"Ήταν σαν να ξέρω γιατί το έκανε. Ή σαν να μπορώ να βάλω τον εαυτό μου στη θέση του, σαν να ξέρω γιατί θα το έκανα εγώ. Τις μέρες που ακολούθησαν, ήμουν διαρκώς σιωπηλός, δεν μπορούσα να μιλήσω πέρα από στοιχειώδεις κουβέντες. Νομίζω με έκανε σκληρό αυτή η εμπειρία. Μπορεί να είναι η εντύπωσή μου, αλλά είμαι μάλλον ψυχρός τύπος ενώ θυμάμαι όταν ήμουν παιδάκι ήμουν θερμός και πρόσχαρος. Τώρα μπορώ να γίνω πολύ ψυχρός και απόμακρος". (Bernard Summer)
"Γιατί αποφασίσαμε να συνεχίσουμε; Απλά συνεχίσαμε, δεν κάτσαμε να συζητήσουμε και να σκεφτούμε αν έχει νόημα να συνεχίσουμε ή όχι. Πήγαμε στην κηδεία, πήγαμε στην αγρύπνια και μετά αποχαιρετιστήκαμε σιωπηλά και κάποιος είπε 'Τα λέμε τη Δευτέρα, έτσι;' κι οι υπόλοιποι γνέψαμε καταφατικά... Απλά συνεχίζεις και ελπίζεις για το καλύτερο, γιατί αυτό μπορούμε να κάνουμε σαν άνθρωποι". (Steven Morris)
(δημοσιευμένα στον αγγλικό τύπο αποσπάσματα από το βιβλίο του Jon Savage με τίτλο This Searing Light, The Sun and Everything Else)
Στις 18 Μαΐου 1980 ήμουν πεντέμισι χρονών και πήγαινα σ' ένα θλιβερό νηπιαγωγείο, παλιό μισοερειπωμένο, με ψηλά κάγκελα, με μια νηπιαγωγό που μας μάθαινε εθνικιστικά τραγουδάκια και έδενε στον ώμο τα χεράκια όσων παιδιών ζωγράφιζαν με τ' αριστερό. Η μιζέρια της μικροαστικής καθημερινότητας του 1980 στη λαϊκή συνοικία της Αθήνας που γεννήθηκα και μεγάλωσα δεν διέφερε αισθητά από εκείνη των βιομηχανικών πόλεων της θατσερικής Αγγλίας . Το Πάσχα εκείνης της χρονιάς είχε πέσει αρχές Απριλίου, οι αργίες είχαν τελειώσει, και η μόνη μου προσδοκία ήταν να ρθει το καλοκαίρι για να πάω μετά στο μεγάλο σχολείο (δημοτικό) που' χε αυλή για τρέξιμο και πιο χαμηλά κάγκελα. Για μένα, η μέρα πέρασε σαν όλες τις άλλες και μετά από αυτήν πέρασαν άλλα δέκα χρόνια μέχρι να έρθω σε επαφή με τη μουσική του ανθρώπου που επέλεξε να δώσει τέλος στη ζωή του στις 18 Μαΐου του 1980...
Παρότι ήρθα σε επαφή με τον ήχο των Joy Division, την εποχή περίπου που οι Stone Roses κυκλοφορούσαν το πρώτο τους άλμπουμ και ο νέος ήχος του Manchester υπήρξε το κυρίαρχο εφηβικό άκουσμα της γενιάς μου, η επαφή αυτή υπήρξε καθοριστική για τον τρόπο που αντιλαμβανόμουν τη μουσική. Δεν πιστεύω ότι υπάρχουν συγκεκριμένου τύπου άνθρωποι που έλκονται από τις ελάσσονες κλίμακες. Πιστεύω όμως ότι συγκεκριμένου τύπου βιώματα περιγράφονται και κινητοποιούνται ως στοιχείο στη βιωματική μνήμη, μέσα από τη μουσική. Μπορεί στα τέλη της δεκαετίας του 70 να ήμουν ένα μικρό παιδί που ζούσε πολύ μακριά από την βορειδυτική Αγγλία, όμως το μικρό και το μακριά είναι πολύ σχετικά όταν οι συνθήκες της ζωής των ανθρώπων έχουν κοινούς παρονομαστές.
Η φωνή του Ian Curtis και το wall of sound των Joy Division είναι μια μελωδική έκφραση του αδιεξόδου και της οργής που γεννούσε εκείνη η εποχή. Ούτε πάταγος, ούτε λυγμός. Είναι κάτι που είτε το κουβαλάς μέσα σου, είτε δεν σε άγγιξε εξ αρχής.
Where have they been? Η επωδός που παρέμεινε μια βεβαιότητα μέχρι σήμερα. Συνήθως έτσι πάει, οι ερωτήσεις τείνουν να γίνουν βέβαιες με τα χρόνια. "Kαι οι απαντήσεις επίσης ως σταθερές στην γνωστή πια συνάρτηση", όπως μου 'πε πρόσφατα ένας φίλος μιλώντας για τον Curtis.
Φαίη Φραγκισκάτου
Η Φαίη Φραγκισκάτου γεννήθηκε το 1974 στην Αθήνα. Η μουσική μπήκε στη ζωή της με το τουμπου τουμπου ζα, που της τραγουδούσε η μαμά της όταν έκλαιγε. Συνεχίζει να ζει στην Αθήνα. Συνεχίζει ν ακούει τη φωνή του Παύλου Σιδηρόπουλου.
Κλαίει ακόμα καμιά φορά, κι ας μεγάλωσε.
Φαίη Φραγκισκάτου
Η Φαίη Φραγκισκάτου γεννήθηκε το 1974 στην Αθήνα. Η μουσική μπήκε στη ζωή της με το τουμπου τουμπου ζα, που της τραγουδούσε η μαμά της όταν έκλαιγε. Συνεχίζει να ζει στην Αθήνα. Συνεχίζει ν ακούει τη φωνή του Παύλου Σιδηρόπουλου.
Κλαίει ακόμα καμιά φορά, κι ας μεγάλωσε.
Φαίη Φραγκισκάτου
Η Φαίη Φραγκισκάτου γεννήθηκε το 1974 στην Αθήνα. Η μουσική μπήκε στη ζωή της με το τουμπου τουμπου ζα, που της τραγουδούσε η μαμά της όταν έκλαιγε. Συνεχίζει να ζει στην Αθήνα. Συνεχίζει ν ακούει τη φωνή του Παύλου Σιδηρόπουλου.
Κλαίει ακόμα καμιά φορά, κι ας μεγάλωσε.