Mουσική και Kοινωνική Συνείδηση: Η Billie Holiday και το "Strange Fruit"

Της Angela Davis* 

(μετάφραση: Γιάννης Καστανάρας)

Η Billie Holiday χαρακτήρισε αυτό το τραγούδι σαν την προσωπική της διαμαρτυρία ενάντια στον ρατσισμό και μεταμόρφωσε ριζικά τη θέση της στην αμερικανική λαϊκή κουλτούρα. Προηγουμένως, οι σύγχρονοί της στη σκηνή της τζαζ την αναγνώριζαν σαν μια λαμπρή και επινοητική μουσικό, αλλά η ερμηνεία της στο «Strange Fruit» την καθιέρωσε σταθερά σαν μια μεγάλη προσωπικότητα σε μια νέα τάση της μουσικής κουλτούρας των μαύρων που καταπιανόταν άμεσα με ζητήματα φυλετικών προκαταλήψεων.

Southern trees bear strange fruit
Blood on the leaves and blood at the root
Black bodies swinging in the southern breeze
Strange fruit hanging from the poplar trees
Pastoral scene of the gallant south
The bulging eyes and the twisted mouth
Scent of magnolias, sweet and fresh
Then the sudden smell of burning flesh
Here is fruit for the crows to pluck
For the rain to gather, for the wind to suck
For the sun to rot, for the trees to drop
Here is a strange and bitter crop
 

Αν και ήταν μόλις είκοσι τεσσάρων χρονών όταν ηχογράφησε αυτό το τραγούδι το 1939 και το ενσωμάτωσε στο ρεπερτόριό της, πάλευε ήδη από καιρό να αγγίξει ένα μαζικό ακροατήριο και ως εκ τούτου να αναγνωριστεί πέρα από τους κύκλους των μουσικών και των ειδημόνων της τζαζ, οι οποίοι ομόφωνα εγκωμίαζαν το έργο της. Δεν ήθελε – ίσως και να μην μπορούσε – να παρουσιάζει εύπεπτα και εμπορικά κομμάτια που μπορεί να της είχαν αποφέρει την επιτυχία που επιθυμούσε. Ο John Chilton περιγράφει μια συζήτηση του Dave Dexter, τότε επιμελητή του περιοδικού DownBeat, με την Holiday. Η Holiday του είχε πει ότι θα παρατούσε το τραγούδι αν δεν κατάφερνε να αναγνωριστεί σε εθνικό επίπεδο – «από το κοινό αλλά και από τους μουσικούς και τους φίλους της τζαζ». Τότε ήταν είκοσι έξι. Ομολόγησε ότι ήξερε για τον μεγάλο σεβασμό που έτρεφαν για αυτήν, αλλά ένιωθε αποκαρδιωμένη έπειτα από εννέα χρόνια δουλειάς αλλά και σαστισμένη επειδή δεν μπορούσε να καταλάβει για ποιο λόγο δεν ανταποκρινόταν το ευρύτερο κοινό.
       Στις αυτοβιογραφικές αναμνήσεις της από εκείνη τη στιγμή της ζωή της, η Holiday διαχωρίζει τη μαζική αναγνώριση που είχε ήδη πετύχει από την οικονομική επιτυχία που λαχταρούσε:

Ξεκίνησα από το Café Society σαν μια εντελώς άγνωστη και δυο χρόνια αργότερα έφυγα σαν σταρ. Αλλά δεν καταλάβαινες τη διαφορά. Ακόμα κυκλοφορούσα μ’ εκείνα τα εβδομήντα πέντε δολάρια την εβδομάδα. Στο Χάρλεμ κέρδιζα περισσότερα. Εντάξει, καλό το πρεστίζ και η δημοσιότητα, αλλά δεν σου πληρώνουν το νοίκι.

     Στο Café Society, το διαφυλετικό κλαμπ που είχε ανοίξει πρόσφατα στο Γκρίνουιτς Βίλατζ, έκανε την πρεμιέρα το τραγούδι που αρχικά φάνηκε να έρχεται σε αντίθεση με τις οικονομικές της επιδιώξεις. Η Holiday δεν γνώρισε καμία τεράστια εμπορική επιτυχία ούτε όσο ζούσε ούτε μετά το θάνατό της. Αλλά όποια φήμη και όποιο οικονομικό αντίκρισμα απόλαυσε, ήταν αναπόδραστα συνδεδεμένα με το «Strange Fruit». Πριν αποφασίσει να το τραγουδήσει, το έργο της ήταν σχεδόν αποκλειστικά αυθεντικές και συχνά ανατρεπτικές ερμηνείες συμβατικών δημοφιλών ερωτικών τραγουδιών για τους παραγωγούς των δίσκων της. Στο «Strange Fruit» είχε ένα τραγούδι που θα προκαλούσε τεράστιο αντίκτυπο – ένα τραγούδι για το μίσος, τις ταπεινώσεις και τα ξεσπάσματα βίας που απειλούσαν τους μαύρους στις Ηνωμένες Πολιτείες, ένα τραγούδι που μπορούσε να ξυπνήσει από τον απολιτικό λήθαργο τεράστιους αριθμούς ανθρώπων διαφορετικής φυλετικής καταγωγής. Ταυτόχρονα, ήταν ένα τραγούδι που μπορούσε να το υπολογίζει για εμπορική επιτυχία. Στην πραγματικότητα, ήταν θαρρείς και ήταν φτιαγμένο για να καταστρέψει την καριέρα της και να υποβαθμίσει κι άλλο το κύρος της σαν δημοφιλής τραγουδίστρια. Παρόλα αυτά, από τη στιγμή που αποφάσισε να τραγουδήσει το «Strange Fruit», το τραγούδι της έγινε ψύχωση. «Δούλευα σαν παλαβή πάνω σ’ αυτό», έγραψε, «επειδή δεν ήμουν ποτέ σίγουρη αν μπορούσα να μεταδώσω στο λουσάτο κοινό των κλαμπ τα πράγματα που για μένα σήμαιναν κάτι».

