Πρωτοχρονιάρες μέρες...

Γράφουν οι Γεωργία Συριoπούλου (Abies Sylos), Βαγγέλης Χαλικιάς, Αχιλλέας ΙΙΙ, Βασίλης Καμπούρης

Πρωτοχρονιά: το σημείο όπου συναντώνται το παλιό έτος με το νέο, οι διαψεύσεις της χρονιάς που πέρασε με τις προσδοκίες αυτής που έρχεται, οι ιστορίες που τελειώνουν με εκείνες που μόλις αρχίζουν. Πρωτοχρονιά: ένα σημείο στον χρόνο, το οποίο, αν κάποιος κάνει ένα βήμα παραπίσω και το παρατηρήσει πιο ψύχραιμα, αλλάζει διαστάσεις και μοιάζει λιγότερο σημαντικό, τόσο τυχαία επιλεγμένο, όσο το σημείο όπου έσκασε ένα βότσαλο ριγμένο σε ένα ποτάμι που κυλάει αδιάκοπα. Επειδή, ωστόσο, οι άνθρωποι πάντοτε θα θέλουν να πιστεύουν ότι κάθε 365 μέρες τους προσφερεται η ευκαιρία για ένα νέο ξεκίνημα, έπειτα από το οποίο τίποτα δεν θα είναι το ίδιο, η Πρωτοχρονιά θα είναι μια από τις σημαντικότερες γιορτές του έτους, όσα χρόνια και αν περάσουν, και ό,τι κι αν έχει συμβεί σε αυτά. Και καθώς σε κάποιους αρέσει να ξεκινούν κάθε νέο κύκλο με μια νέα ιστορία, το Merlin's Music Box παρουσιάζει τέσσερις ιστορίες συνεργατών του, οι οποίες γράφτηκαν αποκλειστικά για αυτόν τον σκοπό, και σας εύχεται καλή χρονιά. 

 

Η ωραία μας πόλη (Abies Sylos)

Ήταν πλήρωμα σε κότερο ιδιωτικό. Αφού έφυγε το αφεντικό, πήγαν να ξεχειμωνιάσουν στο καρνάγιο. Η καλοκαιρία δεν έφυγε ποτέ φέτος και έτσι αν και Δεκέμβρης μπορούσε να κάνει ακόμα, δηλαδή τώρα μπορούσε να κάνει τις δικές του διακοπές. Βγαίνει καθημερινά στην σχεδόν ανύπαρκτη παραλία, απλώνει πετσέτα και λιάζεται. Σήμερα έφερε και το νεσεσέρ του, και έβγαλε την οδοντόβουρτσα. Έπλυνε τα δόντια του ηδονικά ένα δεκάλεπτο, μισοξαπλωμένος στο κεκλιμένο έδαφος με τις κροκάλες, που βυθιζόταν μπροστά του ακριβώς στο νερό του Ευρίπου. Βούρτσισε τις δύο πλευρές του στόματος σχολαστικά, αλλάζοντας χέρι. Εναλλάξ τρία λεπτά η κάθε μεριά και πάλι επανάληψη. Ο ήλιος είναι σε μικρότερη κλίση λόγω εποχής, κάνει όλη τη Χαλκίδα να λούζεται από ένα κάπως απόκοσμο, κίτρινο, θολό φως. Οι αμφίπυγοι κόλποι της Χαλκίδας φαίνονται πράσινοι. Πίσω του ακριβώς, στα είκοσι μέτρα βρισκόταν ο σταθμός του τραίνου για την Αθήνα. Οι ταξιδιώτες που περιμένουν στις αποβάθρες βλέπουν αυτή την τόσο ιδιωτική στιγμή με φόντο τα βουνά της Εύβοιας.
-Και μετριέται ο πόνος; Με τι μετράμε τον πόνο; Με τα δάκρυα; -Ω ναι! -Μετριούνται τα δάκρυα; -Μα ναι μετριούνται με μικρά δοχεία γυάλινα, μικρογραφίες φιάλης που το στόμιο τους είναι πεπλατυσμένο. Έτσι συλλέγονται τα δάκρυα ύστερα σφραγίζονται, ώστε να μην εξατμιστούν, με αυτό τον τρόπο δεν πηγαίνουν χαμένα, μετριούνται με ακρίβεια. Έτσι ο πόνος τελειώνει, όταν τα φιαλίδια γεμίσουν 1,2,3… και κηρύσσεται το τέλος του πόνου αφού τα δάκρυα έχουν κριθεί αρκετά. Με αριθμό. Με αυτά τα φιαλίδια λοιπόν ήξερες παλιά ότι θα τελειώσει κάποια ώρα ο πόνος. Χωρίς αυτά σήμερα είναι αμέτρητος, κρεμόμαστε από την στιγμή και το τυχαίο για το πότε θα μας πει κάποιος, που δεν ξέρουμε καν ποιος είναι: “έλα επιτέλους τελείωσε με τον πόνο, κοίτα πως είναι τα νερά πράσινα και κάποιος βουρτσίζει τα δόντια του”.

