Γιώργης Ξυλούρης («Ψαρογιώργης»): «Το ζύμωμα που συμβαίνει επί σκηνής είναι αυτό που με τραβάει να παίξω. Δεν είναι έτοιμο το ψωμί, το ζυμώνουμε, το πλάθουμε στη σκηνή...»

Συνέντευξη: Βαγγέλης Χαλικιάς

Φωτογραφίες: Γιώργος Φραγκίσκος (Lowlight Photography)

Το πρωινό της 6ης Αυγούστου ξεκίνησε η γνωριμία μας με τον Γιώργη Ξυλούρη, τον Ψαρογιώργη. Σε λίγη ώρα θα πετούσαμε από την Αθήνα για την Αλεξανδρούπολη από όπου την επόμενη μέρα (7/8) θα παίρναμε το καράβι για τη Σαμοθράκη μιας και ο Γιώργης θα εμφανιζόταν πρώτος στο τετραήμερο Pulsar Samothraki Art Festival. Στην παρέα μας από την Αθήνα ήταν ο φωτογράφος του Pulsar Γιώργος Φραγκίσκος μαζί με την φίλη του φεστιβάλ την Ζωή Παπαδάτου. Στο ξενοδοχείο όπου θα περνούσαμε το βράδυ μας συναντήσαμε και τον εκπληκτικό Μάρκο Πινακουλάκη ο οποίος ότι είχε φτάσει από τη Ρόδο μετά από ένα 15νθήμερο με τους Social Waste και θα συνόδευε τον Γιώργη Ξυλούρη ως ηχολήπτης. H παρέα από την πρώτη ματιά έδειξε ότι θα δέσει καλά και ότι θα περάσουμε όμορφα. Πάνω στην μπύρα και τη ρακί, λοιπόν, είπαμε με τον Ψαρογιώργη να κάνουμε μια κουβέντα, όχι για το Pulsar αλλά για τη συνεργασία του με τον Jim White με αφορμή τα τρία επερχόμενα λάιβ τους στην Ελλάδα (31/08 στο Ιδαίο Άντρο, Κρήτη, 01/09, Κηποθέατρο «Νίκος Καζαντζάκης», Ηράκλειο, 03/09 Temple, Αθήνα) .

Οπότε, την επόμενη το πρωί μόλις φτάσαμε στην Σαμοθράκη, αφού μας καλωσόρισε η ιθύνων νους του Pulsar η Άννα η Τσάκωνα (το Merlin’s Music Box είναι εδώ και χρόνια χορηγός επικοινωνίας του φεστιβάλ), καθίσαμε, το παρεάκι που προανέφερα, στο σαλόνι και ξεκινήσαμε την κουβέντα μας ενώ, ο Γιώργος ο Φραγκίσκος την κινηματογράφησε (μπορείτε να την παρακολουθήσετε στο τέλος του κειμένου).

Βαγγέλης: Λοιπόν, Γιώργη πες μας για τον Jim White, τον ξέρεις χρόνια;

Γιώργης: Περίπου 30 χρόνια, από τα τέλη της δεκαετίας του ‘80.

Βαγγέλης: Αν τα λέω σωστά είχατε γνωριστεί στην Αυστραλία όπου έμενες τότε;

Γιώργης: Το 1988 ή το 1987 πήγα εκεί να παίξω με τον πατέρα μου (σ.σ. τον Ψαραντώνη), είμασταν καλεσμένοι από την Ελληνική κοινότητα της Αυστραλίας στη Μελβούρνη, ξαναγύρισα στην Κρήτη και μετά επέστρεψα στην Αυστραλία.

Βαγγέλης: Πάλι καλεσμένος;

Γιώργης: Όχι, αυτή τη φορά ως ερωτικός μετανάστης.

Βαγγέλης: Εκεί δηλαδή γνώρισες τη γυναίκα σου;

Γιώργης: Ναι και έμεινα εκεί οκτώ χρόνια, εκεί έκανα την οικογένεια μου.

