Νέα Υόρκη: Too many fucking people, best pizza I’ve ever had...

Κείμενο - Φωτογραφίες: EVA M. GREY

Νέα Υόρκη… Too many fucking people, best pizza I’ve ever had. Αλήθεια είναι αυτό, σχετικά με την πίτσα. Το πρώτο κομμάτι ever, το έφαγα κάπου στο Harlem μετά από ένα κουραστικό πρωινό στο City College κι έπαθα ένα μικρό εγκεφαλικό. Τι να σου περιγράφω τώρα, απλά σκέψου πως αν μου έλεγαν ότι κάποιος μπορεί να μου στείλει από εκεί πακέτο ό,τι θέλω, θα ήταν αυτό. Όταν προσγειώθηκα λοιπόν σε αυτή την πόλη, δεν μπορώ να πω ότι έπαθα και μεγάλο πολιτισμικό σοκ. Μεγαλώνοντας, η ιδέα της Νέας Υόρκης είχε καλλιεργηθεί μέσα μου από το ανεξάντλητο οπτικοακουστικό υλικό που μου είχε προμηθεύσει ο πατέρας μου όλα αυτά τα χρόνια μιας και έζησε και σπούδασε κι αυτός εκεί την εποχή του 70’. Αλλά φυσικά και καμία σχέση με τότε, μιας και εγώ βρέθηκα σε μια χώρα όχι μόνο χαμένη μέσα στο ίδιο της το «american dream», αλλά και ακόμα σοκαρισμένη λίγα χρόνια μετά την επίθεση στους δίδυμους πύργους. Πολύς κόσμος, πολλά φώτα, πολλή φασαρία και, γενικά, όλα σε υπερθετικό βαθμό.

Η πόλη που δεν κοιμάται ποτέ λένε, παρόλα αυτά υπήρχαν πολλές περιοχές που άδειαζαν νωρίς από περαστικούς, ενώ σε πολλούς δρόμους όταν έπεφτε το σκοτάδι έπιανες τον εαυτό σου να βαδίζει λίγο πιο γρήγορα. Ο κίνδυνος υπήρχε σε αρκετές περιοχές. Ας πούμε, για παράδειγμα, στα Washington Heights. Δεν υπήρχε περίπτωση να περπατήσω μόνη μου γιατί από νωρίς και πριν ακόμα πέσει το σκοτάδι, οι συμμορίες κατέβαιναν στους δρόμους και με βάση το ενίοτε αυτοκίνητο άραζαν όλοι μαζί και τσέκαραν οποιονδήποτε περνούσε. Στο subway η φάση ήταν σαν να γευόσουν λίγο τα 70’s. Άρρωστος φωτισμός, βρώμικες πλατφόρμες, παράξενες μυρωδιές, ποντίκια στις ράγες και θόρυβοι είτε από κραυγές τρελών είτε από κατεστραμμένα βαγόνια που είχαν να επισκευαστούν πεντακόσια χρόνια. Μέσα σε λίγα τετραγωνικά ενός βαγονιού μπορούσα να δω και να παρατηρήσω την ποικιλομορφία της πόλης. Θρησκείες, χρώματα, μουσικές, πρόσωπα. Θα μπορούσα να κυκλοφορώ όλη μέρα σε μια γραμμή και να χαζεύω τον κόσμο που ανεβοκατέβαινε. Αυτό ήταν το ωραίο της υπόθεσης. Παρόλα αυτά, η αντίληψή μου σε όλες αυτές τις διαδρομές με έκανε να σκέφτομαι πολύ συχνά πως η μελαγχολία που πλανιόταν στην ατμόσφαιρα όταν ο κόσμος βρισκόταν εν κινήσει ήταν αποτέλεσμα της τρομακτικής αδιαφορίας που υπήρχε για τον συνάνθρωπο...

