Mετάφραση: Μιχάλης Πούγουνας
Το Free Will and Testament ήταν ένα θαυμάσιο ντοκιμαντέρ του 2002 για τον μουσικό Robert Wyatt, το οποίο μέχρι κάποια στιγμή μπορούσε να βρεθεί στο YouTube. Δεν υπάρχει πια.
Ενα χαρακτηριστικό σχόλιο που κάποιος είχε αφήσει εκεί δήλωνε: «Αυτός ο άνθρωπος είναι ΕΘΝΙΚΟΣ ΘΗΣΑΥΡΟΣ!» Επιστρέφοντας στις ημέρες των αρχών της δεκαετίας του 1970, δεν θα περιμένατε ότι ο Wyatt ή οποιοσδήποτε από τους prog-rock φίλους και συναδέλφους του στη σκηνή του Canterbury θα χαρακτηρίζονταν στο μέλλον ως «εθνικός θησαυρός».
Κατά κάποιον τρόπο, η φάση του Wyatt που όλοι εκτιμούν σήμερα, δεν βγάζει και πολύ νόημα. Ένας ντράμερ της free jazz και επί σειρά ετών μέλος του κομμουνιστικού κόμματος, με μια αγάπη για τους σκοτεινούς Ευρωπαίους σουρεαλιστές...
Ένας λόγος για τον οποίο είναι τόσο αξιέπαινος ίσως είναι η τιμητική του προσχώρηση στην ομάδα των Awkward Bugger (μαζί με άλλες γνωστές φυσιογνωμίες όπως ο Tony Benn και ο Mark E. Smith) παραμένοντας πιστός στις απόψεις του (τις μουσικές όσο και τις πολιτικές) τη στιγμή που τόσοι άλλοι είχαν υποκύψει και συμβιβαστεί.
Ο Wyatt καταλαμβάνει ένα εντελώς δικό του χώρο – γνωστό για την ταραχή που προκαλεί στις καρδιές διασκευάζοντας τραγούδια όπως το «Shipbuilding» του Elvis Costello και το «At Last I Am Free» των Chic – αλλά και σαν ένας μελαγχολικός νεωτεριστής της τζαζ.
Ένας Thelonious Monk που τραγουδάει με μια εύθραυστη φωνή, η οποία είναι εκ διαμέτρου αντίθετη στην αισθητική κάποιων σημερινών τηλεοπτικών εκπομπών τύπου X Factor.
Αν και πρόκειται για έναν ήσυχο και ζεστό άνθρωπο, οι πολιτικές του απόψεις θα έκαναν ακόμα και τον Dennis Skinner [σύγχρονος βουλευτής της αριστερής πτέρυγας του Εργατικού κόμματος, γνωστός για το καυστικό του χιούμορ] να φαίνεται δεξιός.
Είναι δύσκολο να συγκρίνεις τον Wyatt με κάποιον άλλον στη μεταπολεμική βρετανική πραγματικότητα.
Τραγουδιστής και τραγουδοποιός που η μουσική του χαρακτηρίζεται περισσότερο από μια αγάπη για την πιανιστική jazz παρά για τις κιθαροκεντρικές μουσικές της rock ή της folk, είχε πάντα ένα έξυπνο κόλπο για να επενδύει με τον μεγαλειώδη αέρα της φωνής του τις συχνά τετριμμένες λέξεις της ταπεινής καθημερινής γλώσσας.
Στη μέση του τρυφερού ερωτικού τραγουδιού «O Caroline», τραγουδάει: «Αν αυτό το αποκαλέσεις συναισθηματικές μαλακίες, θα με κάνεις να νευριάσω». Στο «Sea Song», μια άλλη πονεμένη μπαλάντα, υπάρχει ο στίχος: «Πέρα απ’ την πλάκα, όταν είσαι μεθυσμένος, είσαι φοβερός».
Είναι σαν να έχει εμφανιστεί ο Άγγλος κωμικός Tommy Trinder στην μέση του Yessongs (του πέμπτου άλμπουμ του συγκροτήματος Yes) ή ο κωμικός χαρακτήρας Del Boy από την τηλεοπτική σειρά του BBC «Only Fools and Horses» παίζοντας προσκεκλημένος των Μahavishnu Orchestra.
