Songs the Lord Taught Us: Η αφοσίωση των Cramps στο πρωτόγονο ροκ...

ΚΕΙΜΕΝΟ: Jamie Ludwig

METAΦΡΑΣΗ ΑΠΟ ΤΟ ΑΡΧΙΚΟ: ΠΑΝΟΣ ΤΟΜΑΡΑΣ

Μπορεί κάποιες κιθαρίστριες όπως η Beverly “Guitar” Watkins και η Sister Rosetta Tharpe να άνοιξαν το δρόμο με τη δουλειά τους, αλλά παρ’ όλα αυτά το ροκ εν ρολ της δεκαετίας του ’50 και των αρχών της δεκαετίας του ’60 είναι κυρίως συνυφασμένο με τους άντρες. Ο άγριος ήχος που κάποτε τρόμαζε εκατομμύρια γονείς και έκανε κάποιους ιερείς να τον ονομάσουν «μουσική του διαβόλου» χάθηκε από το προσκήνιο κατά τη διάρκεια της Βρετανικής εισβολής και της ψυχεδελικής περιόδου των παιδιών των λουλουδιών που ακολούθησε, αλλά αναστήθηκε σαν το τέρας του Φρανκενστάιν τη δεκαετία του 1970. Οι τρελοί επιστήμονες που ευθύνονται γι’ αυτό ήταν οι Cramps, το συγκρότημα που σχημάτισε μια κιθαρίστρια ονόματι Poison Ivy Rorschach μαζί με τον άντρα της, τον τραγουδιστή Lux Interior. 

Η Kristy Marlana Wallace, όπως είναι το πραγματικό όνομα της Ivy, παθιάστηκε με τη μουσική, ιδίως με το πρώιμο ροκ εν ρολ, το R&B, την κάντρι και τα μπλουζ, ερωτεύτηκε την όλη αισθητική του «κακού κοριτσιού» και ανέπτυξε μια φυσική, απόλυτη απέχθεια για τη συμβατικότητα μεγαλώνοντας στην Καλιφόρνια. Μια μέρα, όταν ήταν πρωτοετής στο Πανεπιστήμιο του Σακραμέντο, συνάντησε το πεπρωμένο της καθώς έκανε ωτοστόπ. Ο Erick Lee Purkhiser (πλέον πιο γνωστός ως Lux) κι ένας φίλος του σταμάτησαν για να την πάρουν. Οι δύο αδελφές ψυχές «κόλλησαν» λόγω του κοινού ενδιαφέροντός τους για τη μουσική και την ποπ κουλτούρα, ερωτεύτηκαν και άρχισαν να σπέρνουν τους σπόρους των Cramps. Σαν συνένοχοι πια, εντρύφησαν ακόμα περισσότερο στο ροκ εν ρολ και άρχισαν να συλλέγουν μανιωδώς δίσκους. Το πάθος τους για άγνωστα σινγκλάκια τους ώθησε να τραβηχτούν μέχρι την αποθήκη της Sun Records στο Μέμφις, όπου τα αγόραζαν με τις κούτες. Το ζευγάρι έμεινε για κάποιο διάστημα στην πατρίδα του Lux, το Άκρον του Οχάιο, και το 1975 βρέθηκε στη Νέα Υόρκη όπου έβαλε μπρος το μουσικό του σχέδιο. Αφού πέρασαν από το γκρουπ οι ντράμερ Pam Ballam (Pam Beckerleg) και Miriam Linna (η οποία αργότερα ίδρυσε τη Norton Records), οι Cramps κατέληξαν στην εξής τετραμελή σύνθεση: Ivy, Lux και άλλοι δύο «μετανάστες» από τις μεσοδυτικές πολιτείες, ο κιθαρίστας Bryan Gregory (Greg Beckerleg, αδελφός της Pam) και ο ντράμερ Nick Knox. 