Στην πρωτεύουσα του νομού που είχε μόλις διοριστεί είχε αρχίσει ο πυρετός των γιορτών, κατανάλωση, στολισμός της πλατείας, της κεντρικής λεωφόρου, μεγάλο χριστουγεννιάτικο δέντρο με μεταλλικό σκελετό, ο δέοντας φωτισμός και στην είσοδο της πόλης γιγαντοθόνη με κείμενο που αναβόσβηνε “Η ωραία μας πόλη σας καλωσορίζει. ΚΑΛΕΣ ΓΙΟΡΤΕΣ”. Η ωραία τους πόλη τις νύχτες του Δεκέμβρη είναι υγρή, έρημη και παγωμένη και μόνο μέσα σε σπίτι μπορείς να νοιώσεις κάποια θαλπωρή και αυτό με ερωτηματικό.
Στο γραφείο, τού ανέθεσε ο προϊστάμενος να στολίσει χριστουγεννιάτικα. Πήρε μαρκαδόρους υγρής κιμωλίας (τον συμβούλεψε ένας δάσκαλος) και ζωγράφισε στα τζάμια. Σχεδίασε μια χιονονιφάδα με την εξαγωνική δομή της, έναν χιονάνθρωπο με μύτη καρότο, δύο χιονονιφάδες ακόμα και ένα έλατο, σκέτο τρίγωνο, γεωμετρικό, δεύτερο τρίγωνο, τρίτο και να! Θα γίνει δάσος λοιπόν. Το αστέρι της Βηθλεέμ και μικρά άστρα. Έβαλε φωτάκια περιμετρικά του παραθύρου που έβλεπε στον πεζόδρομο με την αγορά και τις επαρχιακές πολυτελείς καφετέριες, τα συνέδεσε και τα ρύθμισε στο strobe. Άνοιξε ένα ρόδι για να φάει, το ρόδι δεν είχε κόκκινους σπόρους, ήταν άχρωμοι, διάφανοι, ένα ρόδι αλμπίνος. Η γεύση του ήταν γλυκιά.

Παραμονή Χριστουγέννων γύρισε πίσω. Πήγε για το τριήμερο στο σπίτι του φίλου του. Εκεί φτώχεια και βρώμα. Οι κάτοικοι πλένουν ρούχα στα πλυντήρια για δύο ευρώ, παλεύουν με τους κοριούς, κάνουν μπάνιο με βάρδιες και συχνάζουν στα κουρεία για ξύρισμα και καθαριότητα.
Η γυναίκα του φίλου του δουλεύει σε μαγαζί με τρόφιμα. Το πρωί ταΐζει τη γάτα και ξεπλένει έξω από το μαγαζί τα κάτουρα που πέφτουν από τον τέταρτο• βγαίνει ένας γέρος τη νύχτα και κατουράει από το μπαλκόνι.
Ο κουρέας κόβει τα μαλλιά με μέθοδο, υπομονή και φροντίδα. Δεν κάνει επίδειξη δεξιοτεχνίας αλλά επίδειξη μέριμνας. Ψαλιδι, μηχανή, ξυράφι, όλα περνούν από τη διαδικασία ώστε το αποτέλεσμα να δείχνει ένα πολύ τακτοποιημένο και καθαρό κεφάλι.
Περιποιείται και τις τρίχες του προσώπου, μύτης φρυδιών και αν κάποιος θέλει, φυσικά σε χωριστή συνεδρία, κάνει αποτρίχωση στο μέτωπο γύρω από τα φρύδια και στο πάνω μέρος των παρειών ακριβώς κάτω από τα μάτια. Όλο αυτό κρατάει πολύ, μισή ώρα οπωσδήποτε. Και παραπάνω. Κανείς δε βιάζεται στο κουρείο.
Η βρώμα είναι απέξω.
Σε διατηρητέο που καταρρέει είδε γραμμένο με σπρέι:
Όσα μπαλκόνια
τόσα λαμπιονια
για να φωτίζουνε τα μίζερα σας χρόνια.

 

 

Currucucu (Βαγγέλης Χαλικιάς)


Η Ελένη θα περνούσε τη μέρα της όπως σε κάθε παραμονή Χριστουγέννων. Θα πήγαινε σχεδόν ξημερώματα στη δουλειά, στο εμπορικό κατάστημα που εργαζόταν. Ήταν η σημαντικότερη μέρα του χρόνου όσον αφορά το τζίρο τους και όλοι οι υπάλληλοι έπρεπε να δώσουν τον καλύτερο εαυτό τους μέχρι τη λήξη της βάρδιας που θα έφτανε σχεδόν ως το βράδυ, συν ότι μετά το κλείσιμο, πριν φύγουν, θα έπρεπε να συνεφέρουν το μαγαζί για το άνοιγμα μετά το εορταστικό διήμερο.

