Γράφει ο Bill Hunchback
Με τον Θεόδωρο Μπασιάκο γνωριστήκαμε ένα βράδυ «ποιήσεως στο δρόμο». Αυτό έγινε στο ουζερί της Τζένης στα κάτω Πατήσια κατά τη διάρκεια μιας βραδιάς που είχα οργανώσει εκεί πριν από 7-8 χρόνια βλέποντας ότι η ποίηση και γενικότερα η λογοτεχνία στη χώρα μας έχει εξοκείλει σε μια ακαδημαϊκού χαρακτήρα μικρο-ομάδα αλληλοχαϊδευόμενων αστών που προπληρώνουν τα έργα τους ώστε να μπορούν μετά να μιλούν για αυτά με μια ελαφρά (ή βαρύτερη) κομπορρημοσύνη και να χρησιμοποιούν δύσκολες, δήθεν, λέξεις ή συντακτικές κορδέλες για να δικαιολογήσουν την ομάδα και τον εαυτό τους εντός της.
Ό,τι πιο φρικτό για την τέχνη και τη Μούσα το βρίσκω αυτό. Την αγιαστούρα της συντεχνίας. Τους κύκλους…
Εκείνη η πρώτη βραδιά ήταν ένα σκληρό ρίσκο για το οποίο καλό ήταν να έχει κανείς χαλκό στα έντερα και στο στομάχι, καθότι εννοείται πως η επίθεση υπήρξε αμείλικτη, ειρωνική και, ως συνήθως, ψίθυρος από μακριά με φερετζέδες .
Ο Θόδωρος ήταν από τους πρώτους ανθρώπους που στήριξαν με πάθος την κίνηση.
Εννοείται πως το ίδιο έκαναν και πολλοί άλλοι, η Κατερίνα, η Μαριάνθη , ο Κώστας, ο Νίκος ,ο Χρήστος, ο Τάσος , η Σίσσυ , ο Δημήτρης, ο Θεοχάρης, ο Αχιλλέας, ο Γιάννης, η Μαριλένα, ο Νικόλας και άλλοι/ες πολλοί/ες. Η βραδιά ήταν μια επικίνδυνη επιτυχία, όμως εδώ μιλάω για τον Τεο επειδή αποφάσισε να την κοπανίσει πριν από ενάμιση χρόνο.
Μου τον σύστησε η Κατερίνα Ζησάκη. Η ιδέα της βραδιάς (που επαναλήφθηκε δέκα φορές μέσα στα χρόνια) ήταν η ποίηση να διαβάζεται εκεί που πίνουμε και τρώμε. Στα καπηλειά ας το πούμε. Οι ίδιες οι λέξεις να δημιουργούν το σεβασμό, το σώμα και το αίμα του ποιητή ή της ποιήτριας - ο τρόπος , η φωνή , οι παύσεις , η πλάκα , τα νεύρα, η χαρά, ανάλογα με τη στιγμή και τα τραγούδια. Χωρίς προλόγους και κατάλληλα ποντιουμ, χωρίς στόμφο και προπαρασκευές στόμφου.
Σαν βήμα είχαμε ένα λευκό ψυγείο που έβγαζε (κι ακόμα βγάζει) ένα βόμβο στα 150 hz, όπως τον είχαν στο μυαλό τους οι Velvet Underground όταν άρχισαν να δουλεύουν την Μπανάνα.
Για φώτα είχαμε χριστουγεννιάτικο φωτισμό και για κηρύκειο μια κροκάλα τότε, που αργότερα εξελίχθηκε σε μονόφθαλμο βάτραχο.
Ο Θόδωρος λοιπόν, ένας ντροπαλός ευγενής από άλλη εποχή ή και πλανήτη που τον έβλεπα για πρώτη φορά αλλά είχα μονίμως την εντύπωση πως τον είχα ξαναδεί πολλές φορές στο παρελθόν, σηκώθηκε και, ως γνήσια αναρχική ουσία ανθρώπου, πήρε το κηρύκειο, το έδωσε στην αγαπημένη του, πλησίασε το ψυγείο, πλησίασε στο ψυγείο αλλά απέφυγε τα φώτα που είχαμε στήσει και απάγγειλε.
