Μολονότι ο Andy Warhol άρχισε να εκθέτει τα έργα του στη διάρκεια της δεκαετίας του 1950, η πρωτοποριακή τέχνη του άρχισε να προσελκύει την προσοχή ενός, αρχικά, μικρού κοινού, από τις αρχές της δεκαετίας του 1960, όταν πλέον καθιερώθηκε ως ο εμπνευστής της pop art, με ένα εύρος δημιουργιών από ζωγραφικούς πίνακες, μεταξοτυπίες, γλυπτά μέχρι κινηματογραφικές ταινίες και μια δισκογραφική «παραγωγή» που έμελλε να μείνει στην ιστορία και που φέτος γιορτάζει την εξηκοστή της επέτειο: το μνημειώδες άλμπουμ The Velvet Underground & Nico (1967).
Πώς όμως έβλεπαν εκείνη την εποχή τον Warhol οι σύγχρονοί του; Το 1965-1966, ο 25χρονος δημοσιογράφος John Gruen παρέα με το φωτογράφο Fred W. McDarrah, άρχισαν να περιφέρονται και να συχνάζουν σε διάφορα underground στέκια του East Village της Νέας Βοημίας (ένα όνομα με το οποίο ο Gruen χαρακτήριζε συνολικά τα υπόγεια ρεύματα που είχαν αρχίσει πλέον να δυναμώνουν στα διάφορα καταγώγια των «ύποπτων» γειτονιών του Μανχάταν, μέχρι να καταλήξουν στο ορμητικό ποτάμι που θα εισήγαγε εκατομμύρια ανθρώπους σε ολόκληρο τον κόσμο στο πνεύμα της αμερικανικής «υποκουλτούρας»). Στην περιήγησή τους συναντήθηκαν με avant-garde ποιητές (Allen Ginsberg, Gregory Corso), συγγραφείς (William Burroughs), μουσικούς (La Monte Young, John Cage, The Fugs), ιδιόρρυθμους καλλιτέχνες (Wahol, Yoko Ono), με αληθινούς και επίδοξους ηθοποιούς. Επισκέφτηκαν πρωτοποριακά θέατρα (Living Theatre, Key Theatre), ομάδες χορού, παράξενα καταστήματα (Limbo), καλλιτεχνικά εργαστήρια, και ένα σωρό άλλα μέρη που συγκέντρωναν κυρίως νεαρόκοσμο και φοιτητές.
Αποτέλεσμα αυτής της μεγάλης βόλτας στο Greenwich Village, στο Tompkins Square Park, στο St. Marks Place, ήταν το βιβλίο Τhe New Bohemia που εκδόθηκε για πρώτη φορά στη Νέα Υόρκη το 1966 από τις εκδόσεις Shorecrest, Inc. - ένα λαμπερό και μάλλον άγνωστο διαμαντάκι που καταγράφει με γλαφυρότητα το ηχόχρωμα της εποχής, από δυο ανθρώπους με οξυδέρκεια, παρατηρητικότητα και, προπάντων, τόλμη.
Μέσα από το συγκεκριμένο βιβλίο, το Merlin’s Music Box παραθέτει ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα που αντανακλά την άποψη που είχε σχηματίσει ο συγγραφέας για τον Andy Warhol, ένα πρόσωπο πολυσυζητημένο όσο και αμφιλεγόμενο, το οποίο έγραψε τη δική του σελίδα στην ιστορία της τέχνης.
Μπορούμε να πούμε με ασφάλεια ότι από όλες τις πρωτοποριακές εκδηλώσεις στη Νέα Βοημία, το underground κινηματογραφικό κίνημα, με όλη τη συνειδητή παραφροσύνη του, είναι το πιο ενεργό και, ταυτόχρονα, το πιο τολμηρό. Και ενώ ο πυρετός της Combine Generation [Ένας χαρακτηρισμός του Gruen για τους Νεοϋορκέζους avant garde καλλιτέχνες της εποχής] για από κοινού δημιουργικότητα εξαπλώνεται αχαλίνωτα σε όλο το φάσμα των τεχνών, αυτό που λειτουργεί σαν το τέλειο μαγνητικό κέντρο κάθε ανήσυχης παρόρμησης και έκφρασης, είναι η κινηματογραφία. Η ρευστότητα του μέσου φαίνεται να λειτουργεί σαν ναρκωτικό που εμπνέει ένα πλήθος νέων πειραματιστών. Για αυτούς, το κινηματογραφικό φιλμ είναι το μαγικό φυλαχτό που μπορεί για να απαθανατίσει για πάντα εικόνες και ιδέες ψυχοτροπικών διαστάσεων. Η μηχανή προβολής είναι ο μαγικός φανός που ζωντανεύει τα γονίδια της φαντασίας τους. Και η οθόνη είναι το δικό τους «Σουσάμι, άνοιξε!»