Μόλις ξύπνησε έβαλε μπρος την καφετιέρα, έφτιαξε ένα τοστ με διπλό κατσικίσιο τυρί και άρχισε να ετοιμάζεται.

Είχε έναν πράσινο τοίχο στο χολ του σπιτιού της και πάνω του έναν καθρέφτη.

Έκανε ένα γρήγορο λούσιμο, στέγνωνε με χορευτικές κινήσεις τα καστανά μακριά της μαλλιά μπροστά στον καθρέφτη κάτω από τους ήχους των Andrew Sisters και αν την έβλεπε κανείς θα την τοποθετούσε εύκολα σε μια οποιαδήποτε ταινία του Almodovar, έτσι μια απλή σκηνή σε μια πάντα όμορφα δοσμένη ιστορία του Pedro.

Στη συνέχεια ντύθηκε, βάφτηκε, πήρε τον καφέ της στο θερμό και το τοστ τυλιγμένο σε χαρτοπετσέτες για να το φάει στο αυτοκίνητο πηγαίνοντας στη δουλειά. Της άρεσε αυτή η διαδικασία.

Ήδη σκεφτόταν τι θα έκανε μετά το σχόλασμα αφού η δουλειά ήταν κάτι που δεν μπορούσε να αποφύγει οπότε τουλάχιστον άφηνε τον εαυτό της να προσμένει το μετά της.

Η μέρα στο μαγαζί, εξελίχθηκε πολύ δύσκολη, όχι ότι δεν το περίμενε…

Λίγο κάποιοι περίεργοι πελάτες, λίγο η άσχημη και κάπως αλαζονική συμπεριφορά από τον προϊστάμενο της, (τον οποίο κατά βάθος ψιλολυπόταν κιόλας αφού και αυτός όταν ερχόταν στο μαγαζί ο δικός του προϊστάμενος για τον τυπικό έλεγχο ήταν έναν χεσμένος κυριούλης και τίποτα περισσότερο), ήταν ικανά να χαλάσουν τη μέρα της αλλά οκ, τίποτα από όλα αυτά δεν της ήταν καινούργιο αλλά και ποτέ δεν είναι εύκολο να τα ανέχεσαι όλα.

Το τηλέφωνο της Ελένης χτύπησε κάνα δυο φορές από ανθρώπους που ήθελαν να την ακούσουν αλλά την είχε καταπιεί η δουλειά και δεν ασχολήθηκε. Υπήρχαν στιγμές που από την πίεση έχανε την επαφή με τον ίδιο της τον εαυτό αφού το μόνο που είχε σημασία ήταν να κάνει όσο πιο γρήγορα και σωστά τη δουλειά της ώστε να είναι ικανοποιημένοι και οι πελάτες του καταστήματος και ο προϊστάμενος αλλά και η ίδια αισθανόταν όμορφα ύστερα από μια αποδοτική μέρα, ειδικά όταν αυτή η μέρα είναι η παραμονή των Χριστουγέννων.

Και κάποια στιγμή... νύχτωσε.

Τα πόδια τα δικά της και των συναδέλφων της πονούσαν. Δεν είχε προλάβει να φάει ούτε ένα κουλούρι όλη μέρα. Η πρωινή της εμφάνιση είχε τσαλακωθεί αρκετά με τόσο τρέξιμο αλλά δεν πειράζει, σε λίγη ώρα θα ήταν σπίτι για να ετοιμαστεί να βγει.
Όταν έφτασε έπρεπε να κάνει ένα γρήγορο μπάνιο να φύγει η μέρα από πάνω της, η μυρωδιά της δουλειάς, σκέφτηκε ότι θα ήθελε να τα βάλει όλα σε έναν κλίβανο για να τα απολυμάνει.

Σε λίγο θα περνούσε να την πάρει ο Πέτρος, νέο φλερτ, η αλήθεια είναι ότι αυτή τον είχε διαλέξει, δεν ήθελε και πολύ προσπάθεια όμως αφού όπως αποδείχθηκε αυτή ήταν απλά η πιο τολμηρή από τους δύο και έκανε την πρώτη κίνηση.

Η αποψινή βόλτα μαζί του ήταν η σκέψη που την ξεκούραζε και την γέμιζε προσμονή.

Το κουδούνι χτύπησε, η Ελένη δεν ήταν έτοιμη, του άνοιξε, φιλήθηκαν, του είπε να την περιμένει στο σαλόνι μέχρι να τελειώσει.

Το σκηνικό με το στέγνωμα των μαλλιών είχε πλέον έναν θεατή. Αυτή το απολάμβανε.

Η δίχως λόγια jazz του Louis Armstrong γαργαλούσε τα αυτιά τους.

Ο Πέτρος είχε απέξω τη μηχανή του να τους περιμένει.

Μόλις η Ελένη ετοιμάστηκε έκατσε στα γόνατα του, αγκαλιάστηκαν, φιλήθηκαν.

Ο δίσκος είχε τελειώσει και το γρατζούνισμα της βελόνας κάποια στιγμή έγινε αισθητό.

