Η διόγκωση των πόλεων και η ανάπτυξη διαφόρων κοινωνικών προβλημάτων στην Ελλάδα των αρχών του αιώνα, αντιμετωπίστηκε με βάση ένα σχέδιο το οποίο συνδύασε τον οικιστικό εξωραϊσμό με τον κοινωνικό ευπρεπισμό. Η σταδιακή περιθωριοποίηση και αποδιοργάνωση απείθαρχων κοινωνικών ομάδων, οι οποίες δεν είχαν θέσεις στις αστικές αντιλήψεις για την πόλη, ήταν αποτέλεσμα αυτού του σχεδιασμού. Τέτοιες κοινωνικές εστίες του παρελθόντος είναι η Τρούμπα στον Πειραιά, η Μπάρα στη Θεσσαλονίκη και ο Λάκκος στο Ηράκλειο. Σήμερα, ορισμένες δεκαετίες μετά την άνθησή τους, αυτοί οι κόσμοι του παρελθόντος σκεπάζονται από ένα πέπλο λήθης. Η επίσημη ιστορία τις αγνοεί, στις δημόσιες εκδηλώσεις μνήμης δεν έχουν θέση και στην ακαδημαϊκή κοινότητα το ενδιαφέρον είναι περιορισμένο.
Το Ηράκλειο στα χρόνια της Κρητικής Πολιτείας (1898-1913) ήταν μια εμπορική πόλη-λιμάνι με κοσμοπολίτικο χαρακτήρα στην οποία κατοικούσαν ετερόκλητες ομάδες: Ελληνοκρήτες, Τουρκόκρητες, Άγγλοι στρατιώτες των προστάτιδων δυνάμεων και πάνω από 1.500 αλλοδαποί. Ο πληθυσμός της πόλης το 1900 ανερχόταν σε 22.481 κατοίκους. Η κοινωνική και οικονομική ζωή στο Κάστρο, όπως αποκαλείται από τους κατοίκους της η πόλη, οργανώνεται γύρω από τα τσαρσά της, αγορές-παζάρια σε πολυσύχναστες πλατείες, οι οποίες δικτυώνονται στο χώρο μέσα από στράτες και καλντιρίμια. Οι αγορές είναι χώροι συνάθροισης, επικοινωνίας και εμπορικής συναλλαγής. Εδώ προσέρχονται Καστρινοί και περαστικοί για να ανταλλάξουν υλικά αγαθά, να συζητήσουν για τα καθημερινά συμβάντα, να κάνουν σεΐρι στο παζάρι και να ψυχαγωγηθούν από τους περαστικούς μουσικούς. Το Κάστρο είναι ένα “μωσαϊκό μικρών κόσμων”. Κατά κάποιο τρόπο, η ένταξη στον καθέναν από αυτούς σήμαινε και την οικειοποίηση κάποιας ταυτότητας. Για παράδειγμα, το να κατοικείς στο Βεζίρ τσαρσί ή στην Κουτάλα σήμαινε πως ήσουν, αντίστοιχα, μουσουλμάνος ή χριστιανός αριστοκράτης. Αν ζούσες και εργαζόσουν στο Σεϊτάν Ογλού μπορεί να ήσουν μουσουλμάνος ουστάς ή νταής, και στον Λάκκο “μπουρδελιάρης μάγκας”. Το βενετσιάνικο λιμάνι ήταν η συμβολική επικράτεια των λυγερόκορμων βαρκάρηδων και το Μικρό Τσαρσάκι ο χώρος συνάθροισης των αρμεναίων μαστόρων. Είχε εμπορικούς και πολιτισμικούς δεσμούς με τις αγορές της Ανατολής, τα νησιά του Αιγαίου, τις παροικίες Κρητικών στη Σμύρνη, την Ερμούπολη, την Αλεξάνδρεια, το Σουέζ, τον Πειραιά, την Τεργέστη και με μεγάλα ευρωπαϊκά λιμάνια όπως η Μασσαλία και η Βενετία.
