Γράφει ο Μιχάλης Τζάνογλος
Ο Josh White ή Pinewood Tom ή Tippy Barton, δηλαδή ο Joshua Daniel White, γεννήθηκε στις 11 Φεβρουαρίου 1914 στο Greenville της Βόρειας Καρολίνας. Οι γονείς του ήταν αφροαμερικανοί που, αν και φτωχοί, ήταν ένα αξιοπρεπές και καλλιεργημένο ζευγάρι για τα μέτρα της εποχής. Τα χρόνια εκείνα κυριαρχούσαν οι ρατσιστικοί νόμοι. Η ζωή στο γκέτο της πόλης δεν ήταν εύκολη. Στο Νότο κυριαρχούσαν οι “νόμοι φυλετικού διαχωρισμού” (Jim Crow Laws όπως είναι γνωστοί).
Ο πατέρας του, ο Dennis, εκτός από ράφτης ήταν και ιερέας ενώ η μητέρα του, η Daisy Elizabeth, είχε μουσική παιδεία και έπαιζε autoharp - ένα όργανο που μοιάζει πολύ με το γνωστό μας κανονάκι. Τα πρώτα γράμματα τα έμαθε από τη μητέρα του, η οποία τον έφερε κοντά στη μουσική κι έτσι από τα πέντε του χρόνια συμμετείχε στην εκκλησιαστική χορωδία της ενορίας του. Από τον πατέρα του έμαθε αντίστοιχα, την αξιοπρέπεια, την πίστη στην ισότητα των ανθρώπων και την αντίθεση στην αδικία.
Τα μαθήματα αυτά δεν ήταν μόνο θεωρητικά αλλά και πρακτικά, όπως όταν το 1921 ένας λευκός φοροεισπράκτορα επισκέφθηκε το σπίτι τους με άγριες διαθέσεις απαιτώντας την εξόφληση των φόρων που χρωστούσε η οικογένεια. Ο πατέρας White δεν ανέχτηκε τις βρισιές, το φτύσιμο και κυρίως τις προσβολές προς τη γυναίκα του και τον πέταξε έξω αφού πρώτα τον σακάτεψε στο ξύλο. Όπως ήταν αναμενόμενο, ο πατέρας συνελήφθη και καταδικάστηκε με αποτέλεσμα να περάσει τα τελευταία 9 χρόνια της ζωής του άλλοτε σε ένα κελί φυλακής και άλλοτε σε ένα κελί ψυχιατρείου.
Η ξαφνική απουσία του πατέρα έφερε σε δεινή οικονομική κατάσταση την οικογένεια και το 1922, ο 8χρονος πια Joshua, αποφάσισε ότι πρέπει να δουλέψει για να βοηθήσει την μητέρα του. Συμφώνησε με έναν τυφλό blues μουσικό του δρόμου, τον John Henry Arnold (Big Man Arnold ή Blind Man Arnold), για 2$ την εβδομάδα που θα κατέληγαν στη μάνα του, να γίνει ο συνοδός του παίζοντας ντέφι και μαζεύοντας τις δεκάρες που άφηναν οι περαστικοί. Η ζωή με τον άνθρωπο αυτό ήταν πολύ σκληρή, όχι μόνο επειδή ήταν μια ζωή στο δρόμο αλλά και επειδή ο Arnold αποδείχτηκε πολύ ιδιόρρυθμος άνθρωπος και σκληρός εκμεταλλευτής. Άφηνε τον Joshua να κοιμάται νηστικός σε παγκάκια ή σε στάβλους, άπλυτος ξυπόλητος και κουρελής για να προκαλεί τον οίκτο των περαστικών και να κερδίζει περισσότερα. Εκτός από αυτό όμως, τον νοίκιαζε συχνά και σε άλλους μουσικούς του δρόμου όπως ο Blind Lemon Jefferson και ο Blind Joe Taggart. Δίπλα στους συνολικά 66 μουσικούς που συνόδευσε, ο Josh έμαθε να χορεύει, να τραγουδάει, να παίζει φυσαρμόνικα και να εξασκείται κρυφά στην κιθάρα. Στα χρόνια που γύριζε τις ΗΠΑ, γνώρισε από πρώτο χέρι το ρατσισμό. Είδε ένα διπλό λιντσάρισμα στη Georgia, έφαγε ξύλο από την ΚΚΚ, συνελήφθη από την αστυνομία στη Φλόριντα. Οι εμπειρίες αυτές, έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση του χαρακτήρα και της ιδεολογίας του Josh.