Σηκώθηκαν, ο δίσκος μπήκε στη θέση του και έφυγαν.

H αλήθεια είναι ότι δεν είχαν κάποιο πλάνο πέραν του πάμε κάπου για φαγητό και βλέπουμε, δεν είχαν κλείσει πουθενά τραπέζι.

Ήταν τόσο μεγάλη η χαρά τους που ήταν μαζί που δεν τους ένοιαξε και τόσο.

Σταμάτησαν να φάνε ένα φαλάφελ και με την πείνα που είχαν και οι δύο τους φάνηκε το πιο ωραίο γεύμα του κόσμου.

Εδώ που τα λέμε της είπε ο Πέτρος, ο μικρός που και καλά γεννάται σήμερον σε αραβικό έδαφος γεννήθηκε οπότε είμαστε στο σωστό mood γεύσεων.

Μόλις έφαγαν της είπε πως είχε ένα μυστικό.
Αν περνούσαν από ένα συγκεκριμένο δρόμο στο κέντρο της Αθήνας, συγκεκριμένη ώρα και με συγκεκριμένη ταχύτητα θα μεταφέρονταν όπου ήθελαν σε όποιο σκηνικό ονειρεύονταν.
Της έδωσε την επιλογή.

Η Ελένη δεν εξέφρασε καμία αμφιβολία, δεν έφερε καμία αντίρρηση.

Τον ρώτησε αν θυμάται μια σκηνή από την ταινία «Μίλα της» του Almodovar που ο Caetano Veloso τραγουδούσε το Cucurrucucu Paloma σε μια αυλή και ότι θα ήθελε πολύ να βρεθεί εκεί ανάμεσα σε αυτούς τους ανθρώπους που παρακολουθούσαν τη συγκεκριμένη στιγμή.

Ο Πέτρος της χαμογέλασε, έβαλε μπροστά τη μηχανή και μετά από λίγο της είπε να κλείσει τα μάτια.

Την επόμενη στιγμή της κρατούσε το χέρι πάνω σε ένα τραπέζι, το ποτήρι είχε λευκή sangria που τη λάτρευε και ο Veloso τραγουδούσε με τα μάτια κλειστά.

Όταν το τραγούδι τελείωσε βρέθηκαν ξαφνικά μπροστά στον πράσινο τοίχο να κάνουν έρωτα στο χαλάκι, στο πικάπ η Nina Simone έδινε το δικό της χρώμα στο I put a spell on you που είχε πάρει τη θέση του στο πικάπ της Ελένης, έξω η βροχή δυνάμωνε.

Η νύχτα είχε διώξει για τα καλά τη μέρα...

Τι θες να κάνουμε αύριο τον ρώτησε...

Τίποτα της είπε, καμία φορά χρειάζεται λίγο τίποτα για να φύγει το πολύ...

Τίποτα που πρέπει, θα κάνουμε πολλά, όμως μόνο από αυτά που θέλουμε.

 

 

Μια ακόμη γλυκοπικρουγεννιάτικη ιστορία (Αχιλλέας ΙΙΙ)

