Η μουσική του διαβόλου – Ο μύθος του Ρόμπερτ Τζόνσον (μετάφραση: Πάνος Τομαράς)

Η μουσική του διαβόλου

(Εικόνα: PlaidTidings)

(original source: www.udiscovermusic.com/stories/devils-music-myth-robert-johnson)

«Η πηγή απ’ όπου ξεπήδησε μια ολόκληρη γενιά μπλουζ και ροκ μουσικών».

«Ο πιο συναισθηματικά φορτισμένος απ’ όλους τους μπλουζ τραγουδιστές».

«Ο πιο σπουδαίος τραγουδιστής, ο πιο σπουδαίος συνθέτης».

«Ο σπουδαιότερος φολκ μπλουζ κιθαρίστας που υπήρξε ποτέ».

«Ο πιο προχωρημένος μπλουζίστας από τεχνική πλευρά και σίγουρα αυτός που άσκησε μεγαλύτερη επίδραση».

«Είναι ένας πρωτοποριακός καλλιτέχνης». 

Αυτές είναι μερικές απόψεις μουσικών και δημοσιογράφων που μαγεύτηκαν από τη μουσική του Ρόμπερτ Τζόνσον. Δεν είναι παράξενο, λοιπόν, ότι η ζωή και το έργο του έχουν περάσει στη σφαίρα του θρύλου. 

Ακόμα και τα βιογραφικά του στοιχεία δεν είναι ξεκάθαρα. Γεννήθηκε στο Χέιζελχερστ του Μισισίπι στις 8 Μαΐου (ή περίπου τότε) του 1911και πέθανε ύστερα από 27 χρόνια, στις 16 Αυγούστου 1938 στο Θρι Φορκς, κοντά στο Γκρίνγουντ του Μισισίπι. Ακόμα και για μια εποχή όπου το προσδόκιμο της ζωής ήταν πολύ μικρότερο, η ζωή του Τζόνσον ήταν πολύ σύντομη. 

Η μητέρα του Ρόμπερτ, η Τζούλια, είχε κάνει δέκα παιδιά πριν τον Ρόμπερτ. Και τα δέκα τα είχε γεννήσει με τον αγρότη σύζυγό της, τον Τσαρλς Ντοντς. Η Τζούλια θα πρέπει να ήταν γύρω στα σαράντα όταν γεννήθηκε ο Ρόμπερτ εκτός γάμου. Πατέρας του ήταν ο Νόα Τζόνσον, εργάτης σε φυτεία. Ο Τσαρλς Ντοντς είχε μετακομίσει το Μέμφις εξαιτίας προβλημάτων που είχε με κάποιους επιφανείς γαιοκτήμονες στο Χέιζελχερστ. Όταν ο Ρόμπερτ ήταν τριών ή τεσσάρων ετών, τον έστειλαν να μείνει με τον Ντοντς, αφού και τα δέκα παιδιά του είχαν ήδη μετακομίσει στο Μέμφις.  

Ο Ρόμπερτ μεγάλωσε στο Μέμφις και έμαθε κάποια βασικά πράγματα στην κιθάρα από έναν από τους αδελφούς του. Ύστερα, σε ηλικία οκτώ ή εννιά ετών, επέστρεψε στο Δέλτα για να μείνει με τη μητέρα του και τον καινούργιο της σύζυγο, τον Ντάστι Γουίλις. Άρχισε να γίνεται γνωστός με το όνομα Λιτλ Ρόμπερτ Ντάστι. Σύμφωνα με όλες τις μαρτυρίες, ο Ρόμπερτ ενδιαφερόταν πολύ περισσότερο για τη μουσική παρά για τη δουλειά στα χωράφια, πράγμα που τον οδήγησε σε σύγκρουση με τον πατριό του. Στα δεκαεννιά του, ο Ρόμπερτ παντρεύτηκε τη Βιρτζίνια Τράβις στις 17 Φεβρουαρίου 1929, στο Πέντον του Μισισίπι. Εκείνη ήταν δεκαέξι και πέθανε τον Απρίλιο του 1930 πάνω στη γέννα. Γύρω στο 1930, ο Σον Χάους, κατά πολλούς ο πιο ταλαντούχος μπλουζίστας του Δέλτα της εποχής του, πήγε να μείνει στο Ρόμπινσβιλ, όπου τον άκουσε για πρώτη φορά ο Ρόμπερτ να παίζει.  