Αρχικά στο Max’s Kansas City και ύστερα στο CBGB, οι Cramps μάγεψαν την αναδυόμενη πανκ σκηνή της Νέας Υόρκης συνδυάζοντας το πρωτόγονο ροκ εν ρολ με την αισθητική των ταινιών τρόμου, την αλλόκοτη πλευρά της ψυχεδέλειας και την ωμή σεξουαλικότητα. Από μουσική άποψη οι Cramps δεν έμοιαζαν με τους συγχρόνους του, αλλά παρ’ όλα αυτά οι εκρηκτικές, έξαλλες συναυλίες τους γρήγορα τους καθιέρωσαν σαν ένα από τα καλύτερα λάιβ γκρουπ της εποχής τους. Η Ivy, απίστευτα κουλ, ντυμένη με λαμέ και λεοπαρδαλέ, έπαιζε κιθαριστικά σχήματα και κρατούσε τον ασταμάτητο ρυθμό, ενώ ο Lux στριφογύριζε και σερνόταν πάνω στη σκηνή (και συχνά πάνω στα ηχεία) και ο Bryan καμάρωνε, χαμένος μέσα στον ιδιαίτερο, φαζαρισμένο, παράξενο ήχο του. Το αποτέλεσμα ήταν καταπληκτικό, λίγο «διαταραγμένο» και εντελώς μοναδικό. Μιλώντας σε μια σόλο παράστασή του για την ένταση των πρώτων συναυλιών των Cramps, ο Henry Rollins είπε: «Φυσικά, δεν υπάρχουν στο Rock And Roll of Fame. Κανονικά θα ’πρεπε να ήταν το δεύτερο ή το τρίτο συγκρότημα που να είχε ενταχθεί… Για εμάς ήταν σαν σούπερσταρ, σαν τέρατα από ταινία». 

 

Αφού κυκλοφόρησαν δύο σινγκλ το 1978 (αργότερα αποτέλεσαν το EP Gravest Hits), οι Cramps πήγαν στο Μέμφις για να ηχογραφήσουν το πρώτο τους άλμπουμ με τον Alex Chilton στο στούντιο της Sun, στο σημείο που γεννήθηκαν πολλές από τις αγαπημένες ηχογραφήσεις τους. Το Songs the Lord Taught Us κυκλοφόρησε το 1980 στην IRS και περιλάμβανε ένα μείγμα από πρωτότυπα κομμάτια και διασκευές, επιλεγμένα μέσα από το λάιβ σετ του συγκροτήματος – αν και από τότε οι Cramps απέτειναν συχνά φόρο τιμής στους κλασικούς, παίρνοντας ένα ριφ από ’δω, ένα στίχο από ’κει, οπότε ο διαχωρισμός μεταξύ πρωτότυπων κομματιών και διασκευών δεν είναι απόλυτα ξεκάθαρος. Τα «TV Set» και «Garbageman», που ξεχειλίζουν από μαγκιά και ιδρώτα, έγιναν αμέσως κλασικά πανκ κομμάτια. Οι διασκευές στο «Strychnine» των Sonics και στο «Fever», τη γνωστή επιτυχία της δεκαετίας του ’50 (σύνθεση των Eddie Cooley και Otis Blackwell), ήταν πιστές στο πνεύμα των πρωτότυπων, αλλά η γυμνή παραγωγή του άλμπουμ και η παθιασμένη, φρενιασμένη ερμηνεία του Lux τους έδινε μια πιο μανιακή αιχμή. 

Αργότερα η Ivy δήλωσε ότι δεν πίστευε πως η παραγωγή του Songs the Lord Taught Us αποτύπωσε απόλυτα τον «τσαμπουκά» του γκρουπ, ωστόσο δύσκολα βρίσκει κανείς άλλον δίσκο που να διατηρεί ύστερα από 35 χρόνια τη γεύση των δεκαετιών του ’50 και του ’60, μαζί με μια κυρίαρχη αίσθηση αλλοφροσύνης. Την εποχή που κυκλοφόρησε το άλμπουμ, στο προσκήνιο επικρατούσε η αναβίωση του ροκαμπίλι με καλλιτέχνες όπως ο Robert Gordon και οι Stray Cats (ακόμα και οι Queen ακολούθησαν το ρεύμα με το «Crazy Little Thing Called Love»), όμως οι Cramps δεν ήταν αναβιωτές. Παρόλο που η αίσθηση του χιούμορ και η ανευλαβής διάθεση του γκρουπ είναι πανταχού παρούσες στο Songs the Lord Taught Us, όπως για παράδειγμα στα «I Was a Teenage Werewolf» και «Zombie Dance», οι Cramps αντιμετώπιζαν την τέχνη τους με απόλυτη σοβαρότητα. 

