Βρισκόμαστε κάπου στα τέλη του 1989, την εποχή της «Αλλαγής» του Ανδρέα Παπανδρέου, τότε που στην πολιτική και οικονομική ζωή της χώρας κυριαρχούσε ο Γιώργος Κοσκωτάς. Σε ένα παράλληλο σύμπαν, μια παρέα νέων ανθρώπων με τεράστια αγάπη για τη μουσική, αποφασίζει να ξεκινήσει μια ερασιτεχνική – αλλά γεμάτη μεράκι – εκδοτική προσπάθεια. Το μαγικό κουτί του Μέρλιν είχε μόλις ανοίξει…
32 σελίδες… τόση ήταν η ύλη που φιλοξενήθηκε στο πρώτο τεύχος του περιοδικού Merlin’s Music Box (ΜΜΒ) που εκδόθηκε τον Οκτώβρη του 1989 με το Editorial να έχει έναν σχεδόν απολογητικό τόνο: «Θέλουμε να ελπίζουμε ότι θα μας συγχωρήσετε τα τυχόν λάθη ή ανακρίβειες. Σας ξεκαθαρίζουμε ότι δεν είμαστε επαγγελματίες και αυτό φαίνεται. Ωστόσο πασχίσαμε πολύ, και μέσα σε πολύ λίγο διάστημα, για να σας παρουσιάσουμε το έντυπο αυτό».
Το εισαγωγικό κείμενο συνεχίζει: «Σκοπός μας είναι η προώθηση της νέας ανεξάρτητης και εναλλακτικής rock σκηνής, χωρίς αυτό να σημαίνει πως θα πετάξουμε στα σκουπίδια το παρελθόν, που στο κάτω – κάτω της γραφής, μας έδωσε την ευκαιρία να μπορούμε να παρακολουθούμε το παρόν». Οι πρώτοι σπόροι έχουν πέσει και το παρεάκι παρουσιάζει μια προσπάθεια που δεν είχε σε τίποτα να ζηλέψει από αντίστοιχους «επαγγελματίες» του χώρου.
Διαβάζοντας ηλεκτρονικά το πρώτο ασπρόμαυρο αλλά και αρκετά από τα επόμενα τεύχη δε μπορούσα να μείνω ασυγκίνητος και να μη γοητευτώ από το χορταστικό περιεχόμενο, τη δομή και την αγνότητα που βγάζει το συγκεκριμένο έντυπο: Νέα, συνεντεύξεις (κάποιες από αυτές αποκλειστικές), αφιερώματα, κινηματογράφος, λογοτεχνία, συναυλιακά δρώμενα, δισκοπροτάσεις αλλά και εντονότατες πολιτικές αναφορές – σε μια περίοδο που έτσι και αλλιώς το πολιτικό θερμόμετρο βρισκόταν στα ύψη – κάνουν την ανάγνωση του MMB ένα υπέροχο και μαγικό ταξίδι μέσα στον χρόνο.
Το rockyourlife.gr συνομίλησε με την ψυχή του ΜΜΒ, τον Γιάννη Καστανάρα (Γ.Κ), καθώς και με έναν από τους βασικούς συνεργάτες του, Μιχάλη Τζάνογλο (Μ.Τ), οι οποίοι μας γυρίζουν χρόνια πίσω και ξετυλίγουν την ιστορία αυτής της ιδιαίτερης εκδοτικής προσπάθειας:
Αρχικά πείτε μου πως και γιατί αποφασίσατε να δημιουργήσετε το MMB.