Η Billie Holiday στο Café Society. Στη κιθάρα ο Josh White

     Στο βαθμό που το έργο της Holiday δεν φαινόταν να έχει κοινωνικό περιεχόμενο, οι κριτικοί την εγκωμίαζαν αφειδώς. Η επιμονή τους σε μια «οικουμενικότητα» της τέχνης χωρίς ρατσιστικές διακρίσεις δεν επέτρεπε μια σοβαρή εκτίμηση της σχέσης του έργου της με τους συλλογικούς αγώνες των μαύρων. Εφόσον το «Strange Fruit» ήταν αναμφίβολα σχεδιασμένο για να τσιγκλάει τις συνειδήσεις εκείνων που αγνοούσαν τον ρατσισμό, αναπόφευκτα πολλοί κριτικοί θα το απέρριπταν ως προπαγάνδα. Απεναντίας, η Holiday συνειδητοποίησε ότι το τραγούδι της παρείχε έναν τρόπο έκφρασης που γινόταν ένα με την προσωπική της ευαισθησία, συμπεριλαμβανομένου του μίσους της για τη βαρβαρότητα που ενέπνεε ο ρατσισμός και της οργής σε μια ενδεχόμενη κοινότητα αντίσταση. Η τέχνη δεν φτάνει στο μεγαλείο μέσω της υπερβατικότητας της κοινωνικο-ιστορικής πραγματικότητας. Αντιθέτως, έστω κι αν υπερβαίνει συγκεκριμένες περιστάσεις και συμβάσεις, είναι βαθιά ριζωμένη στις κοινωνικές πραγματικότητες. Όπως έχει επισημάνει ο Χέρμπερτ Μαρκούζε, είναι καλύτερα όταν διαμορφώνει νέες αντιλήψεις της κατάστασης του ανθρώπου, προκαλεί κριτικές συμπεριφορές, και ενθαρρύνει την αφοσίωση «στο όραμα ενός καλύτερου κόσμου, ένα όραμα που παραμένει αληθινό ακόμα και στην ήττα».
     Στη μετασχηματισμένη μίμηση, η πραγματικότητα τεμαχίζει την εικόνα της απελευθέρωσης. Αν η τέχνη ήταν για να υπόσχεται ότι στο τέλος το καλό θα θριαμβεύσει πάνω στο κακό, η ιστορική αλήθεια θα αναιρούσε κάθε τέτοια υπόσχεση. Στην πραγματικότητα θριαμβεύει το κακό και υπάρχουν μόνο νησίδες καλού όπου μπορεί να καταφεύγει κανείς για ένα σύντομο διάστημα. Αυτό το γνωρίζουν τα αυθεντικά έργα τέχνης: απορρίπτουν την υπόσχεση που έγινε τόσο εύκολα• αρνούνται το ευτυχισμένο τέλος που δεν ψυχοπλακώνει. Πρέπει να το απορρίψουν, επειδή η επικράτεια της ελευθερίας βρίσκεται πέρα από τη μίμηση.
    Το «Strange Fruit» ζωντάνευε τη φρίκη του λιντσαρίσματος σε μια εποχή που οι μαύροι αναζητούσαν ακόμα με πάθος συμμάχους στην εκστρατεία για την εξάλειψη των δολοφονικών και τρομοκρατικών εκδηλώσεων του ρατσισμού. Ενώ ποτέ δεν τραγούδησε το «Strange Fruit» ακριβώς το ίδιο για δεύτερη φορά, κάθε φορά το ερμήνευε, η Holiday ζητούσε από το κοινό της να φανταστεί μια αποτρόπαια σκηνή λιντσαρίσματος και να στηρίξει και να ταυτιστεί με τα συναισθήματα που προκαλούσε το τραγούδι απέναντι στο λιντσάρισμα. Η ερμηνεία της όμως σε αυτό το τραγούδι πέτυχε πολύ περισσότερα. Σχεδόν από μόνο του άλλαξε την πολιτική της αμερικανικής λαϊκής κουλτούρας και επανέφερε στοιχεία διαμαρτυρίας και αντίστασης στο επίκεντρο της σύγχρονης κουλτούρας των μαύρων. Ο αντίκτυπος από τον τρόπο που η Holiday ερμήνευε το «Strange Fruit» είναι σήμερα ο ίδιος με εκείνον της δεκαετίας του 1940. Βάζοντας το τραγούδι στο επίκεντρο του ρεπερτορίου της, η Holiday εδραίωσε σταθερά τη θέση της διαμαρτυρίας στη μουσική παράδοση των μαύρων. Η χρήση αυτού του έργου στην καριέρα της βοήθησε να διαλυθεί η αντίθεση που ήταν βαθιά εδραιωμένη μέχρι να τραγουδήσει το συγκεκριμένο τραγούδι, αφενός ανάμεσα στη δόξα και την εμπορική επιτυχία και αφετέρου στην κοινωνική συνείδηση στη μουσική.

     Οι συχνότερες περιγραφές για την Billie Holiday υπογραμμίζουν τον εθισμό της στα ναρκωτικά και στον αλκοολισμό, τις γυναικείες αδυναμίες της, την έλλειψη κανονικής εκπαίδευσης και άλλα προβλήματα άσχετα με την καλλιτεχνική συμβολή της. Με άλλα λόγια, η εικόνα που υπάρχει για αυτήν στην αμερικανική λαϊκή κουλτούρα βασίζεται σε βιογραφικές πληροφορίες σχετικά με την προσωπική ζωή της σε βάρος της αναγνώρισης του έργου της και του πολιτιστικού ρόλου της, ο οποίος, εξάλλου, είναι ο λόγος που θα συνεχίσει να είναι σημαντική. Αυτή την προσέγγιση επέλεξε η ταινία της Motown, Lady Sings The Blues, που βασίζεται στην αυτοβιογραφία της. Αυτή η εικόνα της Lady Day, την οποία ερμηνεύει η Diana Ross, φαίνεται να υπαινίσσεται ότι η μουσική της ήταν απλώς ένα ασυνείδητο και παθητικό προϊόν απρόοπτων καταστάσεων της ζωής της. Αν κάποιος δεχτεί αυτή την εικόνα για τη Holiday, το «Strange Fruit» φαίνεται σαν μια παρατυπία. Στην πραγματικότητα, ο John Chilton εξηγεί τη συνάντησή της με τον Lewis Allen που έγραψε τους στίχους σε μια γλώσσα που υπογραμμίζει τον ενεργό ρόλο του Allen, αν και ο ίδιος ο Allen ουδέποτε το έκανε για τον εαυτό του, αλλά και των λευκών ιδιοκτητών του Café Society, ενώ υποβαθμίζει τελείως το ρόλο της Holiday στην απόφασή της να τραγουδήσει το τραγούδι.
      Ο ποιητής Lewis Allen που τότε εργαζόταν σαν δάσκαλος, πλησίασε τον Barney Josephson (τον ιδιοκτήτη του Café Society και τον Robert Gordon (τον ατζέντη του κλαμπ) με μια σειρά στίχων που είχε συγκεντρώσει από ποιήματά του. Εκείνοι του συνέστησαν να συναντήσει την Billie και να της δώσει το τραγούδι. Αρχικά, η Lady Day δεν κατάλαβε το νόημα του τραγουδιού, αλλά η απορία της εξαφανίστηκε όταν ο Allen άρχισε να εξηγεί υπομονετικά τη σημασία των στίχων. Αφού το διάβασε μερικές φορές, η Billie «έπιασε» το νόημα χωρίς ωστόσο να πειστεί ότι το υλικό της ταίριαζε. Οι απίστευτα χαρισματικές ερμηνείες της είχαν εμπλουτίσει πολλά τραγούδια, αλλά εκείνα τα τραγούδια, παρά τις ποικίλες ικανότητες των συνθετών και των στιχουργών τους, ασχολούνταν μονάχα με ερωτικά προβλήματα, με ή χωρίς ανταπόκριση, ή με γαλανούς ουρανούς και με φεγγάρια. Με το συγκεκριμένο όμως ζητούσαν από την Billie να προβεί σε ένα μουσικό σχόλιο για ένα θέμα τόσο σκληρό που δεν αναφερόταν καν στους αστικούς κύκλους της Νέας Υόρκης.

