Γράφει ο Μιχάλης Τζάνογλος
Ο γιός του δραπέτη σκλάβου που ήταν πάντα στη πρώτη γραμμή των κοινωνικών και πολιτικών αγώνων. Ο φίλος της Έμα Γκόλντμαν που βρέθηκε στον Ισπανικό Εμφύλιο, συμπαραστάθηκε στους αγώνες των Βρετανών ανθρακωρύχων, που υποστήριξε τη Σοβιετική Ένωση και συνομίλησε με τους ηγέτες της. Ο κομμουνιστής "εχθρός της Αμερικής" που κυνηγήθηκε από το FBI, τη CIA και τον γερουσιαστή Μακάρθι. Ο διεθνιστής που αποπειράθηκαν να δολοφονήσουν οι βρετανικές και αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες. Ο καταξιωμένος ηθοποιός και τραγουδιστής. Ο εραστής.
Ο Paul Leroy Robeson, όπως ήταν το πλήρες του όνομα, γεννήθηκε στις 9 Απριλίου του 1898 στο Princeton του New Jersey. Ο πατέρας του, William Drew Robeson I, ήταν σκλάβος σε μια φυτεία της Βόρειας Καρολίνας, δραπέτευσε στα 15 του, πολέμησε με την πλευρά των Βορείων στον Αμερικάνικο Εμφύλιο, σπούδασε Θεολογία στο Πανεπιστήμιο Λίνκολν, έγινε πάστορας, απολύθηκε, έγινε οδηγός σε κάρο, μετακόμισε σε άλλη πολιτεία και ξανάγινε πάστορας.
Ο πατέρας Robeson πίεζε τα παιδιά του να αποκτήσουν όσο το δυνατόν καλύτερη μόρφωση γιατί πίστευε ότι αυτό θα ήταν το μεγαλύτερο όπλο τους στον αγώνα κατά των φυλετικών διακρίσεων.
Το 1915 ο νεαρός Paul κέρδισε μια 4ετή υποτροφία στο Κολέγιο Ρούτγκερς, κάτι εξαιρετικά σπάνιο τόσο για την εποχή όσο και για το συγκεκριμένο κολέγιο, αφού ήταν μόλις ο τρίτος Αφροαμερικανός που θα φοιτούσε εκεί. Στη διάρκεια των σπουδών του ασχολήθηκε με μεγάλη επιτυχία με το αμερικανικό ποδόσφαιρο μολονότι υπέφερε πολλά από τις διακρίσεις των συμπαικτών του.
Συνέχισε τις σπουδές του στη Νομική Σχολή της Κολούμπια και παράλληλα ασχολήθηκε με το επαγγελματικό ποδόσφαιρο αλλά και με το θέατρο, συμμετέχοντας σε διάφορες παραστάσεις, όπως και με το τραγούδι. Το 1923 αποφοίτησε από τη Νομική και έπιασε δουλειά σε μια νομική φίρμα, όμως παραιτήθηκε πολύ σύντομα όταν μια λευκή γραμματέας αρνήθηκε να συνεργαστεί μαζί του.
Μην αντέχοντας να δουλεύει σε τέτοιο περιβάλλον και επειδή διέθετε μια εξαιρετική μπάσα φωνή και ένα επιβλητικό παρουσιαστικό, προσπάθησε να βρει διέξοδο στην ηθοποιία και το τραγούδι. Το μουσικό είδος που τον γοήτευε ήταν η gospel. Στην απόφαση αυτή τον βοήθησε πολύ η Eslanda (Essie) Cardozo Goode, η τότε φίλη του και μελλοντική σύζυγός του. Όμως ούτε κι εκεί ήταν καλύτερα τα πράγματα. Ο Robeson ήταν από τους πρώτους καλλιτέχνες που αρνήθηκαν να εμφανιστούν μπροστά σε φυλετικά διαχωρισμένο κοινό.
Το πρώτο έργο που πρωταγωνίστησε ήταν το All God’s Chillun Got Wings του Ευγένιου Ο’Νιλ. Το σενάριο αφορούσε ένα μικτό ζευγάρι και τις αντιπαλότητες και αντιθέσεις που υπήρχαν τόσο ανάμεσα στις φυλές όσο και ανάμεσα στα ίδια τα μέλη μιας φυλής. Είναι ένα από τα πρώτα έργα που ανέβηκαν στην Αμερική έχοντας έναν Αφροαμερικανό (νέγρους τους αποκαλούσαν τότε) σε πρωταγωνιστικό ρόλο. Μέχρι τότε τους αντίστοιχους ρόλους, τους έπαιζαν λευκοί βαμμένοι με μαύρο μέικ-απ. Όπως ήταν αναμενόμενο το έργο ξεσήκωσε θύελλα διαμαρτυριών από διάφορες οργανώσεις κι συλλόγους, τον τύπο της εποχής, και βέβαια την Ku Klux Klan που απείλησε να τοποθετήσει βόμβα στο θέατρο. Προσχηματικά, θεώρησαν το χειροφίλημα του μαύρου άνδρα στη λευκή γυναίκα ως απρέπεια προς τα χρηστά ήθη. Το έργο ανέβηκε τελικά στις 15 Μαΐου 1923 στο Provincetown Playhouse της Νέας Υόρκης και συνέχισε να παίζεται με μεγάλη επιτυχία μέχρι τον Οκτώβριο της ίδιας χρονιάς.