Η εύθραυστη φωνή του υποστήριζε την απαγγελία. Έσπαγε σε φάσεις σαν να είχε υπόψη της ένα πολύ αστείο ανέκδοτο ή μια μελαγχολική ιστορία που θα ακολουθούσε στη συνέχεια.
Το κοινό ήταν μουσικοί, ποιητές και ποιήτριες, αλλά και κάποιος κόσμος που αληθινά ήθελε να ακούσει, κάτι δυσεύρετο στον τόπο των δημιουργών, οι οποίοι θέλουν μόνο να τους παρακολουθούν χωρίς εκείνοι να παρακολουθούν, έτρωγε και έπινε όπως ήταν θεμιτό και αδιάφορο για μια φωνή σαν τη δική μου (γαϊδουροφωνάρα την αποκαλεί σε κάποιο ποίημά του ο ποιητής) που μπορεί να επικρατήσει πάνω από το θόρυβο. Η φωνή του Θόδωρου όμως με άγχωσε λίγο, φοβήθηκα μήπως δεν τα καταφέρει και τελικά «τσινίσει» όπως είχαν κάνει άλλοι πριν και μετά την παρουσία του στο πάλκο.
Ο Θόδωρος όμως, γελώντας σαν να μην τρέχει τίποτα, συνέχισε να διαβάζει με την εύθραυστη φωνή του. Τότε παρατήρησα να συμβαίνει αυτό που περιέγραφε ο Άλιστερ Κρόουλι σε κάποια φιλοσοφική του ανάλυση, πως αν η πίστη στο θέμα σου είναι αγνή και πηγάζει από την ψυχή σου τότε, όσο αδιάφορο και να φαίνεται το κοινό στην αρχή, θα το δεις αργότερα να προσαρμόζεται από μόνο του στο θέμα που θίγεις. Αυτό συνέβη με τον Θόδωρο. Το ότι πρωτίστως περνούσε ο ίδιος καλά με ό,τι έγραφε υπήρξε καταλυτικό. Δεν μπορούσες να σταματήσεις και να μην παρακολουθήσεις τι σου έλεγε αυτός ο χαμογελαστός στίχος.
Γίναμε καλοί φίλοι αμέσως.
Συμφωνούσαμε στα κινήματα
Συμφωνούσαμε στην απλότητα
Συμφωνούσαμε στη μουσική
Συμφωνούσαμε στην πλάκα
Συμφωνούσαμε στην ανάγκη για χορό
Συμφωνούσαμε στον ενθουσιασμό
Συμφωνούσαμε φιλοσοφικώς
Συμφωνούσαμε στα ξύδια, τα μύδια και τα τσαμασίδια (όπως ειπώθηκε κάποια βραδιά με ποτό και συζητήσεις ανάμεσα σε στίχους, γάτες, σκύλους, ανθρώπους, τζακιού και Τζόπλιν)
Θόδωρος και Χάντσμπακας παίζουν το μπλουζ της ποίησης του ποιητή στην θέση Στρογγυλό Αλώνι Άλσος Συγγρού έτος 2016 (πάνω κάτω
Αν δεν με απατά η μνήμη μου, εκείνη τη νύχτα ο Θόδωρος διάβασε πρώτο αυτό :
Άνοιξη
Ειν’ η εποχή των ποιητών
Των λουλουδιών
Των γαϊδάρων
Ειν’ η εποχή των αναταραχών
Του Μάη του 68
Της Άνοιξης της Πράγας
(και της Κομμούνας φυσικά)
Ειν΄η εποχή των ωραίων καταστάσεων
Εουί
Έτσι λέει κάνουν τ’ αγριολούλουδα σαν ανθίζουν
Ο Χλέμπνικωφ το λέει
Σε λίγες μέρες πάνω κάτω μαζί με την παγκόσμια ημέρα ποίησης θα μας αλλάξουν πάλι την ώρα. Θα μας βάλουν να γυρνάμε πάλι μπρος πίσω μια ώρα τα ρολόγια… Το γνωστό βαρετό αστικοδημοκρατικό τροπάρι .Αλλά εμείς αδέλφια, εμείς όχι !