... Δεν ξέρω πως ακριβώς να στο εξηγήσω. Κάτι σαν αυτό που πάει να δημιουργηθεί στην Αθήνα του σήμερα. Δηλαδή, ο κόσμος περνούσε δίπλα από άστεγους ή ανθρώπους που είχαν ανάγκη και απλά κοιτούσε χωρίς στην ουσία να παρατηρεί. Και αυτοί οι άνθρωποι που είχαν ανάγκη ήταν πολλοί, αλλά κανείς δεν τους πρόσεχε ουσιαστικά γιατί ήταν όλοι τους πολύ απορροφημένοι από την καθημερινότητά τους, με αποτέλεσμα να μην είναι σε θέση να αποκλίνουν το βλέμμα τους από εκεί, έστω κι αν κάποιος δίπλα τους ήταν ετοιμοθάνατος. Κι όλο αυτό έρχεται σε τρομερή αντίθεση με την αστραφτερή και λαμπερή εικόνα της Νέας Υόρκης της 5th Αvenue, της Park Αvenue, που λίγο πολύ όλοι γνωρίζουν. Για τότε, αυτό το κοντράστ μου έκατσε πολύ απότομα. Γενικά, μια σκληρή πόλη με σκληρούς ανθρώπους που από την εμπειρία της προσωπικής συναναστροφής μου μαζί τους συνειδητοποίησα κάποια πράγματα. Ένα από αυτά ήταν ότι ζώντας για μεγάλο διάστημα μέσα σε ένα τέτοιο «κλίμα», με σχεδόν μηδαμινό ιδεολογικό υπόβαθρο, δε θέλει και πολύ να σε μετατρέψει σε ένα απολιτίκ άβουλο oν με ψυχώσεις, κατάθλιψη και κρίσεις πανικού (αυτές οι κρίσεις πέρασαν ξυστά από δίπλα μου). Αυτός όμως είναι ένα εντελώς άλλο κεφάλαιο και δεν θα το αναλύσω τώρα.


Έχουν περάσει σχεδόν πέντε χρόνια από τότε που εγκαταστάθηκα μόνιμα στην Αθήνα, αλλά είναι προφανές ότι πολλά πράγματα έχουν μείνει ανεξίτηλα. Δε θα ξεχάσω ποτέ την πρώτη εικόνα αμερικάνικου suburb έπειτα από έντεκα ώρες ταξίδι Αθήνα-Νέα Υόρκη, στο δρόμο για το σπίτι της θείας μου στο Valley Stream του Long Island. Όπου ό,τι έχεις δει σε ταινία απλά ισχύει, ξέρεις, πράσινο γρασίδι παντού, ξύλινα σπίτια, μεγάλοι δρόμοι και φιλικοί γείτονες. Το έχουν αυτό γενικά οι Αμερικάνοι, όχι όλοι, αλλά θέλουν να δείχνουν ότι τους ενδιαφέρεις. Ειδικά στα προάστια – όχι και τόσο στην πόλη. Για παράδειγμα, έμενα σε διαμέρισμα με δύο Αμερικανίδες για σχεδόν πέντε ολόκληρα χρόνια. Φαινομενικά, σαν συγκάτοικοι ήταν μια χαρά αλλά πάντα εξαφανίζονταν όταν έρχονταν τα δύσκολα, όπως συνέβη με τον τυφώνα Sandy. Δηλαδή, στο φαινομενικό κομμάτι όλοι ενδιαφέρονταν μέχρι πραγματικά να βρεθώ σε ανάγκη, όποια κι αν ήταν αυτή. Τις βασικές φιλίες τις έκανα στα μαγαζιά που δούλευα – και ήταν κάμποσα. Δούλεψα γκαρνταρόμπα σε ελληνικό μαγαζί στο Midtown για έναν ολόκληρο βασανιστικό χρόνο. Υποδοχή σε ελληνικό εστιατόριο στο Upper East Side, ευτυχώς για λίγο διάστημα. Μπαργούμαν σε αμερικάνικο κυριλέ steakhouse στο Upper West Side (νομίζω για κάνα δυο χρόνια) και σέρβις σε άλλα δύο μαγαζιά, ένα γαλλομαροκινό μπιστρό στο West Village κι ένα αμερικάνικο χαμπουργκεράδικο στο Chelsea μέχρι το τέλος. Το βιογραφικό μου, λοιπόν, και ταυτόχρονα οι σπουδές στην σχολή Αρχιτεκτονικής. Χρόνος δεν υπήρχε ελεύθερος, αλλά θυμάμαι ότι δεν είχα αφήσει μουσείο για μουσείο ανεκμετάλλευτο στα ρεπό μου. Παρά το φορτωμένο μου πρόγραμμα ήθελα μονίμως να εκτίθεμαι σε όλα όσα μπορούσε να μου προσφέρει η πόλη γύρω από την τέχνη. Και πού να πρωτοπήγαινα - εκείνο το Metropolitan Museum και το Moma θέλεις μια ζωή ολόκληρη για να τα γυρίσεις, όπως άλλωστε και πολλά άλλα μουσεία. Το Stand-up comedy στο Broadway (όπου βρέθηκα πρώτη φορά) δεν με τρέλανε τόσο όσο εκείνο το φανταστικό steakhouse λίγο πιο πέρα, το Frankie & Johnnies, τόσο old school και με τόσες φωτογραφίες διασημοτήτων στους τοίχους που νόμιζες ότι δίπλα σου έτρωγε ο Paul Newman. Παρεμπιπτόντως, η καλύτερη μπριζόλα που έχω φάει ποτέ!


