Death Have No Mercy... (διήγημα)

Γράφει ο Δημήτρης Τζάνογλος 

«Μαλάκα στο υπόσχομαι. Θα τους γαμήσω ό,τι έχουν και δεν έχουν. Τα μουνόπανα».
«Έλα ρε, ηρέμησε. Δε μπορείς να τα βάλεις μόνος σου με όλους τους. Ξεκόλλα. Σε νιώθω, αλλά ξεκόλλα!» του είπε ο φίλος του προσπαθώντας να τον ηρεμήσει.
«Έστω. Ένας μου αρκεί. Δε με νοιάζει ποιος. Δε με νοιάζει καν αν ήταν παρών στο σκηνικό. Αλλά ένας από το σινάφι τους πρέπει να πληρώσει».
Κοίταξε το ποτήρι του. Είχε αδειάσει.

«Φίλε, βάλε μου άλλο ένα διπλό», φώναξε στον μπάρμαν.
«Έχεις πιει πολύ. Δε θέλω μαλακίες στο μαγαζί. Ξεσούρωσε λίγο και βλέπουμε», ήρθε η αφοπλιστική απάντηση από τον σφίχτη πίσω από τη μπάρα.
Κοίταξε τριγύρω. Το μπαρ ήταν μισοάδειο και η μουσική είχε χαμηλώσει. Τον εκνεύριζε πολύ αυτό.
«Τουλάχιστον, δυνάμωσε λίγο τη μουσική», είπε πάλι στο μπάρμαν.
«Έχεις κάποια παραγγελιά ή έχω το ελεύθερο στο μαγαζί μου;» απάντησε εκείνος με κάποια ειρωνεία.
«Ό,τι θες».
Ο μπάρμαν πήγε και δυνάμωσε τη μουσική. Από τα ηχεία ακούστηκε το "Death Don’t Have No Mercy" του Reverend Gary Davis.
«Βαλτός είσαι, ρε γαμώτο;» φώναξε στον μπάρμαν.
Εκείνος τον κοίταξε με απέχθεια γυρνώντας αλλού.
Ξανακοίταξε το ποτήρι του και άρχισε να χτυπάει ρυθμικά το πόδι του στους μπλουζ ρυθμούς.
«Φίλε, βάλε μου άλλο ένα διπλό».

Μαζεύτηκαν στο προκαθορισμένο σημείο συνάντησης που είχαν πει το πρωί στο σχολείο. Τέσσερα άτομα ήταν. Δεν ένιωθαν άβολα να κινηθούν τη νύχτα σε εκείνη την περιοχή παρόλο που θεωρούταν επικίνδυνη. Ήταν η γειτονιά τους και στο φινάλε ήταν όλοι μαζί.
«Βασίλη, έφερες το όπλο;» είπε ένα από τα παιδιά.
«Ναι, ρε. Εδώ το έχω», είπε και τους το έδειξε.
«Ρε μαλάκα, αυτό εδώ είναι ψεύτικο!» αντέδρασαν οι άλλοι καθώς το περιεργάζονταν.
«Ναι, και; Μοιάζει με αληθινό. Δε θα το πάρει κανείς χαμπάρι. Άλλωστε δε θα το χρησιμοποιήσουμε κιόλας. Σωστά;» είπε ο Βασίλης.
«Ναι, σωστά».
Ανέβηκαν στις μηχανές τους και έβαλαν μπροστά. Πήραν την 3ης Σεπτεμβρίου ανάποδα στο ρεύμα και περνώντας την πλατεία Βικτωρίας έστριψαν δεξιά. Έφτασαν έξω από ένα μίνι-μάρκετ και κατέβηκαν. Ο δρόμος ήταν άδειος. Λογικό τέτοια ώρα. Αλλά το μαγαζί ήταν ανοιχτό.
«Τώρα θα δει ο γαμιόλης τι θα πάθει. Κανείς πορνόγερος δε βάζει χέρι στο κορίτσι μου!»
«Ήρεμα όμως, ε! Να τον κάνουμε να χεστεί και να πάρουμε κανά λεφτό. Μην ξεφύγουμε», είπε ο Βασίλης.
Φόρεσαν τις μάσκες τους και κίνησαν για την είσοδο του μίνι-μάρκετ. Μπήκαν μέσα...


