του Luc Sante
Το τελευταίο πράγμα που είδα ήταν το ταβάνι μιας εισόδου ενάμιση μέτρο φάρδος με γύψινο καλούπι που έμοιαζε σαν μια μακριά σειρά από ψαράκια και το καθένα προσπαθούσε να καταπιεί το μπροστινό του. Το τελευταίο πράγμα που είδα ήταν μια χαραμάδα κιτρινισμένου ουρανού ανάμεσα σε κτήρια που εν μέρει τον έκρυβε μια απλωμένη μπουγάδα. Το τελευταίο πράγμα που είδα ήταν το παραπέτο και πέρα απ’ αυτό τα δέντρα. Το τελευταίο πράγμα που είδα ήταν το σήμα του, μόνο που δεν θυμάμαι να σας πω τον αριθμό. Το τελευταίο πράγμα που είδα ήταν μια γεμάτη γυάλινη μεζούρα για ποτό που γλίστρησε από κάποιον που με χτύπησε στην πλάτη. Το τελευταίο πράγμα που είδα ήταν το σεντάν που ερχόταν κουτρουβαλώντας προς το μέρος μου και σκέφτηκα, εντάξει, είμαι ασφαλής πίσω από τη βιτρίνα του λουκουματζίδικου. Το τελευταίο πράγμα που είδα ήταν μια μπότα, δεξί πόδι, με καρφιά που προεξείχαν από το κουτουπιέ. Το τελευταίο πράγμα που είδα ήταν μια πέτρα από το λιθόστρωτο. Το τελευταίο πράγμα που είδα ήταν σκοτάδι.
Έχασα την ισορροπία μου διασχίζοντας την Μπρόντγουεϊ και ποδοπατήθηκα από ένα τσούρμο αλόγων. Προσπαθούσα να σηκωθώ από το πλάι ενός εξαώροφου σπιτιού πάνω σε μια φαρδιά εξέδρα μαζί μ’ ένα φορτίο καρφιά για την μαρκίζα όταν το ξεφτισμένο κομμάτι του σχοινιού βρήκε την τροχαλία στο πλάι και κόπηκε. Έχασα το δρόμο μου σε αναχώματα από χιόνι μισό τετράγωνο από το διαμέρισμά μου. Ήπια ένα μπουκάλι φαινικό οξύ χωρίς να καταλάβω αν το ήθελα ή όχι. Κρύωνα πολύ κι έβηχα και ξεχνούσα πράγματα. Βγήκα σε μια αυλή προσπαθώντας να θυμηθώ ένα μυστικό, αλλά κάτι συνέβη. Συνάντησα έναν αστυνομικό που με πέρασε για κάποιον άλλο. Μέθυσα στα γενέθλιά μου και έπεσα από την αποβάθρα προσπαθώντας να αρπάξω κάτι χρυσό που νόμιζα ότι επέπλεε. Με κρέμασαν στο προαύλιο του δικαστηρίου μπροστά από ένα πλήθος που ζητωκραύγαζε και κόσμο που κρεμόταν από τις ταράτσες των κτηρίων κι ακόμα επιμένω ότι το κάθαρμα έπρεπε να το περιμένει. Έκλεψα ένα καρβέλι ψωμί και άρχισα να το τρώω τρέχοντας στο δρόμο αλλά στη μέση είχε ένα σκληρό κομμάτι ζύμης που σφηνώθηκε στο λαιμό μου. Υποτίθεται ότι θα ξυπνούσα νωρίς το πρωί αλλά δεν μπορούσα να κουνηθώ. Άκουσα κάτι σαν σφύριγμα πάνω από το κεφάλι μου καθώς περνούσα από το ταχυδρομείο και δεν θυμάμαι τίποτε άλλο. Καμάκωνα έναν πελάτη που έμοιαζε πολύ σένιος, αλλά όταν ανεβήκαμε πάνω τράβηξε λεπίδι. Χρωστούσα ένα σωρό νοίκια κι εκείνη τη νύχτα κούρνιασα στην είσοδο κάποιου άλλου αλλά εκείνος επέστρεψε σε κακά κέφια. Έφαγα κάμποσα στρείδια που είχα ξεθάψει μόνος μου. Αισθανόμουν πολύ ζεστός, έτρεμα, αισθανόμουν παράξενα κι όλοι μέσα στο μαγαζί με κοιτούσαν κι εγώ πάσχιζα να μιλήσω και να τους πω ότι σ’ ένα λεπτάκι θα είμαι μια χαρά αλλά δεν μπορούσα με τίποτα να το βγάλω.
Οι αναθυμιάσει εισέβαλαν ύπουλα στο δωμάτιό μου αλλά εγώ δεν ξύπνησα. Σηκώθηκα φωνάζοντας κι εκείνος με μαχαίρωσε ξανά και ξανά. Σουτάρισα το φακελάκι μόλις μπήκα σπίτι, αλλά στο «μαγείρεμα» μου φάνηκε ότι βρόμαγε. Κοιμόμουν στο πάρκο όταν πέρασαν εκείνα τα παιδιά. Σύρθηκα έξω απ’ το παράθυρο και ζαλίστηκα κοιτάζοντας κάτω, οπότε αφέθηκα να πέσω και κοίταξα ψηλά καθώς έπεφτα. Νόμιζα ότι θα ζεσταινόμουν αν έκαιγα μερικές εφημερίδες μέσα σε μια σουπιέρα. Σιγά σιγά γινόμουν κομμάτια και χάρηκα όταν επιτέλους αυτό σταμάτησε. Νόμιζα ότι το τρένο έτρεχε με μεγάλη ταχύτητα, αλλά εγώ συνέχισα να διαβάζω. Άφησα αυτόν τον τύπο να με μαζέψει στο πάρτι και λίγο αργότερα φύγαμε με το αμάξι του. Αισθανόμουν πολύ χάλια, αλλά η νοσοκόμα νόμιζε πως της έκανα πλάκα. Πήδησα στην άλλη σκάλα κινδύνου αλλά γλίστρησε το πόδι μου. Νόμιζα ότι θα προλάβαινα να διασχίσω το δρόμο. Νόμιζα ότι το δάπεδο θα άντεχε το βάρος μου. Νόμιζα ότι κανείς δεν μπορούσε να με αγγίξει. Ούτε που κατάλαβα τι με χτύπησε.