Την επόμενη χρονιά ακολουθεί η επόμενη θεατρική επιτυχία του. Ήταν το “The Emperor Jones” ένα αμφιλεγόμενο έργο επίσης του Ευγένιου Ο’Νιλ, το οποίο αφορούσε ένα μαύρο φτωχόπαιδο που κατέληξε να γίνει δικτάτορας σε κάποιο νησί της Καραϊβικής. Ο Robeson αρχικά αρνήθηκε να παίξει αυτόν τον ρόλο γιατί δεν του άρεσε καθόλου ο τρόπος με τον οποίο ο συγγραφέας παρουσίαζε τον μαύρο πρωταγωνιστή. Στη συνέχεια όμως πείστηκε και συμμετείχε στο δεύτερο ανέβασμα του έργου το 1924. Την επόμενη χρονιά το έργο ανέβηκε και στο Λονδίνο με πρωταγωνιστή πάλι τον Robeson.
Στο μεταξύ η Eslanda άφησε τη δουλειά της και ανέλαβε ρόλο μάνατζερ, εξασφαλίζοντάς του ένα διπλό ρόλο στη βωβή ταινία με τίτλο Body and Soul του 1925, σηματοδοτώντας έτσι την έναρξη της κινηματογραφικής του καριέρας.
Το 1926, ο μεγάλος φωτογράφος της εποχής Nickolas Muray, του βγάζει μία σειρά γυμνών φωτογραφιών που δημιούργησαν αίσθηση.
Ο Robeson αφιέρωσε τα επόμενα χρόνια στο τραγούδι. Ο πιανίστας Lawrence Brown μαζί με τον τραγουδιστή των gospel Roland Hayes πρότειναν στον Robeson να συνεργαστεί μαζί τους συμμετέχοντας σε φιλανθρωπικές, κυρίως, συναυλίες. Αυτή η δραστηριότητα του εξασφάλισε το πρώτο δισκογραφικό του συμβόλαιο με την Victor Records.
Πριν κλείσει τα τριάντα είχε σπουδάσει νομικά, είχε δουλέψει σαν δικηγόρος, είχε αγωνιστεί στο επαγγελματικό αμερικανικό ποδόσφαιρο, είχε παίξει στο θέατρο και στον κινηματογράφο και είχε δισκογραφικό συμβόλαιο. Σε προσωπικό επίπεδο είχε παντρευτεί με την Eslanda, είχε αποκτήσει παιδί και είχε πολλές ερωτικές περιπέτειες με όμορφες και διάσημες γυναίκες της εποχής όπως η Mary Blair, η συμπρωταγωνίστρια του και πέτρα του σκανδάλου, στο All God’s Chillun Got Wings. Δεν είναι και λίγα για έναν Αφροαμερικανό στις αρχές του 20ου αιώνα!
Παρά τη σχετική επιτυχία του Paul, το 1927 το ζευγάρι αποφασίζει να αναζητήσει τη τύχη του στο Λονδίνο αφήνοντας πίσω του την ρατσιστική Αμερική (και ίσως τις ερωτικές περιπέτειες του Paul). Η τοπική κοινωνία τους αντιμετωπίζει σαν διασημότητες καλώντας στους σε κάθε είδους κοινωνική εκδήλωση.
Στο Λονδίνο συμμετέχει στο μιούζικαλ Show Boat (1928) που ανέβηκε στο Drury Lane (Theatre Royal). Το έργο γνώρισε τεράστια επιτυχία και συνεχίστηκε για 350 παραστάσεις. Ένα από τα τραγούδια που ερμήνευε ο Robeson, το Ol’ Man River, γνώρισε τόσο μεγάλη επιτυχία που τον κάλεσαν για να το ερμηνεύσει στο παλάτι του Μπάκινγχαμ.
To 1930 το ζευγάρι πρωταγωνιστεί σε μία πειραματική Ελβετική ταινία με τίτλο Borderline.
Στο Savoy Theater πρωταγωνιστεί στον Οθέλλο του Σαίξπηρ (1930). Ήταν η πρώτη φορά από το 1860 που ένας μαύρος ηθοποιός ερμήνευσε τον ομώνυμο ρόλο. Άλλη μία θεατρική επιτυχία για τον Robeson και άλλη μία ερωτική περιπέτεια – αυτή τη φορά με τη 23χρονη Peggy Ashcroft, τη συμπρωταγωνίστριά του στο ρόλο της Δυσδαιμόνας.
Το 1932 η σχέση του με την Essie περνάει μεγάλη κρίση και το ζευγάρι βρίσκεται στα πρόθυρα του διαζυγίου. Σημαντικό ρόλο σε αυτό έπαιξε η Yolande Jackson, μια Αγγλίδα από μεγαλοαστική οικογένεια, την οποία ο Robeson ερωτεύτηκε και ετοιμαζόταν να ζήσει μαζί της, κάτι που τελικά δεν συνέβη και έτσι ο γάμος με την Essie δεν διαλύθηκε.
