Γράφει ο Δημήτρης Τζάνογλος
Στις 29 Ιανουαρίου το 2021 έφυγε η θεία μου, Λευκή Τζάνογλου, λίγο καιρό πριν κλείσει τα 98 της χρόνια. Από μικρός θυμάμαι την αδυναμία που είχε στα ανίψια της. Λίγες μέρες πριν φύγει, ζήτησε να ξεκλειδώσουμε ένα ντουλάπι που κρατούσε κάποιες επιστολές που λάμβανε από τον έρωτά της στα μέσα του περασμένου αιώνα. Γράμματα που ξεκινούσαν από το 1948 και έφταναν μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1960. Με έμπνευση αυτές τις επιστολές έγραψα ένα μικρό διήγημα ως φόρο τιμής και ως αντίο στη θεία.
Ο ήλιος άρχισε να κάνει την εμφάνισή του πίσω από τα ξύλινα πατζούρια. Τόσα χρόνια του έλεγαν τα παιδιά του να τα αλλάξει και να βάλει καινούργια αλουμινένια παραθυρόφυλλα αλλά δεν ήθελε. Έτσι είχε αγοράσει αυτό το σπίτι και του άρεσε αυτή η παλαιική αισθητική.
Κοίταξε το γραφείο του. Χαρτιά με σημειώσεις και φύλλα εφημερίδων ήταν σκόρπια παντού. Ένα ποτήρι με δύο γουλιές μπράντι είχε τη θέση του ανάμεσά τους από το περασμένο βράδυ. Το κατέβασε μονορούφι και έκανε να σηκωθεί για να φτιάξει έναν ελληνικό καφέ. Είχε ξημερώσει άλλωστε.
Δεν έβρισκε την μαγκούρα του αλλά ακουμπώντας στα έπιπλα και στον τοίχο, έφτασε ως την κουζίνα. Εκεί τον περίμενε το τόσο χρήσιμο μπαστούνι του. Άνοιξε το ραδιόφωνο στο Τρίτο Πρόγραμμα. Ήθελε συντροφιά μια μέρα σαν εκείνη, ακόμα και αυτή την κάπως ψεύτικη του ραδιοφώνου. Ο καφές άρχισε να αφρίζει στο μπρίκι. Ήταν έτοιμος.
Άρπαξε τη μαγκούρα του και το φλιτζάνι και κίνησε για το μπαλκόνι. Ο καιρός ήταν πολύ καλός. «Ωραία μέρα για βόλτα», σκέφτηκε. Έπρεπε να περιμένει να πάει οχτώ όμως για να ξεκινήσει. Εκείνη την ώρα άνοιγαν οι πόρτες για το κοινό.
Ήπιε τον καφέ του και ξεκίνησε να ντύνεται. Στην τρίχα όπως τον είχε μάθει ο πατέρας του όταν ήταν νέος. Η κυριακάτικη βόλτα επίτασσε μια αρχοντιά. Έδεσε τη γραβάτα του, φόρεσε την καπαρντίνα του και το καπέλο του και ήταν έτοιμος. Κλείδωσε την πόρτα ελπίζοντας να μην έχει ξεχάσει κάτι και κίνησε για την στάση του λεωφορείου.
Μετά από μια μικρή, παραδόξως, αναμονή το λεωφορείο έφτασε. Ένας νεαρός τον βοήθησε να ανέβει μέσα. Διαπίστωσε με θλίψη ότι δεν υπήρχαν ελεύθερες θέσεις. Όσο και να θεωρούσε ότι ήταν δυνατός οργανισμός, δεν ήξερε αν θα καταφέρει να φτάσει μέχρι το Στάδιο όρθιος μέσα στο λεωφορείο.
Ένα παιδάκι, μάλλον έφηβος, τον κοίταξε κατάματα αλλά δεν έκανε καμία κίνηση να σηκωθεί από το κάθισμά του. Ξαφνικά ένας άνδρας του έριξε μια σφαλιάρα στον σβέρκο λέγοντάς του πόσο γαϊδούρι είναι για να μην κάτσει ο μεγάλος κύριος. Με τα μούτρα εμφανώς ξινισμένα σηκώθηκε.
Ύστερα από λίγα λεπτά το λεωφορείο έκανε στάση στο Στάδιο και κατέβηκε με τη βοήθεια του ίδιου νεαρού που τον είχε βοηθήσει να ανέβει. Κίνησε για την Αρδηττού και το Μετς.
Φτάνοντας στον προορισμό του αγκομαχώντας, έκατσε στο μάρμαρο και απόθεσε πλάι του το καπέλο και το μπαστούνι του. Έψαξε στις τσέπες του και βρήκε ένα διπλωμένο χαρτί. Το ξεδίπλωσε και άρχισε να διαβάζει χαμηλόφωνα.
Αγαπημένη μου,
Πόσο εύκολο πράγμα είναι η απελπισία! Κι εμείς αγαπάμε τα εύκολα πράγματα. Κι είναι οι νύχτες, οι νύχτες οι μεγάλες του χειμώνα που σου στέλνουν μυριάδες τις σκέψεις μέσα στο κλειστό χώρο της ερημιάς...