Βαγγέλης: Εκεί με τον Jim παίζατε μουσικές; Σε τι φάση ήταν η σχέση σας;

Γιώργης: Τα οκτώ χρόνια που έμεινα στην Αυστραλία έφτιαξα ένα σχήμα, το Xylouris Ensemble.

Βαγγέλης: Συμμετείχε και ο Jim White;

Γιώργης: Όχι δεν συμμετείχε, απλά ερχόταν να μας δει. Ερχόταν συχνά, όποτε παίζαμε, ερχόταν κάποιες φορές μόνος ή και με τον Warren Ellis και με τον Mick Turner που έπαιζαν μαζί στους Dirty Three. Έτσι η γνωριμία μας εξελίχθηκε. Επίσης ανταλλάσσαμε μουσικές, τους έδωσα cd του πατέρα μου [σημ. Ψαραντώνης Ξυλούρης], τους άρεσαν πολύ, με ρωτούσαν πότε να έρθουν στην Ελλάδα να μπορέσουν να τον δουν ζωντανά. Κάποια στιγμή με κάλεσαν να παίξω μαζί τους σαν guest.

Βαγγέλης: Με τους Dirty Three;

Γιώργης: Ναι, αυτό συνέβη το 1991 όπου οι Dirty Three ήταν στο ξεκίνημα τους. Έπαιξα μαζί τους κάμποσες φορές, στη Μελβούρνη και γύρω από τη Μελβούρνη σε διαφορετικούς χώρους. Από τότε σε κάποια μέρη που παίζαμε, μέσα στο πρόγραμμα μέναμε εγώ και ο Jim.

Βαγγέλης: Τζαμάρατε;

Γιώργης: Κάναμε  μια μουσική κουβέντα και μέσα από αυτό είδαμε πως είχαμε μια πολύ καλή ενέργεια. Μας άρεσε αυτό και βάλαμε πλώρη να κάνουμε κάποια στιγμή κάτι, ντραμς και λαγούτο μαζί. Αυτό συνέβη το 91’.

Βαγγέλης: Οπότε πήρε αρκετά χρόνια μέχρι να πραγματοποιηθεί αυτό.

Γιώργης: Ναι, η πρώτη ηχογράφηση έγινε το 2013 στο σπίτι και στούντιο του Μάρκου του Πινακουλάκη, με τον οποίο θα είμαστε απόψε μαζί και εδώ στο Pulsar στη Σαμοθράκη.

Βαγγέλης: Μιλάμε για το Ηράκλειο;

Γιώργης: Ναι, ήρθε ο Jim επίσκεψη να μας δει…

Βαγγέλης: Και είπατε ας γράψουμε και ένα δίσκο;

Γιώργης: Ναι, είπαμε να γράψουμε να δούμε τι θα βγει, τι έχουμε. Όλα αυτά από τότε, οι ανταλλαγές των cd, τα λάιβ των Dirty Three… Πήγαινα και γω να δω τον Jim, τον είχα δει και με μια punk μπάντα που έπαιζε, τους Venom P. Stinger, με τους Dirty Three, κάποιες φορές βγαίναμε παρέα για καμιά μπύρα ή ερχόταν επίσκεψη στο σπίτι..

Βαγγέλης: Κάνατε δηλαδή ότι κάνουν οι φίλοι αλλά το κάνατε και πράξη…

Γιώργης: Με τον καιρό και μέσα από όλα αυτά, όταν ήρθε στο Ηράκλειο που ουσιαστικά είναι το στούντιο του Μάρκου πήγαμε να κάνουμε μια πρόβα, να τη γράψουμε και να δούμε τι θα βγει. Αρχίσαμε και παίζαμε και όλη αυτή η (μουσική) επικοινωνία που είχαμε κάνει έβγαινε με ροή, είτε με παραδοσιακά είτε με δικά μας. Πριν ξεκινήσουμε λέγαμε, «Πάμε να δούμε λίγο αυτό το θέμα;» και μετά «φεύγαμε», πατούσαμε rec και γράφαμε. Ήταν σαν να είχαμε δημιουργήσει έναν κόσμο, ένα κώδικα, ένα ρεπερτόριο. Είχαμε κάτι δικό μας.