Στη δεκαετία του ‘30 πρωταγωνίστησε σε πολλές κινηματογραφικές ταινίες, πολλές από τις οποίες αφορούσαν τη ζωή των μαύρων τόσο στην Αμερική όσο και την Αφρική. Μία από αυτές ήταν η κινηματογραφική μεταφορά του Emperor Jones το 1933 με συμπρωταγωνίστρια την Fredi Washington (άλλη μία από τις διάσημες κατακτήσεις του).
Τα χρόνια που έζησε στο Λονδίνο ήταν καθοριστικά για την πολιτικοποίησή του. Μέχρι τότε βίωνε τον ρατσισμό, την αδικία και τις διακρίσεις και αντιδρούσε αυθόρμητα, χωρίς ωστόσο να έχει διαμορφώσει συγκεκριμένη πολιτική συνείδηση.
Σε αυτό τον βοήθησε πολύ η γνωριμία του με την Έμα Γκόλντμαν, μία από τις σημαντικότερες προσωπικότητες του αναρχισμού όλων των εποχών. Η πρώτη τους γνωριμία έγινε τον Αύγουστο του 1925, όταν ο Robeson έπαιζε στο The Emperor Jones. Μεταξύ τους αναπτύχθηκε μια βαθιά και ειλικρινής φιλία. Περνούσαν συχνά ατελείωτες ώρες μαζί συζητώντας και αναλύοντας διάφορα ζητήματα. Σε μια επιστολή της προς τον σύντροφό της Αλεξάντερ Μπέρκμαν, η Έμα γράφει για τον Robeson: «Θεέ μου τι φωνή… Δεν αμφιβάλω ότι η Stella (Stella Commins Ballantine), η Fitzie (M. Eleanor Fitzgerald) και όλες οι άλλες στη Νέα Υόρκη θα είναι ενθουσιασμένες μαζί του. Στ΄ αλήθεια είναι υπέροχος».
Όμως και ο Robeson είχε γοητευτεί από τη προσωπικότητα της Γκόλντμαν. Στο λογοτεχνικό δείπνο του βιβλιοπωλείου Foleys to 1933 με τιμώμενο πρόσωπο την Έμα Γκόλντμαν, ο Robeson απεύθυνε χαιρετισμό (εξομολόγηση, όπως το χαρακτήρισε ο ίδιος) μιλώντας για τη φίλη του, με τα θερμότερα λόγια. «…Θυμάμαι πολλά χρόνια πριν, στο θέατρο Provincetown στη Νέα Υόρκη… συνάντησα μια ομάδα ανθρώπων που πίστευαν ότι στο θέατρο μπορούν να βρουν την αλήθεια... μαζί με τον κ. Ο’Νιλ… συχνά όταν παλεύαμε … και ψάχναμε την ουσία και βγαίναμε έξω και ψάχναμε για λεφτά, κάποιος θυμήθηκε την Έμα. Δεν ήξερα ποια ήταν, εκτός από το ότι ήταν θρύλος… Τραγουδούσα σε διάφορα μέρη στην Αμερική και ο κόσμος μου έλεγε “Πρέπει να γνωρίσεις την Έμα” και όταν ήρθα εδώ για να παίξω τον Emperor Jones το 1925 πήγα να την επισκεφθώ ένα βράδυ και γνώρισα μία πολύ απλή, ευθεία, ευγενική ανθρώπινη ύπαρξη που σίγουρα κανένας δεν μπορούσε να φοβηθεί… και τραγούδησα μερικά τραγούδια για την Έμα και δε νομίζω να είχα ευχαριστηθεί ποτέ ξανά τόσο πολύ στη ζωή μου. Και τώρα έρχεται η εξομολόγηση. Ήρθε να με δει στο Emperor Jones μόλις είχα τελειώσει τις νομικές μου σπουδές και δεν πίστευα ότι θα ασχοληθώ επαγγελματικά με το θέατρο και το τραγούδι, όμως εκείνη με ένοιωσε τόσο βαθιά που της είπα “Αν κάποιος σαν εσένα νοιώθει έτσι, τότε θα συνεχίσω” και δεν θα μάθει ποτέ τι σήμαινε για μένα το ότι με κατάλαβε. Ελάχιστοι γνωρίζουν τι έχει προσφέρει στην Αμερική ένα πνεύμα σαν το δικό της …»
Το 1934 επισκέπτεται για πρώτη φορά τη Μόσχα, προσκεκλημένος του μεγάλου Ρώσου σκηνοθέτη Σεργκέι Αϊζενστάιν που ήθελε να γυρίσει μία ταινία με τον Robeson. Η ταινία αυτή δεν έγινε ποτέ, αλλά το ταξίδι ήταν η απαρχή μιας μακροχρόνιας σχέσης του Roberson με τη Σοβιετική Ένωση και το σοβιετικό καθεστώς.