Γ.Κ: Παρακολουθούσαμε άλλα fanzines, όπως το Rolling Under στη Θεσσαλονίκη, και επειδή ο Βασίλης Τζάνογλος, ο γραφίστας μας, είχε την τεχνογνωσία, σκεφτήκαμε ότι μπορούσαμε να το κάνουμε κι εμείς. Νομίζω ότι η απόφαση πάρθηκε εν μια νυκτί, χωρίς πολλά πολλά. Ο Βασίλης ήδη ασχολιόταν με τη γραφιστική από μαθητής, ήταν υπεύθυνος για την έκδοση του αντιεξουσιαστικού περιοδικού «Αναρχος» και, το βασικό, διέθετε έναν αξιόπιστο για την εποχή του υπολογιστή και laser εκτυπωτή (!!!). Με τον Βασίλη και τον Μιχάλη ήμουν κολλητός από τις αρχές της δεκαετίας του 80, γνωριστήκαμε λίγο μετά την πρώτη εκλογική νίκη του ΠΑΣΟΚ και τις πρώτες καταλήψεις σπιτιών που ακολούθησαν. Οπότε ούτως ή άλλως βρισκόμασταν σχεδόν σε καθημερινή βάση σε στέκια και βιβλιοπωλεία των Εξαρχείων. Το όνομα του περιοδικού ήταν ιδέα ενός φίλου μου που σπούδαζε στη Γαλλία και μου έστελνε γράμματα υπογράφοντας ως Μάγος Μέρλιν. Ασφαλώς, «Μerlin’s Music Box» είναι ο τίτλος του live album των καλιφορνέζων Seeds, αλλά δεν το είχαμε στο μυαλό μας (ίσως να μην γνωρίζαμε καν την ύπαρξή του τότε), ήταν εντελώς συμπτωματικό.
Ποιές ήταν οι κοινωνικές και κυρίως οι οικονομικές συνθήκες που επικρατούσαν τότε και πως αυτές οι συνθήκες έπαιξαν ρόλο στην απόφαση σας να δημιουργήσετε το έντυπο αυτό.
Μ.Τ: Ούτε που θυμάται κανείς από εμάς πού βρήκαμε τα χρήματα για το πρώτο τεύχος. Οι γενικότερες κοινωνικο-οικονομικές συνθήκες ήταν σίγουρα καλύτερες σε σύγκριση με τις σημερινές, αλλά δε νομίζω πως επηρέασαν την έκδοση του περιοδικού. Θα το βγάζαμε ούτως ή άλλως. Οπωσδήποτε σήμερα τα πράγματα είναι πολύ πιο εύκολα για την έκδοση ενός περιοδικού από όλες τις πλευρές. Τότε έπρεπε να πληκτρολογούμε την ύλη, να στήνει το τεύχος ο Βασίλης, να σκανάρει φωτογραφίες με ένα σκανεράκι της πλάκας, να μοντάρει και μετά να πηγαίνουμε τα φιλμ στη φωτοσύνθεση – αν αποφασίζαμε να το ξαναβγάλουμε τώρα, όλα αυτά τα προβλήματα θα τα λύναμε σε χρόνο dt.
διαδικασία μοιάζει πλέον εκτός της σύγχρονης πραγματικότητας, ωστόσο μπορείτε να μου περιγράψετε το άγχος που τραβούσατε μέχρι να πάρετε στα χέρια σας ολοκληρωμένα τα τεύχη;
Γ.Κ: Σε γενικές γραμμές ήμασταν αρκετά χαλαροί, αλλά σίγουρα υπήρχαν στιγμές έντασης. Έπρεπε να κυνηγάμε τυπογράφους, ατελιέ, να κυνηγιόμαστε μεταξύ μας… Η κύρια δυσκολία ήταν η διανομή που έπρεπε να την κάνουμε μόνοι μας. Κάποια στιγμή αυξήσαμε το τιράζ σε 3,000 αντίτυπα και το στέλναμε στο Αθηναϊκό Πρακτορείο σε μια πανελλαδική προσπάθεια αλλά με μέτρια αποτελέσματα, χωρίς ωστόσο να εγκαταλείψουμε ποτέ τα αρχικά στέκια διανομής.
Πόσο δύσκολη ήταν η πρόσβαση στην πληροφορία και πως ερχόσασταν σε επαφή με μουσικούς και συγκροτήματα; Φαντάζομαι θα ήταν μια επίπονη αλλά ταυτόχρονα γοητευτική διαδικασία.