Βαγγέλης: Βρήκατε τη δική σας γωνιά στο μουσικό σας σύμπαν. Γιατί μουσικά όσον αφορά αυτά που παίζεται είστε τελείως διαφορετικοί.

Γιώργης: Έτσι.

Βαγγέλης: Αυτά που έπαιζε ο White τα άκουγες, τα Dirty Three, τα punk ήταν καθόλου στα ακούσματα σου ή επηρεάστηκες από τη γνωριμία σας; Ήταν ένας νέος κόσμος για σένα;

Γιώργης: Δεν ήταν ακριβώς ένας νέος κόσμος. Δεν άκουγα ακριβώς punk αλλά στο Ηράκλειο οι συναναστροφές μου με φίλους ήταν και με άλλες διαφορετικές μουσικές πέρα από τα Κρητικά.

Βαγγέλης: Βγάλατε τον πρώτο σας δίσκο το Goats και έχετε ονομάσει και την μουσική σας «κατσικίσια».

Γιώργης: Ναι γίτσικη!

Βαγγέλης: Πως σκεφθήκατε να λέτε έτσι αυτό που κάνετε; Έχει κάποιο συμβολισμό φαντάζομαι η λέξη;

Γιώργης: Αφού αποφασίσαμε ότι θα φτιάξουμε κάτι σκεφτόμασταν διάφορα, πχ πως θα λέμε το σχήμα, στείλαμε σε φίλους αυτό που είχαμε γράψει, τους άρεσε πολύ, και έτσι είπαμε να κάνουμε μια επιπλέον ηχογράφηση για να τα βάλουμε μαζί με την πρώτη, να δούμε τι θα βγει και να βγάλουμε ένα δίσκο. Πάνω στις κουβέντες του πως θα λέμε το σχήμα και τα λοιπά βγήκε και αυτό. Λέγαμε σε ποια ταμπέλα βγαίνει αυτό, είναι ροκ, φολκ; Τι είναι; Είπαμε ότι δεν είναι ούτε το ένα ούτε το άλλο, σκεφτόμασταν πως να το πούμε. Οι διαδρομές από το σπίτι μου μέχρι το στούντιο του Μάρκου, περνάγαμε στο δρόμο από πολλές αίγες, κατσίκες ελεύθερες και επειδή μας αρέσει και μας το ατίθασο συναίσθημα όπως είναι η αίγα, ότι είναι γίτσικο, ότι είναι γίδινο, ότι έχει αυτή την ενέργεια.

Βαγγέλης: Ουσιαστικά, έχει την αγριάδα, έχει την ενέργεια, έχει και την πολυπλοκότητα και πολλά άλλα.

Γιώργης: Ναι, ανάμεσα σε αυτά και ο δίσκος Goats. O Jim είναι στη μία άκρη του πλανήτη και γω το ίδιο στην άλλη, σμίγουμε όποτε είναι να κάνουμε κάτι, οπότε τα αεροπλάνα είχαν γίνει μια καθημερινή βόλτα.

Βαγγέλης: Έχετε πολύ συνεπή δισκογραφική παρουσία για τα χρόνια που είστε μαζί, δηλαδή κάθε δύο – τρία χρόνια έχετε δίσκο. Η διαδικασία είναι ότι γράφετε μόνοι σας ή λέτε ότι θα βρεθούμε στο τάδε μέρος να αρχίσουμε να γράφουμε ή έχετε κάτι έτοιμο από πριν ο καθένας και τα «μπερδεύετε» μόλις βρίσκεστε;

Γιώργης: Τους τέσσερις δίσκους τους κάναμε μαζί στο στούντιο, σε διαφορετικά στούντιο κάθε φορά, πάντα με την άποψη και την συμμετοχή του Guy Piccioto.

Βαγγέλης: Των Fugazi! Είναι παραγωγός σε όλα σας τα άλμπουμ;

Γιώργης: Θα έλεγα ότι είναι το τρίτο μέλος της μπάντας.