Προς τα τέλη της δεκαετίας του ‘30, τα έργα στα οποία συμμετέχει αφορούν όλο και περισσότερο σημαντικά κοινωνικά θέματα. Για παράδειγμα, συμμετέχει στο My Song Goes Forth (1937) ένα ντοκιμαντέρ που αναφέρεται στη ζωή στη Νότια Αφρική με την επιβολή του απαρτχάιντ.
Από την έναρξη του Ισπανικού Εμφυλίου συμμετέχει ενεργά σε δράσεις υποστήριξης των Ισπανών που αντιμάχονται το φασισμό του Φράνκο και στις 25 Απριλίου 1937 συμμετέχει στη συναυλία που διοργάνωσε η Έμα Γκόλντμαν στο Victoria Palace του Λονδίνου με σκοπό τη συγκέντρωση χρημάτων για τους Ισπανούς πρόσφυγες. Τον Ιούνιο της ίδιας χρονιάς κι ενώ βρισκόταν για διακοπές στη Ρωσία, δεν διστάζει να πάρει το αεροπλάνο και να πάει στο Λονδίνο προκειμένου να συμμετάσχει μαζί με τον Πάμπλο Πικάσο, τον Χάινριχ Μαν και πολλούς άλλους καλλιτέχνες, επιστήμονες και διανοούμενους, σε άλλη μία εκδήλωση στο Royal Albert Hall, αφιερωμένη στα παιδιά των Βάσκων προσφύγων.
Σε αυτή την εκδήλωση ο Robeson εκφωνεί μια φλογερή αντιφασιστική ομιλία. «Ο φασισμός παλεύει για να καταστρέψει τον πολιτισμό που δημιούργησε η κοινωνία… Δεν υπάρχουν αμερόληπτοι παρατηρητές... Η μάχη είναι παντού… Ο καλλιτέχνης πρέπει να διαλέξει πλευρά. Πρέπει να διαλέξει αν θα πολεμήσει για την ελευθερία ή τη σκλαβιά. Εγώ έκανα την επιλογή μου. Δεν έχω εναλλακτική…»
Το Γενάρη του 1938 ταξιδεύει με τη Eslanda στην Ισπανία για να εκφράσει επιτόπου τη συμπαράστασή του στον ισπανικό λαό. Πηγαίνει στα χαρακώματα και στα πεδία των μαχών. Δίνει αδιάκοπα συναυλίες σε νοσοκομεία για να αναπτερώσει το ηθικό των Δημοκρατικών. Όπως δήλωσε κι ο ίδιος λίγα χρόνια αργότερα, «Το 1938 πήγα στην Ισπανία και αυτό ήταν ένα τεράστιο σημείο καμπής στη ζωή μου. Εκεί είδα ότι οι εργαζόμενοι άνδρες και γυναίκες της Ισπανίας έδιναν ηρωικά τα πάντα για τη δημοκρατία… Δεν έχω δει ποτέ μου τόσο κουράγιο σε έναν λαό»
Όταν επισκέφτηκε την Ταξιαρχία Λίνκολν (Abraham Lincoln Brigade), πληροφορήθηκε τον ηρωισμό του Oliver Law, του πρώτου μαύρου διοικητή που είχε εκλεγεί από τους μαχητές και είχε σκοτωθεί πολεμώντας λίγους μήνες νωρίτερα. Ο Robeson ήθελε να γυρίσει μία ταινία για αυτόν αλλά δεν κατάφερε να βρει χρηματοδότες. Μερικά χρόνια αργότερα, το 1940, οι βετεράνοι μαχητές της Ταξιαρχίας Λίνκολν του απένειμαν τον τίτλο του επίτιμου μέλους. Η φιλία ανάμεσα στον Robeson και τους βετεράνους συνεχίστηκε σε όλη τη διάρκεια της ζωής του.
Το καλοκαίρι του 1938, σε ένδειξη διαμαρτυρίας για τις διώξεις των Ναζί εναντίων πολλών Γερμανών καλλιτεχνών, τραγουδάει στα εγκαίνια της Έκθεσης για την Γερμανική Τέχνη του 20ου αιώνα που έγινε στο Λονδίνο. Την ίδια περίοδο ο Robeson αρχίζει να στρέφεται ιδεολογικά προς τον μαρξισμό και μάλιστα προς τη σοβιετική εκδοχή του, πιστεύοντας ότι η Σοβιετική Ένωση είχε εξαλείψει τον ρατσισμό. Αυτό θα τον απομακρύνει από την Έμα Γκόλντμαν.
Εμφανίζεται στο Unity Theatre του Λονδίνου και πραγματοποιεί σειρά ομιλιών υπέρ της Σοβιετικής Ένωσης. Σε μία συναυλία του στο Royal Albert Hall άλλαξε τους στίχους του Ol’ Man River και από τραγούδι παραίτησης το μετέτρεψε σε τραγούδι αντοχής και περιφρόνησης.