     Σύμφωνα με την περιγραφή του Barney Josephson για την πρώτη συνάντηση της Holiday με το «Strange Fruit», εκείνος παίρνει όλα τα εύσημα για την απόφασή της να το τραγουδήσει: «Κάποιο βράδυ ήρθε ένας νεαρός και μου έδειξε ένα τραγούδι του. Δεν διαβάζω μουσική κι έτσι διάβασα τους στίχους. Τους διάβασα και έπεσα ξερός. Λέω, Τι θέλεις να κάνεις μ’ αυτό; Θέλω να το τραγουδήσει η Billie, μου λέει. Έτσι της το τραγουδάει. Όταν τελείωσε, εκείνη με κοίταξε και μου είπε, Τι θέλεις να κάνω μ’ αυτό, φίλε; Κι εγώ είπα, Θα ήταν θαυμάσια αν το τραγουδούσες – αν ήθελες. Δεν είσαι αναγκασμένη. Με θέλεις να το τραγουδήσω, το τραγουδάω, μου είπε. Και το τραγούδησε. Κι αυτό το τραγούδι ήταν το “Strange Fruit”».
     Σύμφωνα με την περιγραφή του Chilton, η Holiday «σάστισε» με την ιδέα του «Strange Fruit», αφήνοντας να εννοηθεί ότι δεν καταλάβαινε τις αλληγορικές διαστάσεις για οτιδήποτε άλλο πέρα από γυναίκες που είναι ερωτευμένες ή εξευτελίζονται από τον άνδρα τους. Για τον Chilton, ο Allen δεν της πρόσφερε μόνο τους στίχους αλλά την έμαθε και πώς να τους τραγουδάει. Ωστόσο, είναι πιο εύλογο να υποστηρίξουμε ότι η Χόλιντεϊ μετέτρεψε ένα αντιρατσιστικό λογοτεχνικό κείμενο σε ένα δυναμικό μουσικό έργο που η διαρκής σημασία του πήγαζε από τον τρόπο που εκείνη επέλεξε να το διασκευάσει σαν τραγούδι. Αλλά και η περιγραφή του Josephson είναι εξίσου εξοργιστική. Όσο σημαντικό πρόσωπο κι αν ήταν ανοίγοντας το πρώτο πραγματικά διαφυλετικό κλαμπ στη Νέα Υόρκη – όπου οι έγχρωμοι ήταν ευπρόσδεκτοι τόσο στο κοινό όσο και στη σκηνή – η περιγραφή του για την Billie Holiday είναι τουλάχιστον προβληματική: την περιγράφει σαν μια αγράμματη, άσχετη και αξιολύπητη γυναίκα που ήταν πρόθυμη να τραγουδήσει το «Strange Fruit» μόνο και μόνο επειδή της το είχε ζητήσει εκείνος. Η προσπάθειά του να αποδώσει τα λόγια της – «Με θέλεις να το τραγουδήσω, το τραγουδάω» - θυμίζει το χειρότερο είδος καρικατούρας μινιστρέλων της «διαλέκτου» των μαύρων.
     Το 1995, ο Nicholson δημοσίευσε μια βιογραφία με τίτλο Billie Holiday. Προς τιμήn του παραλείπει εκείνες τις ιστορίες που προβάλλουν λευκούς ως τους υπεύθυνους για την απόφαση της Holiday να τραγουδήσει το «Strange Fruit». Εντούτοις, ο Donald Clarke, ο πιο πρόσφατος βιογράφος της, αναπτύσσει περισσότερο αυτή την αφήγηση, δίνοντας έμφαση στην υποτιθέμενη αμορφωσιά της Holiday: «H Lady δεν είχε σχέση με την πολιτική. Όταν είδε για πρώτη φορά το τραγούδι δεν ήξερε τι να το κάνει. Το μόνο που διάβαζε ήταν κόμιξ – κάποτε ο ιμπρεσάριος Ernie Anderson της είχε φέρει ολόκληρες στοίβες – και ήταν συνηθισμένη να μαθαίνει τραγούδια κι όχι να διαβάζει ποίηση. Για να ενισχύσει αυτή την ερμηνεία παραθέτει τον Josephson που είχε πει σε κάποια συνέντευξη: «Στην αρχή κατάλαβα ότι η Billie δεν ήξερε τι στο διάβολο σήμαινε αυτό το τραγούδι». Ο Clarke παραθέτει επίσης τον Arthur Herzog, που οι αναμνήσεις του από την πρώτη επαφή της Holiday με το «Strange Fruit» την παρουσιάζουν σαν να μην καταλάβαινε το νόημα του τραγουδιού, το οποίο αργότερα την «μάγεψε» - θαρρείς και η κατανόησή της ήταν απόλυτα εξωτερική προς τις δήθεν υπανάπτυκτες νοητικές διαδικασίες της: «Όταν άρχισε να τραγουδάει αυτό το τραγούδι δεν νομίζω να ήξερε τι έκανε ή ποιος θα ήταν ο αντίκτυπός του... Θυμάμαι ότι στην αρχή το τραγούδι δεν είχε καμία επίδραση και ξαφνικά κατάλαβε τη δύναμή του κι έβαλε σ’ αυτό όλο της τον εαυτό.
     Συγκρίνετε της περιγραφές των Clarke, Chilton και Josephson με τη δική της (όπως μεταγράφηκε από τον William Duffy στο βιβλίο Lady Sings The Blues):

Στη διάρκεια των εμφανίσεών μου στο Café Society γεννήθηκε ένα τραγούδι που έγινε η προσωπική μου διαμαρτυρία – το «Strange Fruit». Ο σπόρος του τραγουδιού βρισκόταν σε ένα ποίημα του Lewis Allen. Τον συνάντησα για πρώτη φορά στο Cafe Society. Όταν μου έδειξε εκείνο το ποίημα, έπιασα αμέσως το νόημα. Φαινόταν να εκφράζει όλα τα πράγματα που είχαν σκοτώσει τον μπαμπά. Και ο Allen είχε μάθει πώς είχε πεθάνει ο μπαμπάς και ασφαλώς ενδιαφερόταν για το τραγούδι μου και πρότεινε σε μένα και στον Sonny White, τον μουσικό που με συνόδευε, να γράψουμε τη μουσική. Έτσι πιάσαμε και οι τρεις δουλειά και σε τρεις εβδομάδες είχαμε τελειώσει.

      Ο πατέρας της, ο κιθαρίστας της τζαζ Clarence Holiday, είχε εισπνεύσει δηλητηριώδη αέρια στη διάρκεια μιας μάχης κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Είχε χρόνια πνευμονικά προβλήματα και τον Μάρτιο του 1937, ενώ περιόδευε στο Τέξας με την ορχήστρα του Don Redman, άρπαξε κάποιο κρύωμα για το οποίο δεν του χορηγήθηκε καμία θεραπεία εξαιτίας των φυλετικά διαχωρισμένων νοσοκομείων σ’ εκείνη την πολιτεία. Όταν πια η ορχήστρα έφτασε στο Ντάλας όπου βρέθηκε ιατρική περίθαλψη, η ασθένειά του είχε εξελιχθεί σε πνευμονία και έτσι πέθανε από αιμορραγία στην πτέρυγα «Jim Crow» του Νοσοκομείου των Βετεράνων. Σύμφωνα με την αφήγηση της Holiday, το θέμα του «Strange Fruit» απηχούσε την οργή της για το θάνατο του πατέρα της και την επιθυμία της να διαμαρτυρηθεί για τον ρατσισμό που τον είχε σκοτώσει.
     Έχω σκεφτεί αυτές τις αντικρουόμενες αφηγήσεις για τη γένεση του «Strange Fruit» της Billie Holiday επειδή αποκαλύπτουν την έκταση στην οποία το καλλιτεχνικό της ανάστημα και η ικανότητά της να κατανοεί κοινωνικά ζητήματα ήταν υποτιμητικά και καθοριστικά σαν αποτέλεσμα σχεδίων που είχαν επινοήσει καλλιεργημένοι λευκοί. Οι ιστορίες των Chilton, Clarke και Josephson αιχμαλωτίζουν την Holiday σε έναν ιστό κατωτερότητας ως προς το φύλο, την τάξη και τη φυλή, και την παρουσιάζουν ως ικανή να παράγει σπουδαίο έργο μόνο υπό την καθοδήγηση φυλετικά ανωτέρων της. Η σημασία που η ίδια η Holiday απέδιδε στο «Strange Fruit» αποκαλύπτεται όχι μόνο από το γεγονός ότι γύρω του ανοικοδόμησε το σύνολο του ρεπερτορίου της, αλλά και από την ματαιωμένη τελικά απόφασή της να ονομάσει την αυτοβιογραφία της Bitter Crop από τις δυο τελευταίες λέξεις των στίχων. Ωστόσο, οι εκδότες της έκριναν ότι το Lady Sings The Blues ήταν πιο εμπορεύσιμος τίτλος.