Την ίδια ώρα, στα χαμηλά κοινωνικά στρώματα ανθούσαν παραδόσεις της ανατολίτικης μουσικής με τους ανατολίτικους σκοπούς, όπως τουρκοκρητικοί αμανέδες, σταφιδιανά και ταμπαχανιώτικα, συνοδευμένα από μουσικά όργανα, όπως μπουλγαρί, ταμπουρά, μπουζούκι, μαντολίνο, σάζι, λατέρνα και ντέφι. Χώροι παραγωγής και διάδοσης αυτών των σκοπών και τραγουδιών είναι τα αστικά γλέντια στις παραστάσεις του καφέ αμάν με εγχώριους μουσικούς αλλά και μουσικές κομπανίες που περιόδευαν σε λιμάνια της νοτιοανατολικής Μεσογείου, οι παραστάσεις στο μπερντέ του Καραγκιόζη με τη συνοδεία μουσικής και τα λαϊκά θεάματα σε χώρους ψυχαγωγίας στο λιμάνι της πόλης. Παράλληλα, στους κόλπους του μουσουλμανικού στοιχείου ήταν ιδιαίτερα ανεπτυγμένη η θρησκευτική μουσική στις τελετουργίες των δερβίσηδων μοναχών στους τεκέδες της πόλης. Στα χρόνια που ακολούθησαν τη Μικρασιατική καταστροφή η πολιτισμική γεωγραφία της πόλης άλλαξε. Η άφιξη και ενσωμάτωση των προσφύγων υπήρξε καθοριστικό συμβάν στην πορεία μετασχηματισμού της πόλης. Οι μετακινήσεις αυτές οδήγησαν σε θρησκευτική ομοιογένεια του πληθυσμού της πόλης και τη λήξη μιας μακρόχρονης περιόδου εθνικιστικών και θρησκευτικών προστριβών. Πλέον, οι εντάσεις ανάμεσα σε πρόσφυγες και ντόπιους απέκτησαν χαρακτήρα κοινωνικών διαφορών. Ο μεγάλος όγκος προσφύγων και οι περιορισμένες δυνατότητες απασχόλησης εξωθούσαν στην κοινωνική περιθωριοποίηση των πιο φτωχών ομάδων του προσφυγικού πληθυσμού. Η ένταξη και ενεργοποίησή τους στις πρόσκαιρες και συχνά παρασιτικές δραστηριότητες της μικροκοινωνίας του Λάκκου ήταν στρατηγική επιβίωσης των ομάδων αυτών ως απάντηση στην κατάσταση του κοινωνικού τους αποκλεισμού. Ένα χωνευτήρι ετερόκλητων ατόμων, ομάδων και πολιτισμικών παραδόσεων, μέσα στο οποίο η διεκδίκηση και οικειοποίηση κάποιας ταυτότητας παράγει μια ιδιότυπη μορφή κουλτούρας. Μάγκες, ντερβίσηδες, μόρτηδες, ρεμπέτες, μουρμούρια, μποέμηδες και καλντιριμιτζήδες συνέθεταν το σκηνικό της κοινωνικής αλληλοδράσης στη μικροκοινωνία του Λάκκου.