Το 1938 ήταν η πιο επιτυχημένη του χρονιά στη μουσική και τον κινηματογράφο. Sold out συναυλίες και το όνομά του στο Top 10 των πιο δημοφιλών ηθοποιών στη Βρετανία. Ο Βρετανός παραγωγός Michael Balcon, πάλευε πολύ καιρό για να πείσει τον Robeson να επιστρέψει στον κινηματογράφο. Τελικά τον έπεισε το 1939 όταν του παρουσίασε το σενάριο της ταινίας The Proud Valley, το οποίο ταίριαζε απόλυτα με τις πολιτικές του πεποιθήσεις. Ήταν μια ευκαιρία για τον Robeson να εκφράσει για μια φορά ακόμα την αλληλεγγύη του στους Ουαλούς ανθρακωρύχους. Η σχέση του Robeson με τους Ουαλούς ανθρακωρύχους ξεκινάει από το 1929, όταν πηγαίνοντας σε μια εκδήλωση έπεσε πάνω σε μια χορωδία άνεργων ανθρακωρύχων που προσπαθούσαν να συγκεντρώσουν χρήματα για να ζήσουν. Χωρίς να το πολυσκεφτεί ενώθηκε μαζί τους και τους συντρόφεψε στο τραγούδι. Από τότε αναρίθμητες βρέθηκε φορές στο πλευρό τους στηρίζοντας τους αγώνες τους. Το Proud Valley προβλήθηκε το 1940 και πολλοί μεγιστάνες του πλούτου, όπως ο μεγαλοεκδότης Λόρδος Beaverbrook, προσπάθησαν να εμποδίσουν ή να σαμποτάρουν την επιτυχία του.
Με το ξέσπασμα του Δεύτερου Παγκοσμίου πολέμου επέστρεψε στην Αμερική για να συνεχίσει την καριέρα σου σαν ηθοποιός και τραγουδιστής. Μέσα σε λίγο διάστημα καταφέρνει να ανακηρυχθεί σαν ο «Νο.1 Διασκεδαστής» της Αμερικής. Το 1941 ηχογραφεί το τραγούδι Chee Lai! (Arise!) γνωστό και σαν March of the Volonteers σαν ένδειξη στήριξης στον αγώνα των Κινέζων ενάντια στην ιαπωνική απειλή. Το κομμάτι αυτό έγινε ο εθνικός ύμνος της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας το 1949.
Παρ' όλη την αναγνωσιμότητα και τη δημοφιλία του, δεν γλυτώνει από τις ρατσιστικές συμπεριφορές. Κάπου στις αρχές της δεκαετίας και ενώ βρισκόταν για περιοδεία στη Καλιφόρνια, δεν μπορούσε να κλείσει πουθενά δωμάτιο. Τον δέχτηκε μόνο ένα ξενοδοχείο υπό την προϋπόθεση να δηλώσει ψεύτικο όνομα. Κάνει την αφήγηση σε ένα δραματοποιημένο ντοκιμαντέρ με τίτλο Native Land το οποίο αναφέρεται στους αγώνες των εργατών ενάντια στην εργοδοσία και τα τσιράκια της. Όπως ήταν αναμενόμενο, το FBI το χαρακτήρισε κομμουνιστική προπαγάνδα. Το 1942 αποφασίζει να αποσυρθεί οριστικά από το Χόλιγουντ εξαιτίας του τρόπου που παρουσίαζαν την αφροαμερικανική κοινότητα στις ταινίες.
Ανεβάζει πάλι τον Οθέλλο, αυτή τη φορά με την Uta Hagen στο ρόλο της Δυσδαιμόνας (άλλη μια από τις πολλές κατακτήσεις του) και περιοδεύει στην Αμερική άλλοτε παίζοντας και άλλοτε τραγουδώντας. Συνεχίζει την ακτιβιστική του δράση και όπου πηγαίνει έρχεται σε επαφή με εργατικά σωματεία. Προσπαθεί ανεπιτυχώς να πείσει την Ομοσπονδία του Μπέιζμπολ να δεχτεί μαύρους αθλητές στη Πρώτη Κατηγορία. Αφιερώνει το μεγαλύτερο μέρος των δραστηριοτήτων του στο Συμβούλιο Αφρικανικών Υποθέσεων (Council on African Affairs - CAA) του οποίου είναι πρόεδρος.
Τη πρωτοχρονιά του 1945 η Εθνική Ένωση για την Πρόοδο των Εγχρώμων (National Association for the Advancement of Colored People - NAACP) του απονέμει μετάλλιο για «τα διακεκριμένα επιτεύγματα του στο θέατρο και τη μουσική σκηνή, καθώς και για το ενεργό ενδιαφέρον του απέναντι στα δικαιώματα των απλών ανθρώπων κάθε φυλής, χρώματος, θρησκείας και εθνικότητας». Το 1946 ιδρύει την οργάνωση Αμερικανική Σταυροφορία Ενάντια στο Λιντσάρισμα (American Crusade Against Lynching) σε μια προσπάθεια να πιέσει τον Πρόεδρο Τρούμαν να περάσει μια νομοθεσία για τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Οι ενέργειες αυτές τον βάζουν για άλλη μια φορά στο στόχαστρο της Κού Κλούξ Κλαν, ενώ το FBI τον χαρακτηρίζει "Εχθρό της Αμερικής". Την ίδια χρονιά καλείται να καταθέσει στην Επιτροπή Tenney, μία επιτροπή που ερευνούσε «αντιαμερικανικές ενέργειες» στην Καλιφόρνια. Όταν τον ρώτησαν αν είναι μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος απάντησε ότι «με τον ίδιο τρόπο θα μπορούσατε να με ρωτήσετε αν είμαι μέλος του Δημοκρατικού Κόμματος ή των Ρεπουμπλικάνων», εφόσον το Κ.Κ. των ΗΠΑ ήταν ένα επίσημα αναγνωρισμένο κόμμα.