Το 1927 βρέθηκε με τον Taggart στο Σικάγο όπου τον άκουσε ο παραγωγός της Paramount Records, J. Mayo Williams, και άρχισε να τον χρησιμοποιεί σαν session κιθαρίστα σε κάποιες ηχογραφήσεις. Η πρώτη φορά που το όνομά του εμφανίζεται στην ετικέτα μιας ηχογράφησης, είναι σαν ντουέτο με τον Blind Joe Taggart στο Scandalous and a Shame, στο οποίο ο White τραγουδάει και παίζει κιθάρα. Η τυχαία αυτή συνάντηση άλλαξε τη ζωή του έφηβου πια Joshua. Απελευθερώνεται από τη σκλαβιά του Arnold και του Taggart, μπορεί να ντύνεται καλύτερα και βρίσκει κανονικό σπίτι. Στην αρχή συγκατοικεί με τον επίσης τυφλό μουσικό Blind Blake και λίγους μήνες αργότερα νοικιάζει δικό του δωμάτιο και επιστρέφει στο σχολείο. Στο Σικάγο μένει συνολικά τέσσερα χρόνια ηχογραφώντας κομμάτια όπως το Wang Wang Harmonica Blues, τα οποία έκαναν αίσθηση στους τοπικούς blues κύκλους. Μόλις συγκεντρώνει κάποια χρήματα επιστρέφει στο Greenville και στη μητέρα του.
Το 1932 η εταιρεία ARC της Νέας Υόρκης στέλνει δύο κυνηγούς ταλέντων να τον βρουν και να τον πείσουν να υπογράψει συμβόλαιο. Όμως καθώς ήταν ακόμα ανήλικος και δεν μπορούσε να υπογράψει η ARC απευθύνεται στη μητέρα του, η οποία δίνει τη συγκατάθεσή της υπό την προϋπόθεση ότι θα γράφει μόνο θρησκευτικά τραγούδια. Αφήνει πάλι το Greenville για τη Νέα Υόρκη όπου ηχογραφεί gospels με το όνομα Joshua White, the singing Christian και blues, άλλοτε με το ψευδώνυμο Pinewood Tom, άλλοτε με το ψευδώνυμο Tippy Barton και κάποιες φορές με το πραγματικό του όνομα. Συνεργάζεται με πολλούς σπουδαίους μουσικούς της εποχής όπως οι Clarence Williams, Leroy Carr, Scrapper Blackwell, Buddy Moss, Charlie Spand, Walter Roland, Lucille Bogan και Bessie Smith και τα τραγούδια του μεταδίδονται για πρώτη φορά από το ραδιόφωνο. Χαρακτηριστικές ηχογραφήσεις αυτής της περιόδου είναι τα gospels There’s a Man Goin’ Around Taking Names, Jesus Gonna Make Up My Dying Bed & My Soul Is Gonna Live With God και τα blues Bed Spring Blues, New D. B. A. Blues & Black and Evil Blues.