Τις επόμενες δεκαετίες, μέχρι τον λυπηρό, ξαφνικό θάνατο του Lux Interior το 2009, το ζευγάρι παρέμεινε λυσσαλέα αφοσιωμένο στην αποστολή του να κρατήσει ψηλά τον δαυλό του αρχέγονου ροκ εν ρολ – με όλη τη βρώμα, το σεξ και τη λαμπρότητά του – στο παρόν. Και μέσα απ’ αυτή τη διαδικασία ο Lux και η Ivy άλλαξαν το φάσμα της ροκ μουσικής, παρόλο που ενίοτε παραγνωρίζονται άδικα ή παρεξηγούνται ως αστείο ή εφήμερο φαινόμενο. Οι Cramps συχνά αναγνωρίζονται ως επιρροή από τις μεταγενέστερες γενιές πανκ, ροκαμπίλι και σαϊκομπίλι συγκροτημάτων, όμως η επίδρασή τους εντοπίζεται σε μια ευρεία γκάμα από είδη, από το νέο-γκαράζ και το σερφ ως το χαρντ ροκ και το μέταλ – οπουδήποτε δοξάζεται ο κίνδυνος και το σεξ. (Πολλά διαφορετικά μεταξύ τους συγκροτήματα, όπως οι Nouvelle Vague, οι Spoon και οι Queens of the Stone Age, έχουν διασκευάσει τραγούδια των Cramps). Επίσης, μπορεί κανείς να πει με σιγουριά ότι η Ivy ήταν εκείνη που σύστησε σε αρκετές γενιές ακροατών τον ήχο της ροκ εν ρολ κιθάρας στο στυλ του Link Wray, του Duane Eddy και πολλών από τις συλλογές Nuggets. Έβαλε το πρώτο λιθαράκι της με το ντεμπούτο των Cramps, το Songs the Lord Taught Us.


image

Πάνος Τομαράς

O Πάνος Τομαράς είναι μουσικός και μεταφραστής. Ως μπασίστας σήμερα κατοικοεδρεύει στους Swing Shoes, στους Happy Dog Project, στους Rosewodd Brothers, Maximum High και στους Βabi Bone Project, ενώ στο παρελθόν συμμετείχε στα θρυλικά πλέον συγκροτήματα των Honeydive, των Engine V και των Earthbound.
 
 
 
image

Πάνος Τομαράς

O Πάνος Τομαράς είναι μουσικός και μεταφραστής. Ως μπασίστας σήμερα κατοικοεδρεύει στους Swing Shoes, στους Happy Dog Project, στους Rosewodd Brothers, Maximum High και στους Βabi Bone Project, ενώ στο παρελθόν συμμετείχε στα θρυλικά πλέον συγκροτήματα των Honeydive, των Engine V και των Earthbound.
 
 
 
image

Πάνος Τομαράς

O Πάνος Τομαράς είναι μουσικός και μεταφραστής. Ως μπασίστας σήμερα κατοικοεδρεύει στους Swing Shoes, στους Happy Dog Project, στους Rosewodd Brothers, Maximum High και στους Βabi Bone Project, ενώ στο παρελθόν συμμετείχε στα θρυλικά πλέον συγκροτήματα των Honeydive, των Engine V και των Earthbound.
 
 
 

Γραφτείτε στο Νewsletter του Merlin

FEATURED VIDEOS

  • 1