Σε ένα από τα πολλά του ταξίδια στη Σοβιετική Ένωση, προσπάθησε να συναντηθεί με δύο Ρωσο-Εβραίους διανοούμενους, τον Solomon Mikhoels και τον Itzik Feffer, με τους οποίους διατηρούσε φιλικές σχέσεις από παλιά. Μετά από πολλές προσπάθειες και αιτήσεις στη κυβέρνηση, κατάφερε να δει τον Feffer ο οποίος τον ενημέρωσε για τις διώξεις και τις "εκκαθαρίσεις" των αντιφρονούντων. Του είπε ότι ο Mikhoels είχε ήδη δολοφονηθεί τον Ιανουάριο του '48 και ότι αυτός περίμενε να έρθει η σειρά του. Στην ιστορική συναυλία που έδωσε το 1949 στη Μόσχα, έκανε μια μικρή αναφορά στη συνάντησή του με τον Feffer και έδειξε τη συμπαράστασή του στους Ρωσο-Εβραίους διανοούμενους, τραγουδώντας στα yiddish το Zot Nit Keynmol (Song Of The Warsaw Ghetto). Παρόλα αυτά, εκτός Σοβιετικής Ένωσης, συγκάλυψε το γεγονός και δεν αναφέρθηκε ποτέ σε αυτή τη συζήτηση.
Τον Απρίλιο του 1949 πηγαίνει στο Παρίσι για να συμμετάσχει μαζί με άλλους διανοούμενους της εποχής όπως ο Λουί Αραγκόν, Πικάσο, ο Νερούδα και άλλοι 2000 σύνεδροι από 60 χώρες στη Σύνοδο Ειρήνης που οργάνωσε η Κομινφόρμ. Στην ομιλία του δήλωσε: «Καταγγέλλουμε την πολιτική της κυβέρνησης των ΗΠΑ που είναι παρόμοια με αυτή του Χίτλερ και του Γκέμπελς… Δεν είναι δυνατόν εμείς, οι Νέγροι Αμερικανοί να πάμε για να πολεμήσουμε εκ μέρους αυτών που μας καταπίεζαν για πολλές γενιές εναντίον μιας χώρας (ΕΣΣΔ) που μέσα σε μία μόνο γενιά μας αντιμετώπισε με την ανθρώπινη αξιοπρέπεια που δικαιούμαστε». Οι δηλώσεις αυτές ξεσήκωσαν θύελλα αντιδράσεων στις ΗΠΑ. Πολιτικοί, εφημερίδες ακόμα και εξέχοντα μέλη της αφροαμερικανικής κοινότητας, τον κατήγγειλαν σαν προδότη. Αυτή ήταν μια καλή αφορμή για την περιβόητη Επιτροπή Αντιαμερικανικών Ενεργειών, δηλαδή τον γερουσιαστή Μακάρθι και τον συρφετό του, που άρχισαν έρευνα για τον Robeson.
Το καλοκαίρι του 1949 ο Robeson μαζί με τον Pete Seeger, τον Woody Guthrie, τον συγγραφέα Howard Fast και άλλους, αποφασίζουν να διοργανώσουν μια μεγάλη συναυλία για τα πολιτικά και εργατικά δικαιώματα, λίγο έξω από το Peekskill, στα βόρεια της Νέας Υόρκης. Η συναυλία είχε προγραμματιστεί για τις 27 Αυγούστου. Όμως ακυρώνεται μετά από δυναμική παρέμβαση των ακραίων συντηρητικών του Peekskill. Οργανώνεται ξανά για τις 4 Σεπτεμβρίου. Αυτή τη φορά η συναυλία έγινε αλλά πριν καλά καλά τελειώσει άρχισαν βίαιες επιθέσεις από τους φασίστες της Αμερικανικής Λεγεώνας. Η ημέρα και η νύχτα που ακολούθησε μπορούν να χαρακτηριστούν σαν μία από τις χειρότερες στιγμές μαζικής ρατσιστικής βίας στην Αμερική του 2οού αιώνα. (Διαβάστε το αναλυτικό άρθρο του Merlin's Music Box, εδώ)
Τον Μάρτιο του 1950 προσκλήθηκε στην τηλεοπτική εκπομπή του NBC Today with Mrs. Roosevelt αλλά πριν περάσουν 24 ώρες, η διεύθυνση του NBC απαγόρευσε την εμφάνισή του, κάνοντας έτσι τον Robeson τον πρώτο Αμερικανό πολίτη που αποκλείστηκε επίσημα από μια τηλεοπτική εκπομπή. Σε μια προσπάθεια να του σπάσουν το ηθικό και να εμποδίσουν τη διεθνιστική δραστηριότητά του, οι αρχές αρνούνται να του ανανεώσουν το διαβατήριο και τον εντάσσουν στη μαύρη λίστα των δισκογραφικών εταιρειών με αποτέλεσμα να μη μπορεί να κυκλοφορήσει νέες δουλειές αλλά ούτε να ταξιδέψει για συναυλίες στο εξωτερικό.