     Προκειμένου να εξετάσουμε το ιστορικό πλαίσιο και τον αντίκτυπο του τραγουδιού και για να κατανοήσουμε την ευκολία με την οποία η Χόλιντεϊ μπορούσε να συγκρίνει τη μεταφορική σκηνή του λιντσαρίσματος μέσα από τους στίχους με τον θάνατο του πατέρα της από λιντσάρισμα, είναι σημαντικό να εξετάσουμε το διάλογο γύρω από το λιντσάρισμα στη διάρκεια εκείνης της περιόδου. Η Billie Holiday πρωτοτραγούδησε το «Strange Fruit» το 1939. Στη διάρκεια της προηγούμενης δεκαετίας – τα χρόνια της Μεγάλης Ύφεσης – η κοινή συνείδηση σχετικά με το λιντσάρισμα μεγάλωνε, ενώ τα περιστατικά είχαν αρχίσει να μειώνονται. Ήταν αλήθεια ότι η ζωή των μαύρων δεν απειλούνταν πλέον συστηματικά από τη βία του όχλου σε αριθμούς που έφταναν τις χιλιάδες – όπως συνέβη τις πρώτες δεκαετίες μετά τη χειραφέτηση – αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι οι δεκάδες λιντσαρισμένοι την εποχή του τραγουδιού πρέπει να θεωρηθούν αμελητέος αριθμός.
     Σύμφωνα με έναν ιστορικό, τα τέσσερα πρώτα χρόνια μετά την κατάρρευση του χρηματιστηρίου το 1929, λιντσαρίστηκαν 150 μαύροι. Η μαύρη φεμινίστρια ιστορικός Paula Giddings επισημαίνει ότι το λιντσάρισμα είκοσι μαύρων ανδρών το 1930 δεν είχε καμία απολύτως σχέση με τον αριθμό στις αρχές του αιώνα, ούτε καν με εκείνον αμέσως μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ωστόσο, οι εκθέσεις για φρικαλέα εγκλήματα ζωντάνευαν περισσότερο χάρη στην πρόοδο της τεχνολογίας στα μέσα επικοινωνίας και τη φωτογραφία, αλλά και την «κίτρινη» δημοσιογραφία.
     Τον χειμώνα του 1934, πέντε μόλις χρόνια πριν η Lady Day έρθει σε επαφή με το ποίημα «Strange Fruit», συνέβη στη Φλόριντα ένα βίαιο λιντσάρισμα που πήρε μεγάλη δημοσιότητα. Μια εφημερίδα περιέγραψε το γεγονός:

Σύμφωνα με έναν αυτόπτη μάρτυρα, ο [Claude] Neal είχε αναγκαστεί να αυτοακρωτηριαστεί πριν τον λιντσάρουν… Ο μάρτυρας έδωσε την ακόλουθη περιγραφή για το συμβάν, το οποίο συνέβη σε ένα βάλτο κοντά στον ποταμό Τσαταχούτσι: «Πρώτα του έκοψαν το πέος. Τον ανάγκασαν να το φάει. Έπειτα έκοψαν τους όρχεις του και τον ανάγκασαν να τους φάει κι αυτούς και να πει ότι του άρεσαν. Έπειτα έσκισαν με μαχαίρια τα πλευρά και το στομάχι του και κάθε λίγο και λιγάκι κάποιος του έκοβε ένα δάχτυλο από χέρι ή πόδι. Χρησιμοποίησαν πυρωμένα σίδερα στον νέγρο για να τον μαρκάρουν από την κορυφή ως τα νύχια. Κάπου κάπου, στη διάρκεια του βασανισμού, έδεναν γύρω από τον λαιμό του Neal ένα σκοινί και αφού το περνούσαν από ένα κλαδί, το τραβούσαν μέχρι να τον μισοπνίξουν. Τον άφηναν και το μαρτύριο ξανάρχιζε από την αρχή. Έπειτα από πολύωρα βασανιστήρια, αποφάσισαν τελικά να τον σκοτώσουν».
»Έδεσαν το πτώμα του Neal με ένα σχοινί πίσω από ένα αυτοκίνητο και τον έσυραν στη λεωφόρο προς το σπίτι των Κάνιντι. Εκεί, ένας όχλος που υπολογίστηκε ανάμεσα στις 3.000 και τις 7.000 άτομα περίμεναν ανυπόμονα την άφιξή του. Μια γυναίκα βγήκε από το σπίτι των Κάνιντι κι έχωσε ένα μαχαίρι στην καρδιά του. Τότε το πλήθος πλησίασε και μερικοί άρχισαν να τον κλοτσούν, ενώ άλλοι πέρασαν από πάνω του με αυτοκίνητα. Ο όχλος έστειλε ό,τι απέμεινε από το πτώμα στη Μαριάνα όπου τώρα κρέμεται από ένα δέντρο στη βορειοανατολική γωνία της πλατείας του δικαστηρίου. Οι φωτογράφοι λένε ότι σύντομα θα έχουν φωτογραφίες από το σώμα προς πώληση έναντι 50 σεντς την κάθε μια. Δάχτυλα από τα πόδια και τα χέρια του Neal εκτίθενται ελεύθερα στις γωνίες των δρόμων εδώ. 

