Τον Αύγουστο του 1941, ο 28χρονος McKinley Morganfield ή Muddy Waters όπως είχε αποφασίσει να είναι το καλλιτεχνικό του ψευδώνυμο, άκουσε μια φήμη ότι τον γύρευε κάποιος λευκός. Στο μυαλό του Muddy, αυτό σήμαινε μόνο ένα πράγμα: οι αρχές είχαν πληροφορηθεί ότι παρασκεύαζε παράνομα ουίσκι και είχαν στείλει κάποιον μπάτσο για να τον τσακώσει. Ωστόσο, η αλήθεια ήταν πολύ διαφορετική και η όλη φάση είχε σαν αποτέλεσμα την ηχογράφηση των δυο πρώτων τραγουδιών του μπλουζίστα που επηρέασε, επηρεάζει και θα συνεχίσει να επηρεάζει γενιές μουσικών.
Ο Alan Lomax δεν ήταν κάποιος κυβερνητικός πράκτορας, αλλά ένας 26χρονος εθνομουσικολόγος που η Βιβλιοθήκη του Κογκρέσου του είχε αναθέσει να καταγράψει την παραδοσιακή μουσική του αμερικανικού Νότου για να μη χαθεί. Ο Lomax είχε επισκεφτεί το Στόβαλ του Μισισίπι για να ηχογραφήσει διάφορους μουσικούς της country και των blues, συσσωρεύοντας στη διάρκεια της πολύχρονης έρευνάς του έναν πραγματικά ανεκτίμητο μουσικό θησαυρό από χιλιάδες, κυριολεκτικά, ηχογραφήσεις άγνωστων (ή αργότερα γνωστών) μουσικών.
Ο Lomax είχε πληροφορηθεί ότι ο Waters ήταν το ίδιο καλός όσο ο μακαρίτης Robert Johnson και ήθελε να ηχογραφήσει τη μουσική του. Όταν συναντήθηκαν για πρώτη φορά, ο Waters ήταν πολύ επιφυλακτικός, όπως θα ήταν κάθε μαύρος στο Νότο απέναντι σε έναν άγνωστο λευκό, ο οποίος σίγουρα δεν ήταν από "τα μέρη του". Ωστόσο, η όποια καχυποψία του σύντομα εξανεμίστηκε, όταν ο Lomax του ζήτησε να πιει νερό και το ήπιε από το ίδιο ποτήρι που έπινε ο Muddy - κάτι μάλλον ανήκουστο για την περιοχή.
Την ημέρα εκείνη, ο Lomax ηχογράφησε δυο τραγούδια του Muddy Waters, τα "Country Blues" και "I Be's Troubled." "Έφερε τα συμπράγκαλά του και με ηχογράφησε μέσα στο σπίτι μου", θυμόταν αργότερα ο Waters. "Κι όταν με έβαλε να ακούσω το πρώτο τραγούδι, ακουγόμουν όπως οι δίσκοι των άλλων που άκουγα. Δεν μπορείτε να φανταστείτε πώς αισθάνθηκα εκείνο το σαββατιάτικο απόγευμα ακούγοντας εκείνη τη φωνή που ήταν η δικιά μου".
Στη φωτογραφία ο Muddy Waters στο Country Club του Λονδίνου, 1 Δεκεμβρίου 1970. (Photo: Gijsbert Hankeroot)