Έκλειναν τρεις μέρες από το σκηνικό και δεν είχε ηρεμήσει ακόμα. Πώς θα μπορούσε άλλωστε; Άνοιξε την πόρτα του δωματίου του μικρού και κοίταξε μέσα. Όλα ήταν στην εντέλεια. Σπάνια εικόνα. Ακόμα και το κασκόλ του ήταν διπλωμένο στο κρεβάτι.
Έκλεισε την πόρτα και έκανε να βάλει ένα ουίσκι όταν χτύπησε το τηλέφωνο.
«Παρακαλώ; Μάλιστα, ο ίδιος».
Το πρόσωπό του άρχισε να συσπάται. Ιδρώτας έτρεχε κάνοντάς τον να ξύσει τα μούσια του.
«Βρε, δε γαμιέστε! Άντε στο διάολο!» φώναξε και πέταξε το τηλέφωνο κάτω.
Ξέσπασε σε κλάματα.


«Γέρο γρήγορα τα λεφτά! Τώρα!» φώναξε ο πρώτος κουκουλοφόρος.
«Τι; Τι θέλετε, ρε τσογλάνια;» ρώτησε έκπληκτος ο γέρος πίσω από το ταμείο.
«Γρήγορα, ό,τι λεφτά έχεις και ό,τι τσιγάρα έχεις!»
Ο γέρος έκανε να σηκωθεί από την καρέκλα του. Ο δεύτερος κουκουλοφόρος έβγαλε ένα πιστόλι από την τσέπη του και ο γέρος πάγωσε.
«Γρήγορα τα λεφτά, ρε μαλάκα!» είπε ο πρώτος κουκουλοφόρος και του άστραψε ένα χαστούκι.
Στο πρόσωπο του γέρου φάνηκε να σχηματίζεται η οργή. Δε μπορούσε όμως να κάνει κάτι και άρχισε να βάζει τα λεφτά από το ταμείο μέσα σε μία τσάντα που του πέταξαν.
Όταν την πήρε στα χέρια του ο πρώτος κουκουλοφόρος, κατάφερε μία γερή μπουνιά στο πρόσωπο του γέρου τη σιδερογροθιά που φορούσε.
«Αυτό για να μάθεις, καργιόλη, να χουφτώνεις κοριτσάκια! Τίποτα δε μένει αναπάντητο».
Άφησαν τον γέρο αιμόφυρτο και έτρεξαν έξω προς τα μηχανάκια τους. Δύο μηχανές και ένα περιπολικό έκαναν την εμφάνισή τους. Αμέσως άναψαν τις σειρήνες τους και τους πήραν στο κατόπι. Τα δύο μηχανάκια χωρίστηκαν παίρνοντας διαφορετικούς δρόμους. Ο Βασίλης ένιωσε για πρώτη φορά τον φόβο να ρέει μέσα του. Το μηχανάκι του το ακολουθούσαν οι δύο μπατσομηχανές. Βγήκαν στην Πατησίων στο ύψος του Μουσείου. Οι μπάτσοι όλο και πλησίαζαν.
Τότε ακούστηκε ένας κρότος και η μηχανή ανατράπηκε. Ο συνεπιβάτης του Βασίλη έτρεξε προς Εξάρχεια για να βρει κάπου να κρυφτεί. Ο Βασίλης κειτόταν στο έδαφος. Μια λίμνη αίματος που ανάβλυζε από την τρύπα στο σβέρκο του σχηματίστηκε στο έδαφος...