Γ.Κ: Ένα βασικό ήταν ότι από πριν ήμουν συνδρομητής σε κάποια ξένα περιοδικά όπως το Maximum Rock “n” Roll. Από το πρώτο κιόλας τεύχος αρχίσαμε να στέλνουμε το περιοδικό σε διάφορους φανζινάδες του εξωτερικού που με τη σειρά τους μας έστελναν τα δικά τους. Ακόμα έχω πάρα πολλά τεύχη αποθηκευμένα. Βοηθούσαν πολύ και τα πιο official έντυπα που διανέμονταν στην Ελλάδα μέσω των πρακτορείων όπως το Alternative Press, του Kerrang!, το Spin και πολλά άλλα. Με τις μπάντες στο εξωτερικό ερχόμασταν σε επαφή συνήθως μέσω αλληλογραφίας και συνεντεύξεων όταν επισκέπτονταν την Ελλάδα. Οι ξένες ανεξάρτητες εταιρείες βοηθούσαν επίσης στέλνοντάς μας πολλά promo. Kαι όχι μόνο οι ανεξάρτητες, θυμάμαι δυο πακέτα που είχε στείλει η Polygram Aυστραλίας με συνολικά καμιά 80αριά CDs, επειδή τους είχαμε ζητήσει να κάνουμε ένα αφιέρωμα στο αυστραλέζικο rock σε δυο τεύχη. Πολύ σημαντική ενίσχυση είχαμε και από τις ελληνικές ανεξάρτητες όπως η Hitchyke Records και η Wipe Out! που βοηθούσαν με διαφημίσεις. Κάποια στιγμή άρχισαν να ενδιαφέρονται και οι μεγάλες. Πολύ τρέξιμο πάντως!
Μ.Τ: Επίσης σημαντική βοήθεια για εμάς, κατά μια έννοια, ήταν ότι εκείνα τα χρόνια υπήρχε μεγάλη άνθιση της Ελληνικής rock σκηνής με συγκροτήματα που αφήσαν ιστορία όπως οι Villa 21, οι Last Drive,οι Deus Ex Machina και πολλοί άλλοι με τους οποίους ήμασταν φίλοι. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα από τη μία να έχουμε εύκολη πρόσβαση στα τεκταινόμενα της Ελληνικής σκηνής και από την άλλη να κάνουμε γνωστή τη δουλειά τους στους αναγνώστες μας.
Η επιλογή της ύλης ήταν απόφαση του ενός ή αποτέλεσμα συλλογικής προσπάθειας;
Γ.Κ: Κάθε συνεργάτης είχε αναλάβει δικό του τομέα, επομένως εκείνος αποφάσιζε για την ύλη του. Δεν νομίζω ότι ασκήθηκε ποτέ λογοκρισία, ίσως μερικά παράπονα σε περίπτωση που κάποια άρθρα έμεναν εκτός τεύχους, κυρίως λόγω φορτωμένης ύλης, αλλά αυτό ήταν εξαιρετικά σπάνιο. Υπήρχε ο αρχισυντάκτης που τσέκαρε τα κείμενα, αλλά είχαμε εμπιστοσύνη στους συνεργάτες μας οπότε δεν νομίζω να υπήρχε πρόβλημα.
Υπάρχει κάποιο άρθρο, συνέντευξη, παρουσίαση για την οποία αισθάνεστε ιδιαίτερα περήφανοι σαν συντάκτες του MMB;
Γ.Κ: Προσωπικά θεωρώ αξεπέραστα τα κείμενα του Βασίλη Μπαμπούρη για το Survival Kit, όπου παρουσίαζε πράγματα εντελώς πρωτόγνωρα για το ελληνικό κοινό. Επίσης, η εκτεταμένη, ιστορική πλέον, συνέντευξη που είχε παραχωρήσει στον Θοδωρή Κούτση και στον Αλέξη Καλοφωλιά ο Πάνος Κουτρουμπούσης υπήρξε σταθμός, καθόσον περιέγραφε γλαφυρότατα την ιστορία της ελληνικής underground κουλτούρας μέσα από τα προσωπικά του βιώματα, κυρίως των χρόνων 1955-1970.