Ανεξάρτητα από το σοκ της μετακόμισης σε μια τόσο τεράστια πόλη, έπρεπε να λύσω και κάποια άλλα θέματα που τα σκέφτηκα μόνο όταν προέκυψαν. Ας πούμε, κάποια στιγμή χρειάστηκε να πλύνω τα ρούχα μου. Και εδώ μπαίνει στη ζωή μου το laundry. Άντε τώρα να έχεις φτάσει στο αμήν με τα άπλυτα κι έξω να χιονίζει. Το δικό μου στέκι (για τό αναγκαστικά γίνεται στέκι) ήταν μια πόρτα μονίμως ανοιχτή, με ένα κλειστό τούνελ και στο βάθος κήπος – καμιά τριανταριά πλυντήρια (εκεί μαθαίνεις την αξία του «quarter»). Ήταν λίγο spooky στην αρχή, αλλά μετά το συνήθισα μόνο και μόνο επειδή η μόνη σου επιλογή για να πλύνεις τα ρούχα σου είναι το κοντινότερο πλυντήριο. Σε κομμωτήριο, που λέει ο λόγος, έχεις επιλογή και η δική μου ήταν το Mudhoney στο Soho. Εννοείται, punk-grunge κομμωτήριο με ηλεκτρικές καρέκλες και stencil Misfits, δερμάτινους καναπέδες και Social Distortion (τους οποίους είχα τη χαρά να παρακολουθήσω live στο House of Blues του Atlantic City) στα ηχεία. Επίσης ένα στέκι, και μάλιστα τόσο ευχάριστο ώστε με κάποιους από εκεί διατηρώ ακόμα επαφή. Στο βαθμό που γνωρίζω, αυτή τη στιγμή είναι οι hair-stylists της Debbie Harry.


Το πρώτο μου τατού το έκανα σε ένα τατουατζίδικο μαζικής παραγωγής στη West 4th. Το πρώτο μου live ήταν jazz και το είδα στο Village Vanguard του Greenwich Village, ένα από τα πιο σπουδαιότερα μαγαζιά στην ιστορία της jazz. Τα πρώτα μου χρήματα (τι αστείο νόμισμα το δολάριο, θαρρείς και είναι ψεύτικο!) τα ξόδεψα σε αρχιτεκτονικό εξοπλισμό σε ένα από τα παλιότερα και μεγαλύτερα καταστήματα art supplies στο νησί: το Pearl στην Chinatown. Δυστυχώς, έμαθα πρόσφατα ότι έκλεισε όπως και το Trash and Vaudeville, ένα άλλο αγαπημένο μου μαγαζί που βρισκόταν στην καταπληκτική περιοχή του Astor’s Place και πουλούσε εκκεντρικά ρούχα σε εκκεντρικούς ανθρώπους με πωλητή/ιδιοκτήτη (δεν είμαι σίγουρη) τον Jimmy Webb, ένα σωσία του… Iggy Pop. Έφαγα και ήπια σε άπειρα μπαρ και εστιατόρια. Ένα φοβερό μαγαζί είναι το Spotted Pig στο Greenwich Village, με απίθανο φαγητό (blue cheese burger for the win) και οι φήμες λένε ότι κάπου δίπλα μου έτρωγε ο Bill Murray και ο Dominic Howard (των Muse), αλλά είναι μόνο φήμες! Θα μου μείνει αλησμόνητο ότι την ώρα που δούλευα ο Richard Zven Kruspe (Rammstein) μου επισήμανε ότι θα βγει casually για τσιγάρο, ότι o Ethan Hawke μου ζήτησε κέτσαπ, ότι έβαλα τον μακαρίτη τον Philip Seymour Hoffman να καθίσει στο τραπέζι του και ότι καληνύχτισα τον Alec Baldwin. Απλοί άνθρωποι στη συμπεριφορά τους…