«Θέλω οπωσδήποτε ένα όπλο. Μπορείς να μου βρεις;»
«Ρε, ξεκόλλα με τις μαλακίες. Έγινε τώρα. Δε χρειάζεται να καταστρέψεις τη ζωή σου», ακούστηκε από την άλλη άκρη του τηλεφώνου.
Κοίταξε το συγυρισμένο δωμάτιο.
«Ήδη η ζωή μου είναι κατεστραμμένη. Αλλά δε θα είναι η μόνη», είπε και αφαιρέθηκε για λίγο. «Λέγε, μπορείς να μου βρεις ή να ψαχτώ αλλού;»
«Μπορώ», άκουσε στο ακουστικό του και η γραμμή έσβησε.
Μπήκε στο δωμάτιο του μικρού με το ποτό στο χέρι. Κάθισε στην καρέκλα του γραφείου και χάζεψε γύρω του. Οι αφίσες από τα live του Λεξ και του Βέβηλου, το κασκόλ τακτοποιημένο στο γραφείο του. Ένιωσε δάκρυα να κυλούν στα μάτια του.
«Κερδίσαμε σήμερα, μικρέ», είπε στο κενό.


Το τηλέφωνο χτύπησε και τον ξύπνησε. Τον είχε πάρει ο ύπνος στο γραφείο.
«Έλα. Σου βρήκα. Σε μία ώρα έλα πίσω από τον Γοτθικό Πύργο της Θήρας», είπε η άλλη άκρη της γραμμής και το έκλεισε.
Σηκώθηκε αμέσως και πήγε να ετοιμαστεί. Φόρεσε το cargo παντελόνι του και ένα μαύρο φούτερ. Για μπουφάν διάλεξε το αντιανεμικό που είχε κάνει δώρο στον μικρό πριν ένα χρόνο. Λίγο πριν βγει από την πόρτα, επέστρεψε στο σαλόνι και έβαλε την κιθάρα του στη θήκη της. Τη χρειαζόταν μαζί του.
Κατέβηκε στον άδειο δρόμο και ανέβηκε στη μηχανή του. Ξεκίνησε για την Θήρας. Άδειοι οι δρόμοι τέτοια ώρα και προς έκπληξή του δεν υπήρχαν πουθενά μπάτσοι.
«Κάπου θα υπάρχουν», σκέφτηκε. «Δεν παίζει».
Φτάνοντας στην οδό Θήρας έξω από τον Πύργο συνειδητοποίησε ότι δεν υπήρχε κανείς. Χάζεψε για λίγο εκείνο το κτίσμα. Του έδινε μια μακάβρια αίσθηση. Προπομπός; Οι λάμπες του δρόμου δεν ήταν ικανές να φωτίσουν το κτήριο που χανόταν πίσω από τα παραμελημένα δέντρα της αυλής του.
Το τηλέφωνό του χτύπησε.
«Μπες στο πρώτο στενό και προχώρα εκατό μέτρα», άκουσε από το ακουστικό του.
Προχώρησε και ήταν εκεί.
«Σόρι, για το απότομο της φάσης, αλλά… καταλαβαίνεις. Πρέπει να έχουμε το νου μας. Ορίστε αυτό που ζήτησες. Μαλάκα, ξανασκέψου το, σε παρακαλώ».
«Δεν έχω κάτι να σκεφτώ. Έχω πάρει την απόφασή μου».
«Την κιθάρα τι τη θέλεις μαζί σου;»
«Δουλειά σου. Σε ευχαριστώ πολύ. Τα λέμε».
Ανέβηκε στη μηχανή και πήρε τη Θήρας όλο ευθεία. Έβγαζε στο Αστυνομικό Τμήμα. Πολύ επίφοβο. Πήρε την Πατησίων και κατέβηκε ανάποδα την Αγίου Μελετίου. Θα έψαχνε όπου μπορούσε.
Λίγο πριν τη Λιοσίων ήταν σταματημένες δύο μπατσομηχανές. Οι μπάτσοι κάπνιζαν και χαχάνιζαν. Ιδανική ευκαιρία. Αύξησε ταχύτητα και περνώντας δίπλα τους άνοιξε πυρ. Έπρεπε να πετύχει οπωσδήποτε κάποιον. Οι μπάτσοι καλύφθηκαν αμέσως. Καθώς απομακρυνόταν είδε από τον καθρέφτη του τον έναν να κείτεται στο έδαφος και γύρω του να σχηματίζεται κάτι κόκκινο. Τον είχε πετύχει τον πούστη.
Σχεδόν αμέσως άκουσε σειρήνες στο βάθος. Θα τον κυνηγούσαν, το είχε δεδομένο από πριν. Αλλά είχε κάνει αυτό που έπρεπε. Ένα πράγμα απέμενε μόνο.
Βγήκε παράλληλα στις ράγες του τρένου και κατευθύνθηκε προς το νεκροταφείο. Φτάνοντας, έριξε μια ματιά στο γήπεδο της Ριζούπολης. Έκανε συντροφιά στους απέναντι μόνιμους κατοίκους.
Σκαρφάλωσε την κλειστή πόρτα και μπήκε μέσα. Οι σειρήνες έμοιαζαν να πλησιάζουν. Έφτασε στον προορισμό του. Κοίταξε τον μικρό. Του χαμογελούσε. Κατέβασε μια γερή γουλιά από το φλασκί του και έβγαλε έξω την κιθάρα.
Τώρα ακούγονταν και φωνές. Οι μπάτσοι ήταν πολύ κοντά.
Κάθισε στο παγωμένο μάρμαρο και άναψε ένα τσιγάρο. Άρχισε να παίζει την κιθάρα και να τραγουδάει, ενώ οι φωνές και τα βήματα πλησίαζαν.