Όπως κάθε τέτοιο καιρό, μέσα Δεκεμβρίου, σκεφτόταν τις γιορτές που πλησίαζαν. Όχι όπως οι περισσότεροι άνθρωποι της ηλικίας του. Όχι, δηλαδή, επειδή προσπαθούσε να προγραμματίσει τις υποχρεώσεις, τα ψώνια, τις ανάγκες του, όχι για να σχεδιάσει διακοπές μακριά από το σπίτι και τη ρουτίνα του υπόλοιπου έτους, αλλά επειδή έπρεπε να γράψει μια χριστουγεννιάτικη ιστορία. Κανείς δεν τον ανάγκαζε να το κάνει. Επρόκειτο για ένα καθήκον που είχε οικειοθελώς αναλάβει: έγραφε κάθε χρόνο μια ιστορία για τις γιορτινές ημέρες και στη συνέχεια τη μοιραζόταν δημόσια. Και κάθε χρόνο συνειδητοποιούσε πως ό,τι κι αν έκανε, όσο και αν προσπαθούσε για το αντίθετο, το τελικό αποτέλεσμα άφηνε πάντα σε όσους τη διάβαζαν μια πικρή επίγευση, ελαφρώς αταίριαστη με το πνεύμα των ημερών. Ήταν λες και κάτι τον εμπόδιζε να προσφέρει ένα ξεκάθαρα χαρούμενο τέλος σε ό,τι έγραφε, γεγονός που είχε αρχίσει να ενοχλεί ακόμη και τον ίδιο. «Όλα μοιάζουν μάταια, έτσι όπως γράφεις. Αυτός ο γλυκόπικρος τρόπος που επιλέγεις καταλήγει πιο επώδυνος ακόμη και από ένα ξεκάθαρα στενάχωρο μήνυμα. Είναι σχεδόν σαδιστικό!», του είχε πει κάποιος, προβληματίζοντάς τον. Αλήθεια, παρότι συνήθιζε να αφήνει κάποιες ακτίνες φωτός να τρυπώνουν στα γραπτά του, λίγο πριν το τέλος της κάθε ιστορίας φρόντιζε να τα βυθίσει όλα σε ακόμη μεγαλύτερο σκοτάδι, λες και έπρεπε να επαληθεύσει τη ρήση του Γερμανού φιλοσόφου που είχε υποστηρίξει ότι η ελπίδα είναι το χειρότερο δεινό επειδή παρατείνει τα βάσανα των ανθρώπων. «Μα ποιος διαβάζει Νίτσε χριστουγεννιάτικα…» αναρωτήθηκε.
«Δεν καταλαβαίνω αν πρόκειται για ενοχές. Αν φταίει η επίγνωση ότι υπερτερούν κατά πολύ αριθμητικά όσοι υποφέρουν σε σχέση με εκείνους που απολαμβάνουν ξέγνοιαστα τη ζωή τους. Φυσικά, ακόμη και μεταξύ όσων υποφέρουν ολόκληρο τον χρόνο, ένα ποσοστό ωφελείται από το εορταστικό πνεύμα∙ ξεχνιούνται προσωρινά, εστιάζοντας σε κάτι θετικό, σε κάτι αισιόδοξο που τους δίνει κουράγιο και τους ξεκουράζει από τα βάσανά τους. Είναι σαν να βρίσκεσαι βυθισμένος σε ένα καζάνι που βράζει, σε κάποια σκοτεινή γωνιά της κολάσεως και να απολαμβάνεις ένα κοκτέιλ με μια τσουρουφλισμένη από τις αιώνιες φλόγες χάρτινη ομπρελίτσα, ωστόσο μερικές φορές, ακόμη κι αυτό, ενδέχεται να βοηθάει από ψυχολογικής απόψεως. Προσωπικά, κάτι τέτοιο ποτέ δεν με βοήθησε ιδιαίτερα. Οι προφανείς αντιφάσεις έχουν έντονη επίδραση πάνω μου, και δυστυχώς είμαι αρκετά παρατηρητικός.
»Ακόμη θυμάμαι τι είχε συμβεί ένα βράδυ πριν από αρκετά χρόνια, προπαραμονή Χριστουγέννων, όταν επέστρεφα σπίτι εξαντλημένος από τη δουλειά, με ένα ασήκωτο αίσθημα να μου πλακώνει τη ψυχή, έπειτα από μια ατελείωτη ημέρα, αηδιασμένος από τη συμπεριφορά των άλλων. Μπαίνοντας στην πολυκατοικία αντίκρισα το κακομοίρικο χριστουγεννιάτικο δέντρο με τα λαμπάκια που είχε τοποθετήσει κοντά στην είσοδο η διαχειρίστρια της πολυκατοικίας∙ εκείνη η μικρόψυχη στρίγγλα, που κάθε βράδυ την άκουγα να ουρλιάζει στα παιδιά και στον άντρα της για ψύλλου πήδημα∙ εκείνη, που όλοι υποψιαζόμασταν ότι φούσκωνε τους λογαριασμούς των κοινοχρήστων προς όφελός της∙ εκείνη, που το βλέμμα της έσταζε μοχθηρία και η γλώσσα της φαρμάκι. Αντίκρισα τα λαμπάκια που αναβόσβηναν στα πλαστικοποιημένα κλαδιά. Είχα σταθεί απέναντι και τα κοιτούσα, μέχρι που ένα τρέμουλο άρχισε να απλώνεται σε ολόκληρο το σώμα μου. Το βλέμμα μου θόλωσε, καθώς ένιωσα το αίμα να μου ανεβαίνει στο κεφάλι. Δεν θυμάμαι λεπτομέρειες, αλλά όταν συνήλθα το δεντράκι ήταν πεσμένο κάτω, κομματιασμένο, μαδημένο, και ολόκληρη η είσοδος ήταν γεμάτη πλαστικές πευκοβελόνες και σπασμένα στολίδια. Τα λαμπάκια, βίαια τραβηγμένα από την πρίζα, δεν άναβαν, αλλά ήταν πεταμένα σε μια γωνιά, με το καλώδιο πάνω στο οποίο ήταν προσαρτημένα να βρίσκεται απλωμένο στο πάτωμα, σαν ταραχώδες αποτύπωμα καρδιογραφήματος. Μετά ανέβηκα στο διαμέρισμα μου και έπεσα ξερός για ύπνο μέχρι το επόμενο πρωί, όταν με ξύπνησαν κάτι πιτσιρίκια που έλεγαν τα κάλαντα. Δεν τους άνοιξα.