Εμείς είμαστε με τους ηρωικούς Κομμουνάρους
Που πυροβολούν τα ρολόγια
Κάτω ο μπουρζουάδικος χρόνος σας!
(το δίχως άλλο το πιο σπουδαίο επεισόδιο επαναστατικής βίας όλων των εποχών)
Εμείς θέμε :
Ρολόγια δίχως δείκτες! Ζωή χωρίς θεούς και αφέντες!
Από εκεί και μετά κάναμε πολλά μαζί με τον Θόδωρο. Τα πάντα με γνώμονα τον ενθουσιασμό και την φιλοσοφημένη πλάκα.
Σήμερα, νιώθω πως είναι απαραίτητο να υπάρχει κάποιος φίλος, ένα τουλάχιστον δεύτερο πρόσωπο εκτός από εσένα που να εκπέμπει έκκεντρα σήματα προς το διάστημα για να μπορέσεις κι εσύ να τολμήσεις τα ατόλμητα.
Αυτό ήταν σίγουρα ο Θόδωρος σύμφωνα με το δικό μου σύστημα αξιών και σκέψεων. Ένα βράδυ σκέφτηκα να οργανώσουμε μια ημέρα ποίησης στο «Στρογγυλό Αλώνι», ένα κυκλικό μέρος στο πουθενά του άλσους Συγγρού και το είπα στο Θόδωρο, αν και ήταν αρκετά παρακινδυνευμένο αφού γνώριζα πως δεν βρισκόμασταν στην Αρχαία Αθήνα των περιηγητών ραψωδών ποιητών, αλλά σε ένα νέο-νεολελληνικό τόπο, όπου το μεγαλύτερο ποσοστό δεν θέλει να ξεσηκωθεί από το σπίτι του.
Ο Θόδωρος ενθουσιάστηκε και τελικά το οργανώσαμε. Ποίηση, κρασιά και πίτες με μουσική, μέσα στα σχίνα, τα πεύκα και τα σφερδούκλια. Δεν νομίζω ότι θα μπορούσε να έχει γίνει κάτι τέτοιο στην ξιπασμένη Αθήνα του σήμερα αν δεν υπήρχε ο Θόδωρος.
Παράλληλα ήταν ο αρχετυπικός Ρομπιν Γκουντφελλοου – ο Ρομπέν των Δασών για τους φίλους του και την αγαπημένη του. Τα έδινε όλα. Την ποίηση, την αγάπη του, τη χαρά του, τις γνωριμίες του, τα λιγοστά υπάρχοντα του – όλα. Και δεν πρόδιδε ποτέ, ακόμα κι όταν οι συνθήκες τον στενοχωρούσαν. «Ρε Θόδωρε, τις γνωριμίες σου;» «Σιγά» ήταν η απάντηση.
Η φιλία του με έκανε κι ακόμα με κάνει να αισθάνομαι ότι θα ζήσουμε για πάντα. Απλά, όταν σφίξανε τα λουριά εκείνος αποφάσισε να φύγει.
Κυβερνήτες και Δήμαρχοι από την κόλαση, φευγάτοι φίλοι, καραντίνες, κοινωνική παρακμή – πόσο κλείσιμο της στρόφιγγας της χαράς να αντέξει κανείς;
Το έμαθα πλαγίως από φίλους και γνωστούς, αλλά ρώτησα και τον ίδιο. Θα ανοίξω δημόσια αυτήν την τελευταία ηλεκτρονική συνομιλία μας (υπήρξαν κι άλλες, φυσικές) γιατί ακόμα και αυτά τα λόγια του είναι κάποιου που έζησε ως ποιητής στη ζωή και όχι μόνο στα κείμενα.