Βαγγέλης: Πως προέκυψε ο Piccioto;

Γιώργης: Μετά την πρώτη φορά που βρεθήκαμε στο στούντιο του Μάρκου στο Ηράκλειο λέγαμε πότε θα ξανασμίξουμε γιατί ο Jim έκατσε δέκα μέρες περίπου για διακοπές και συγχρόνως κάναμε αυτές τις ηχογραφήσεις για δυο – τρεις μέρες…

Βαγγέλης: Και έδεσε το γλυκό…

Γιώργης: Ναι και τις επόμενες μέρες προέκυψε ότι θα πήγαινα εγώ στην Αμερική, στη Νέα Υόρκη για να παίξω για τους Κρητικούς συλλόγους εκεί. Είπα λοιπόν στον Jim «έρχομαι» και μου είπε, ωραία θα κλείσω να παίξουμε, θα καλέσω κάποιους φίλους. Οπότε παίξαμε σε ένα πολύ μικρό μπαράκι κάπου στο Brooklyn και εκεί ήρθε και ο Guy. Του άρεσε πάρα πολύ, κατενθουσιάστηκε με αυτό που άκουσε, συγκινήθηκε, μας είπε ότι είδε κάτι που δεν το είχε ξαναδεί και είπε ότι αν θέλουμε, αύριο, μεθαύριο να πάμε στο σπίτι του στο δικό του χώρο, είχε ένα μικρό στούντιο και να κάνουμε κάποια πράγματα.

Βαγγέλης: Οπότε ο Guy αυτοπροσκλήθηκε και θα μπορούσατε να λέγεστε Xylouris White & Guy… (γέλια).

Γιώργης: Θα σου απαντήσω σε σχέση με το πως γίνεται δισκογραφικά. Ο Guy μέσα από τις ηχογραφήσεις παίρνει το υλικό, του το στέλνουμε και ανταλλάσσουμε απόψεις, πως το βλέπει, μας καθοδηγεί, κάνει όλη την υπόλοιπη σύναξη με τα κομμάτια, για να βγει ένας δίσκος. Ο τελευταίος όμως δίσκος έγινε μέσα στο lockdown.

Βαγγέλης: Το 2022;

Γιώργης: Ναι εξ αποστάσεως, ο Guy ήταν στην Αμερική, δηλαδή ο Jim ήταν μια στην Αμερική μια στην Αυστραλία, εγώ στις Αρχάνες στην Κρήτη, στο σπίτι μου, στο στουντιάκι μου. O Jim είχε το χρόνο να μάθει, να στήνει τα ντραμς γιατί θέλουν πολύ λεπτό χειρισμό για να πάρεις τον ήχο, έστησε μικρόφωνα κλπ, έστησε ένα στούντιο στο σαλόνι του και μου έστελνε πράγματα, έγραφα εγώ από πάνω στο δικό μου στούντιο, του τα έστελνα πίσω και έτσι έγινε το The Forest in me, ο τελευταίος μας δίσκος.

Βαγγέλης: Κάθε φορά που ανεβαίνεις στη σκηνή με τον Jim White, ενώ κυρίως παίζεις τα κρητικά τα δικά σου, πως αισθάνεσαι αυτή τη διαφορετικότητα, στο παίξιμο σου, στο μυαλό σου, στην ατμόσφαιρα, πως το εισπράττεις ή είναι απλά άλλο ένα λάιβ;