»Αναρωτιέμαι μερικές φορές μήπως φταίει η δική μου στάση απέναντι στα πράγματα. Έχω διαπιστώσει πως διαθέτω μια έμφυτη απαισιοδοξία που δεν μου επιτρέπει να αφεθώ και να απολαύσω το παρόν –το σύνολο από τις φρέσκες διαδοχικές στιγμές– όπως κάνουν οι περισσότεροι άνθρωποι. Αντιθέτως εμφανίζω μια τάση να υπεραναλύω τις καταστάσεις, να τις εντάσσω σε ένα ευρύτερο πλαίσιο, και να ανιχνεύω με μεγάλη αποτελεσματικότητα τους λόγους που μπορούν να υφίστανται ώστε να μένει κανείς ανικανοποίητος και διαρκώς εκνευρισμένος. Συχνά συμβαίνει να αποδεχόμαστε πως είμαστε εκείνο ακριβώς που οι άλλοι πιστεύουν για εμάς. Πίστευα ανέκαθεν πως είμαι απαισιόδοξος. Βέβαια, ρίχνοντας μια ακόμη ματιά γύρω μου, με μεγαλύτερη ψυχραιμία, νομίζω οτι δεν είμαι και τόσο σίγουρος... Για ποια απαισιοδοξία μπορούμε να μιλάμε όταν ο κόσμος έχει αυτά τα χάλια. Μη σου πω ότι, τελικά, είμαι και αισιόδοξος: εξακολουθώ να βρίσκω νόημα στο να συνεχίζω να προσπαθώ να φτιάξω κάτι ωραίο∙ κάτι που να προσφέρει τέρψη (πρώτα σε εμένα τον ίδιο και έπειτα στους άλλους). Nα, όπως τώρα που κάθομαι μόνος και γράφω. Η τέχνη, ακόμη και όταν ένα καλλιτεχνικό έργο μοιάζει σκοτεινό, αποτελεί τη μέγιστη έκφραση αισιοδοξίας∙ τόσο μεγαλύτερης αισιοδοξίας όσο πιο μάταιη πιστεύει κανείς ότι είναι συνολικά η ύπαρξη. Γιατί, εδώ που τα λέμε εντελώς μάταιη μου φαίνεται, ιδίως οσο πλησιάζουν οι γιορτές και οι άνθρωποι επιζητούν την ανακούφιση στο καταφύγιο της συλλογικής παράκρουσης…»
Εκείνη τη στιγμή, στο μικρό δωμάτιο που χρησιμοποιούσε ως γραφείο, εισέβαλε τρέχοντας ο δυο ετών γιός του, φορώντας μια χνουδωτή στολή ταράνδου. Το θέαμα ήταν πολύ αστείο. Ο άνδρας γέλασε και αγκάλιασε τον μικρό που αμέσως σκαρφάλωσε στην αγκαλιά του και βολεύτηκε εκεί, ανάμεσα στον πατέρα του και σε ό,τι εκείνος είχε ήδη γράψει στην οθόνη του ηλεκτρονικού του υπολογιστή. Ο μικρός χαμογελούσε στον πατέρα του, κοιτάζοντάς τον στα μάτια, με τα δικά του μάτια που έλαμπαν. «Ίσως αυτό να είναι το μεγαλύτερο δώρο που προσφέρει στον άνθρωπο το να γίνει γονιός: να έχει την ευκαιρία, μέσα από τα μάτια του παιδιού του, να δει ξανά για λίγο τον κόσμο με την αθωότητα και την άγνοια της πρώτης φοράς∙ από την αρχή, απαλλαγμένος από το βάρος του παρελθόντος, της εμπειρίας και της επίγνωσης της μάλλον σταθερά δυσάρεστης επαναληπτικότητας της ιστορίας.»
Ο άνδρας που έγραφε γλυκόπικρες χριστουγεννιάτικες ιστορίες άπλωσε το χέρι και απενεργοποίησε την οθόνη του υπολογιστή του, επιλέγοντας να κάνει κάτι πολύ πιο σοβαρό και ουσιώδες. Σκύβοντας έδωσε ένα φιλί στο κεφάλι του παιδιού, το οποίο δεν κατάλαβε από που προέρχονταν οι σταγόνες που του έβρεξαν ελαφρώς τα μαλλιά, ούτε για ποιόν λόγο τα μάτια του χαμογελαστού πατέρα του ήταν υγρά – δεν τον είχε δει να χτυπάει πουθενά για να κλαίει, ούτε φαινόταν να πεινάει ή να επιθυμεί κάτι που του απαγόρευαν να κάνει, όπως πολύ συχνά έκαναν στον ίδιο. Ποιος, άλλωστε, γνωρίζει από τόσο μικρός ότι μερικές φορές οι μεγάλοι, αυτά τα παράξενα παντοδύναμα πλάσματα, μπορεί να κλαίνε και από χαρά.
Πηδώντας από τα πόδια του πατέρα του στο πάτωμα, ο μπόμπιρας-μικρός τάρανδος έτρεξε μέχρι την πόρτα του δωματίου, και εκεί σταμάτησε και έκανε νόημα στον άνδρα να τον ακολουθήσει για να του δείξει κάτι στο σαλόνι. Εκείνος, υπακούοντας, σηκώθηκε από το γραφείο του και τον πλησίασε. Δίπλα στη γωνία με τα απλωμένα παιχνίδια του, το αγόρι στεκόταν περήφανο και έδειχνε στον πατέρα του έναν ψηλό πύργο που είχε φτιάξει χρησιμοποιώντας ένα σωρό κύβους με γράμματα της αλφαβήτου τυπωμένα στις έξι πλευρές τους. Στο πάνω πάνω μέρος της κατασκευής του ισορροπούσαν πέντε κύβοι, περίτεχνα τοποθετημένοι από τα μικρά δάκτυλα του αγοριού, με τρόπο που έκανε τον πατέρα του να χαμογελάσει ξανά, καθώς εντελώς τυχαία σχημάτιζαν μια συγκεκριμένη λέξη με πέντε γράμματα:
ΣΚΑΤΑ.