Η Αστόρια είναι άλλο ένα μεγάλο κεφάλαιο. Στην ουσία, στο Queens πήγαινα για να δω τους φίλους μου αποκλειστικά, ή για να τσιμπήσουμε κάτι μεσογειακό με το κατάλληλο περιτύλιγμα – από τη στιγμή που δεν είχα «ελληνική» κουλτούρα στην Ελλάδα γιατί να έχω εκεί; Η σχέση μου με τους Έλληνες ήταν λιγάκι προβληματική. Γενικά, αυτοί που έχουν γεννηθεί στην Αμερική, μικροί και μεγάλοι, είναι πολύ παραδοσιακοί και προσκολλημένοι στα ήθη και τα έθιμα της χώρας τους, ενώ ο τρόπος που μεγαλώνουν τους μετατρέπει σε κάτι από το οποίο ανέκαθεν εγώ ήθελα να απέχω – κάπως περισσότερο θρήσκοι και πατριώτες, με την κρυφή φιλοδοξία να παντρευτούν κάποιον/κάποιαν από την χώρα τους. Οι Έλληνες που προσγειώνονται στην Αμερική χωρίζονται σε δύο κατηγορίες: σε αυτούς που ολοκληρώνουν τον κύκλο τους (είτε σπουδών είτε διακοπών κτλ) και επιστρέφουν και σε εκείνους που θα ξυπνήσει μέσα τους το επιχειρηματικό δαιμόνιο και θα θελήσουν να εγκατασταθούν μόνιμα και, κατ’ επέκταση, να ανοίξουν δική τους επιχείρηση σχεδόν αποκλειστικά στον τομέα της εστίασης. Προσωπικά, η εμπειρία συναναστροφής με τους Έλληνες εκεί μου άφησε μια όχι και τόσο ευχάριστη ανάμνηση, εκτός από κάποια παιδιά που πραγματικά τα έχω στην καρδιά μου και μπορώ να καταλήξω ότι όλο αυτό περισσότερο με στενοχωρούσε παρά με πήγαινε μπροστά. Μια εμπειρία γεμάτη δράση και τρόμο που σχετίζεται με την Αστόρια, είναι όταν ο τυφώνας Sandy έπληξε την πόλη της Νέας Υόρκης το 2012. Εμείς δεν είχαμε ιδέα για την επικινδυνότητά του μιας και κάποιο καιρό πριν που είχε ξαναμπεί η πόλη σε κατάσταση προετοιμασίας, τελικά εκείνος ο τυφώνας δεν ήταν και τόσο ισχυρός. Οπότε λέμε, εντάξει, θα μείνουμε σπίτι με κάποια βασικά πράγματα και... that’s all. Πολύ μεγάλο λάθος! Η μισή πόλη βυθίστηκε στο σκοτάδι για δεκαπέντε μέρες, οι συγκάτοικοί μου έφυγαν τη δεύτερη κιόλας μέρα σε φίλους, κι εγώ έμεινα με μια μπάρα μπαταρίας, μηδέν ηλεκτρικό (και μηδέν ζεστό νερό), μηδαμινό σήμα, καθόλου τρόφιμα, κι όλα αυτά σε μια πόλη που έμοιαζε βομβαρδισμένη μέχρι, επιτέλους, την τρίτη μέρα να επικοινωνήσω με μια φίλη Ελληνίδα που έμενε στην Αστόρια (από εκεί ο τυφώνας πέρασε ξυστά) και κάπως να διασχίσω με το ζόρι κάποια γέφυρα (τις είχαν τις γέφυρες για λόγους ασφαλείας), να φτάσω σπίτι της και να μείνω για κάμποσες μέρες. Τελικά έμεινα για σχεδόν δυο εβδομάδες. Να ’ναι καλά το κορίτσι, με έσωσε σε μια από τις πιο δραματικά έντονες φάσεις που έχω να αφηγηθώ από τότε. Κι άλλη μια, με εμένα σε ρόλο MacGyver για ένα (από τα δεκάδες) ποντίκια στο σπίτι μας. Κι άλλο ένα στόρι με δυο φίδια που είχαμε βγάλει βόλτα στο Central Park. Και για ένα Πάσχα που πέρασα σε ορθόδοξη χριστιανική εκκλησία με ομογενείς.