     Ο ιστορικός John Hope Franklin περιγράφει ένα λιντσάρισμα τότε που σπούδαζε στο Πανεπιστήμιο Φισκ στο Νάσβιλ του Τενεσί το 1936. Ένας όχλος από λευκούς λιντσάρισε τον Κόρντι Τσικ που ζούσε σε ένα σπίτι που ανήκε στο πανεπιστήμιο στην άκρη της πανεπιστημιούπολης επειδή είχε χτυπήσει άθελά του ένα λευκό παιδί με το ποδήλατό του. Το παιδί τραυματίστηκε ελαφρά. «Σαν πρόεδρος των φοιτητών έβαλα τις φωνές και διαμαρτυρήθηκα στον δήμαρχο, στον κυβερνήτη, ακόμα και τον πρόεδρο Φράνκλιν Ντ. Ρούζβελτ, αλλά τίποτα δεν κατάφερε να απαλύνει τον πόνο και την οδύνη μας ούτε να φέρει πίσω τον Κόρντι Τσικ».
     Το «Strange Fruit» ξεπήδησε μέσα από κοινωνικές και ιστορικές περιστάσεις που παρείχαν το ηχηρότερο πλαίσιο από τη σύντομη περίοδο της Ριζικής Αναδόμησης για την υποδοχή μιας παθιασμένη έκκλησης για φυλετική δικαιοσύνη. Η Αναγέννηση του Χάρλεμ της δεκαετίας του ’20 είχε αφυπνίσει στον πληθυσμό μια γενικευμένη επίγνωση για την αφρο-αμερικανική τέχνη και πολιτισμό, έστω κι αν την επίγνωση αυτή αμαύρωναν οι ρατσιστικές αντιλήψεις περί «πρωτόγονου» και «εξωτικού» πολιτισμού των μαύρων. Τη δεκαετία του 1930 εμφανίστηκαν πολυφυλετικές πολιτικές συμμαχίες. Οι πρώτες οργανωμένες προκλήσεις ενάντια στο λιντσάρισμα εμφανίστηκαν στις αρχές του 20ού αιώνα με τις προσπάθειες της Άιντα Μπ. Γουέλς και την οργάνωση μιας εκστρατείας κατά του λιντσαρίσματος. Ωστόσο, την περίοδο από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1920, η κοινή γνώμη ήταν τόσο δηλητηριασμένη από τον ρατσισμό που η συμμετοχή σημαντικού αριθμού λευκών στις εκστρατείες κατά του λιντσαρίσματος ήταν πολύ δύσκολη. Με την εμφάνιση μαζικών κινημάτων στη διάρκεια της δεκαετίας του 1930, οι λευκοί άρχισαν να συμμετέχουν πιο ενεργά σε αυτές τις προσπάθειες. Αν και η περίπτωση των Εννέα του Σκότσμπορο δεν εμπεριείχε κάποιο έκνομο λιντσάρισμα, κατέληξε να συμβολίζει την πιεστική ανάγκη αντίστασης στη ρατσιστική ιδεολογία που δικαιολογούσε με τόση ευκολία το λιντσάρισμα. Η Lillian Smith, η οποία συνδέθηκε με την Ένωση Γυναικών του Νότου για την Πρόληψη του Λιντσαρίσματος (ASWPL), εμπνεύστηκε από το τραγούδι της Holiday για να γράψει ένα μυθιστόρημα με τίτλο Strange Fruit, διερευνώντας τα φλέγοντα ζητήματα της φυλής, του φύλου και της βίας. Το 1936 περισσότερες από 35.000 λευκές υποστήριζαν την ASWPL.

H Diana Ross στο ρόλο της Billie Holiday από την ταινία Lady Sings The Blues

H Diana Ross στο ρόλο της Billie Holiday από την ταινία Lady Sings The Blues

     Το «Strange Fruit» της Billie Holiday επηρέασε κύκλους ανθρώπων που είχαν ευαισθητοποιηθεί τόσο από τις διαφυλετικές οικονομικές και κοινωνικές τραγωδίες της Μεγάλης Ύφεσης όσο και από τα πολυφυλετικά μαζικά κινήματα που επιδίωκαν να επανορθώσουν τις αδικίες σε βάρος των μαύρων αλλά και των λευκών.
     Πριν τα μεγάλα κινήματα της δεκαετίας του 1930 και τη συνακόλουθη ριζοσπαστικοποίηση μεγάλων κομματιών του πληθυσμού, το φαινόμενο του «Strange Fruit» θα ήταν αδιανόητο. Πράγματι, το διαφυλετικό Café Society της Νέας Υόρκης όπου πρωτοπαρουσιάστηκε το τραγούδι, δεν θα μπορούσε να υπάρξει νωρίτερα. Ο Barney Josephson που άνοιξε το κλαμπ σε μια εποχή που ακόμα και στο Χάρλεμ μαύροι και λευκοί δεν μπορούσαν ακόμα να ακούσουν τζαζ κάτω από την ίδια στέγη, είπε στη Holiday ότι «αυτό προοριζόταν να γίνει το μοναδικό κλαμπ όπου δεν θα υπήρχε διαχωρισμός ούτε φυλετική προκατάληψη». Και πράγματι, σύμφωνα με τον βιογράφο της John Chilton, χάρη στην πελατεία από ανθρώπους του New Deal και στις ανθρωπιστικές αρχές του ιδιοκτήτη του έγινε ένα αποδεκτό σκηνικό για την παρουσίαση των δραματικών στίχων κατά του λιντσαρίσματος. Αν οι λευκοί είχαν αναπτύξει μεγαλύτερη ευαισθησία για στα δεινά των Αφροαμερικανών, ήταν ίσως επειδή πάρα πολλοί από αυτούς είχαν νιώσει στη μια ή στην άλλη μορφή την καταστροφή από τη Μεγάλη Ύφεση. Οι μισθοί των εργατών είχαν κοπεί σχεδόν στο μισό και τον τελευταίο χρόνο της κρίσης υπήρχαν 17 εκατομμύρια άνεργοι. Ακόμα σημαντικότερο από την ανάπτυξη αυτής της ευαισθησίας, ήταν τα μεγάλα μαζικά κινήματα της δεκαετίας του ’30 – η εκστρατεία κατά της ανεργίας και η εκτεταμένη οργάνωση των συνδικάτων της βιομηχανίας που συνδέονταν με το Κογκρέσο Βιομηχανικών Οργανώσεων (CIO).
     Το Κομμουνιστικό Κόμμα, η Ένωση Νέων Κομμουνιστών, και η Ένωση Συνδικαλιστικής Ενότητας ένωσαν τις δυνάμεις τους για να ιδρύσουν τα Εθνικά Συμβούλια Ανεργίας, τα οποία οργάνωναν θεαματικά συλλαλητήρια σε όλη τη χώρα. Στις 6 Μαρτίου 1930, πάνω από ένα εκατομμύριο άτομα συμμετείχαν στις μεγαλύτερες πορείες σε μεγάλα αστικά κέντρα – 1.100.00 στη Νέα Υόρκη, 100.000 στο Ντιτρόιτ. Τον Δεκέμβριο του 1931 και στις αρχές του 1932, οι πορείες πείνας προς την Ουάσινγκτον προέβαλαν δυναμικά αιτήματα για ασφάλιση των ανέργων και άλλα μέσα που θα τους ανακούφιζαν.
     Τέτοιες μαζικές αντιδράσεις στην αντεργατική πολιτική της κυβέρνησης Χούβερ έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην εκλογή του Φράνκλιν Ντ. Ρούζβελτ και στην εγκαινίαση του προγράμματος «New Deal». Αντί να καθησυχάσει εκείνους που υπέφεραν από τις συνέπειες της Μεγάλης Ύφεσης, το New Deal χρησίμευσε σαν άλλος ένας καταλύτης για την οργάνωση πολυφυλετικών μαζικών κινημάτων. Οι Μαύροι ιδιαίτερα ήταν δυσαρεστημένοι με τα «καταπραϋντικά» που τους πρόσφερε η νέα νομοθεσία. Ένα από τα κύρια επακόλουθα των μαζικών οργανώσεων που ιδρύθηκαν στη διάρκεια των χρόνων του Ρούζβελτ ήταν το Αμερικανικό Κογκρέσο Νεολαίας (AYC), το οποίο συγκροτήθηκε το 1934. Αν και η κυβέρνηση ήταν υπεύθυνη για την έναρξη του Κογκρέσου, πριν το ξέσπασμα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου το 1939 εντάχθηκαν σε αυτό πάνω από τεσσεράμισι εκατομμύρια νέοι και το έκαναν μια οργανωτική δύναμη πέρα από κάθε φαντασία των κυβερνητικών χορηγών του. Οι Αφροαμερικανοί, ιδίως στο Νότο, έπαιξαν καίριο ρόλο στην ανάπτυξη της στρατηγικής κατεύθυνσης αυτής της οργάνωσης. Σύμφωνα με τον William Z. Forest, το Κογκρέσο Νέγρων Νέων του Νότου (NYC) ήταν «το σημαντικότερο κίνημα που οργάνωσε ποτέ η νεολαία των νέγρων» πριν την εποχή του κινήματος για τα πολεμικά δικαιώματα. Σύμφωνα με τον Robin D.G. Kelley, στην έξοχη μελέτη του για τους κομμουνιστές της Αλαμπάμα στη διάρκεια της Ύφεσης, οι μαύροι κομμουνιστές στο SNYC εφάρμοσαν το δικό τους πρόγραμμα δράσης παρά την επίσημη αντίθεση του κόμματος. Το Κογκρέσο Νεολαίας πολέμησε τις φυλετικές διακρίσεις στις ένοπλες δυνάμεις, αύξησε το σώμα των ψηφοφόρων, συνέχισε να ερευνά περιπτώσεις πολιτικής αυθαιρεσίας σε βάρος των πολιτικών ελευθεριών, συνέλεξε ένα βουνό στοιχεία για εργασιακές διακρίσεις και διεξήγαγε μια εκστρατεία στο Μπέρμινχαμ της Αλαμπάμα για να πάψουν οι διακρίσεις στα λεωφορεία.
     Ως αποτέλεσμα του έργου οργανώσεων όπως η Εθνική Ένωση για την Πρόοδο των Έγχρωμων (NAACP), το Αμερικανικό Κογκρέσο Νεολαίας και η Εθνική Ένωση Έγχρωμων Γυναικών, το ζήτημα της ομοσπονδιακής νομοθεσίας για το λιντσάρισμα πέρασε στην εθνική πολιτική ατζέντα για πρώτη φορά αιώνα από το 1921, όταν οι προσπάθειες της NAACP για την ψήφιση ενός νόμου κατά του λιντσαρίσματος είχαν αποτύχει. Αν και ο Νόμος Costigan-Wagner που προτάθηκε το 1935 ψηφίστηκε από τη βουλή, στη Γερουσία όπου κυριαρχούσαν οι Νότιοι καταψηφίστηκε. Μολαταύτα, όταν η Billie Holiday πρωτοτραγούδησε το «Strange Fruit» το 1939, πολλοί άκουσαν το μήνυμά της και η κυβέρνηση Ρούζβελτ δέχτηκε μια πλημμύρα αιτημάτων για τη θέσπιση νομοθεσίας κατά του λιντσαρίσματος.
     Αυτό δεν σημαίνει ότι η ίδια η Billie Holiday ήταν άμεσα αναμεμειγμένη στις πολιτικές εξελίξεις της δεκαετίας του ’30 που λειτούργησαν σαν το φόντο για την πολιτιστική συμβολή της. Ήταν ανάμεσα σε ένα πλήθος καλλιτεχνών που πέρασαν στο ρεύμα του πολιτικού ριζοσπαστισμού ακολουθώντας μονοπάτια χαραγμένα περισσότερο από την τέχνη τους παρά από συγκεκριμένες πολιτικές δεσμεύσεις. Σύμφωνα με τον κριτικό πολιτισμού και σοσιαλιστή ακτιβιστή Phillip Bonosky, η δεκαετία του ’30 αποτέλεσε μια διαχωριστική γραμμή στην αμερικανική δημοκρατική παράδοση. «Είναι μια περίοδος», λέει, «που θα συνεχίσει να υπάρχει, τόσο στο παρόν όσο και στο μέλλον ως υπενθύμιση και ως παράδειγμα για το πώς ένας ξεσηκωμένος λαός, αντλώντας έμπνευση και καθοδήγηση από την εργατική τάξη, μπορεί να αλλάξει συνολικά τη γενικότερη πολιτιστική εικόνα μιας χώρας. Την περίοδο αυτή, την πρώτη στην αμερικανική ιστορία, το ζήτημα των Εβραίων και των Νέγρων τοποθετήθηκε πάνω σε γερά θεμέλια που τους έβγαλαν από τη ζοφερή επικράτεια των ιδιωτικών και προσωπικών ηθών και τους οδήγησαν να βρουν τις αληθινές ρίζες τους σε μια ταξική κοινωνία. Υπήρξε δραματική αλλαγή σε κάθε πλευρά του πολιτισμού και το πιο χαρακτηριστικό γνώρισμά της ήταν η ανακάλυψη της οργανικής σχέσης ανάμεσα στους διανοούμενους και τον λαό – με πρώτους τους εργάτες. Η Billie Holiday δεν σχετιζόταν άμεσα με τα κινήματα των καλλιτεχνών και των εργατών που συνδέονταν με την Works Progress Administration, αλλά είχε σαφώς συνείδηση της ανάγκης για ριζική αλλαγή της θέσης των μαύρων στην αμερικανική κοινωνία. Σε αναρίθμητες περιπτώσεις και η ίδια υπήρξε στόχος χυδαίων ρατσιστικών εκδηλώσεων. Τραγουδώντας για την αποκλειστικά λευκή μπάντα του Artie Shaw, αντιμετώπιζε σε καθημερινή βάση τις χοντράδες των ρατσιστών όταν η μπάντα περιόδευε σε νότιες πολιτείες. Στο Κεντάκι, για παράδειγμα, ο σερίφης μιας κωμόπολης που είχε κάνει τα πάντα για να την εμποδίσει να τραγουδήσει, ανέβηκε τελικά στο πάλκο και ρώτησε τον Shaw: «Τι θα τραγουδήσει το αραπάκι;» Στο Σεντ Λούις, ο άνδρας που είχε προσλάβει την μπάντα σε μια από τις μεγαλύτερες αίθουσες χορού της πόλης, αντέδρασε στην παρουσία της λέγοντας: «Τι γυρεύει εδώ πέρα η νέγρα; Δεν έχω νέγρους να μου καθαρίζουν το μαγαζί». Περιττό να πούμε ότι υπήρξαν αναρίθμητα άλλα περιστατικά σε ξενοδοχεία και στα εστιατόρια που προσπαθούσε να φάει. «Έφτασα σε σημείο», έγραψε, «να τρώω ελάχιστα, να κοιμάμαι ή να πηγαίνω στην τουαλέτα. Μερικές φορές διανύαμε εξακόσια μίλια με μόνο μια στάση. Μετά θα υπήρχε ένα μέρος όπου δεν με σερβίριζαν, ενώ ένα σωρό φορές μπήκα κρυφά σε κάποια τουαλέτα για να μην δημιουργήσω σκηνή. Στην αρχή ντρεπόμουν. Τελικά είπα ας πάει στο διάβολο. Όποτε χρειαζόμουν τουαλέτα ζητούσα από τον οδηγό να με κατεβάσει στην άκρη του δρόμου. Καλύτερα στους θάμνους παρά να παίζω με την τύχη μου στα εστιατόρια και στις πόλεις».