Τη νύχτα συλλογίζομαι εσένα. Κι είναι η συλλογή μου αδελφή της απελπισίας γιατί εσύ με κάνεις να κοιτάζω μπροστά μου πονεμένα…
Έτσι κι αυτή τη νύχτα σε σκέφτομαι. Η μελαγχολία με αδρές πινελιές -φαίνεται- σκιτσάρει ένα λυπημένο πρόσωπο. Κι είναι μόνο μια στιγμή που έφτασε να δω πως είμαι μόνος.
Μια επισκέπτρια κάθεται αντίκρυ μου.
- Ποια είσαι; Πώς μπήκες;
Εκείνη γέλασε.
- Δε με κάλεσες, φίλε μου;
- Εγώ; Λάθος κάνεις. Πώς σε λένε;
- Τι να το κάνεις το όνομά μου; Είμαι έτοιμη όμως να φύγω. Φτάνει να το θες. Ήρθα γιατί την σκεφτόσουν ατελείωτα, τυραννικά. Πάψε να τη σκέφτεσαι και φεύγω. Δε με γνωρίζεις; Είμαι η ΜΕΛΑΓΧΟΛΙΑ. Πάψε λοιπόν να την σκέφτεσαι και θα είμαι μακριά σου.
Την κοίταξα χωρίς μιλιά. Ύστερα από λίγη σκέψη της είπα αχνά.
- Κάθησε.
Ένιωσε δάκρια να κυλάνε στο μάγουλό του. Έκανε να διπλώσει ξανά το γράμμα του αλλά συνειδητοποίησε ότι δεν είχε υπογράψει. Έψαξε στην εσωτερική τσέπη του σακακιού του και βρήκε την πένα του. Έσκυψε με δυσκολία στο μάρμαρο και έγραψε το όνομά του με τον κλασικό καλλιγραφικό τρόπο που τόσο αγαπούσε εκείνη. Τότε αντιλήφθηκε πως ήταν η τελευταία φορά που θα υπέγραφε έτσι και τα δάκρυα πλέον κυλούσαν σαν ποτάμι.
Προσπάθησε να ξαναβρεί την αυτοκυριαρχία του με μικρή επιτυχία. Δίπλωσε το γράμμα και το σφήνωσε κάτω από την μαρμάρινη κορνίζα της, μέσα από την οποία τον κοιτούσε χαμογελαστή. Έσκυψε και φίλησε την φωτογραφία.
«Αντίο, κοριτσάκι μου», ψιθύρισε.
Φόρεσε ξανά το καπέλο του, πήρε το μπαστούνι του και κίνησε για την πύλη του Πρώτου Νεκροταφείου. Βγαίνοντας έξω είδε μπροστά του την οδό Αναπαύσεως και στο βάθος διακρινόταν ο αθηναϊκός ουρανός πεντακάθαρος και γαλανός.
«Ωραία μέρα για βόλτα», σκέφτηκε.
Δημήτρης Τζάνογλος: Στον Ιστό - Ένα απόσπασμα και λίγα λόγια για το βιβλιο
Η συλλογή διηγημάτων με τίτλο Στον Ιστό, του δικού μας παιδιού και συνεργάτη του Merlin’s Music Box, Δημήτρη Τζάνογλου, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κυψέλη.
Δημήτρης Τζάνογλος
Ο Δημήτρης Τζάνογλος είναι γεννημένος το 1992 στην Αθήνα. Αγαπάει την λογοτεχνία και ασχολείται ερασιτεχνικά με τη συγγραφή κειμένων, μερικά εκ των οποίων έχουν δημοσιευθεί σε κάποιες λογοτεχνικές ιστοσελίδες. Επίσης αγαπάει πολύ τη μουσική και ειδικότερα τον σκληρό ήχο που, μέσω του Merlin’s Music Box, μπορεί να τον υπηρετήσει και γραπτώς.
Δημήτρης Τζάνογλος
Ο Δημήτρης Τζάνογλος είναι γεννημένος το 1992 στην Αθήνα. Αγαπάει την λογοτεχνία και ασχολείται ερασιτεχνικά με τη συγγραφή κειμένων, μερικά εκ των οποίων έχουν δημοσιευθεί σε κάποιες λογοτεχνικές ιστοσελίδες. Επίσης αγαπάει πολύ τη μουσική και ειδικότερα τον σκληρό ήχο που, μέσω του Merlin’s Music Box, μπορεί να τον υπηρετήσει και γραπτώς.
Δημήτρης Τζάνογλος
Ο Δημήτρης Τζάνογλος είναι γεννημένος το 1992 στην Αθήνα. Αγαπάει την λογοτεχνία και ασχολείται ερασιτεχνικά με τη συγγραφή κειμένων, μερικά εκ των οποίων έχουν δημοσιευθεί σε κάποιες λογοτεχνικές ιστοσελίδες. Επίσης αγαπάει πολύ τη μουσική και ειδικότερα τον σκληρό ήχο που, μέσω του Merlin’s Music Box, μπορεί να τον υπηρετήσει και γραπτώς.