Από το 1929 και μετά, σε μια περίοδο έντονης οικονομικής κρίσης και κοινωνικής ρευστότητας, παρατηρείται εντατικοποίηση της δράσης των επίσημων μηχανισμών του κράτους, σε μια προσπάθεια ρύθμισης των κοινωνικών σχέσεων και επιβολής ελέγχου σε απείθαρχους κοινωνικούς χώρους. Σε τοπικό επίπεδο, οι κρατικές πρακτικές βρήκαν στήριξη στο ενδιαφέρον των ευυπόληπτων πολιτών για τα ζητήματα κοινωνικής και ηθικής τάξης. Σε τοπικές εφημερίδες του Ηρακλείου βλέπουμε συνεχώς πρωτοσέλιδα άρθρα για τα ζητήματα της μαστροπείας και της χασισοποσίας, με σχολιασμούς ικανούς να προκαλέσουν την οργή του μικροαστού. Βλέπουμε και μετά από καταγγελία αρθρογράφου την κινητοποίηση των διωκτικών αρχών. Η εικόνα του διεφθαρμένου “χασικλή και μαστροπού” με το μπαγλαμαδάκι και τα ανήθικα τραγούδια κατασκευάστηκε στο κοινωνικό φαντασιακό ως ισοδύναμο του ατόμου του περιθωρίου που συνιστούσε έναν κίνδυνο για την κοινωνική τάξη. Η πανεθνική εκστρατεία ηθικής αρετής που κήρυξε το καθεστώς του Μεταξά αποσκοπούσε πρωτίστως στην αντιμετώπιση του “κομμουνιστικού κινδύνου”. Ωστόσο, τα αυταρχικά μέτρα επεκτάθηκαν σ' ολόκληρη την κοινωνική ζωή. Βλέπουμε λογοκρισία και απαγόρευση ρεμπέτικων τραγουδιών και αμανέδων ενώ, μαζί με τους κομμουνιστές, ορισμένες κοινωνικές κατηγορίες πληθυσμού που θεωρήθηκε ότι αντιπροσώπευαν την κοινωνική διαφθορά (σωματέμποροι, πρεζάκηδες, μάγκες κλπ.) τέθηκαν υπό αστυνομική επιτήρηση και όσοι κρίθηκαν επικίνδυνοι φυλακίστηκαν ή εξορίστηκαν.
Σε μια εποχή περιοριστικής σεξουαλικής ηθικής, τα καλντερίμια του Λάκκου είναι χώρος συνεύρεσης και επικοινωνίας ατόμων ετερόκλητης προέλευσης, οι οποίοι αναζητούν ευκαιρίες για ψυχαγωγία, περιπέτεια και παιχνίδι. Εδώ, ο έρωτας, λαθραίος ή νόμιμος, έχει τους δικούς του κώδικες, τις δικές του αποτιμήσεις, και το τραγούδι και ο χορός κατέχουν προνομιακή θέση στην καθημερινότητα των ανθρώπων. Γενικά στο Ηράκλειο της περιόδου εκείνης και ειδικά στον Λάκκο, το γλέντι και η χασισοποσία είναι βασικές πολιτισμικές δραστηριότητες και σύμβολα δράσης των ντόπιων. Το τραγούδι δεν είχε στοιχεία κλειστής παράδοσης. Αντίθετα απ’ ό,τι κάποιος θα φανταζόταν, οι Λακκουδιανοί αναφέρονται σε ένα ευρύ φάσμα τραγουδιών: ελαφρές μελωδίες, ευρωπαϊκά, καντάδες, δημοτικά, κρητικά, ταμπαχανιώτικα, νησιώτικα, μωραϊτικα, ρουμελιώτικα, κλέφτικα, μικρασιάτικα, ρεμπέτικα της σμυρναίικης σχολής και πειραιώτικα, μάγκικα, βλάμικα, ντερβίσικα, της φυλακής, χασικλίδικα και σαφώς τα ρεμπέτικα τραγούδια του ίδιου του Λάκκου. Άλλα απ’ αυτά συνδέονταν με σποραδικές ψυχαγωγικές παραστάσεις διαβατάρηδων μουσικών στον Λάκκο και άλλα είχαν πιο μόνιμη σχέση με το χώρο. Από τα τραγούδια που μνημονεύονται από τους αφηγητές, οι ντόπιοι ξεχώριζαν ως «δικά τους» τα ρεμπέτικα. Υπήρχαν δύο κατηγορίες ρεμπέτικων τραγουδιών. Στην πρώτη ανήκουν γνωστά ηχογραφημένα τραγούδια, κυρίως της κλασικής περιόδου του ρεμπέτικου, με εμφανή προτίμηση στα «αυθεντικά» ρεμπέτικα, αυτά που μιλούσαν για τους μάγκες και το χασίσι. Η δεύτερη κατηγορία αποτελείται από αυτόχθονες δημιουργίες που δεν έχουν ηχογραφηθεί σε δίσκους ούτε αποθησαυρίστηκαν σε γραπτή μορφή. Τα τραγούδια του Λάκκου είναι ανώνυμες δημιουργίες που διαδίδονται προφορικά από λιμάνι σε λιμάνι, από παρέα σε παρέα και είναι ανοικτές στον αυτοσχεδιασμό και την περιστασιακή αναδημιουργία και επινόηση. Τα τραγούδια αυτά αποτελούν στοιχεία έκφρασης και ιδιαιτερότητας οριοθετημένων ομάδων στις κοινωνικές παρυφές της πόλης, όπου συγκροτείται ένα δίκτυο ψυχαγωγικών πυρήνων που έχει κέντρο τον Λάκκο και εκτείνεται στην Κιζίλ Τάμπια, το λιμάνι, τους τεκέδες και τη φυλακή. Η μελωδική γραμμή είναι λιτή, επαναληπτική και βασίζεται σε παραδοσιακούς δρόμους της ανατολικομεσογειακής μουσικής παράδοσης, όπως χουσεϊνί, ουσάκ, ραστ, χουζάμ χιτζσκάρ κ.ά.