Έβγαλε την ψυχή των παιδιών με τις παραξενιές του (ήθελε να ελέγξει το κείμενο πριν δημοσιευτεί, έκανε διάφορες διορθώσεις, ζητούσε copyright κλπ), αλλά νομίζω ότι ήταν από τις καλύτερες δημοσιεύσεις στο MMB. Είχα διασκεδάσει πολύ κατά τη συνέντευξη του Γρηγόρη Βάιου, είχαμε σκεφθεί μάλιστα να του κάνουμε ένα συγκλονιστικό εξώφυλλο, αλλά τελικά δεν έκατσε. Οι συνεντεύξεις με ελληνικές μπάντες είχαν πάντα ενδιαφέρον και γέλιο, κάποιοι μας κατηγορούσαν ότι το παρακάναμε με τους Last Drive, αλλά τι να κάνουμε, μας άρεσαν, και με τον Αλέξη γνωρίζομαι από το σχολείο.
Τώρα με το internet και την άνθηση των μουσικών ιστοσελίδων τα πράγματα είναι λίγο-πολύ εύκολα για εμας τους μουσικούς συντάκτες. Εκείνη την εποχή πως βιώνατε τον «ανταγωνισμό», αν υπήρχε τέτοιος;
Γ.Κ: Ανταγωνισμός… δεν ξέρω. Δεν βιώσαμε κάτι τέτοιο. Υπήρχαν πολλά έντυπα, αλλά νομίζω ότι σεβόμασταν ο ένας την ιδιαιτερότητα του άλλου και γενικά είχαμε καλές, ενίοτε και φιλικές σχέσεις με τα παιδιά που έβγαζαν άλλα zines, πάντα είχαμε σελίδα αναφοράς σε άλλα περιοδικά, ελληνικά και ξένα.
Το MMB ήταν ένα άκρως πολιτικοποιημένο έντυπο. Οι αναφορές σε σημαντικά γεγονότα όπως η κατάληψη της Βίλλας «Αμαλία» ή οι εξεγέρσεις στις Ελληνικές φυλακές τον Οκτώβρη του 1990 είναι μερικά μόνο παραδείγματα. Ήταν η πολιτική τόσο σημαντική για τους συντάκτες του MMB;
Γ.Κ: Σαφώς, ήταν και είναι, αν και στη συγκεκριμένη περίπτωση τη λέξη πολιτική θα την έβαζα σε εισαγωγικά. Η δεκαετία του 80 ήταν πολύ έντονη κινηματικά, συνέβαιναν διάφορα και το αίμα μας έβραζε για τα καλά. Είχαμε Χημείο, Καλτεζά, Πολυτεχνεία, πολλές καταλήψεις σπιτιών, κινήματα φαντάρων, επιχείρηση Αρετή, δίκες αγωνιστών και η ενασχόλησή μας ήταν σχεδόν καθημερινή.
Πάντως το κάθε ένα απο τα editorials που διάβασα ήταν πραγματικά ένας πολιτικός χείμαρρος με αναφορές στους πάντες και τα πάντα. Αλήθεια, το σλόγκαν «Και τώρα… ΑΣ ΑΡΧΙΣΕΙ Η ΜΟΥΣΙΚΗ» που υπάρχει σε πολλά τεύχη πως προέκυψε; Ήταν – κατά κάποιο τρόπο – ο διαχωρισμός του «πολιτικού» απο τον «μουσικό» Merlin;
Μ.Τ: Η εκδοτική ομάδα και ορισμένοι συνεργάτες είχαμε έντονη δράση σε συγκεκριμένο χώρο από τα τέλη της δεκαετίας του 70 και τις αρχές του 80, οπότε νομίζω πως είναι φυσικό. Όσο για το σλόγκαν, ούτε καν θυμάμαι αν το αναφέραμε κάπου, κάτι μου λέει, αλλά σίγουρα δεν είναι δικό μας. Οι «πολιτικές» αναφορές υπήρχαν πάντα στο ΜΜΒ, μπορεί να αποστασιοποιηθήκαμε για διάφορους λόγους που αφορούσαν το συγκεκριμένο χώρο και που δεν είναι της ώρας να τους συζητήσουμε, αλλά η καρδιά μας παραμένει εκεί.