Ο πιο διαφημισμένος από τους underground κινηματογραφιστές είναι ο καλλιτέχνης της pop Andy Warhol. Οι τρυφερές ωδές του στη μαραθώνια ασημαντότητα – που συμπεριλαμβάνουν το εξάωρο Sleep, το οκτάωρο Empire, το Eat, το Kiss και το Haircut – είναι περιηγήσεις στην προμελετημένη πλήξη καθώς ο σκηνοθέτης πασχίζει να δώσει νέο νόημα στη λέξη «ανία».
Στα καλύτερά του, όπως σε αποσπάσματα των Thirteen Most Beautiful Women, Thirteen Most Beautiful Men και Henry Geldzahler, o Warhol εστιάζει την μονίμως στατική κάμερά του σε ενδιαφέροντα κοντινά πλάνα. Η εικόνα μιας και μόνης φυσιογνωμίας που κοιτάζει το κοινό για τρία περίπου λεπτά χωρίς να ανοιγοκλείνει τα μάτια, γίνεται τελικά μια έντονη σπουδή στην ακούσια αποκάλυψη του χαρακτήρα. Σε μια τέτοια αντιπαράθεση, το ανθρώπινο πρόσωπο φορτίζεται με χαρακτηριστικά που δύσκολα γίνονται αντιληπτά.
Η πιο διερευνητική πλευρά της μελέτης ενός σχεδόν ακίνητου προσώπου από τον Warhol, είναι η έντονα προσωπική δυσφορία που αισθάνεται ο θεατής καθώς συνειδητοποιεί, ίσως για πρώτη φορά, τη φύση της δικής του συνηθισμένης οπτικής λογοκρισίας. Ξαφνικά, ταράζεται αντικρίζοντας το πρόσωπο και, άθελά του, γίνεται εξίσου τρωτός όσο και η γιγαντιαία μορφή πάνω στην οθόνη.
Εξίσου διαφωτιστικό είναι το γεγονός ότι αυτή η κουστωδία μυημένων προσώπων συνιστά μια γκαλερί από πορτραίτα της εποχής. Το τελικό αποτέλεσμα συνδυάζει, κατά κάποιον τρόπο, την αμεσότητα της φωτογραφίας με την επίμονη και άχρονη διαύγεια μιας αυθεντικής προσωπογραφίας. Σε μια αιωνιότητα τρίλεπτης διάρκειας, αντιλαμβάνεσαι εκφράσεις μέσα στις εκφράσεις, που με τη σειρά τους αλλάζουν καταλεπτώς, αλλά σημαντικά, από τη μια στιγμή στην άλλη. Ένας σπουδαίος προσωπογράφος θα μελετούσε εξονυχιστικά το πρόσωπο του αντικειμένου για αυτές τις φευγαλέες, απειροελάχιστες αλλαγές που χαρακτηρίζουν ή υποδηλώνουν το σχήμα του μοντέλου του. Και αυτές ακριβώς οι αλλαγές είναι που βρίσκουν τον δρόμο τους μέσα στην εικόνα, η οποία τελικά ζωντανεύει αυτές τις πολύπλοκες μορφές.