Whoa! come to your house, why' know he don't stay long,
Why' look in bed this morning,
Children you find that your brothers and sisters are gon,.
I said death don't have no mercy in this land..

«Όπως είσαι ακίνητος! Άσε κάτω την κιθάρα και τα χέρια πίσω από το κεφάλι!» φώναξαν οι μπάτσοι μόλις έφτασαν.
Τους κοίταξε αμίλητος αλλά συνέχισε να τραγουδάει.

I said death don't, death don't have no mercy in this land..

«Τα λέμε, μικρέ», είπε και άφησε την κιθάρα. Σηκώθηκε κάνοντας πως πάει να βάλει τα χέρια πίσω από το κεφάλι. Το δεξί του χέρι πήγε πίσω από την πλάτη του για να πιάσει το όπλο. Οι μπάτσοι άρχισαν να του ρίχνουν κατά ριπάς.
Λίγα δευτερόλεπτα μετά βρισκόταν ξαπλωμένος στην αγκαλιά του μικρού. Όπως παλιά…

 


image

Δημήτρης Τζάνογλος

Ο Δημήτρης Τζάνογλος είναι γεννημένος το 1992 στην Αθήνα. Αγαπάει την λογοτεχνία και ασχολείται ερασιτεχνικά με τη συγγραφή κειμένων, μερικά εκ των οποίων έχουν δημοσιευθεί σε κάποιες λογοτεχνικές ιστοσελίδες. Επίσης αγαπάει πολύ τη μουσική και ειδικότερα τον σκληρό ήχο που, μέσω του Merlin’s Music Box, μπορεί να τον υπηρετήσει και γραπτώς.
 
 
 
image

Δημήτρης Τζάνογλος

Ο Δημήτρης Τζάνογλος είναι γεννημένος το 1992 στην Αθήνα. Αγαπάει την λογοτεχνία και ασχολείται ερασιτεχνικά με τη συγγραφή κειμένων, μερικά εκ των οποίων έχουν δημοσιευθεί σε κάποιες λογοτεχνικές ιστοσελίδες. Επίσης αγαπάει πολύ τη μουσική και ειδικότερα τον σκληρό ήχο που, μέσω του Merlin’s Music Box, μπορεί να τον υπηρετήσει και γραπτώς.
 
 
 
image

Δημήτρης Τζάνογλος

Ο Δημήτρης Τζάνογλος είναι γεννημένος το 1992 στην Αθήνα. Αγαπάει την λογοτεχνία και ασχολείται ερασιτεχνικά με τη συγγραφή κειμένων, μερικά εκ των οποίων έχουν δημοσιευθεί σε κάποιες λογοτεχνικές ιστοσελίδες. Επίσης αγαπάει πολύ τη μουσική και ειδικότερα τον σκληρό ήχο που, μέσω του Merlin’s Music Box, μπορεί να τον υπηρετήσει και γραπτώς.
 
 
 

Γραφτείτε στο Νewsletter του Merlin

FEATURED VIDEOS

  • 1