Για μένα η μουσική είναι κάτι παραπάνω από ζωή, πόσο μάλλον όταν το πρώτο πράγμα που έκανα μόλις πάτησα το πόδι μου στο νησί, ήταν να δω το μόνο αξιοθέατο που για μένα είχε σημασία – το θρυλικό «CBGB’s». Δυστυχώς άργησα περίπου δέκα μήνες από το τελευταίο επίσημο live πριν κλείσει για πάντα τις πόρτες του. Θυμάμαι, κάθισα απέναντι σε ένα jazz μπαράκι, φροντίζοντας να το έχω πάντα στο οπτικό μου πεδίο. Όταν πια αποφάσισα να σηκωθώ και να φύγω, δεν επέστρεψα ποτέ ξανά σε εκείνο το νούμερο της Bowery. Δεν έχεις ιδέα πόσο στενοχωρήθηκα… Στο μυαλό μου δεν υπήρχε κανένα Empire State Bldg, κανένα Central Park, κανένα Radio City, κανένα Madison Square Garden που ήθελα να δω πρώτο. Υπήρχε μόνο αυτός ο χώρος. Κρίμα, πολύ κρίμα, αλλά ίσως να είναι καλύτερα γιατί, όπως πληροφορήθηκα, αυτός ο ιστορικός χώρος ευτελίστηκε. Το Search and Destroy, πάλι, ήταν ένα μαγαζί, μα τι μαγαζί! Φαντάσου όλα τα vintage-άδικα με πεταμένη τη μισή σαβούρα mainstream ρούχων και μαζεμένη όλη την cult αισθητική από μάσκες μέχρι κάλτσες – σε ένα μόνο μαγαζί. Ο ναός της avant-garde και του punk (και όχι μόνο) κουλτούρας. Φυσικά, όλες οι μουσικές, από hip-hop μέχρι new wave, έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην περιπλάνησή μου όλα αυτά τα χρόνια που έμεινα στη Νέα Υόρκη και είμαι τρομερά τυχερή που μπόρεσα και περπάτησα στους δρόμους αυτούς με συντροφιά όλα αυτά τα κομμάτια που γράφτηκαν γι’ αυτήν και μέσα από αυτή. Shout out σε όλα τα βινυλιάδικα και δισκάδικα του West και East Village για την συλλογή τους, με πιο αγαπημένο το Generation Records, δύο όροφοι πράμα, κάτω έπαιζε (όπως κάθε underground δισκάδικο που σέβεται τον εαυτό του) μονίμως black metal!

