"Την πρώτη φορά που πήρα χάπια ήμουν με τον Brian Jones. Θα έλεγα ότι ακόμα και τότε είχα καταλάβει ότι κάποια μέρα θα πέθαινε από υπερβολική δόση. Το έκανε με ένα τρελό τρόπο, αναμιγνύοντας βαρβιτουρικά με μπενζεντρίνες - κόκκινα χαπάκια, κίτρινα χαπάκια, ριγέ χαπάκια. «Πρέπει να δοκιμάσεις», είπε ο Brian και μου πάσαρε μια χούφτα πολύχρωμες κάψουλες.
Νομίζω πως ούτε κι εκείνος ήξερε τι ήταν. Κάποιος του τα είχε δώσει και ο Brian ήταν από εκείνους που θα δοκίμαζαν οτιδήποτε… Γινόταν ένα πάρτι, συνεχιζόταν για τέσσερις μέρες. Ο Brian έβαλε τα χάπια στο στόμα του. «Γαμάτα», είπε. Εγώ πήρα δυο από αυτά και πράγματι ένιωσα γαμάτα! Όταν επιστρέψαμε στο πάρτι λίγο αργότερα, αισθανόμουν θαρρείς και ήμουν ο ψηλότερος μέσα στο χώρο. «Πάμε στο ξενοδοχείο μου», είπε ο Brian. «Έχω ένα καλό πράμα, κατευθείαν από το Μεξικό». Δεν είχα δοκιμάσει ποτέ μαριχουάνα, αλλά με τα κέφια που είχαν όλα μου φαίνονταν ψώνιο. Καθώς η Κάντιλακ του Brian με τον οδηγό διέσχιζε την πόλη, τα φώτα στους δρόμους άρχιζαν να αποκτούν καφέ αποχρώσεις. Σκέφτηκα ότι θα έφταιγαν τα χάπια. Κατόπιν όμως έσβησαν τελείως. Το ίδιο και τα φώτα των καταστημάτων. Κατέβασα το τζάμι του παραθύρου. Γυναίκες τσίριζαν. «Μπορεί να ήρθε το τέλος του κόσμου», είπε ο Brian. Τα φανάρια δεν λειτουργούσαν και η λιμουζίνα έκοψε ταχύτητα. Ο μόνος φωτισμός στο δρόμο ήταν από τα φώτα των αυτοκινήτων. Τελικά, ο οδηγός μας κατάφερε να παρακάμψει την κίνηση και να φτάσουμε στο ξενοδοχείο. Μου φάνηκε απίστευτο. Παρόλη την αλλόκοτη σκοτεινιά που είχε σκεπάσει την πόλη, μπροστά από την κύρια είσοδο υπήρχε μια ομάδα από πιτσιρικάδες, έφηβους, που περίμεναν να γυρίσει ο Brian.
O Brian Jones με τον Bob Dylan...
«Να ’τος!» φώναξαν. «Γρήγορα!», είπε ο Brian. Με έσπρωξε μέσα από την πόρτα της υπηρεσίας και έκανε νόημα στον υπάλληλο που ήταν εκεί. Προφανώς ο άνθρωπος το είχε ξαναδεί το έργο επειδή κλείδωσε την πόρτα πίσω μας, πριν καλά καλά μπούμε. Μας έδωσε ένα κερί και μας έδειξε πώς να ανέβουμε στον προθάλαμο καθώς οι ανελκυστήρες δεν λειτουργούσαν. Ο προθάλαμος επίσης φωτιζόταν από κεριά. Ανεβήκαμε ένα σωρό σκάλες μέχρι να φτάσουμε στη σουίτα του Brian. Πάνω που βγάζαμε τα παλτά μας χτύπησε η πόρτα. Ο Brian πήρε το κερί και την άνοιξε. Ήταν ο Bob Dylan με κάμποσους άλλους. «Εισβολή από τον Άρη», είπε o Bob. Μπήκαν όλοι μέσα και σταθήκαμε στα παράθυρα του Brian κοιτάζοντας τη θεοσκότεινη πόλη. Ήταν άγρια, όπως η Γλασκόβη στη διάρκεια του πολέμου. «Ας μαστουρώσουμε», είπε ο Bob, «Πότε θα βρούμε καλύτερη στιγμή; Τα πράσινα ανθρωπάκια έχουν προσγειωθεί». Ο Brian έστριψε το πρώτο μου τσιγαριλίκι. Ούτε εκείνος ούτε ο Bob πίστευαν ότι δεν είχα ξανακαπνίσει χόρτο. Στο ραδιόφωνο μετέδιδαν ότι η συσκότιση οφειλόταν μάλλον σε κάποια μαζική βλάβη. Εμείς όμως ήμασταν καλύτερα ενημερωμένοι. Ήταν το τέλος τους κόσμου και εμείς πετούσαμε στον έβδομο ουρανό".
- Scott Ross (DJ και φίλος των Rolling Stones)