Πολλά χρόνια αργότερα, ο Σον Χάους θυμόταν: «Έπαιζε λίγη φυσαρμόνικα, δεν ήταν κακός, αλλά ήθελε να μάθει κιθάρα.» Ο Ρόμπερτ έμαθε από τον Σον Χάους και τον φίλο του, τον Γουίλι Μπράουν. Τους παρακολουθούσε όταν έπαιζαν και, όταν έκαναν διάλειμμα, έπαιρνε την κιθάρα του ενός, αλλά, σύμφωνα με τον Σον Χάους, δεν ήταν καθόλου καλός: «…τέτοια φασαρία δεν είχες ξανακούσει! … πάρε την κιθάρα απ’ τον μικρό», έλεγε ο κόσμος, «… θα τους τρελάνει όλους με δαύτη». 

Τον Μάιο του 1931 ο Ρόμπερτ παντρεύτηκε την Κολέτα Κραφτ στο Χέιζελχερστ του Μισισίπι, αλλά συνέχισε να ταξιδεύει στο Δέλτα και να βελτιώνεται στην κιθάρα, παίζοντας σε τζουκ τζόιντ και σε υπαίθρια πικ νικ. Το 1932 έπαιξε μπροστά στον Σον και τον Γουίλι, οι οποίοι έμειναν έκπληκτοι με την πρόοδό του. «Ήταν φοβερός. Όταν τέλειωσε, είχαμε μείνει όλοι με ανοιχτό το στόμα». 

Ο Ρόμπερτ συνέχισε τις περιπλανήσεις του στο Δέλτα και γνωρίζουμε ότι επισκέφτηκε το Σικάγο, τη Νέα Υόρκη, το Ντιτρόιτ και το Σεν Λούις. Λένε ότι όταν έπαιζε, συχνά επικεντρωνόταν σε μια γυναίκα στο κοινό – κάτι μάλλον παρακινδυνευμένο σε ένα περιβάλλον όπου οι άντρες δεν δίσταζαν να έρθουν στα χέρια όταν αισθανόντουσαν θιγμένοι. 

Ο Τζόνσον ταξίδευε και έπαιζε με τον Τζόνι Σάινς, ο οποίος θυμόταν αργότερα ότι ο Ρόμπερτ ήταν πάντοτε καθαρός και περιποιημένος, παρά το γεγονός ότι περνούσαν μέρες ολόκληρες ταξιδεύοντας στους σκονισμένους δρόμους του Δέλτα. Ο Τζόνι θυμόταν επίσης ότι ο Ρόμπερτ έπαιζε τραγούδια άλλων μαζί με τα δικά του. Τραγουδούσε κομμάτια των πάντων, από τον Μπινγκ Κρόσμπι μέχρι τον Μπλάιντ Γουίλι ΜακΤελλ, από τον Τζίμι Ρότζερς μέχρι τον Λόνι Τζόνσον. Ο Ρόμπερτ, όπως και πολλοί άλλοι, τραγουδούσε όποια κομμάτια του έφερναν χρήματα, τραγούδια που του ζητούσε το κοινό. 

Όταν ο Τζόνσον ήταν γύρω στα είκοσι πέντε, η δεύτερη γυναίκα του είχε πεθάνει άτεκνη. Κάποια στιγμή το 1935 πήγε στο μαγαζί του Έιτς Σι Σπίερ – όπως και πολλοί άλλοι, έτσι κι αυτός ήθελε να ηχογραφήσει. Ο Σπίερ ήταν κυνηγός ταλέντων για τη δισκογραφική εταιρεία ARC. Στα τέλη Νοεμβρίου του 1936, ο Ρόμπερτ πήγε στο Σαν Αντόνιο για να ηχογραφήσει το πρώτο από τα είκοσι εννιά ηχογραφημένα τραγούδια του. 