Ποιό ήταν το κοινό που διάβαζε το MMB; Θεωρείτε πως η πολιτική προέκταση του περιοδικού το βοήθησε να φτάσει σε περισσότερα χέρια ή στο μυαλό σας η ύλη απευθυνόταν σε ένα καθαρά μουσικό κοινό;
Γ.Κ: Το rock κοινό, ελπίζω διαφόρων ακουσμάτων. Σίγουρα η πολιτική προέκταση βοήθησε ως ένα σημείο, αλλά δεν πιστεύω πως αυτό ήταν η ουσία. Πάντως τα πρώτα τεύχη διανεμήθηκαν στους χώρους των Εξαρχείων και πέριξ αυτών.
Έχετε επαφή ακόμα με τους συντάκτες του ΜΜΒ; Αναπολείτε εκείνες τις μέρες;
Μ.Τ: Με τον Γιάννη βρισκόμαστε σχεδόν σε καθημερινή βάση. Με τον αδερφό μου τον Βασίλη … σπανίως γιατί δεν του το επιτρέπουν οι δουλειές του. Από τους υπόλοιπους με κάποιους έχουμε χαθεί τελείως, και κάποιους άλλους τους βλέπουμε σπάνια. Όμως τους κουβεντιάζουμε συχνά.
Ίσως η πιο στενάχωρη ερώτηση. Το οδήγησε στο κλείσιμο του περιοδικού;
Γ.Κ: Όταν έσκασε μια απίστευτη περαίωση από το υπουργείο οικονομικών. Τελικά είχε γίνει λάθος, αλλά και πάλι το ποσό ήταν μεγάλο. Στην εφορία μάλιστα μου είπαν ότι το χόμπι μου είναι ακριβό. Η πολύ καλή διάθεση εξάλλου είχε πια περάσει, είχαν γίνει διάφορα, υπήρξε και μια «πραξικοπηματική» διάσπαση εκ μέρους μου…
Το τελευταίο διάστημα, όσο το επιτρέπουν οι διάφορες υποχρεώσεις σας, το MMB δραστηριοποιείται διαδικτυακά. Οι στόχοι σας για το μέλλον;
Γ.Κ: Από υποχρεώσεις… άλλο τίποτα. Κάναμε μια ιστοσελίδα που δεν την τρέχουμε, αλλά έχουμε Facebook όπου δημοσιεύουμε ό,τι γουστάρουμε. Toν περασμένο Ιανουάριο οργανώσαμε (μαζί με την Εύα από το AN Club) τη συναυλία των Γερμανών stoners Kalamata που πήγε απρόσμενα καλά δεδομένου ότι έπαιξαν καθημερινή και δεν τους ήξερε ούτε η μάνα τους. Οργανώσαμε επίσης live των Thee Holy Strangers, στο πρώτο album των οποίων μάλιστα είμαστε συμπαραγωγοί. Ο Μιχάλης κινηματογραφεί με τον κάμερά του σχεδόν όλες τις συναυλίες που γίνονται στην Ελλάδα και τις ανεβάζει στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης με μεγάλη ανταπόκριση, ενώ στην προσωπική του σελίδα στο YouTube υπάρχουν σχεδόν όλες.
Μ.Τ: Να μη ξεχάσουμε εδώ να αναφέρουμε και την παραγωγή που κάναμε στο 7″ των Soundkrash, μιας Heavy/Hardcore μπάντας από την Αθήνα, που ο κιθαρίστας τους ελπίζουμε να αποτελέσει τη νέα γενιά του MBB. Κάνουμε διάφορες συζητήσεις και σχέδια, αλλά… σιγά-σιγά, δεν βιαζόμαστε, αλλά ούτε βαριόμαστε.