Hunchback: Man, καλημέρα τι νοσοκομείο λένε ρε;;;;;;;;
25/6/20, 7:05 μ.μ.
Θεόδωρος: Γεια σου Μπιλ, ένας καρκίνος είναι, τον ψάχνουμε, τα παράσημα των ποικίλων καταχρήσεων κλπ. Βλέπω όνειρα σαν τις άλλοτε παραισθήσεις LSD και μεσκαλίνης, την έχω καταβρεί. Στην αρχή με την καραντίνα πόναγα φρικτά 2 μήνες, τώρα δεν πονάω πια. Σήμερα με την Μαριάνθη παντρευτήκαμε κιόλας (σύμφωνο συμβίωσης) Μη στενοχωριέσαι κι ανησυχείς, καλά θα πάει.
25/6/20, 7:26 μ.μ.
Hunchback: Τι λες τώρα; Που; τι λένε οι γιατροί; Ωραίο το νέο με τη Μαριάνθη. Να ζήσετε. Θέλω να ζήσετε, ρε φίλε, βάλε τα δυνατά σου, τη φουλ ενέργεια σου, δεν ξέρω άλλον κανέναν σαν εσένα στη φάση πια ΠΡΕΠΕΙ να επικρατήσουμε.
Τρεις τέσσερις μήνες περίπου πριν από αυτή τη συνομιλία, ο Θόδωρος μου είχε πει σε ένα φεστιβάλ ποίησης που μας είχαν καλέσει: «Μπιλ, οι μόνοι χίπηδες που μείναμε είμαστε εμείς οι δύο, όλοι οι άλλοι γράφουν αλλιώς.
Και οκτώ μήνες πριν από τους από αυτούς τους τέσσερις στο ουζερί της Τζένης, αναλύαμε πάλι πίνοντας τον πίνακα με τίτλο «Ο ξυπόλητος βοηθά τον άστεγο» που είχαμε βρει εκεί ως την μόνη αλήθεια μετά τον έρωτα.
Ύστερα ο Θόδωρος έφυγε. Με ειδοποίησε η Μαριάνθη, η οποία από μόνη της αποτελεί ένα κεφάλαιο στην ποίηση, όπως και στην καρδιά του Θόδωρου και την δική μας – των φίλων τους.
Ραγίσαμε, είναι η αλήθεια.
Η Μαριάνθη ασχολήθηκε με το πολύ δύσκολο έργο να βάλει τάξη στο χάος του λογοτέχνη Θόδωρου, με σκοπό την έκδοση ενός βιβλίου με τα άπαντα των γραπτών του.
Ο ίδιος ο Θόδωρος, όταν ζούσε, δεν έδωσε ποτέ ιδιαίτερη σημασία στις εκδόσεις και τις δάφνες που υποτίθεται ότι τις συνοδεύουν. «Άμα πεθάνω, κάντε τα ότι θέλετε», έλεγε.
Το βιβλίο κυκλοφόρησε με τίτλο «Θεόδωρος Μπασιάκος, γκαγκάν μυτεράν. Άπαντα ποιήματα και πεζά. Φυλλάδα ποιημάτων και άλλων συναφών καταστάσεων» από τις εκδόσεις Πανοπτικόν, σε επιμέλεια της Μαριάνθης Μαρκοπούλου και του Κώστα Δεσποινιάδη.
Ο Αχιλλέας (ο συγγραφέας Achilles III) είπε ότι είναι ένα βιβλίο που διαβάζεται τέλεια καθημερινά πριν από τον ύπνο μετά από όλη την τοξικότητα της μέρας, σαν φάρμακο.
Ο μουσικός Μανόλης Αλαζόνια είπε ότι η ποίηση του Θόδωρου είναι γι’ αυτόν σαν χάρτης.