Με χώσανε μέσα σε μια σακούλα. Με κάρφωσαν σ’ ένα κουτί. Με περιέφεραν στην Μάλμπερι Στριτ ενώ πίσω ακολουθούσαν παπαδάκια και τέσσερις παπάδες κάτω από μια τέντα και σύσσωμη η γειτονιά ψέλνοντας το «Λύτρωσόν με, Κύριε». Μάζεψαν τα κομμάτια μου που ήταν διασκορπισμένα σε ολόκληρο το πάρκο. Μόλις τέλειωσε η πομπή με άφησαν για τρεις μέρες κάτω από τη ροτόντα. Χάραξαν τ’ όνομά μου στο αέτωμα. Τράβηξαν το γιακά μου μέχρι το πηγούνι για να καλύψουν την τρύπα στο λαιμό μου. Είπαν αστεία για μένα τρώγοντας ψητά κρέατα και πίνοντας ουίσκι από σίκαλη. Δεν ήξεραν ποιος ήμουν όταν με ψάρεψαν κι έξι μήνες αργότερα ακόμα δεν ξέρουν. Κράτησαν το πτώμα μου για λύτρα και τα πήραν, αλλά μέχρι τότε το είχαν κάψει. Δε με βρήκαν ποτέ. Με πέταξαν μέσα στην μπετονιέρα. Μας σώριασαν όλους μέσα σ’ ένα χαντάκι και κάρφωσαν από πάνω ένα μνημείο. Με ανέτμησαν στην ιατρική σχολή. Ζύγισαν τους αστραγάλους και με πέταξαν μέσα στο ποτό. Έδωσαν τ’ όνομά μου σ’ έναν κοιτώνα. Έβγαλαν λόγους και ισχυρίστηκαν ότι ήμουν κάτι σαν τενεκεδένιος άγιος. Με έσυραν μακριά με το καρότσι του σταχτομαζωχτή. Με φόρτωσαν σ’ ένα καράβι και με πήγαν σ’ ένα νησί. Προσπάθησαν να εμποδίσουν τη μητέρα μου να με ακολουθήσει πέφτοντας μέσα. Μου αγόρασαν το πρώτο μου κουστούμι και μου το φόρεσαν. Έκαναν πορεία μέχρι το δημαρχείο κρατώντας κεριά και φωνάζοντας το όνομά μου. Με ξέχασαν και κατέβασαν την εικόνα μου.
Έτσι λοιπόν, δώστε τα μάτια μου στην τράπεζα οφθαλμών, δώστε το αίμα μου στην τράπεζα αίματος. Κάντε τα μαλλιά μου μαστίγια, βάλτε τα δόντια μου μέσα σε ροκάνες, πουλήστε την καρδιά μου στον παλιατζή. Δώστε τη σπλήνα μου στο δήμαρχο. Αγκιστρώστε τα πνευμόνια μου σε μια μηχανή. Απλώστε τα σπλάχνα μου σε μια λεωφόρο. Καρφώστε το τσερβέλο μου σ’ ένα κοντάρι, συνδέστε την ραχοκοκαλιά μου στην τρίτη σιδηροτροχιά, πετάξτε το συκώτι μου στο νικητή. Αλέστε τα νύχια μου με φασκόμηλο και καμφορά και πουλήστε τα δίχως συνταγή. Απιθώστε τα χέρια μου στο παράθυρο σαν ανάμνηση. Πάρτε το όνομά μου από μένα και κάντε το ρήμα. Σκεφτείτε με όταν ξεμείνετε από φράγκα. Θυμηθείτε με όταν σωριαστείτε στο πεζοδρόμιο. Πείτε τ’ όνομά μου όταν σας ρωτήσουν τι συνέβη. Βρίσκομαι παντού κάτω από τα πόδια σας.
O Luc Sante γεννήθηκε στο Βέλγιο και το 1960 μετακόμισε στη Νέα Υόρκη όπου ζει μόνιμα. Γράφει για διάφορα έντυπα όπως Interview and Wigwag, The New Republic, Spy, New York Review of Books, New York Times, Harper’s, Granta, The Village Voice, Artforum, Bookforum, Vogue, The American Scholar, High Times, Cabinet κ.α. Θεωρείται "punk συγγραφέας" και έχει γράψει κάμποσα βιβλία, ανάμεσά τους τα Low Life: Lures and Snares of Old New York (1991), Evidence (1992),The Factory of Facts (1998), Walker Evans (1999), Kill All Your Darlings: Pieces 1990-2005 (2007), Folk Photography (2009), και The Other Paris (2015). Κάπου κάπου στιχουργεί για τους Del-Byzanteens.