Τον Ιανουάριο του 1952 είχε προγραμματίσει να επισκεφθεί το Βανκούβερ του Καναδά για να τραγουδήσει σε ένα εργατικό συνέδριο. Μολονότι δεν χρειαζόταν διαβατήριο για να πάει στον Καναδά, οι συνοριοφύλακες τον σταμάτησαν χρησιμοποιώντας σαν δικαιολογία μια ανενεργή διάταξη της εποχής του πολέμου περί «εθνικής ανάγκης». Έτσι πηγαίνει στο Seattle και δίνει τη συναυλία τηλεφωνικά για ένα κοινό περίπου 2000 ενθουσιασμένων εργατών. Αυτό δίνει την ιδέα για τη διοργάνωση μιας συναυλίας στα σύνορα και στις 18 Μαΐου 1952 ο Robeson ανεβαίνει στην καρότσα ενός φορτηγού που ήταν παρκαρισμένο στην αμερικανική πλευρά των συνόρων και τραγουδάει μπροστά σε 30.000 Καναδούς και 5.000 περίπου Αμερικάνους που είχαν συγκεντρωθεί για να τον ακούσουν.
Το 1952 η Σοβιετική Ένωση του απονέμει το Βραβείο Στάλιν (το οποίο αργότερα μετονομάστηκε σε Βραβείο Λένιν) και τον επόμενο χρόνο, λίγο μετά τον θάνατο του “πατερούλη”, γράφει ένα φλογερό άρθρο (επικήδειο) για τις αξίες, τον ανθρωπισμό, τη σοφία και την αφοσίωση του Ιωσήφ Στάλιν στην ειρήνη.
Τα επόμενα χρόνια τα περνάει προσπαθώντας να πάρει πίσω το διαβατήριο του. Κάνει αναρίθμητες εφέσεις και όλες απορρίπτονται. Το 1956 αρνείται να υπογράψει ξεκάθαρη ένορκη δήλωση ότι δεν είναι κομμουνιστής και αυτό δίνει ευκαιρία στην Επιτροπή Αντιαμερικανικών Ενεργειών να τον καλέσει για εξηγήσεις. Ο Robeson αντιμετώπισε επιθετικά την επιτροπή. Χαρακτηριστικό είναι ότι όταν ρωτήθηκε γιατί δεν είχε μείνει στη Σοβιετική Ένωση αλλά είχε επιστρέψει στην Αμερική, εκείνος απάντησε «Επειδή ο πατέρας μου ήταν σκλάβος και ο λαός μου πέθανε για να χτίσει αυτή τη χώρα κι έτσι θα μείνω εδώ και θα συμμετέχω όπως κι εσείς. Και κανένας φασίστας δεν θα με διώξει. Είναι ξεκάθαρο; Είμαι υπέρ της ειρήνης με τη Σοβιετική Ένωση και υπέρ της ειρήνης με την Κίνα και δεν είμαι υπέρ της ειρήνης ή της φιλίας με τον φασίστα Φράνκο και δεν είμαι υπέρ της ειρήνης με τους Γερμανούς Ναζί φασίστες. Είμαι υπέρ της ειρήνης με τους ανθρώπους που έχουν αξιοπρέπεια» (ακούστε το ηχητικό ντοκουμέντο εδώ).
Στις 26 Μαΐου 1957 και ενώ είναι ακόμα χωρίς διαβατήριο, ο Robeson έδωσε μία συναυλία για τους ανθρακωρύχους της Αγγλίας. Το ενδιαφέρον είναι ότι το κοινό βρισκόταν στην Ουαλία και ο ίδιος στη Νέα Υόρκη. Ουσιαστικά επανέλαβε αυτό που είχε κάνει λίγα χρόνια νωρίτερα για το Βανκούβερ. Αυτή τη φορά όμως το τηλεφώνημα ήταν υπερατλαντικό και τεχνικά υπήρχαν μεγάλες δυσκολίες για να μεταδοθεί το σήμα μέσω του ωκεανού δίχως να επηρεάσει σημαντικά την ποιότητα του ήχου.
Το 1958 ο νόμος άλλαξε και οι αρχές δεν μπορούσαν πλέον να του αρνούνται το διαβατήριο. Στις 9 Μαΐου 1958 δίνει μία εξαιρετική συναυλία στο Carnegie Hall της Νέας Υόρκης και λίγες μέρες αργότερα, φεύγει για την Αγγλία και περιοδεύει σε ολόκληρη τη χώρα. Τον Αύγουστο του 1959 τον υποδέχονται θριαμβευτικά στο Στάδιο Λένιν της Μόσχας και κατόπιν πηγαίνει στη Γιάλτα για να περάσει τις διακοπές που με τον Νικήτα Χρουστσόφ.