Το 1933, παντρεύεται την τραγουδίστρια των gospel Carol Carr και θα μείνει μαζί – παρόλες τις ερωτικές του περιπέτειες – για όλη του τη ζωή. Πάνω που αρχίζει να βρίσκει το δρόμο του, τον βρίσκει άλλη μία ατυχία. Ένα βράδυ, το 1936, πάνω σε καυγά, χτυπάει μία τζαμαρία και κόβει άσχημα το δεξί του χέρι. Το τραύμα εξελίσσεται σε γάγγραινα και οι γιατροί θέλουν να το ακρωτηριάσουν. Ο Josh αρνείται και το χέρι του μένει σχεδόν παράλυτο. Αδυνατώντας πλέον να παίξει κιθάρα, αποσύρεται από τη μουσική σκηνή και για να ζήσει εργάζεται σε διάφορες ευκαιριακές δουλειές, όπως λιμενεργάτης ή θυρωρός. Δεν το βάζει κάτω, προσπαθεί να γυμνάσει το χέρι του με ένα λαστιχένιο μπαλάκι και τελικά το 1938 ξαναπιάνει την κιθάρα και να σχηματίζει το συγκρότημα Josh White and His Carolinians με το οποίο παίζει σε διάφορα πάρτι στο Χάρλεμ. Στο συγκρότημα, εκτός του Josh, συμμετέχουν ο αδερφός του ο Billy, οι φίλοι του Carrington Lewis, Sam Gary, και ο μελλοντικός ακτιβιστής Bayard Rustin. Την ίδια περίοδο ένας γείτονας του White που είχε σχέσεις με τους παραγωγούς του Negro Theater, του κανόνισε μια ακρόαση για τον ρόλο του Blind Lemon Jefferson στο θεατρικό έργο John Henry που θα ανέβαινε στο Broadway με πρωταγωνιστή τον Paul Robeson. Ο White πήρε τον ρόλο, αλλά το έργο δεν γνώρισε επιτυχία με αποτέλεσμα να παιχτεί μόνο μια εβδομάδα στο Broadway και μερικές ακόμα σε περιφερειακές αίθουσες.
Η συμμετοχή αυτή ήταν η αιτία να τον προσέξει ο πολύς John Hammond και να του κλείσει συμβόλαιο με την Columbia Records. To 1940 ο Josh με το συγκρότημά του κυκλοφορεί ένα αιχμηρό για την εποχή άλμπουμ με τίτλο Chain Gang με στίχους που αναφέρονται στη ζωή στη φυλακή. Η Columbia αρχικά αρνείται να το κυκλοφορήσει και ο Hammond δίνει μεγάλο αγώνα για να πετύχει την κυκλοφορία του. To το άλμπουμ αυτό το αποτελούσαν 4 δίσκοι 78 στροφών με συνολικά 8 τραγούδια που ανάμεσά τους ξεχωρίζουν το Chain Gang Boun’ και το Trouble που αποτελούσαν τις δύο πλευρές του πρώτου δίσκου. Το άλμπουμ αυτό ήταν η φυσική συνέχεια των Silicosis Is Killin’ Me & No More Ball and Chain που είχε ηχογραφήσει ο Josh λίγο πριν το ατύχημα. Παράλληλα με το κοινωνικοπολιτικό blues, πειραματίζεται με την jazz ηχογραφώντας το Careless Love με τον κλαρινετίστα Sidney Bechet.
Η γνωριμία με τον Hammond τον φέρνει σε επαφή με ένα διαφορετικό κοινό, πολιτικά πιο ευαισθητοποιημένο. Κλείνει μια σειρά εμφανίσεων στο Café Society, το πρώτο διαφυλετικό κλαμπ της Νέας Υόρκης. Οι εμφανίσεις του γνωρίζουν μεγάλη επιτυχία και συνεργάζεται με σπουδαίους μουσικούς και τραγουδιστές της εποχής, μεταξύ των οποίων η Billie Holliday. Αυτή η πρώτη σειρά εμφανίσεων εξελίχθηκε τελικά σε μία μακροχρόνια συνεργασία του Josh με το κλαμπ, με αποτέλεσμα να χαρακτηριστεί ως ο “Βασιλιάς του Café Society”. Εκεί γνωρίζεται με τον Alan Lomax, τον σπουδαίο μουσικολόγο, ραδιοφωνικό παραγωγό & ακτιβιστή του κινήματος για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Η γνωριμία αυτή του δίνει βήμα στο ραδιόφωνο με τη συμμετοχή του στην εκπομπή Back Where I Come From πάνω σε κείμενα του Alan Lomax και σε παραγωγή του, γνωστού από την ταινία Επαναστάτης Χωρίς Αιτία, σκηνοθέτη Nicholas Ray. Στην ίδια εκπομπή εμφανίζονται μεταξύ άλλων ο Lead Belly, o Pete Seeger και ο Woody Guthrie. Με τον Lead Belly παίζουν πότε πότε μαζί στο επίσης θρυλικό Village Vanguard του Max Gordon.