Τη Δευτέρα 23 Νοεμβρίου έγραψε το “Kind Hearted Woman Blues”, την πρώτη από τις δεκατρείς εκτελέσεις οκτώ διαφορετικών τραγουδιών του. Ύστερα από τρεις μέρες, επέστρεψε για να ηχογραφήσει το “32-20 Blues” και την επόμενη μέρα έγραψε ακόμα εννιά εκτελέσεις εφτά διαφορετικών τραγουδιών. Πιθανότατα η αμοιβή του δεν ξεπερνούσε τα εκατό δολάρια και σύντομα ο Τζόνσον επέστρεψε με το τρένο στο Μισισίπι για να συνεχίσει τη ζωή του περιπλανώμενου μουσικού. Ήταν λίγο πιο πλούσιος, αφού είχε πληρωθεί για τις ηχογραφήσεις του. 

Η πρώτη του κυκλοφορία ήταν το “Terraplane Blues” με το “Kind Hearted Woman Blues” στη δεύτερη πλευρά. Αυτή ήταν και η μόνη του κυκλοφορία που σημείωσε σχετικά αξιόλογες πωλήσεις εκείνη την εποχή. Στη συνέχεια, βγήκε το “32-20 Blues” με το “Last Fair Deal Gone Down” στη δεύτερη πλευρά, και μετά το “I’ll Believe I’ll Dust My Broom” με το “Dead Shrimp Blues”. Παρόλο που οι πωλήσεις του δεν ήταν εντυπωσιακές, σίγουρα ήταν αρκετά καλές για να τον ξανακαλέσουν για να ηχογραφήσει κι άλλα κομμάτια. Αυτή τη φορά, πήγε στο Ντάλας και στις 19 Ιουνίου 1937 έγραψε άλλα τρία τραγούδια. Την επόμενη ημέρα έγραψε άλλες δεκατρείς εκτελέσεις άλλων δέκα τραγουδιών. 

Μετά τις ηχογραφήσεις, ο Τζόνσον έπαιξε στο Τέξας και στα περίχωρά του, μαζί με τον Τζόνι Σάινς. Έπαιζαν σε τζουκ τζόιντ, σε πάρτι και σε χορούς, όπως έκαναν πάντα, πριν γυρίσουν στο Μισισίπι μέσω του Άρκανσο. Δεν γνωρίζουμε πολλές λεπτομέρειες για το υπόλοιπο της χρονιάς, ξέρουμε μόνο ότι ο Ρόμπερτ έμεινε κάποιο διάστημα στο Μισισίπι και στο Χέλενα του Άρκανσο. 

Ο Γκέιλ Ντιν Γουόρντλοου, ένας δημοσιογράφος από το Μισισίπι, αναζήτησε το πιστοποιητικό θανάτου του Ρόμπερτ Τζόνσον και το ανακάλυψε το 1968. Επιβεβαίωνε ότι ο Ρόμπερτ είχε πεθάνει στο Γκρίνγουντ στις 16 Αυγούστου 1938, σε ηλικία είκοσι εφτά ετών. 

Ήταν δολοφονία;

Υπάρχουν μόνο μαρτυρίες από δεύτερο χέρι για το πώς ακριβώς πέθανε. Λέγεται ότι ο Ρόμπερτ έπαιζε σε ένα τζουκ τζόιντ δίπλα στο Εμπορικό Κατάστημα Θρι Φορκς, κοντά στο Γκρίνγουντ του Μισισίπι. Σύμφωνα με τον Ντέιβιντ «Χάνιμποϊ» Έντουαρντς, τον δηλητηρίασαν στο μαγαζί. Η κατάστασή του ήταν τόσο άσχημη, που αναγκάστηκαν να τον πάνε στο Γκρίνγουντ, σχεδόν πέντε χιλιόμετρα απόσταση, όπου και πέθανε. Υποτίθεται ότι ο Ρόμπερτ είχε σχέσεις με τη σύζυγο του ιδιοκτήτη του Θρι Φορκς και ότι αυτός ήταν που τον δηλητηρίασε. 

Μέσα από την έρευνα του Γκέιλ Ντιν Γουόρντλοου ανακαλύφθηκε ότι στο πίσω μέρος του πιστοποιητικού θανάτου υπήρχαν πληροφορίες που υποδεικνύουν ότι ο Τζόνσον ίσως να έπασχε εκ γενετής από σύφιλη. Σύμφωνα με έναν γιατρό, είναι πιθανό να έπαθε ανεύρυσμα λόγω της σύφιλης και της αγάπης του για το λαθραίο ουίσκι. 

