(Αναδημοσίευση από το blog Ο Κόσμος από Κάτω)
(Πηγή: Μια Ακόμη Βροχερή Νύχτα στον Παράδεισο)
ΦΩΤΟ: Τηλέμαχος Παπαδόπουλος (QoQ Photos)
Στήσανε πάλκο και ηχεία στη στοά Μοδιάνο στα ψαράδικα, στο έτσι, σαν πειρατές. Δεν νομίζω πως ρωτήσανε και κανένα. Νομίζω πως απλά είπανε, α, να ένα γαμάτο μέρος να κάνουμε ένα λάιβ, και το κάνανε.
Εγώ σε ένα κομματάκι έπαιζα λίγη φυσαρμονικίτσα, μικρά πράγματα, και βοηθούσα να φύγουν τα μπλουζάκια. Κυρίως έπινα μπύρες, χαζοπαζάρευα και περνούσα καλά. Σε κάποια φάση έρχεται ο φύλακας με φανερή ανησυχία ζωγραφισμένη στο πρόσωπό και μου λέει, τι είναι όλα αυτά, εμένα δεν με ειδοποίησε κανείς, εγώ τι να κάνω τώρα να τις κατεβάσω τις καγκελόπορτες? Τι να σου πω του λέω, κάνε ότι νομίζεις μα θα είναι λίγο πρόβλημα να περνάει ο κόσμος μέσα απ' τις τρύπες. Ταράχτηκε, άλλαξε δυο χρώματα, έφτυσε και πέντε μαλακίες παραπάνω να του φύγει η τσατίλα. Τελικά κούλαρε από μόνος του όταν του είπα ότι παίζω κλαρίνο. Είχε καταγωγή από Γιάννενα περιοχή και το αγαπάει πολύ το κλαρίνο, πράγμα που με κάποιο μαγικό τρόπο τα έλυσε όλα και οι πύλες μείνανε ανοιχτές.
Πως διάολο περιγράφεις ένα λάιβ στην ολότητά του? Είναι κυκλώνας. Έχει ενέργεια, έχει και φρίκη. Πολλά πρόσωπα, σπρωξίδια, παλιοί καλοί γνωστοί μα και κάλοι, γκομενέτα, πέντε πάνκηδες παίζουν πόγκο μεταξύ τους στη γωνία και πίνουν μαλαματίνα. Κάποιοι πηδιούνται στην τουαλέτα, κάποιος ξερνάει στη γωνία δίπλα στον κάδο, μια πιτσιρίκα είναι τόσο μεθυσμένη που χορεύει τσιφτετέλι ενώ από πίσω παίζει βαλς, έρχεται ο τέτοιος, που είσαι-τι κάνεις-καλά εσύ-που βρίσκεσαι-εδώ μωρέ φασάρα, έρχεται ο άλλος, τι λέει-κυριλέ-γαμάνε τα παιδιά-γαμάνε όντως και έτσι. Θα σκάσει μύτη και καμία πρώην, θα κάνουμε πως δεν είδαμε ο ένας τον άλλο, θα είναι εκεί και τα τάδε αλάνια που έχω γνωρίσει τριάντα φορές μα δεν θυμάμαι τα ονόματά τους και απλά τους χαιρετάω πια ως μπρο και φίλε.
Θα συγκεντρωθώ στη μουσική, όταν νιώσω αρκετά μεθυσμένος για να λυθώ και να γράψω στα αρχίδια μου τους υπόλοιπους εκατό νοματαίους θα χορέψω ως ο κάγκουρας που πραγματικά είμαι, θα σκαλώσω με κάποια σόλα, θα κλέψω ότι με εντυπωσιάζει, θα κρίνω αυστηρά τους μουσικούς, ή και όχι, θα σημειώσω νοητά για να τους πω εβδομήντα παρατηρήσεις και προτάσεις που εγγυημένα θα έχω ξεχάσει μέχρι την επόμενη μέρα. Βαβούρα, πανικός, χάος, κορμιά κολλημένα το 'να πάνω στ' άλλο, δίνεις και παίρνεις το ρυθμό και τη ζέστη του δίπλα. Ο σαμάνος στο μικρόφωνο να κοιτάει εσένα μα και όλους τους άλλους ταυτόχρονα στα μάτια, να σου λέει αυτό που θέλεις να πεις και να ακούσεις κι ας μην ξέρεις καλά-καλά τι εννοεί, και έτσι καταλαβαίνεις πως είναι καλός σ' αυτό που κάνει.
Είναι φορές που εκεί, ανάμεσα στο πυροβολημένο απ' τα ντεσιμπέλ πλήθος νιώθω παγωμένος και ανήμπορος, έρμαιο του βίτσιου των μουσικών, που έχουν κεντήσει τα πάθη, το μεράκι, τα γούστα, τη σοφία και τη βρώμα τους στις νότες, και μου είναι αρκετά σοκαριστικό συνήθως, να νιώθω έτσι ευάλωτος και ευχείριστος σαν μαριονέτα ανάμεσα σε τόσο κόσμο.