Στη μεταπολεμική περίοδο ο Λάκκος παρακμάζει. Παράγοντες όπως η κοινωνικοοικονομική ανάπτυξη και η αναδιαμόρφωση της πόλης στα δυτικά πρότυπα, η οργάνωση των κρατικών μηχανισμών και η παρέμβασή τους σε «παρακοινωνιακούς» χώρους, η εμπορευματοποίηση της μουσικής και η εμφάνιση της οργανωμένης επαγγελματικής ψυχαγωγίας σε λαϊκά κέντρα με ορχήστρα, οδήγησαν στην κοινωνική περιθωριοποίηση του χώρου και σε συρρίκνωση των λειτουργιών της κοινότητας. Στις δύο πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες τα πορνεία εξακολουθούν να λειτουργούν στον Λάκκο, αλλά οι λατέρνες και τα μπουζούκια ηχούσαν ολοένα και λιγότερο. Μάγκες και νταήδες μετέφεραν αλλού τις οικονομικές τους δραστηριότητες και οι εφημερίδες ελάχιστα πια ασχολούνταν με τα δρώμενα της συνοικίας. Βαθμιαία, από τις αρχές του ’60, επιχειρήθηκε η απογκετοποίηση της πορνείας από οριοθετημένες περιοχές της πόλης. Στη συλλογική μνήμη των ντόπιων η εξέλιξη αυτή αποτυπώνεται ως μια βίαιη προσπάθεια ξεριζωμού τους από τον τόπο και τις λειτουργίες του. Το κράτος και τα όργανά του καταγγέλλονται για νταβατζιλίκια στο χώρο, με αφορμή περιστατικά αθέμιτων συναλλαγών και οικονομικής εκμετάλλευσης των γυναικών του Λάκκου από επώνυμους αστυνομικούς. Τα όποια κατάλοιπα της κουλτούρας του χώρου εκκαθαρίστηκαν οριστικά σε μια νέα επιχείρηση αρετής κατά τη διάρκεια της Χούντας.
Σήμερα, ένα μέρος από τις παράγκες και τα χαμόσπιτα της συνοικίας είναι ερείπια. Στο βωμό μάλιστα του κέρδους και του εκμοντερνισμένου των πόλεων γενικά, κατεδαφίστηκε, τον Ιούνιο του ’96, μέρος της συνοικίας Πηγάδα, για να γίνει επέκταση κεντρικού δρόμου. Η λήθη σκεπάζει ολοένα και περισσότερο τα υπολείμματα μιας πολιτιστικής ετερότητας σε μια πόλη που αναζητά στο πέρασμα των χρόνων μια νέα ταυτότητα.
* Το κείμενο είναι βασισμένο στο βιβλίο του Γιάννη Ζαϊμάκη ''Καταγώγια ακμάζοντα στον Λάκκο Ηρακλείου Παρέκκλιση, Πολιτισμική δημιουργία, Ανώνυμο ρεμπέτικο (1900-1940)'' . Πραγματοποιήθηκε σχετική εκδήλωση στην κατάληψη Ευαγγελισμού (στις 27/9) παρουσία του συγγραφέα και ακολούθησε ρεμπέτικο γλέντι.
για τη μεταγραφή: