία κιν/φου, έχει κάνει δυο ντοκιμαντερ με τιτλο Όταν η Καλλιθέα Πήγαινε Cinema (υπάρχουν στο YouTube) και βραβεύτηκε για την ταινία μικρού μήκους “Vlad ο Δαιμων” στο Διεθνες Φεστιβαλ Ταινιών της Πάτρας. Ήταν ιδρυτικό μέλος και τραγουδιστής των Flowers of Romance απο το 1981 ως το 1998 και των Nexus απο το 1999 ως το 2005. Το 2000 δημιούργησε την ανεξάρτητη δισκογραφική εταιρία Cyberdelia ενω απο το 2011 μεχρι σήμερα παρουσιάζει την δύωρη ραδιοφωνική εκπομπή The Blackout Radio Show with Mike Pougounas που μεταδίδεται απο ενα Αμερικάνικο ραδιοφωνικό σταθμό στα FM, τρεις Αγγλικούς ιντερνετικούς, έναν Ελληνικό κι έναν Κυπριακό. Έχει κυκλοφορήσει το βιβλίο “Rock’n’Roll rules ok?” με κείμενα σχετικά με την αλληλεπίδραση του ροκ και της κοινωνίας, καθως και τα μυθιστορήματα «To Κλειδί της Εύας» και «Μαύρο Χιόνι». Απο το 2006 είναι ο τραγουδιστής των New Zero God. Έχει κυκλοφορήσει συνολικά 13 στούντιο άλμπουμ.
Μιχάλης Πούγουνας
Ο Μιχάλης Πούγουνας γεννήθηκε το 1965 στην Αθήνα. Σπούδασε σκηνοθεσία κιν/φου, έχει κάνει δυο ντοκιμαντερ με τιτλο Όταν η Καλλιθέα Πήγαινε Cinema (υπάρχουν στο YouTube) και βραβεύτηκε για την ταινία μικρού μήκους “Vlad ο Δαιμων” στο Διεθνες Φεστιβαλ Ταινιών της Πάτρας. Ήταν ιδρυτικό μέλος και τραγουδιστής των Flowers of Romance απο το 1981 ως το 1998 και των Nexus απο το 1999 ως το 2005. Το 2000 δημιούργησε την ανεξάρτητη δισκογραφική εταιρία Cyberdelia ενω απο το 2011 μεχρι σήμερα παρουσιάζει την δύωρη ραδιοφωνική εκπομπή The Blackout Radio Show with Mike Pougounas που μεταδίδεται απο ενα Αμερικάνικο ραδιοφωνικό σταθμό στα FM, τρεις Αγγλικούς ιντερνετικούς, έναν Ελληνικό κι έναν Κυπριακό. Έχει κυκλοφορήσει το βιβλίο “Rock’n’Roll rules ok?” με κείμενα σχετικά με την αλληλεπίδραση του ροκ και της κοινωνίας, καθως και τα μυθιστορήματα «To Κλειδί της Εύας» και «Μαύρο Χιόνι». Απο το 2006 είναι ο τραγουδιστής των New Zero God. Έχει κυκλοφορήσει συνολικά 13 στούντιο άλμπουμ.