Ακόμη κι όταν βρισκόταν στο επίκεντρο της prog-rock δίνης των αρχών της δεκαετίας του ’70, με τους πολυτονικούς Soft Machine, ο Wyatt φαινόταν πάντα περισσότερο ανθρώπινος από άλλους μουσικούς του είδους. Μπορεί να είχε παίξει τύμπανα πίσω από μερικούς από τους ταχύτερους και πιο συναρπαστικούς μουσικούς της εποχής του, αλλά ταυτόχρονα έδινε την εντύπωση ότι θα μπορούσες να περάσεις καλά μαζί του ακόμα και αν τα πίνατε μαζί σ’ ένα γειτονικό μπαράκι.
Ο θαυμασμός για την τεχνική του ικανότητά ήταν αυθόρμητος. Το μεγάλο πρόβλημα όμως, όπως αποδείχτηκε, ήταν ότι ο Wyatt άρεσε στο κοινό για πράγματα που οι σύντροφοί του στο συγκρότημα θα έπρεπε να προσπαθήσουν πολύ για να τα φτάσουν κι έτσι, όταν απολύθηκε από τους Soft Machine – τους οποίους θεωρούσε «το συγκρότημά των ονείρων του του» – ένιωσε ότι είχε καταστραφεί.
Ο ίδιος ανέφερε ότι αυτό του είχε στοιχίσει περισσότερο παρά η πτώση του το 1973 από το παράθυρο του τέταρτου ορόφου ενός κτηρίου στην περιοχή Maida Vale που τον άφησε, σε ηλικία 28 ετών, ημι-παράλυτο για το υπόλοιπο της ζωής του. Πολλές δεκαετίες αργότερα ο Wyatt εξακολουθούσε να υποφέρει από εφιάλτες – όχι για το τρομερό του ατύχημα, αλλά για το γεγονός ότι τον είχαν διώξει από το συγκρότημα.
Σύμφωνα με τη λεπτομερή βιογραφία του Marcus O ’Dair, υπήρχε πράγματι η πιθανότητα να συναντήσεις τον Wyatt να τα πίνει στην παμπ εδώ παρακάτω.
Οι αναμνήσεις συναδέλφων του μουσικών της δεκαετίας του 1970 αποκαλύπτουν έναν φανατικό πότη, έναν ασταμάτητο εργασιομανή, ίσως με κάποια αδιάγνωστη μανιοκατάθλιψη, όπως την αποκαλούσαμε τότε. Μακριά από τα τύμπανα του, ο Wyatt δεν μπορούσε να μείνει ακίνητος.
Όταν το 1972 η νέα του σύντροφος Alfreda Benge (γνωστή και ως Alfie) θέλησε να τον πάρει μακριά από το Λονδίνο, στην Βενετία, για έναν άτυπο μήνα του μέλιτος, ο Wyatt τρομοκρατήθηκε.
Το μυαλό του δεν μπορούσε να συλλάβει την λέξη «διάλειμμα».
Ακόμα και πριν το ατύχημα του οι φίλοι του ανησυχούσαν επειδή δεν υπήρχε τίποτε που θα μπορούσε να τον αποτρέψει από την προσκόλλησή στην μουσική.
Αναδρομικά, φίλοι του όπως ο Brian Eno υποστηρίζουν πως όταν συνέβη το ατύχημα του Wyatt, όσο σοκαριστικό κι αν ήταν, κανείς δεν εξεπλάγη ιδιαίτερα, καθώς οι περισσότεροι πρέπει να είχαν διαισθανθεί την επερχόμενη «πτώση» του όπως, δυστυχώς, συνέβη κυριολεκτικά. Πριν την πτώση του ο Wyatt μπορεί να έμοιαζε με χερουβείμ αλλά μόνο αθώος δεν ήταν.
Ήταν κάτι σαν Καζανόβας που απέκρουε τα ερωτικά κύματα που του έστελναν οι όμορφες γυναίκες σε χρόνο 7/4 με τις μπαγκέτες του (και όχι πάντα με επιτυχία).
Ήταν μονίμως αφηρημένος αλλά και βαθύτατα δυστυχισμένος.
Το Rock Bottom (1974) θα ήταν ένας εξαιρετικός τίτλος για το LP ενός καταθλιπτικού ντράμερ που είχε μείνει χωρίς συγκρότημα ακόμη κι αν είχε αποφύγει το ατύχημα.