To 1941 κυκλοφορεί το ακόμα πιο προκλητικό blues άλμπουμ (3 δίσκοι 78 στροφών) με γενικό τίτλο Southern Exposure: An Album of Jim Crow Blues σε στίχους του ποιητή Waring Cuney και μουσική του Josh White. Το άλμπουμ αυτό είναι μια κατακραυγή σε βάρος των φυλετικών νόμων που ίσχυαν στον αμερικανικό Νότο. Σε αυτό βρίσκει κανείς τραγούδια όπως το Jim Crow Train και το ομώνυμο Southern Exposure.
Αν και τα σχόλια για τη δουλειά του White είναι διθυραμβικά, η επιτυχία του δεν ξεπερνάει τα στενά όρια του προοδευτικού κοινού των νεοϋορκέζικων κλαμπ. Τα ελάχιστα κομμάτια ευρύτερης αποδοχής ήταν τραγούδια σαν το Jelly Jelly που σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι μετέφεραν κάποιο μήνυμα. Μέσω του Ray, γνωρίζεται με την Αμερικανο-Εβραία και επίσης ενεργή στο κίνημα για τα ανθρώπινα δικαιώματα, τραγουδίστρια της jazz, Libby Holman, με την οποία σχηματίζει το πρώτο διαφυλετικό ντουέτο στις ΗΠΑ. Κυκλοφορούν το άλμπουμ Blues Till Dawn (1942) και περιοδεύουν σε διάφορες πόλεις. Η πρώτη τους εμφάνιση στο κλαμπ Le Vie Parisienne σήκωσε θύελλα στον τύπο της εποχής. Αυτό ήταν αναμενόμενο, αλλά δεν πτόησε καθόλου τον Josh, ο οποίος ήταν συνηθισμένος και μάλλον επιδίωκε τέτοιες αντιδράσεις. Αντίστοιχη ήταν η αντίδραση όταν ξεκίνησε τις εμφανίσεις στο Café Society, ενώ δεχόταν αμέτρητες απειλές από σκληροπυρηνικούς ρατσιστές και την Κού Κλούξ Κλαν.
Στο τέλος του 1940, ο Δημοκρατικός Φράνκλιν Ρούζβελτ, εκλέγεται για τρίτη φορά πρόεδρος των ΗΠΑ και στα πλαίσια των εορτασμών ο Alan Lomax βρίσκει την ευκαιρία να διοργανώσει μία συναυλία για τη μαύρη folk μουσική στη βιβλιοθήκη του Κογκρέσου, με την υποστήριξη της Πρώτης Κυρίας Έλινορ Ρούσβελτ και με τον White ανάμεσα στους καλλιτέχνες που εμφανίζονται. Αυτή ήταν η αρχή μιας μακροχρόνιας φιλίας ανάμεσα στο ζεύγος Ρούσβελτ και την οικογένεια του White.