Γιώργης: Είναι εντελώς διαφορετικά. Με τον Jim πραγματικά υπάρχει αυτό το μάλαγμα μεταξύ μας μέσω της φιλίας μας και τις ώρες που έχουμε περάσει μαζί. Στις περιοδείες έχουμε περάσει ατελείωτες ώρες μαζί, έχουμε οργώσει την Αμερική, την Ευρώπη, πήγαμε επίσης στην Ταιβάν και πέρυσι πήγαμε και στην Κίνα. Όλο αυτό το πράγμα μέσα στο αυτοκίνητο, στα αεροπλάνα, στα τρένα, οι κουβέντες γύρω από αυτά που παίζουμε. Είναι ένας άνθρωπος που είναι πολύ καλός φίλος, τον αισθάνομαι πολύ δικό μου άνθρωπο. Με όλα αυτά γίνεται η ζύμωση, οι κουβέντες γύρω από αυτά που κάνουμε, ο ήχος. Οπότε έχουμε το γίτσικο που λέγαμε πριν αλλά είναι μέσα σε μια περιοχή να το πούμε που περιφέρεται όλο αυτό το πράγμα, έχει δημιουργήσει ένα χώρο που εν τέλει είναι ο ήχος μας και ανεβαίνοντας στη σκηνή το συναίσθημα που μου δίνεται είναι να είμαι ελεύθερος μέσα σε αυτό το πεδίο. Υπάρχει διάχυτη η αλληλεπίδραση και από τον Jim και από μένα και άλλοτε ανάλογα και με τις συνθήκες που παίζουμε, από το Κεντάκι μέχρι μια μικρή μπυραρία του Πόρτλαντ…

Βαγγέλης: Και μέχρι το Κάρνεγκι Χολ (σ.σ. αίθουσα συναυλιών στη Νέα Υόρκη) που λέγαμε…

Γιώργης: Όταν είναι πολλές οι ώρες οδήγησης θα μείνουμε σε κάποιο country side motel, πρωινό, άντε ξανά στο δρόμο άλλες πέντε ώρες. Οι γνωριμίες που έχω κάνει με αφορμή τον Jim, οι διαμονές, εκεί που έχουμε μείνει με φίλους και δεν βλέπεις την ώρα να ανέβεις το βράδυ ξανά στη σκηνή. Αυτά συζητάμε, πως ήταν χθες , το μικρόφωνο, ο χώρος, ο τάδε μου είπε αυτό…

Βαγγέλης: Οπότε αφουγκράζεστε ουσιαστικά οτιδήποτε συμβαίνει…

Γιώργης: Ναι η ενέργεια του χώρου να είναι μέρος του ήχου.

Βαγγέλης: Ουσιαστικά η κουβέντα σήμερα ξεκίνησε γιατί μου έλεγες ότι θα κάνετε κάποια λάιβ στην Ελλάδα με τον Jim το επόμενο διάστημα. Θες να μας πεις λίγο για αυτά; Ώστε ίσως κάποιος να τα βάλει στο πρόγραμμα του μιας και δεν παίζετε συχνά στην Ελλάδα.

Γιώργης: Στην Ελλάδα τελευταία φορά παίξαμε τον Δεκέμβριο παίξαμε στην Αθήνα δυο βράδια στο Temple στο Γκάζι. Τώρα θα έρθει ο Jim και θα παίξουμε 31 του Αυγούστου στο χωριό μου στα Ανώγεια πάνω στο σπήλαιο Ιδαίο Άντρο.

Βαγγέλης: Δεν ξέρω την περιοχή, θα παίξετε μέσα στο σπήλαιο;

Γιώργης: Απέξω αλλά θέλουμε να βάλουμε μικρόφωνα και μέσα στο σπήλαιο να παίρνουμε τον απόηχο από το τι θα βγαίνει. Θα το γράψουμε τουλάχιστον.

Βαγγέλης: Θα το κυκλοφορήσετε;

Γιώργης: Μακάρι, και την επόμενη μέρα (σ.σ. 1/9) θα παίξουμε στο Ηράκλειο στο κηποθέατρο Νίκος Καζαντζάκης στα πλαίσια του φεστιβάλ του Ηρακλείου και μετά τρεις του Σεπτέμβρη το πάμε για να παίξουμε ξανά στο Temple στην Αθήνα.