Πού βρίσκεται θαμμένος;

Το πού είναι θαμμένος είναι εξίσου συγκεχυμένο με το πώς πέθανε. Υπάρχουν τρεις ταφόπλακες σε τρία διαφορετικά νεκροταφεία στο Γκρίνγουντ. Τη μία την έχει αναγείρει η Σόνι Μιούζικ, ενώ μια άλλη ταφόπλακα σε άλλη τοποθεσία την έχουν κάνει δωρεά τα μέλη των ZZ Top. Το καλοκαίρι του 2000, μια ηλικιωμένη γυναίκα ονόματι Ρόζι Έξκριτζ είπε ότι ο σύζυγός της βοήθησε στην ταφή του Τζόνσον σε ένα νεκροταφείο περίπου πέντε χιλιόμετρα από το Θρι Φορκς· τώρα υπάρχει και εκεί μια ταφόπλακα.

Πώς ακριβώς έγινε τόσο καλός κιθαρίστας;

Ο πιο γνωστός μύθος γύρω από τη ζωή του Τζόνσον, ο μύθος που ενέπνευσε, γοήτευσε και δυσκόλεψε τους πάντες είναι αυτός που λέει ότι είχε πουλήσει την ψυχή του στον διάβολο. Οι σημερινοί κάτοικοι του Δέλτα σηκώνουν το βλέμμα ψηλά με απόγνωση όταν οι τουρίστες οπαδοί των μπλουζ τους ρωτούν ανυπόμονα που βρίσκεται το σταυροδρόμι. Φυσικά, κάποιοι δεν μπαίνουν καν στον κόπο να ρωτήσουν· πάνε κατευθείαν στη διασταύρωση του Χάιουγεϊ 61 και του Χάιγουεϊ 49 για να βγάλουν φωτογραφία. Σήμερα η διασταύρωση αυτών των δύο δρόμων βρίσκεται περίπου ένα χιλιόμετρο μακρύτερα από εκεί που βρισκόταν την εποχή που έζησε ο Τζόνσον. Το θέμα είναι ότι δεν υπάρχει ένα συγκεκριμένο σταυροδρόμι. Στο “Cross Road Blues” ο Ρόμπερτ τραγουδάει για την ανάγκη του ανθρώπου να κάνει επιλογές και για τη θεμελιώδη επιλογή ανάμεσα στο καλό και στο κακό. 

«Πήγα στο σταυροδρόμι, έπεσα στα γόνατα

Πήγα στο σταυροδρόμι, έπεσα στα γόνατα

Ζήτησα απ’ τον Κύριο εκεί ψηλά να δείξει έλεος, σώσε τον κακομοίρη τον Μπομπ, αν θέλεις» 

Υπάρχει ένας παλιός μύθος στο Δέλτα που λέει για έναν μπλουζίστα ο οποίος περιμένει σε μια άκρη, σε ένα έρημο επαρχιακό σταυροδρόμι, μέσα στο σκοτάδι μια βραδιά χωρίς φεγγάρι να έρθει ο ίδιος ο Σατανάς να του κουρδίσει την κιθάρα. Η ιστορία αυτή αποκτά μεγαλύτερη βαρύτητα στην κατασκευή του μύθου του Τζόνσον αν αναλογιστεί κανείς τις συχνές αναφορές στον διάβολο στα τραγούδια του Τζόνσον όπως το “Me And The Devil Blues”, όπου τραγουδάει «Εγώ κι διάβολος περπατούσαμε πλάι-πλάι». Το “Preachin’ Blues (Up Jumped The Devil)” και το “Hell Hound Οn My Trail” μυθοποίησαν την υποτιθέμενη συμφωνία του Τζόνσον με τον διάβολο. Ο Τζόνσον σίγουρα δεν ήταν ο μοναδικός μπλουζίστας που τραγούδησε για τον διάβολο. Ο Σκιπ Τζέιμς, ο Τάμπα Ρεντ, ο Λόνι Τζόνσον, ο Τζο Γουίλιαμς και ο Πήτι Γουίτστρο τραγούδησαν όλοι για τον Σατανά – ο τελευταίος, μάλιστα, αυτοαποκαλούταν ο Γαμπρός του Διαβόλου (The Devil’s Son-in-law), από ένα κομμάτι που ηχογράφησε το 1931. 