Τελικά, χωρίς την «δημοκρατία» της μπάντας που μπορούσε να ελέγξει τις διάφορες παρορμήσεις του, το Rock Bottom ταυτίστηκε απόλυτα με τον Wyatt.
Αν μερικές φορές οι Soft Machine ακουγόντουσαν σαν κιθαριστική αντρίλα με τους παιχνιδιάρικους στίχους του Wyatt σαν καλοκεντημένη δαντέλα, με τούτο το άλμπουμ (και το πάρα πολύ συχνά υποτιμημένο Ruth Is Stranger Than Richard του 1975) ο Wyatt κατάφερε να δημιουργήσει κάτι εντελώς προσωπικό. Τίποτε στον μουσικό κανόνα της ροκ δεν ακούγεται όπως το Rock Bottom. Η μουσική βρίσκεται σε συνεχή εναλλαγή θλιβερής ευαισθησίας και βίαιου θορύβου. Οι στίχοι απηχούν το μπλέξιμο ενός έντονου λογοπαίγνιου με μια μωρουδίστικη ομιλία, κρύβοντας τον πόνο πίσω από διάφορες εύθυμες μουσικές κατευθύνσεις.
Στο κέντρο του άλμπουμ, στο κομμάτι «Little Red Riding Hood Hit The Road», υπάρχει μια στιγμή που ο Wyatt φαίνεται να αναπλάθει την συνειδητοποίηση της κατάστασής του μετά το ατύχημα: εξωτερικεύει έναν απίθανο συνδυασμό του Antonin Artaud με το αρκουδάκι Paddington: «Ω, εγώ ο καημένος, για όνομα του Θεού, να πάρει, εγώ ο καημένος...»
Το Rock Bottom δεν είναι απλώς απαλλαγμένο από αυτολύπηση αλλά κατά βάση παραμένει ένας περιφρονητικός διαλογισμός για τον πόνο που προκαλούμε στους άλλους («Γιατί λοιπόν σας πλήγωσα;») και ένα είδος φοβερής αναγέννησης μέσω τραύματος («μπαίνουμε στο νερό, με μεγάλη χαρά»). Ένα τραγούδι όπως το «Last Straw» είναι τόσο θλιμμένο που γίνεται σχεδόν αβάσταχτο αλλά η θαυμάσια ισορροπία στη φωνή του Wyatt επαναφέρει πάντα τα πράγματα πίσω από τη πλήρη αμηχανία.
Η περιορισμένη έκδοση του Rock Bottom έμοιαζε σαν μια εναλλακτική κίνηση για εκείνη την εποχή – η παραγωγή είναι του Nick Mason των Pink Floyd, με συμμετοχές από τους Mike Oldfield, Ivor Cutler, Fred Frith, καθώς και από τον Νοτιοαφρικανό τρομπετίστα Mongezi Feza.
Όπως αποτυπώνει εντελώς ξεκάθαρα στο βιβλίο του ο O ’Dair, από τις αρχές έως τα μέσα της δεκαετίας του 1970 όλα τα παράξενα είδη μουσικής που δημιουργήθηκαν έγιναν από κάθε είδους ρευστούς και βραχύβιους συνδυασμούς μουσικών: τα πάντα, από τις σόλο φλάουτο σουίτες έως την 50αμελή ορχήστρα Centipede του Keith Tippett. Θεματικά άλμπουμ βασισμένα στα έργα του Edward Gorey και χαρούμενα αυτοσχέδια τραγούδια, τραγουδισμένα σε αλαμπουρνέζικα ισπανικά.
Η εποχή εκείνη - πέρα από το πρώτο κύμα του βρετανικού punk και των υπερφίαλων σούπερ σταρ – υπήρξε καλλιτεχνικά ένα εμπνευσμένο και εντελώς απρόβλεπτο χρονικό διάστημα. Στα ονόματα που περνούν από την ζωή του Wyatt συμπεριλαμβάνονται ο Kevin Ayers, η Carla Bley, ο John Cale, ο Eno και ο Phil Manzanera, ενώ οι νέοι σήμερα που συνεργάζονται με την Virgin μπορεί να εκπλαγούν αν ανακαλύψουν ότι στο παρελθόν αυτή η εταιρία υπήρξε η κορυφαία ετικέτα της avant-garde ευρω-παραξενιάς.