Βαγγέλης: Πιο προσιτό (σ.σ. το Temple) για εμάς που δεν ερχόμαστε τόσο συχνά στην Κρήτη. Επειδή τη συνέντευξη την αποφασίσαμε πάνω στη μπύρα και στη ρακί που πίναμε χθες στην Αλεξανδρούπολη, ετοίμασα κάποιες ερωτήσεις που τελικά δεν τις είδα καθόλου αλλά ας δούμε αν άφησα κάτι που θα μπορούσα να σε ρωτήσω ακόμα… Θα γράψετε κάτι στο άμεσο μέλλον;

Γιώργης: Έχουμε ήδη ξεκινήσει ηχογραφήσεις στου Guy του Piccioto το στούντιο, στη Νέα Υόρκη τον Μάρτιο που μας πέρασε και έχουμε ήδη κάποιο υλικό που το δουλεύουμε αλλά αυτή τη στιγμή ο Jim είναι σε περιοδεία όπως και γω…

Βαγγέλης: Και συ παίζεις ακατάπαυστα το καλοκαίρι, σήμερα εδώ στη Σαμοθράκη, αύριο στην Κρήτη.

Γιώργης: Σωστά, αυτό το ‘χω ψωμοτύρι πια. Άμα σου πω ότι μια φορά προσγειώθηκα από την Αυστραλία, πήγα σπίτι πήρα το λαγούτο και πήγα σε γάμο, άλλοτε ήρθα από τη Νέα Υόρκη και από το αεροδρόμιο πήγα στο Καστρί και τα ίδια και αύριο, φτάνω και πάω στο Καστρί, στη νότια Κρήτη.

Βαγγέλης: Συνέχεια δημιουργία, πειραματισμός και τα λάιβ όπου εκεί φαντάζομαι είναι η ψυχή του μουσικού, έτσι δεν είναι;

Γιώργης: Είναι και εμένα μου αρέσουν και οι πρόβες πολύ…

Βαγγέλης: Στις πρόβες λένε όλοι οι μουσικοί ότι περνάνε καλά και καμιά φορά περισσότερο και από τα λάιβ…

Γιώργης: Όπως και τα σάουντσεκ, η ώρα που φτιάχνουμε τον ήχο είναι η ώρα που βάζω το κινητό και γράφει.

Βαγγέλης: Γράφεις τα σάουντσεκ;

Γιώργης: Ναι τα γράφω. Έχω πολλά ηχογραφημένα γιατί, ξέρεις, εκεί απελευθερωνόμαστε λίγο διαφορετικά. Το βράδυ μετά το λάιβ στο ξενοδοχείο βάζω να το ακούσω και είναι σα να βγαίνω και γω, ενώ μέχρι εκείνη τη στιγμή έπαιζα και ενώ πηγαίνω για ύπνο είναι σα να βγαίνω, άλλοτε το λάιβ και άλλοτε το σάουντσεκ. Ακούω τι έγινε, στη φωνή στο μπάσο…

Βαγγέλης: Πέρα από τη μουσική αυτή είναι η επιτομή του επαγγελματισμού νομίζω, το να ακούς συνέχεια τι κάνεις για να βελτιωθείς ακόμα περισσότερο όση εμπειρία και ταλέντο και να έχεις.

Γιώργης: Συνέχεια Βαγγέλη, είναι αυτό που αγαπώ, μου αρέσουν τα λάιβ πάρα πολύ εννοείτε, αλλά θέλω ξανά να πάω σπίτι να παίξω, να ψάξω, και όταν βρω κάτι θέλω να πάω το βράδυ να το παίξω. Όχι πάντα ένα κομμάτι ή μια μελωδία, πιο πολύ με ενδιαφέρει ο τρόπος.

Βαγγέλης: Επειδή μετά θα πάμε βόλτα [σ.σ. μετά τη συνέντευξη πήγαμε στο ιστορικό μουσείο της Σαμοθράκης, θες κάτι να προσθέσεις για σένα ή για τον Jim;

Γιώργης: Θέλω να προσθέσω για τον Jim επειδή ξεκινήσαμε τους Xylouris White ήθελα να πω για όλα αυτά τα χρόνια από το 2014 που περιοδεύουμε πόσο έχει ανοίξει όλο το μουσικό πεδίο το δικό μου, πως βλέπω πια τη μουσική, γιατί ο Jim είναι πολύ ιδιαίτερος παίχτης, πολύ ιδιαίτερος άνθρωπος, καρδιακός φίλος όπως σου είπα και έτσι έχει αναπτυχθεί μια σχέση μουσική η οποία με εμπνέει ώστε να δώσω και γω περεταίρω από τη δική μου μεριά.