 

Ήταν ο Τζόνσον ένας ιδιοφυής συνθέτης;

Η μουσική του είναι εξαιρετική, η ερμηνεία και το παίξιμό του στην κιθάρα ήταν μοναδικά και δικαίως λατρεύονται, αλλά τα τραγούδια που ηχογράφησε είναι συχνά βασισμένα σε παλιότερες ηχογραφήσεις. Κι αυτές οι ηχογραφήσεις είναι πιθανότατα βασισμένες σε μπλουζ κομμάτια που περνούσαν από τον έναν τραγουδιστή στον άλλο. 

“Kind Hearted Woman Blues” – επηρεασμένο από τον Λίροϊ Καρ

“I’ll Believe I’ll Dust My Broom” – βασισμένο στο “Sagefield Woman Blues” του Κόκομο Άρνολντ και στο ακόμα παλιότερο “Mr. Carl Blues” του Καρλ Ράφερτι

“Sweet Home Chicago” – βασισμένο στο “Old Original Kokomo Blues” του Κόκομο Άρνολντ

“Come on in my Kitchen” – η μελωδία είναι βασισμένη στο “Sitting on Top of The World” των Mississippi Sheiks

“Phonograph Blues” – παρόμοιο με το “That Nasty Swing” του Κλιφ Κάρλαϊλ

“32-30 Blues” – βασισμένο στο “32-20 Blues” του Σκιπ Τζέιμς

“If I Had Possession Over Judgement Day” – βασισμένο στο “Roll and Tumble Blues” του Χάμμποουν Γουίλι Νιούμπερν

“From Four Until Late” – παρόμοιο με το “Four O’clock Blues” και το “Tom Rushen Blues” του Τσάρλι Πάτον

“Hell Hound on My Trail” – βασισμένο στο “Devil Got My Woman” του Σκιπ Τζέιμς

“Malted Milk” – εμπνευσμένο από τον Λόνι Τζόνσον

“Travelling Riverside Blues” – βασισμένο πάνω στο “Roll and Tumble Blues”

“Love in Vain” – βασισμένο στο “When the Sun Goes Down” του Λίροϊ Καρ

“Milkcow’s Calf Blues” – εμπνευσμένο από το “Milkcow Blues” του Κόκομο Άρνολντ

 

Ο Ρόμπερτ Τζόνσον έχει επηρεάσει σχεδόν όλους όσους έπιασαν κιθάρα και έπαιξαν μπλουζ και ροκ. Ο Έρικ Κλάπτον είναι ένας απ’ αυτούς που δεν παραλείπουν ποτέ να πλέξουν το εγκώμιο του Βασιλιά του Μπλουζ του Δέλτα, και μάλιστα έχει ηχογραφήσει ένα ολόκληρο άλμπουμ αφιερωμένο σ’ αυτόν, το Sessions for Robert J του 2004. 


image

Πάνος Τομαράς

O Πάνος Τομαράς είναι μουσικός και μεταφραστής. Ως μπασίστας σήμερα κατοικοεδρεύει στους Swing Shoes, στους Happy Dog Project, στους Rosewodd Brothers, Maximum High και στους Βabi Bone Project, ενώ στο παρελθόν συμμετείχε στα θρυλικά πλέον συγκροτήματα των Honeydive, των Engine V και των Earthbound.
 
 
 
image

Πάνος Τομαράς

O Πάνος Τομαράς είναι μουσικός και μεταφραστής. Ως μπασίστας σήμερα κατοικοεδρεύει στους Swing Shoes, στους Happy Dog Project, στους Rosewodd Brothers, Maximum High και στους Βabi Bone Project, ενώ στο παρελθόν συμμετείχε στα θρυλικά πλέον συγκροτήματα των Honeydive, των Engine V και των Earthbound.
 
 
 
image

Πάνος Τομαράς

O Πάνος Τομαράς είναι μουσικός και μεταφραστής. Ως μπασίστας σήμερα κατοικοεδρεύει στους Swing Shoes, στους Happy Dog Project, στους Rosewodd Brothers, Maximum High και στους Βabi Bone Project, ενώ στο παρελθόν συμμετείχε στα θρυλικά πλέον συγκροτήματα των Honeydive, των Engine V και των Earthbound.
 
 
 

Γραφτείτε στο Νewsletter του Merlin

FEATURED VIDEOS

  • 1