Αυτός ο μουσικός / κοινωνικός κύκλος έγινε επίσης ζωτικής σημασίας για τον Wyatt αμέσως μετά το ατύχημα: οι Pink Floyd έδωσαν δύο συναυλίες για να τον βοηθήσουν οικονομικά. Η Julie Christie, που ήταν φίλη της Alfie, αγόρασε για το ζευγάρι ένα διαμέρισμα στο Τουίκενχαμ. Στη συνέχεια, ο τότε σύντροφος της Christie, Warren Beatty, πρότεινε να πληρώσει για όλη τη θεραπεία του Wyatt, αλλά ο Wyatt αποφάσισε να εμπιστευτεί το παλιό καλό αγγλικό σύστημα υγείας, μια ένδειξη των μελλοντικών πολιτικών του πεποιθήσεων.
Τα αρχεία του O ’Dair, σχετικά με αυτή την εποχή, αποκτούν ιδιαίτερη βαρύτητα χάρη στον παραστατικό σχολιασμό της Alfie. Αν μη τι άλλο, παρατηρεί με κοφτερό μάτι τη μουσική βιομηχανία και τις συνήθειές της.
Περιστασιακά αναρωτιέμαι αν ο O ’Dair έχει πλησιάσει πολύ κοντά στο ζευγάρι.
Το δεύτερο μισό του βιβλίου έχει να κάνει κυρίως με τις σύγχρονες μουσικές εξελίξεις. (Ο Wyatt ήταν υπέρμαχος της «απλής» ποπ μουσικής - και δεν μπορεί να είμαι ο μόνος φανατικός οπαδός του που θα ήθελε να είχε γράψει μερικά ακόμα κομμάτια, όπως εκείνη η υπέροχη αναθεώρηση του «I'm A Believer» των Monkees ).
Αν το δεύτερο μισό του βιβλίου δίνει αναπόφευκτα την αίσθηση ότι είναι πιο ήρεμο σε σύγκριση με την πλούσια κοινωνική δραστηριότητα και την ένταση των 70s, στην καλύτερη περίπτωση δίνει την πραγματική αίσθηση μιας ζωής που εναλλάσσεται συνεχώς ανάμεσα στην αγάπη ενός ανθρώπου για τη μουσική και την αξιοθαύμαστη σχέση του με την Alfie.
Αναφέρονται ακόμα τα πρόσφατα προβλήματα, όταν η συνήθεια του Wyatt να πίνει έφτασε την σχέση τους κοντά στο τέλος όσο ποτέ άλλοτε. Το ποτό φαίνεται ότι ήταν εν μέρει συνδεδεμένο με κάποιο είδος ανησυχίας στην απόδοση – όταν ακόμα και δυο λέξεις χωρίς ιδιαίτερη βαρύτητα στο μικρόφωνο έκαναν τον Wyatt να ιδρώνει από φόβο.
Είναι άραγε συμπτωματικό όταν ένας νηφάλιος από το αλκοόλ και ευτυχισμένος 70άχρονος Wyatt ανακοίνωσε ότι είχε πλέον ξεμπερδέψει με τη μουσική για το κοινό;
Εάν φτάσετε στο τέλος του βιβλίου με το ελάχιστο συναίσθημα ότι ίσως μερικές φορές τα πράγματα να ήταν ακόμα πιο σκούρα και πιο δύσκολα από όσο τα περιγράφει ο O ’Dair, φαντάζομαι ότι θα συμφωνήσετε με την απόφαση που πήρε ο Wyatt…
Η βιογραφία του Robert Wyatt με τίτλο Different Every Time κυκλοφόρησε από τον οίκο Profile Books Ltd το 2015
Μιχάλης Πούγουνας
Ο Μιχάλης Πούγουνας γεννήθηκε το 1965 στην Αθήνα. Σπούδασε σκηνοθεσία κιν/φου, έχει κάνει δυο ντοκιμαντερ με τιτλο Όταν η Καλλιθέα Πήγαινε Cinema (υπάρχουν στο YouTube) και βραβεύτηκε για την ταινία μικρού μήκους “Vlad ο Δαιμων” στο Διεθνες Φεστιβαλ Ταινιών της Πάτρας. Ήταν ιδρυτικό μέλος και τραγουδιστής των Flowers of Romance απο το 1981 ως το 1998 και των Nexus απο το 1999 ως το 2005. Το 2000 δημιούργησε την ανεξάρτητη δισκογραφική εταιρία Cyberdelia ενω απο το 2011 μεχρι σήμερα παρουσιάζει την δύωρη ραδιοφωνική εκπομπή The Blackout Radio Show with Mike Pougounas που μεταδίδεται απο ενα Αμερικάνικο ραδιοφωνικό σταθμό στα FM, τρεις Αγγλικούς ιντερνετικούς, έναν Ελληνικό κι έναν Κυπριακό. Έχει κυκλοφορήσει το βιβλίο “Rock’n’Roll rules ok?” με κείμενα σχετικά με την αλληλεπίδραση του ροκ και της κοινωνίας, καθως και τα μυθιστορήματα «To Κλειδί της Εύας» και «Μαύρο Χιόνι». Απο το 2006 είναι ο τραγουδιστής των New Zero God. Έχει κυκλοφορήσει συνολικά 13 στούντιο άλμπουμ.