     Η Billie Holiday βίωσε περισσότερα από τον ρατσισμό που της αναλογούσε. Αν και δεν εμπλεκόταν σε παρατεταμένες πολιτικές αναλύσεις, ποτέ δεν προσπάθησε να κρύψει τις ιδέες της. «Είμαι γυναίκα από φυλή», διακήρυξε σε αναρίθμητες περιπτώσεις. Σύμφωνα με τον Josh White που έγινε φίλος της έπειτα από μια αρχική σύγκρουση για την ερμηνεία του στο «Strange Fruit», σκεφτόταν την ανθρωπότητα και είχε πολύ μεγαλύτερη φυλετική συνείδηση από όσο πίστευε ο περισσότερος κόσμος».
     Η Billie Holiday ποτέ δεν παρέστη αυτόπτης μάρτυρας σε κάποιο λιντσάρισμα. Η φανταστική σκηνή στην ταινία Lady Sings The Blues, στην οποία βλέπει το σώμα ενός μαύρου να κρέμεται από ένα δέντρο, είναι μια χυδαία υπεραπλούστευση της καλλιτεχνικής διαδικασίας. Η σκηνή αυτή υπαινίσσεται ότι η Holiday μπορούσε να εκτιμήσει δεόντως το τραγούδι μόνο αν είχε βιώσει το λιντσάρισμα από πρώτο χέρι. Η ταινία απορρίπτει τις συνδέσεις ανάμεσα στο λιντσάρισμα – μια ακρότητα του ρατσισμού – και την καθημερινότητα των διακρίσεων, η οποία ως κάποιο βαθμό επηρεάζει κάθε Αφροαμερικανό. Η περιγραφή της Holiday για τη διαδικασία που την οδήγησε να αγκαλιάσει το «Strange Fruit» παραπέμπει στην άποψη του Frantz Fanon όταν γράφει:

Δεν μπορεί να πει κανείς ότι μια δεδομένη χώρα είναι ρατσιστική αλλά ότι λιντσαρίσματα ή στρατόπεδα εξόντωσης δεν υπάρχουν εκεί. Η αλήθεια είναι ότι στον ορίζοντα υπάρχουν όλα αυτά και πολλά άλλα. Αυτές οι λανθάνουσες καταστάσεις κυκλοφορούν και μεταφέρονται από το ρεύμα της ζωής των ψυχοσυναισθηματικών οικονομικών σχέσεων.

      Η παρατήρηση του Fanon ωστόσο λειτουργεί και αντίστροφα: το φάσμα του λιντσαρίσματος προκύπτει αναπόφευκτα και σε άλλες μορφές ρατσισμού. Συνεπώς, οι στίχοι του «Strange Fruit» οδήγησαν τη Ηoliday να σκεφτεί τις συνθήκες θανάτου του πατέρα της. Το χάρισμα της Holiday στην αισθητική μετάδοση δεν έχει να κάνει μόνο με την ικανότητά της να εκφράζει στο τραγούδι τα βαθιά συναισθήματα που κρύβονται πίσω από τα προσωπικά της βάσανα. Εκτός από τη δεξιοτεχνία της να επικοινωνεί μουσικά την ψυχολογική της κατάσταση, έφτασε σε ένα τρόπο έκφρασης που σφυρηλατεί την έννοια της κοινότητας ακόμα κι όταν παραμένει βαθιά προσωπικός. Τα τραγούδια της λειτούργησαν σαν αγωγός, επιτρέποντας σε άλλους να σκεφτούν σε βάθος τις συναισθηματικές και κοινωνικές περιστάσεις της ζωής τους. Για τους μαύρους και τους πολιτικά συνειδητοποιημένους λευκούς συμμάχους τους, το «Strange Fruit» μαρτυρούσε ανοιχτά τη σωματική διάλυση που προκαλούσε το λιντσάρισμα αλλά και την τρομερή ψυχική βλάβη που προκαλούσε στα θύματα αλλά και στους δράστες. Το τραγούδι της σήμαινε επίσης τα ενδεχόμενα να τελειώσει αυτή η βία και το δίκτυο των ρατσιστικών θεσμών που εμπλέκονταν στην κουλτούρα του λιντσαρίσματος. Για όσους δεν είχαν ακόμα καταλάβει το νόημα του αμερικανικού ρατσισμού, το «Strange Fruit» δήλωνε επιτακτικά το γεγονός του λιντσαρίσματος και αμφισβητούσε με πάθος την πολιτιστική του μονιμότητα. Όπως είπε ο κριτικός Burt Korall για την Billie Holiday, «φώτισε τις ανθρώπινες καταστάσεις προσφέροντας στον ακροατή μια σπάνια, αν και τρομακτική, ιδέα για τις πραγματικότητες της εμπειρίας. Εκεί που άλλοι φοβόντουσαν να πατήσουν, εκείνη προσέγγιζε άμεσα το θέμα, εκεί που άλλοι κάλυπταν τα μάτια, εκείνη κρατούσε αψήφιστα ανοιχτά τα δικά της».
     Το «Strange Fruit» είναι ένα τραγούδι που δημιουργεί σοβαρά προβλήματα στον ερμηνευτή του. Οι αλληγορίες του είναι τόσο επιτακτικές που μια εντελώς δραματική ερμηνεία μπορεί να μεταμόρφωνε το συγκινητικό περιεχόμενό του σε θεατρινισμό. Η πρόθεση του Allen και της Holiday πίσω από το τραγούδι ήταν να αφυπνίσουν στους ακροατές του ένα αίσθημα αλληλεγγύης. Μερικές φορές αυτό το είδος τέχνης χάνει το στόχο του και απεναντίας προκαλεί οίκτο. Αν εκείνοι που συγκινήθηκαν από το «Strange Fruit» έφευγαν νιώθοντας οίκτο για τους μαύρους θύματα του ρατσισμού αντί για συμπόνια και αλληλεγγύη, ο οίκτος αυτός μάλλον θα συνόψιζε παρά θα αμφισβητούσε τη δυναμική του ρατσισμού. Εκτός όμως κι αν κάποιος είναι αθεράπευτα ρατσιστής, δύσκολα θα ακούσει την Billie Holiday να ερμηνεύει το «Strange Fruit» χωρίς να αναγνωρίσει την έκκληση για ανθρώπινη αλληλεγγύη και ως εκ τούτου για φυλετική ισότητα μαύρων και λευκών κατά τη διαδικασία της καταπολέμησης των ρατσιστικών φρικαλεοτήτων και εξευτελισμών.
      Το τραγούδι της καλεί τους ακροατές κάθε εθνικότητας να αναγνωρίσουν τα «μαύρα σώματα που ταλαντεύονται στη νότια αύρα» σαν ανθρώπινα όντα που έχουν δικαίωμα στη ζωή και τον έρωτα. Ο Jack Schiffman, ο γιος του Frank Schiffman, του ιδιοκτήτη του Apollo Theatre, ο οποίος αρχικά δεν ήθελε να συμπεριληφθεί το «Strange Fruit» στη συναυλία της στο Apollo, περιέγραψε τον αντίκτυπό του στο κοινό όταν το πρωτοτραγούδησε εκεί. Μετά την ερμηνεία της ακολούθησε «μια στιγμή καταθλιπτικά βαριά σιωπής… κι έπειτα ένα δυνατό θρόισμα που δεν είχα ξανακούσει. Ήταν ο ήχος δυο χιλιάδων (μαύρων) ανθρώπων που τραγουδούσαν». Όπως όμως ήταν αναμενόμενο, μερικοί ακροατές έμεναν αδιάφοροι από το μήνυμά της. Σε κάποιο κλαμπ του Λος Άντζελες μια γυναίκα ζήτησε από την Holiday να τραγουδήσει το «Strange Fruit» λέγοντας, «Γιατί δεν μας λες εκείνο το σέξι τραγούδι που σ’ έκανε διάσημη; Ξέρεις, αυτό με τα γυμνά κορμιά που ταλαντεύονται στα δέντρα;» Οι περισσότερες αφηγήσεις αυτής της ιστορίας δηλώνουν ότι η Holiday είχε αρνηθεί να το τραγουδήσει. Ωστόσο, αυτό που έχει ενδιαφέρον σχετικά με αυτό το ανέκδοτο που φαίνεται μονίμως συνδεδεμένο με την ιστορία της σχέσης της Holiday με το «Strange Fruit», είναι ο παράδοξος τρόπος που η γυναίκα συνδέει το τραγούδι με την πανταχού παρούσα εμπλοκή της σεξουαλικότητας στο έργο της Holiday. Πράγματι, υπάρχει μια σιωπηρή διαλεκτική σε όλο τον κορμό του έργου της ανάμεσα στον πόνο και την ηδονή, τον έρωτα και το θάνατο, την καταστροφή και το όραμα μιας νέας τάξης. Στη λαϊκή φαντασία, το λιντσάρισμα ήταν η ιδεολογική επιβεβαίωση της καθεστηκυίας τάξης και η φυσική καταστολή της υπερεξουαλικότητας των μαύρων. Εξαιτίας της ιστορικής σύνδεσης της σεξουαλικότητας και της ελευθερίας στην κουλτούρα των μαύρων, η απόφαση της Holiday να φέρει στο προσκήνιο του μουσικού έργου της το «Strange Fruit» έδωσε στα ερωτικά τραγούδια της ένα πλούσια δομημένο ιστορικό νόημα.
      Αν και η Billie Holiday έκανε το «Strange Fruit» αναπόσπαστο κομμάτι του ρεπερτορίου της λίγο μετά την απόφασή της να το τραγουδήσει στο Café Society, δεν κατάφερε να πείσει την Columbia, τη δισκογραφική εταιρεία με την οποία είχε συμβόλαιο, να της επιστρέψει να το ηχογραφήσει. «Δεν θα το αγοράσουν στο Νότο» ήταν η δικαιολογία της εταιρείας. «Θα το μποϊκοτάρουν. Παραείναι εμπρηστικό». Η Χόλιντεϊ όμως επέμεινε και τελικά η Columbia της έδωσε μια ημερομηνία ηχογράφησης για την εταιρεία του Milt Gabler.
     Η ηχογράφηση του «Strange Fruit» από την Billie Holiday πέτυχε κάτι πολύ πιο σπουδαίο από τη μόνιμη διατήρηση του σημαντικότερου τραγουδιού της, το αισθητικό κεντρικό σημείο της καριέρας της. Τελικά, εκατομμύρια την άκουσαν να τραγουδάει αυτό το ανατριχιαστικό τραγούδι κατά του λιντσαρίσματος – περισσότεροι από όσους θα μπορούσε να είχε ποτέ της φανταστεί. Δεν μπορούσε να προβλέψει ότι το «Strange Fruit» θα ωθούσε ανθρώπους να ανακαλύψουν μέσα τους ένα μέχρι πρότινος άγνωστο κάλεσμα για πολιτικό ακτιβισμό, όμως το έκανε και εξακολουθεί να το κάνει. Δεν μπορούσε να προβλέψει τον καταλυτικό ρόλο που θα έπαιζε το τραγούδι της στην αναζωογόνηση της παράδοσης της διαμαρτυρίας και της αντίστασης στις αφροαμερικανικές και αμερικανικές παραδόσεις της λαϊκής μουσικής και κουλτούρας. Παρόλα αυτά, η ηχογράφηση του «Strange Fruit» από την Holiday επιμένει ως ένα από τα σημαντικότερα και εμβριθή παραδείγματα διασταύρωσης μουσικής και κοινωνικής συνείδησης.
     Το «Strange Fruit» ήταν μια μετωπική πρόκληση όχι μόνο απέναντι στο λιντσάρισμα και τον ρατσισμό αλλά και απέναντι στην πολιτική μιας κυβέρνησης που έδινε απερίφραστα άφεση σε τέτοιες δραστηριότητες, ιδίως μέσω της άρνησής της να ψηφίσει νόμους κατά του λιντσαρίσματος. Συνεπώς, το τραγούδι ήταν μια έκδηλη κραυγή συσπείρωσης εναντίον του κράτους. Σύμφωνα με τον κριτικό της τζαζ Leonard Feather, το μήνυμα του ποιήματος του Lewis είχε ένα μήνυμα πιο ουσιαστικό από κάθε άλλο εύπεπτο τραγούδι που της είχαν δώσει οι δισκογραφικοί παραγωγοί. Αυτό ήταν το πρώτο τραγούδι διαμαρτυρίας και η πρώτη ηχηρή κραυγή ενάντια στον ρατσισμό. Ήταν ριζοσπαστικό και προκλητικό, σε μια εποχή που μαύροι και λευκοί έβρισκαν επικίνδυνο να ταράζουν τα νερά μιλώντας εναντίον ενός βαθιά περιχαρακωμένου κατεστημένου.
     Ο κριτικός της τζαζ Joachim Berendt το χαρακτήρισε ως την πιο εμφατική και παθιασμένη μουσική μαρτυρία ενάντια στον ρατσισμό που έγινε γνωστή πριν την ερμηνεία της Abbey Lincoln στο «Freedom Now Suite» του Max Roach. Μετασχηματίζοντας το ποίημα του Lewis Allen σε ένα ανήσυχο τραγούδι διαμαρτυρίας και κάνοντάς το τόσο κεντρικό για το ρεπερτόριό της που έγινε σήμα κατατεθέν της δουλειά της, η Holiday υπήρξε πρωτοπόρος μιας παράδοσης που αργότερα υιοθέτησαν μουσικοί όπως οι Nina Simone, η οποία θα ενσωμάτωνε απτόητα και απερίφραστα την κοινωνική κριτική στο έργο της. Σαν δημιουργός στυλ, η Holiday έφερε στη λαϊκή μουσική κουλτούρα μια νέα και αυθεντική προσέγγιση στην ερμηνεία. Με το «Strange Fruit», οι ασυνήθιστες ερμηνευτικές της ικανότητες αναμείχθηκαν με τη συνείδησή της σαν μια μαύρη γυναίκα για να δημιουργήσει ένα ιδιαίτερα προκλητικό είδος λαϊκής μουσικής που θα επηρέαζε πλήθος τραγουδιστών και μουσικών που την ακολούθησαν.