Η ζωντανή ασπρόμαυρη εικόνα, όπως τη βλέπει ο Warhol (το χρώμα γίνεται ένα μυστηριωδώς αρνητικό μέγεθος σε αυτό το πλαίσιο), συχνά υποδηλώνει μια προσωπογραφία του δεκάτου ενάτου αιώνα στην καλύτερη εκδοχή της. Ένα χαρακτικό του Γκόγια, ένα σχέδιο του Ενγκρ, ένας πίνακας του Ντεγκά ή του Μανέ, διατηρεί με τον ίδιο τρόπο τη συσσωρευτική κινητικότητα ενός χαρακτήρα που μεταβάλλεται ανεπαίσθητα με τη μετατοπιζόμενη οπτική αντίδραση του θεατή. Κατά πόσον ο Warhol σχεδιάζει συνειδητά πάνω σε αυτές τις πηγές είναι, ασφαλώς, θέμα ερμηνείας. Το σημαντικό στη συγκεκριμένη περίπτωση βρίσκεται στο γεγονός ότι ο νέος κινηματογράφος είναι σε θέση να διευρύνει την επίγνωσή μας για το παρελθόν.
Ωστόσο, ο Warhol έχει και πιο εύθυμες διαθέσεις. To Blow Job είναι μια αραιωμένη μελέτη των εκφράσεων στο πρόσωπο ενός νεαρού άνδρα στη διάρκεια της σεξουαλικής πράξης. Με τρόπο δεξιοτεχνικό και για τριάντα πέντε ολόκληρα λεπτά, ο Warhol δεν δείχνει τίποτε άλλο πέρα από το πρόσωπο. Το The Couch, μια ταινία που βρίσκεται ακόμα στα σκαριά, είναι μια κατ’ εξοχήν εγκυκλοπαιδική σπουδή πάνω σε σεξουαλικούς συνδυασμούς. Η πρωταγωνίστρια του Harlot είναι μια τρελιάρα που θυμίζει τη Τζιν Χάρλοου. Το ρόλο της σεξοβόμβας ερμηνεύει ένα αγόρι ντυμένο γυναίκα που στη διάρκεια της ταινίας ξεφλουδίζει και τρώει, πολύ υπαινικτικά, ώριμες μπανάνες.
Ταυτόχρονα με τις πενήντα επτά παραλλαγές των σύντομων ταινιών του – το «εργοστάσιό» του στην ουσία παράγει μια ταινία τη βδομάδα – ο Warhol έχει επινοήσει τον σούπερ σταρ: η Baby Jane Holtzer, o Mario Montez, o Gerard Malanga και η Edie Sedgwick είναι τέσσερα θεσπέσια πλάσματα που λάμπουν στο underground στερέωμα. Η υποκριτική τους αναποτελεσματικότητα και η ανέκφραστη χάρη τους είναι η απόλυτη ουσία της καλλιτεχνικής τους αξίας. Ο σκηνοθέτης λατρεύει τις δυο αυτές ιδιότητες, ενώ οι ίδιοι οι πρωταγωνιστές του τις καλλιεργούν μόνοι τους.
Με τον τρόπο τους, οι αστέρες του Warhol είναι οι τέλειες παρωδίες της χολιγουντιανής δραματικής σχολής του Toby Wing και, πράγματι, συχνά μιμούνται την κινηματογραφική πόζα και τις χειρονομίες των αρχών της δεκαετίας του τριάντα. Βλέποντας ωστόσο αυτούς τους σούπερ σταρ σε δράση, είναι σαν να φυλλομετράς μια ατέλειωτη σειρά από καρέ της δεκαετίας του τριάντα, παρά σαν να παρακολουθείς τις κανονικές ταινίας εκείνης της άτονης, περασμένης εποχής.
Το γεγονός είναι ότι ολόκληρο το underground κινηματογραφικό κίνημα φαίνεται να τη βρίσκει με τα καρέ των πρώτων ταινιών του κινηματογράφου. Στις περισσότερες περιπτώσεις, οι φαντασιώσεις των κινηματογραφιστών φαίνεται να πυροδοτούνται περισσότερο από εκείνα τα γυαλιστερά σελουλόιντ και από τις μεγάλες πολύχρωμες διαφημιστικές αφίσες, παρά από τις ίδιες τις ταινίες.
Η τελευταία ανακάλυψη του Warhol είναι οι Velvet Underground, ένα rock-and-roll συγκρότημα με σαδομαζοχιστικά σύνδρομα, τα οποία ερμηνεύουν τραγουδώντας και χορεύοντας ανάμεσα σε φώτα και κινηματογραφικές εικόνες.
*Μετάφραση αποσπάσματος από το βιβλίο The New Bohemia (Shorecrest Inc., 1966)