Ένα χρόνο αργότερα περιοδεύει σε Αυστραλία και Νέα Ζηλανδία, εκδηλώνοντας ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τα προβλήματα των Αβορίγινων και των Μαορί. Μπορεί να πει κανείς ότι είναι ο πρώτος επαγγελματίας τραγουδιστής που τραγούδησε στην Όπερα του Σίδνεϊ, αφού έδωσε μια συναυλία στο γιαπί για τους εργάτες που την έχτιζαν.
Το 1961 επιστρέφει στη Μόσχα και συμμετέχει σε ένα οργιαστικό πάρτι στη σουίτα όπου διέμενε. Σύμφωνα με τον γιό του δεν ήταν ξεκάθαρο ποιος το είχε διοργανώσει, αλλά σίγουρα δεν ήταν ο Paul. Κάποια στιγμή άρχισε να καταρρέει ψυχολογικά και κλείστηκε στο δωμάτιό του. Το πρωί αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει κόβοντας τις φλέβες των καρπών του. Μεταφέρθηκε σε κρίσιμη κατάσταση στο νοσοκομείο και σε λίγες μέρες κατέφθασαν διαδοχικά ο γιός του και η γυναίκα του. Ο γιός του ήταν πεπεισμένος ότι υπεύθυνοι για αυτό ήταν η CIA και οι βρετανικές μυστικές υπηρεσίες. Την εποχή εκείνη η CIA είχε αναπτύξει το σχέδιο MKUltra με σκοπό τη χειραγώγηση και την ψυχολογική κατάρρευση όλων όσων ήταν ενάντια στις επιδιώξεις της. Χρησιμοποιήθηκαν πολλές μέθοδοι, μεταξύ των οποίων και κοκτέιλ ναρκωτικών, συμπεριλαμβανομένου και του LSD. Κάποιοι λιγότερο συνομωσιολόγοι πιστεύουν ότι ο Robeson δεν άντεξε στον πόλεμο που του έκαναν οι κυβερνήσεις της Αμερικής, της Αγγλίας και των συμμάχων τους και κατέρρευσε.
Όταν συνήλθε κάπως, η οικογένειά του τον μετέφερε στο Λονδίνο όπου υποτροπίασε και κλείστηκε σε ψυχιατρείο. Η "θεραπεία" ήταν υπερβολικά σκληρή. Μέσα σε δυο χρόνια υποβλήθηκε σε 54 ηλεκτροσόκ σε συνδυασμό με καταθλιπτικά και αντικαταθλιπτικά φάρμακα. Αν κάνουμε τους υπολογισμούς, είναι ένα ηλεκτροσόκ κάθε δύο εβδομάδες. Ο γιός του πίστευε ότι και αυτές οι "θεραπείες" ήταν στα πλαίσια του MKUltra και ότι οι μυστικές υπηρεσίες ήθελαν να αδρανοποιήσουν τον πατέρα του.
Τον Αύγουστο του 1963, η οικογένεια τον μετέφερε στη κλινική Buch στο Ανατολικό Βερολίνο. Η προσέγγιση των Ανατολικογερμανών γιατρών ήταν πολύ διαφορετική. Ψυχοθεραπεία και ελάχιστες δόσεις φαρμάκων. Η κατάσταση φάνηκε να βελτιώνεται. Μετά την επιστροφή του στις ΗΠΑ, αργότερα την ίδια χρονιά, ο Robeson ξαναπήρε μέρος στο κίνημα για τα πολιτικά δικαιώματα αλλά μόνο για ένα σύντομο χρονικό διάστημα. Συνέχισε να υποστηρίζει τον κομμουνισμό και τη Σοβιετική Ένωση με αποτέλεσμα να μην γίνεται αποδεκτός από τη νέα γενιά του κινήματος.
Μετά από ένα εγκεφαλικό, ο Paul Robeson πέθανε στις 23 Ιανουαρίου 1976. 5000 παρακολούθησαν την κηδεία του στο Χάρλεμ και το φέρετρο το μετέφεραν επιφανείς Αφροαμερικάνοι όπως ο ακτιβιστής τραγουδιστής και ηθοποιός Χάρι Μπελαφόντε και ο θρύλος του αμερικανικού ποδοσφαίρου Φριτζ Πόλαρντ. Στον τάφο του είναι γραμμένη η φράση που είχε πει στον ισπανικό εμφύλιο. «Ο καλλιτέχνης πρέπει να διαλέξει αν θα πολεμήσει για την ελευθερία ή τη σκλαβιά. Εγώ έκανα την επιλογή μου. Δεν είχα εναλλακτική».
ΔΙΑΒΑΣΤΕ:
- Paul Robeson του Marin Bauml Duberman (Knopf, 1989)
- Paul Robeson Speaks: Writings, Speeches, Interviews, 1918-1974 (Brunner/Mazel, 1978)
- Paul Robeson, A Life Of Activism And Art της Lindsey R. Swindall, (Rowman & Littlefield Publishers, Inc., 2013)
- Here I Stand του Paul Robeson (Beacon Press, 1997)
- Πολ Ρόμπσον. Ο Επαναστάτης καλλιτέχνης του Gerald Horne (Οξύ, Αθήνα, 2015)