Όταν ξεσπά ο πόλεμος, ο White τηρεί αρχικά αντιπολεμική στάση. Αυτή η στάση εντείνεται μόλις συνειδητοποιεί ότι οι φυλετικές διακρίσεις ήταν έντονες σε βάρος των μαύρων στρατιωτών που θα στέλνονταν στην Ευρώπη για να λάβουν μέρος στον αντιφασιστικό πόλεμο. Το 1941 συνεργάζεται με το folk συγκρότημα Almanac Singers και κυκλοφορούν το αντιπολεμικό άλμπουμ Songs for John Doe και λίγους μήνες αργότερα το άλμπουμ Talking Union. Παρά την αντιπολεμική στάση του, δεν αρνείται στη φίλη του Έλινορ Ρουσβελτ, τη χάρη να συμμετάσχει, όπως άλλωστε και οι Almanac Singers ή η παραλλαγή τους Union Boys, σε συναυλίες για τη συγκέντρωση χρημάτων για το στρατό ή σε συναυλίες για την ψυχαγωγία των στρατευμένων. Τελικά ο πατριωτισμός παρέσυρε και τους μουσικούς που τηρούσαν αντιπολεμική στάση μέσα σε λίγους μήνες, από το καλοκαίρι του ’41 με την επίθεση του Χίτλερ εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης και ολοκληρώθηκε τον Δεκέμβριο της ίδιας χρονιάς με το Περλ Χάρμπορ. Σε αυτό το κλίμα, το 1944 συμμετέχει στο άλμπουμ των Union Boys Songs for Victory, Music for Political Action.
Παράλληλα συνεχίζει τη μουσική του καριέρα και μέσα στον ίδιο χρόνο κυκλοφορεί τα προσωπικά του άλμπουμ Strange Fruit - Songs by Josh White - με τραγούδια όπως το Strange Fruit, πού ήδη είχε γίνει επιτυχία με την Billie Holiday, το The Riddle Song και το The House of the Rising Sun – και το Josh White με την επιτυχία One Meat Ball. Την επόμενη χρονιά γίνεται ο πρώτος μαύρος καλλιτέχνης που τολμάει να κάνει σόλο περιοδεία στις ΗΠΑ. Η δεκαετία του ’40 είναι η δεκαετία της ακμής του και της μεγάλης του επιτυχίας. Κυκλοφορεί πολλούς δίσκους με blues, jazz, gospel & folk τραγούδια και συνεργάζεται με πολλούς καλλιτέχνες στη σκηνή και στο στούντιο. Το 1947 είναι η χρονιά που επιστρέφει στην ηθοποιία, αυτή τη φορά συμμετέχοντας με τη Libby Holman στην πειραματική ταινία Dreams that Money Can Buy του Γερμανού avant-garde καλλιτέχνη Hans Richter. Δύο χρόνια αργότερα εμφανίζεται στο western The Walking Hills. Παράλληλα συμμετέχει σε αρκετές παραστάσεις που ανεβαίνουν στη σκηνή του Broadway.
Με την αλλαγή της δεκαετίας μαύρα σύννεφα αρχίζουν να συγκεντρώνονται πάνω του. Το όνομά του συγκαταλέγεται στη λίστα Red Channels: the Report of Communist Influence in Radio and Television. Επιστρέφοντας από ένα ταξίδι στο Λονδίνο, το FBI τον σταματάει στο αεροδρόμιο και τον ανακρίνει για περισσότερο από 6 ώρες. Τον απειλούν με απέλαση και του ζητούν να αποκηρύξει τον Paul Robeson και να δηλώσει την υποστήριξή του στον πόλεμο εναντίον της Βόρειας Κορέας.