Μιχάλης Πούγουνας
Ο Μιχάλης Πούγουνας γεννήθηκε το 1965 στην Αθήνα. Σπούδασε σκηνοθεσία κιν/φου, έχει κάνει δυο ντοκιμαντερ με τιτλο Όταν η Καλλιθέα Πήγαινε Cinema (υπάρχουν στο YouTube) και βραβεύτηκε για την ταινία μικρού μήκους “Vlad ο Δαιμων” στο Διεθνες Φεστιβαλ Ταινιών της Πάτρας. Ήταν ιδρυτικό μέλος και τραγουδιστής των Flowers of Romance απο το 1981 ως το 1998 και των Nexus απο το 1999 ως το 2005. Το 2000 δημιούργησε την ανεξάρτητη δισκογραφική εταιρία Cyberdelia ενω απο το 2011 μεχρι σήμερα παρουσιάζει την δύωρη ραδιοφωνική εκπομπή The Blackout Radio Show with Mike Pougounas που μεταδίδεται απο ενα Αμερικάνικο ραδιοφωνικό σταθμό στα FM, τρεις Αγγλικούς ιντερνετικούς, έναν Ελληνικό κι έναν Κυπριακό. Έχει κυκλοφορήσει το βιβλίο “Rock’n’Roll rules ok?” με κείμενα σχετικά με την αλληλεπίδραση του ροκ και της κοινωνίας, καθως και τα μυθιστορήματα «To Κλειδί της Εύας» και «Μαύρο Χιόνι». Απο το 2006 είναι ο τραγουδιστής των New Zero God. Έχει κυκλοφορήσει συνολικά 13 στούντιο άλμπουμ.
Μιχάλης Πούγουνας
Ο Μιχάλης Πούγουνας γεννήθηκε το 1965 στην Αθήνα. Σπούδασε σκηνοθεσία κιν/φου, έχει κάνει δυο ντοκιμαντερ με τιτλο Όταν η Καλλιθέα Πήγαινε Cinema (υπάρχουν στο YouTube) και βραβεύτηκε για την ταινία μικρού μήκους “Vlad ο Δαιμων” στο Διεθνες Φεστιβαλ Ταινιών της Πάτρας. Ήταν ιδρυτικό μέλος και τραγουδιστής των Flowers of Romance απο το 1981 ως το 1998 και των Nexus απο το 1999 ως το 2005. Το 2000 δημιούργησε την ανεξάρτητη δισκογραφική εταιρία Cyberdelia ενω απο το 2011 μεχρι σήμερα παρουσιάζει την δύωρη ραδιοφωνική εκπομπή The Blackout Radio Show with Mike Pougounas που μεταδίδεται απο ενα Αμερικάνικο ραδιοφωνικό σταθμό στα FM, τρεις Αγγλικούς ιντερνετικούς, έναν Ελληνικό κι έναν Κυπριακό. Έχει κυκλοφορήσει το βιβλίο “Rock’n’Roll rules ok?” με κείμενα σχετικά με την αλληλεπίδραση του ροκ και της κοινωνίας, καθως και τα μυθιστορήματα «To Κλειδί της Εύας» και «Μαύρο Χιόνι». Απο το 2006 είναι ο τραγουδιστής των New Zero God. Έχει κυκλοφορήσει συνολικά 13 στούντιο άλμπουμ.