Η Φαίη Φραγκισκάτου (μουσική παραγωγός και δημοσιογράφος ) είπε ότι είναι ένα βιβλίο που κάνει και πάλι ενδιαφέρουσα την ποίηση.
Και ένα σωρό άλλοι που τους άκουσα σε αφιερώματα και μνήμες και νυχτέρια, είπαν τόσο όμορφα λόγια.
Εγώ όμως τι λέω; Εμένα ο Θόδωρος ήταν/είναι φίλος μου και αυτό το βιβλίο είναι η φωνή του στην καθημερινότητα μου. Είναι το στοιχείο ή στοιχειό που χρειάζεται να το ανοίξω για να θυμηθώ (ή για να ξανακαταλάβω) ότι τελικά ο κόσμος δεν είναι τόσο απόλυτα μηχανικός όπως έχει καταντήσει. Δεν βασίζεται μόνο στο οικονομικό αλισβερίσι μεταξύ φόβου και ολιγόχρονης απάλυνσης του φόβου. Δεν είναι ένα τετράγωνο γεμάτο σκληρούς αλαζόνες που πολεμούν για την επικράτησή τους με μια ομοβροντία από σέλφι και σέλφι-εμπειρίες και απόψεις, ένα τετράγωνο γεμάτο είρωνες κριτικούς, λογάδες κλεισμένους στη λίστα των επαφών τους, ένας τετράγωνος κόσμος χωρίς αφέλεια, χωρίς ξεγνοιασιά, χωρίς παιχνίδι, χωρίς μεθύσι, χωρίς κάπνισμα, χωρίς ξενύχτι, χωρίς γκρουπάκια, χωρίς χορό, χωρίς άστοχη περιπλάνηση.
Με το βιβλίο και την ψυχή του βιβλίου μπορεί να είναι μια σπείρα με εξελικτικό βήμα που και που. Σαν τις σκάλες υπηρεσίας όπως τις έλεγαν. Στις σκάλες αυτές, περνάς περίπου τα ίδια πράγματα, αλλά έτσι όπως στριφογυρίζουν το κορμί τους, ξαφνικά μπορεί να βρεθείς έναν όροφο πιο πάνω.
Νιώθω ειλικρινά ωραία όταν το διαβάζω, έστω και πέντε λεπτά τη μέρα. Νιώθω πάλι ότι μπορώ να επικαλεστώ την καλλιτεχνική τρέλα για να φτιάξω πράγματα όπως παλιά, όταν τα έλεγα στο Θόδωρο κι εκείνος μου απαντούσε: «Μέσα!»
Με τον Θεόδωρο Μπασιάκο είχαμε πει από την εποχή των «θαλερών δέντρων» πως όλα τα βραβεία, αν αξίζουν, αξίζουν όσο είμαστε ζωντανοί. Πως αυτή η θανατολαγνεία της χώρας που ζούμε ερμηνεύεται ως η ανάγκη του κοινού να τακτοποιήσει και να ελέγξει τους καλλιτέχνες. Πως άμα αγαπήσουμε κάποιον όταν πεθάνει είναι επειδή τώρα είναι δικός μας, δεν μπορεί να κάνει ακριβώς ό,τι θέλει. Δεν θα τον αφήσουμε να μας προδώσει βγαίνοντας μέσα από το κουτάκι που τον θέλουμε να στέκεται. Ό,τι έφτιαξε, θα το βάλουμε στο δικό μας ράφι με τις δικές μας διαστάσεις.
Το βιβλίο για το οποίο μιλάμε όμως είναι τόσο πολυδιάστατο και ορκισμένο στις θέσεις και αγάπες του, που δύσκολα μπορεί κάποιος ή κάποια να του αλλάξει τα μέτρα.
Παράλληλα, για μένα και για μερικούς που ξέρω, ο Θόδωρος δεν είναι νεκρός είναι αλλοδιαστατικός. Τα ’παμε και τα συμφωνήσαμε…