 

Η Λάμια (Βασίλης Καμπούρης)

Η Λάμια λένε πως είναι μια καλοφτιαγμένη γυναίκα. Είναι όμορφη και απαλή

πλην όμως είναι και κατακτημένη από το πνεύμα.

Στη μεσαία ιστορία όποιος άνθρωπος δεν έπρεπε να κατακτηθεί από το πνεύμα και να τα βλέπει αλλιώς , λέγανε πως κατακτήθηκε από το Διάβολο, γιατί άμα τα βλέπεις αλλιώς διαφωνείς και στη μεσαία ιστορία, τη διαφωνία την ονόμαζαν διαβολή. 

 Και γυναίκες Και άνδρες θεωρήθηκαν παιδιά Του Διαβόλου.

Οι άλλοι, οι …κανονικοί , τους άφηναν μόνους ,με το πνεύμα ισχυρό και έντονα παλλόμενο.

 Μόνοι λοιπόν, περιπλανώμενοι μ' ελαφριά σκιά, χαλούσαν τα ενδύματα, χαλούσαν τα παπούτσια τους, σημάδευαν τα πόδια, έσπαζαν τα δάχτυλα και μάτωναν τις φτέρνες.

 Τις γυναίκες τις έλεγαν Λάμιες.

Τους άνδρες τους φώναζαν Σκυλογέννηδες και παγανούς.

Κατά βάση τα κορόιδευαν αυτά τα άτομα, όμως υπήρξαν και μαρτυρίες που λένε πως τους έκαιγαν, τους έφτυναν και τους πετροβολούσαν.

 Οι κανονικοί άνθρωποι όπως έχτιζαν πόλεις με φως για να σκεπάζει τα σκοτάδια τους, άφηναν τους αλαφροίσκιωτους μοναχούς και έξω απ' όλα. 

Για αυτούς δεν υπήρχε η χαρά της συναναστροφής, ο έρωτας, οι βόλτες, οι γιορτές, τα Χριστούγεννα, το Πάσχα.

 Αυτοί ανήκαν, είπαν οι κανονικοί ,στο διάβολο και έπρεπε να έχουν μαύρη ζωή.

 Οι λαογράφοι κατά καιρούς έχουν προσεγγίσει με παράξενο τρόπο το θέμα.

 Ο Λουκάτος , γράφει μια φράση ήδη από το 1957, που μου έχει κάνει τρομερή εντύπωση. Τ' Αγίου τ' ανάβουμε ένα κερί του δαιμονίου δύο, λέει.

Τα πλάσματα που βρίσκονται στα όρια της όρασης εντέλει, καταφέρνουν με την ύπαρξη ή μη ύπαρξη τους, να ανατρέψουν την άκαμπτη δομική ανάλυση που περιβάλλει την ανθρώπινη κοινωνία, δημιουργώντας μια γκρίζα ζώνη στην οποία όλα είναι πιθανά. Όσο περνάει ο καιρός κι επικρατεί το τεχνητό φως και το τσιμέντο, η γκρίζα ζώνη αυτή περιορίζεται όλο και περισσότερο, αλλά δεν παύει κι όλα….

 

Η πόλη των Αθηνών έχει ακόμα τρεις Λάμιες λέγεται.

Καλοφτιαγμένες γυναίκες, όμορφες και απαλές, 

πλην όμως κατακτημένες από το πνεύμα.


Η μιά τους ζει στην Πλάκα ψηλά στο φανάρι του Διογένη και κάποιοι λένε πως είναι το φέγγος της Ωραίας των Αθηνών, που ερωτεύθηκε και παράτησε ο Βύρωνας κι εκείνη τα βράδια βγαίνει και τον αναζητά ακόμα, στο κεφαλόσκαλο του παλιού μουχλιασμένου σπιτιού με τα ακροκέραμα ανάμεσα στα μοντέρνα εστιατόρια και τις ταβέρνες.

 Τις πιο ήσυχες νύχτες όταν αυτά έχουν κλείσει, άμα σταθείς ν' ανάψεις τσιγάρο, θ' ακούσεις την ανάσα της, το θρόισμα της ελαφριάς σκιάς της, λένε.