Βαγγέλης: Ποιο είναι το πιο κοινό σας σημείο και ποια η μεγαλύτερη διαφορά σας σαν μουσικοί ή και σαν άνθρωποι; Τι είναι αυτό που στο αντάμωμα σας είναι τελείως διαφορετικό που ίσως να βοηθά τελικά και αυτό στην ένωση σας;

Γιώργης: Είμαστε τόσο κοντά και είναι αφορμή η μουσική. Βλέπω μέσα από αυτό και τις διαφορετικότητες αλλά συγχρόνως και τα κοινά που είναι η διαίσθηση, η άποψη τέλος πάντων, η προσέγγιση, η ευαισθησία, που είναι σα να έχουμε μεγαλώσει στο ίδιο χωριό και οι διαφορετικότητες είναι τεράστιες, αν σκεφτείς ότι αυτός έρχεται από μια μεγαλούπολη της Αυστραλίας αλλά παράλληλα έχει ζήσει, έχοντας μεγαλώσει σαν παιδί στο δημοτικό, στην έρημο της Αυστραλίας, πήγαινε σε σχολείο που πήγαιναν Αβορίγινες, έχει μνήμες από το χώμα, από τη σκόνη της ερήμου. Εγώ μεγάλωσα στα Ανώγεια στην πλατεία του χωριού μου ανεβοκατέβαινα στα όρη όποτε είχα ευκαιρία, με τους μπαρμπάδες μου πήγαινα στις κουρές, στις γιορτές, στα βουνά, στον Ψηλορείτη, μετά έπαιζα με τον πατέρα μου στα γλέντια της Κρήτης, στα χωριά όλα, έχω γυρίσει την Κρήτη, την έχω κάνει κουτάλι. Με μια μικρή μικροφωνική, με το αυτοκίνητο πηγαίναμε όπου μας καλούσαν με τον πατέρα μου τότε. Ο Jim παράλληλα έπαιζε με μικρά σχήματα όταν ήταν στην εφηβεία. Το ίδιο, υπάρχει μια σχέση με το λαό. Νομίζω αυτό είναι το κοινό μας.

Βαγγέλης: Νομίζω αυτό είναι μια διαφορετική ομοιότητα.

Γιώργης: Αυτό ακριβώς, μια διαφορετική ομοιότητα.

Βαγγέλης: Γιώργη σε ευχαριστώ πολύ για την κουβέντα, να είστε πάντα καλά και να δίνετε και να παίρνετε από τη μουσική.

Γιώργης: Να είσαι καλά Βαγγέλη και εγώ σε ευχαριστώ.

Επειδή όμως η κουβέντα συνεχίστηκε και «εκτός αέρα» θα σας παραθέσω τα λόγια που πρόσθεσε ο Γιώργης Ξυλούρης μετά το τυπικό τέλος της συνέντευξης, όσον αφορά τη σύμπραξη του με τον Jim White. Σε αυτή την προσθήκη συμμετείχε και η καλή μας φίλη, η Ζωή Παπαδάτου.

«Το ζύμωμα που συμβαίνει επί σκηνής είναι αυτό που με τραβάει να παίξω. Δεν είναι έτοιμο το ψωμί, το ζυμώνουμε, το πλάθουμε στη σκηνή. Είναι κομμάτι της μπάντας. Έχουμε τη μαγιά από την προηγούμενη εμφάνιση αλλά ζυμώνουμε στη σκηνή. Αυτή είναι η διαδικασία. Έχει να κάνει με την προετοιμασία και το πως συμπεριφέρεσαι στα υλικά, στις πρώτες ύλες, έχει να κάνει με τη φροντίδα που βάζεις στην πρώτη ύλη».

Γραφτείτε στο Νewsletter του Merlin

FEATURED VIDEOS

  • 1