Οι παρενοχλήσεις από το FBI συνεχίζονται με συνεχείς επισκέψεις στο σπίτι του, με εκφοβισμό μπροστά στα ανήλικα παιδιά του, με κλήσεις για ανάκριση, πιθανότατα με απειλές για αποκάλυψη σεξουαλικών σκανδάλων κ.α. O White υφίσταται τρομερή ψυχολογική πίεση όχι μόνο από τον τύπο και το FBI αλλά και από τον μάνατζέρ του, αλλά κυρίως από την οικογένειά του. Αποφασίζει να συντάξει μία επιστολή προς την «Επιτροπή Αντιαμερικανικών Ενεργειών» του γερουσιαστή Μακάρθι. Παρά την αντίθετη γνώμη τόσο της φίλης του Έλινορ Ρούσβελτ όσο και του επίσης φίλου του Paul Robeson, ο White αποφασίζει να πάει στην Ουάσιγκτον και να διαβάσει την επιστολή μπροστά στην επιτροπή την 1η Σεπτεμβρίου 1950. Στην επιστολή, αφού κάνει μία αναφορά στη ζωή του και στα δύσκολα παιδικά και νεανικά του χρόνια, υπερασπίζεται το δικαίωμα, ή μάλλον την υποχρέωση ενός καλλιτέχνη, να αναδεικνύει την αδικία και να υπερασπίζεται τα πολιτικά δικαιώματα, ενώ δηλώνει ότι δεν είναι μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος και ότι δεν ασπάζεται την κομμουνιστική ιδεολογία.
Η εμφάνιση ενώπιον της επιτροπής τον φέρνει απέναντι τόσο στο συντηρητικό δεξιό κατεστημένο της εποχής όσο και στο προοδευτικό αριστερό κοινό του. Αν και δεν δίνει κανένα όνομα στην επιτροπή ή στο FBI, κυκλοφορούν φήμες για το αντίθετο. Ως αποτέλεσμα οι δισκογραφικές εταιρείες και τα κλαμπ της Νέας Υόρκης (όσα είχαν απομείνει), αλλά και της υπόλοιπης χώρας, του κλείνουν τις πόρτες. Για να μπορέσει να επιβιώσει, μετακομίζει στο Λονδίνο και προσπαθεί να στήσει εκεί μια νέα καριέρα. Αποκτά δική του εκπομπή στο BBC και εκδίδει ένα βιβλίο με μαθήματα κιθάρας, το οποίο γνωρίζει επιτυχία. Παράλληλα ηχογραφεί νέες δουλειές όπως τα Lonesome Road, Wanderings, I'm Going to Move to the Outskirts of Town κ.α. Περιοδεύει σε πολλές πόλεις της Ευρώπης δίνοντας συναυλίες και συμμετέχοντας σε ραδιοφωνικές και τηλεοπτικές εκπομπές.
Το 1955 κάνει μία προσπάθεια να επανέλθει στα μουσικά πράγματα των ΗΠΑ. Με τη βοήθεια του Jac Holzman, ενός νέου παραγωγού που δεν καταλαβαίνει από πολιτικές πιέσεις, ηχογραφεί το άλμπουμ Josh White: 25th Anniversary. The Story of John Henry, το οποίο τον φέρνει σταδιακά σε επαφή με ένα νεότερο κοινό, αν είναι ακόμα κομμένος από το ραδιόφωνο και την τηλεόραση. Μόλις το 1963 και μετά από παρέμβαση του προέδρου Κένεντυ, καταφέρνει να σπάσει αυτή την απαγόρευση.
Τη ίδια χρονιά συμμετέχει στη μεγαλειώδη πορεία προς την Ουάσιγκτον που οργανώνει ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ και τραγουδάει μαζί με την Odetta μπροστά στις χιλιάδες κόσμο. Κυκλοφορεί νέες δουλειές και το 1965 η πρόσκληση να συμμετάσχει στο Newport Folk Festival, σηματοδοτεί την πλήρη αποδοχή του από το νέο αμερικανικό blues και folk κοινό.
Από τότε, μέχρι τον θάνατό του ζει μεταξύ Αμερικής και Ευρώπης και συμμετέχει σε πολυάριθμες συναυλίες και ραδιοφωνικές και τηλεοπτικές εκπομπές. Από το 1961 αρχίζουν τα προβλήματα με την καρδιά του και τελικά πεθαίνει πάνω σε εγχείρηση αλλαγής βαλβίδων στις 5 Σεπτεμβρίου 1969.