Πάντα όμως αφήνω το κύμα να με παρασύρει στο τέλος, και πλέω ανάμεσα απ' τις μπουνάτσες και τις φουρτούνες τους σαν ένας μικρός ναυαγός σε ένα λιλιπούτειο, εφήμερο πέλαγος. Αφήνω τη μουσική να με φορέσει σα σακάκι και να με κάνει ότι θέλει. Όχι για πολύ όμως, ποτέ για πολύ. Όταν αισθάνομαι πως το δούναι και λαβείν με έχει φέρει σε σημείο που ξεμένω από μπαταρία αποσύρομαι διακριτικά λίγο πιο πέρα και βγάζω κάποιες στιγμές μόνος μου, μακριά απ' τους σαμάνους και τα γκομενέτα και τους γνωστούς και τους κάλους και τις πρώην και τα μελτέμια και τις φρίκες και τις ανατριχίλες στο σβέρκο, και αυτές ακριβώς οι στιγμές είναι οι αγαπημένες μου, αυτές που πραγματικά μου μένουν.
Έκανε κρύο και ψιχάλιζε, και οι ταρίφες είχαν μιζέρια στη φάτσα και οι περαστικοί είχαν τα φρύδια σμιγμένα και τα πρόσωπα χωμένα στα κασκόλ και τις εσάρπες, και τακούνια στο υγρό πεζοδρόμιο, και τα αμάξια να αρμενίζουνε αργά, προσεκτικά την βρεγμένη άσφαλτο, και η μύτη βουλωμένη, μα όχι αρκετά βουλωμένη για να της δραπετεύσει η μυρωδιά της βροχής πάνω στο πλακόστρωτο, και τσιγάρο στα δάχτυλα, και τα αυτιά να βουίζουν, και τα μάτια κλειστά και μελωδίες καρφωμένες στο μυαλό για τις επόμενες βδομάδες. Και η λατρεμένη θολούρα του αλκοόλ, να μην νιώθω ούτε τα χέρια ούτε τα πόδια μου απ' το κρύο, μα να πάλλομαι ολόκληρος κουρδισμένος σε 432.
Και τα μάτια κλειστά, και οι δροσερές στάλες να προσγειώνονται ευγενικά πάνω στο καυτό απ' τον πυρετό μέτωπο, ράκος μα που χρόνος για ύπνο και ξεκούραση. Και τα μάτια κλειστά, και ο τσουχτερός άνεμος απ' τα σκοτεινά στενά του Βαρδάρη να χαϊδεύει την πόλη, και ποιος γαμάει τον ένφια και τα μνημόνια, ποιος χέστηκε για την ρομαντική αγάπη και το νοίκι, ποιος έχει ειλικρινά ψυχικό απόθεμα να χολοσκάσει για πρόστιμα προς διατάραξης της κοινής ησυχίας. Τα μάτια κλειστά και η ψηλή, τσιμεντένια πόλη να παίζει τη δικιά της μουσική κι ας μην ακούγεται τίποτα. Και τα μάτια κλειστά, και μπορεί να πέρασαν έτσι δύο αιώνες ή δύο χρόνια ή δύο λεπτά, και η καύτρα να έχει φτάσει στη γόπα και να καίει το γάντι, μα είναι μόνο πόνος, δεν είναι αληθινός-αληθινός, δεν είναι αυτή η ανύψωση, αυτό το τράβηγμα στο στήθος που θα μπορούσε να είναι κάθαρση ή αγάπη ή καρδιακή προσβολή.
Με τα μάτια κλεισμένα, ξεπλυμένος απ' την αηδία, με τις άγκυρες κομμένες, το τσιμέντο στα πόδια σπασμένο, πιο ελαφρύς, αλαφροπάτητος, αλαφροΐσκιωτος, κουρασμένος μα όχι αλαφιασμένος. Ήρεμος, ελευθερωμένος.
Και θα το τελειώσω εγώ πριν με τελειώσει αυτό ή μου το κόψει ατυχώς κάποιος περαστικός, ή κάποιος θόρυβος. Και θα ανοίξω τα μάτια, θα πετάξω τη γόπα στο ρυάκι δίπλα απ' το πεζοδρόμιο, θα τινάξω το πέτο του παλτού και θα γυρίσω πίσω στα γκομενέτα και τις πρώην και τους κάλους και τους μπρο και τους φίλους και τους σαμάνους και τα κύματα και τα μπλουζάκια και τους πάνκηδες και τους μεθυσμένους και τους ερωτευμένους και τους φρικαρισμένους, τους καταθλιπτικούς, τους αυτόχειρες, τους απαθείς, τους αδιάφορους, τους τρελαμένους, τους σκιαγμένους, τους περίεργους, τους άβγαλτους, τους άθυμους, τους πλανόδιους, τους δαιμονισμένους, τους κλέφτες, τους άγιους, τους δοσίλογους, τους ευτυχείς, τους ισοβίτες, τους αστείους, τους αγύρτες, τους καταραμένους, τους προδότες, τους ήρωες, τους φυλακισμένους, τους πτυχιούχους, τους πρεζάκηδες, τους καυλωμένους, τους ανασφαλείς, τους ανασφάλιστους, τους άστεγους, πίσω σε αυτό το καζάνι που βράζει δίπλα απ' τα ηχεία μπροστά από τη σκηνή, πρώτη γραμμή, να ναυαγήσω για λίγο, λίγο ακόμα σ'αυτή την όμορφη, πεντάμορφη θάλασσα μέχρι να τελειώσουν τα παιδιά, να μαζέψουμε και να κρυφτούμε πάλι ο καθένας στη φωλιά του, να κοιμηθούμε και να δούμε όνειρα ίσως λίγο πιο παράξενα από χτες.