Αν δεν φοβηθείς και δεν τρέξεις και δεν κροταλίσουν στα στενά τα τακούνια και οι σόλες σου, θα σε αγγίξει ο ψίθυρος που κλαίει για τη μοναξιά, με θυελλώδες θυμικό κι ένα παράπονο που έχει στα χωριά μόνο, η ομίχλη.

 Με τη Νικολέτα χώρισα παραμονές Χριστουγέννων. Τι μίζερη επιλογή. Τα Χριστούγεννα μου ήταν τώρα σαν χαλασμένο φαγητό στο στομάχι. Μια μικρή ζαλάδα και κάποια αηδία στον ουρανίσκο. 

Στην προσπάθεια μου να κοινωνικοποιηθώ, όπως κάνω κάθε φορά σε τέτοιες περιπτώσεις, άρχισα να βγαίνω καθημερινά και να ζω άστατη ζωή με ξενύχτια και μεθύσια και κάθε μέρα κι άλλες γνωριμίες.

 Μια από αυτές τις νύχτες ανηφόριζα από το Milton's προς το Φανάρι κι εκεί στο πλατεαάκι είπα να σταθώ και να ανάψω ένα τσιγάρο. Ας περιμένει λίγο το ραντεβού, σκέφτηκα, ένα τσιγάρο θα με καλμάρει.

Όπως είχα το φρεσκοστριμμένο λευκό μακρυνάρι στο στόμα και ρουφούσα θεριακλήδικα ακούγοντας τον αέρα να περνάει μέσα από το φίλτρο του τσιγάρου, μέσα στην τόση ησυχία, άκουσα χωρίς να είναι κι εντελώς σίγουρο:

 

"Στέρησις

βλέπουν το πνεύμα ως κακόν

και έλλειψιν 

κι ασθένεια 

κι ασυμμετρία

κι αμαρτία 

και άσκοπον

και ακαλλές

και άζωον

και ανουν

και άλογον

και ατελές

και ανίδρυτον

και αναίτιον

και αόριστον

και άγονον

και αργόν

και αδρανές

και άτακτον

και ανόμιον

και άπειρον

και άρα σκοτεινον

και άραγε ανούσιον

και το φέρον αυτό 

μηδαμώς μηδαμή μηδέν ον"

 

Δεν ήμουν βέβαιος αλλά αυτή τη φωνή τη γεμάτη θλίψη πρέπει να την άκουσα να τα λέει αυτά , θα έπαιρνα όρκο και στο βάθος άκουγα ταυτόχρονα το κλακ κλακ από τα χριστουγεννιάτικα φωτάκια του κλειστού εστιατορίου.

 Νομίζω πως δεν ένιωσα φόβο, μα πιο πολύ ένα δέος που έγινε βαθύς λυγμός μέσα στο στήθος, σαν να επρόκειτο για το κορίτσι μου

ή την αδελφή μου που ψιθυρίζει μελαγχολικά για την κακή μοίρα που τη βρήκε. 

Γιατί το ένιωσα αυτό; 

Ποια ενέργεια συντονίστηκε με τα κύμβαλα μέσ' στο μυαλό μου και τα συντάραξε; 

Μόνο αυτό σκεφτόμουν.

Ο φόβος δεν μπορούσε να χωρέσει σε αυτή τη σκέψη, είχα κατακτηθεί. Βίωνα μια οριακή οικειότητα, που λογικά δεν μπορούσα να ερμηνεύσω. 

Αλλά όπως εκεί στη απόλυτη βουβαμάρα με όλα αυτά συνταρασσόμουν, η καύτρα του τσιγάρου μου που έπεσε φωτεινή, πρέπει να πω πως μου φώτισε…τα παραμορφωμένα πόδια και τα δα με τα μάτια μου. 

Κατηραμένε διάβολε τι βραδινεις και ου λεγεις τόνομα σου παρά γονυ καμπτη επ ουρανι υπέρ χθονίων δούλος του Θεού Ερω;

Άκουσα με τ' αυτιά μου. 

Ύστερα οι φωνές από κάτι παιδιά που τραγουδούσαν τα κάλαντα για πλάκα, με συνέφεραν. Κοίταξα γύρω και δεν είδα τίποτα άλλο ούτε άκουσα άλλη φωνή, όμως τα πόδια μου παρέμειναν παραμορφωμένα και τα παπούτσια σπασμένα στα δέρματα και τα τακούνια, σαν να ήταν τα παλιά υποδήματα του χρόνου που όπου να 'ναι θα έφευγε κι αυτός...

 

ΔΑΒΑΣΤΕ ΣΧΕΤΙΚΑ:

Πέντε στιγμές από πέντε φανταστικές μπάντες, αλλά... σίγουρα φανταστικές;

 

 

 

 

 

 

 

Γραφτείτε στο Νewsletter του Merlin

FEATURED VIDEOS

  • 1