Παραλειπόμενα, σημειώσεις, βιβλιογραφία & σύνδεσμοι
1. Ο Josh White και η γυναίκα του απέκτησαν πέντε παιδιά και όλα, εκτός από τον μεγαλύτερο γιό τους, ασχολήθηκαν με τη μουσική και εμφανίστηκαν σε συναυλίες μαζί με τον πατέρα τους. Τη μεγαλύτερη καριέρα την έκανε ο συνονόματος Josh White, Jr., ο οποίος ακολούθησε τα χνάρια του πατέρα του.
2. Ο Josh White ήταν ανέκαθεν ένας κομψός και γοητευτικός άντρας με πολλές επιτυχίες στις γυναίκες. Οι φήμες λένε ότι από την αγκαλιά του πέρασαν πολλές όμορφες και διάσημες γυναίκες της εποχής όπως η Libby Holman, η Billie Holiday, η Lena Horne, η Josephine Premice, η Eartha Kitt κ.α.
3. Man, vs Nigger. Αξίζει να αναφερθεί ένα παραλειπόμενο από την θεατρική παράσταση John Henry, στην οποία συμμετείχαν ο White και ο Robeson. Κάποια στιγμή στις πρόβες, οι δύο φίλοι ενοχλημένοι από τον κλισαρισμένο τρόπο με τον οποίο παρουσιάζονταν οι μαύροι στο έργο, απαίτησαν από τον σκηνοθέτη να αλλάξει την προσφώνηση Nigger και να την αντικαταστήσει με την προσφώνηση Man. Η προσφώνηση αυτή μπήκε στη καθημερινότητα των Αμερικανών και χρησιμοποιείται ευρύτατα μέχρι και τις μέρες μας.
4. Οι πολλές πρωτιές που είχε αναφορικά με τις φυλετικές διακρίσεις και τον αγώνα για την εξάλειψή τους, είναι χαρακτηριστικές του σπουδαίου ρόλου που διαδραμάτισε ο White. Ήταν από τους πρώτους μαύρους τραγουδιστές (μαζί με τον Paul Robeson) που συμμετείχαν σε ταινίες στο Hollywood και σε θεατρικά στο Broadway. Ήταν ο πρώτος μαύρος τραγουδιστής, που έγινε φίλος με έναν Αμερικάνο πρόεδρο και που προσκλήθηκε να τραγουδήσει στο Λευκό Οίκο και το Κογκρέσο. Ήταν ο πρώτος μαύρος καλλιτέχνης που τόλμησε να κάνει solo περιοδεία σε όλη την Αμερική. Ήταν ο πρώτος που έκανε ντουέτο με λευκή τραγουδίστρια. Ήταν ο πρώτος που έπαιξε σε μικτά nightclubs στη Νέα Υόρκη. Ήταν ο πρώτος που πούλησε περισσότερους από ένα εκατομμύριο δίσκους με το κομμάτι One Meat Ball, Ήταν από τους πρώτους folk τραγουδιστές (μαζί με τον Woody Guthrie και τον Lead Belly) που το επίσημο κράτος τίμησε σε σειρά γραμματοσήμων.
5. Εκτενή δισκογραφία του Josh White μπορείτε να βρείτε εδώ.
6. Διαβάστε: Paul Robeson – Μια ζωή σαν ταινία. Η πολυτάραχη ζωή ενός Αφροαμερικανού αθλητή, βαρύτονου, ηθοποιού και πολιτικού ακτιβιστή από το Merlin’s Music Box
7. Διαβάστε: Μουσική και Κοινωνική Συνείδηση: Η Billie Holiday και το "Strange Fruit" της Angela Davis από το Merlin’s Music Box
8. Διαβάστε: Λήμμα Josh White στη Wikipedia
9. Διαβάστε: JOSH WHITE by Ellen Harold and Peter Stone από το αρχείο του Alan Lomax
10. Διαβάστε: Josh White and the Protest Blues από τον Elijah Wald, επίσημο βιογράφο του Josh White