[Το κείμενο είναι μετάφραση από το βιβλίο της Αngela Y. Davis,  Blues Legacies and Black Feminism (Pantheon Books, Nέα Υόρκη 1998)}

H Angela Y. Davis είναι Αμερικανίδα κομμουνίστρια, ακτιβίστρια, ακαδημαϊκός και συγγραφέας. εμφανίστηκε ως εξέχουσα προσωπικότητα της υποκουλτούρας στη δεκαετία του '60, υπήρξε μέλος του Αμερικανικού Κομμουνιστικού Κόμματος μέχρι το 1991, ενώ στη διάρκεια του κινήματος για τα πολιτικά δικαιώματα ενεπλάκη με το Κόμμα των Μαύρων Πανθήρων, διώχτηκε και φυλακίστηκε.

 


image

Γιάννης Καστάναρας

Ο Γιάννης Καστάναρας είναι καθ' έξιν και κατ΄ επάγγελμα slacker, συνεκδότης και executive producer (ο,τι κι αν σημαίνει αυτό το πράγμα) του φανζίν Merlin's Music Box.
 
 
 
image

Γιάννης Καστάναρας

Ο Γιάννης Καστάναρας είναι καθ' έξην και καθ΄ επάγγελμα slacker, συνεκδότης και executive producer (ο,τι κι αν σημαίνει αυτό το πράγμα) του φανζίν Merlin's Music Box.
 
 
 
image

Γιάννης Καστάναρας

Ο Γιάννης Καστάναρας είναι καθ' έξην και καθ΄ επάγγελμα slacker, συνεκδότης και executive producer (ο,τι κι αν σημαίνει αυτό το πράγμα) του φανζίν Merlin's Music Box.
 
 
 

Γραφτείτε στο Νewsletter του Merlin

FEATURED VIDEOS

  • 1