Εννοείται ότι έχω παραλείψει άπειρα πράγματα, αλλά όπως είναι φυσιολογικό δε θα μπορούσα να μεταφέρω όλο το vibe της εμπειρίας μου σε λίγες γραμμές και να συνοψίσω έξι σχεδόν χρόνια. Η εμπειρία αυτή ήταν μοναδική και σίγουρα θα την ξαναζούσα. Το ότι έμεινα μόνη μου τόσο μακριά για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα ήταν σημαντικό βήμα για την ενηλικίωση μου και δε θα ξεχάσω ποτέ το συναίσθημα της λύπης όταν αναγκαζόμουν να δουλέψω για να επιβιώσω (ΚΑΙ τα καλοκαίρια) και να θυσιάσω όχι μόνο την ξεκούρασή μου αλλά και την οικογένεια μου και να μένω ουσιαστικά μόνη μου γιατί οι περισσότεροι από τους φίλους μου έφευγαν για διακοπές. Το σίγουρο είναι πως οτιδήποτε έζησα, καλό ή κακό, μένει αξέχαστο. Κάποιοι από τους φίλους που γνώρισα στη Νέα Υόρκη ήρθαν και με βρήκαν εδώ, στα Εξάρχεια, κάτι ανεκτίμητο μόνο και μόνο επειδή μου ξύπνησαν αναμνήσεις και μου μετέφεραν πάλι την αίσθηση της πόλης τα χρόνια που πραγματικά όλα ήταν πιθανά. Οι φωτογραφίες μαζί με τα βιβλία της σχολής καθώς και κάποια άλλα αντικείμενα που κατάφεραν να μου στείλουν, είναι τα μόνα πράγματα που μου θυμίζουν τη ζωή μου εκεί. Δεν είναι εύκολη πόλη η Νέα Υόρκη και όποιος έχει ζήσει εκεί θα με καταλάβει. Ήταν και θα παραμείνει όμως αναπόσπαστο κομμάτι της προσωπικότητας που διαμόρφωσα σε μια τόσο ευάλωτη περίοδο της ζωής μου και κάθε μέρα μου λείπει και πιο πολύ ώσπου να μην αντέξω άλλο και να ξαναμπώ στο αεροπλάνο!

 


image

Eva M. Grey

Γεννημένη πολύ πιο αργά απο οτι ιδανικά θα ήθελε, η Eva M. Grey απο το Αίγιο σπούδασε Αρχιτεκτονική στη Νέα Υόρκη. Έχει πάθος με λίγα πράγματα και στον ελεύθερό της χρόνο ψάχνει μουσική και cult φωτογραφίες. Ασχολείται κυρίως με τη ζωγραφική και παραδέχεται πως είναι πολύ κρίμα που δεν παίζει κάποιο μουσικό όργανο γιατί η αγάπη της για το σχέδιο και τη μουσική θα δημιουργούσε την μπάντα που θα κυβερνούσε τον κόσμο.
 
 
 
image

Eva M. Grey

Γεννημένη πολύ πιο αργά απο οτι ιδανικά θα ήθελε, η Eva M. Grey απο το Αίγιο σπούδασε Αρχιτεκτονική στη Νέα Υόρκη. Έχει πάθος με λίγα πράγματα και στον ελεύθερό της χρόνο ψάχνει μουσική και cult φωτογραφίες. Ασχολείται κυρίως με τη ζωγραφική και παραδέχεται πως είναι πολύ κρίμα που δεν παίζει κάποιο μουσικό όργανο γιατί η αγάπη της για το σχέδιο και τη μουσική θα δημιουργούσε την μπάντα που θα κυβερνούσε τον κόσμο.
 
 
 
image

Eva M. Grey

Γεννημένη πολύ πιο αργά απο οτι ιδανικά θα ήθελε, η Eva M. Grey απο το Αίγιο σπούδασε Αρχιτεκτονική στη Νέα Υόρκη. Έχει πάθος με λίγα πράγματα και στον ελεύθερό της χρόνο ψάχνει μουσική και cult φωτογραφίες. Ασχολείται κυρίως με τη ζωγραφική και παραδέχεται πως είναι πολύ κρίμα που δεν παίζει κάποιο μουσικό όργανο γιατί η αγάπη της για το σχέδιο και τη μουσική θα δημιουργούσε την μπάντα που θα κυβερνούσε τον κόσμο.
 
 
 
 

 

Γραφτείτε στο Νewsletter του Merlin

FEATURED VIDEOS

  • 1