Γράφει ο Γιάννης Καστανάρας
"Μόνο δυο πράγματα υπάρχουν: ο έρωτας, κάθε είδους έρωτας με όμορφες κοπέλες, και η μουσική της Νέας Ορλεάνης και του Duke Ellington. Oλα τα άλλα πρέπει να φύγουν επειδή όλα τ' άλλα είναι άσχημα..."
Σημαντική ωστόσο υπήρξε και η επιρροή που άσκησε στη σκηνή της γαλλικής jazz. Ήταν φίλος του Miles Davis και του Duke Ellington, έγραψε πολλές κριτικές για την jazz και δημοσίευσε πλήθος σχετικών άρθρων τόσο στη Γαλλία όσο και στις Ηνωμένες Πολιτείες. Έπαιζε συχνά την τρομπέτα του σε διάφορα υπόγεια jazz κλαμπ του Saint-Germain des Prés, ενώ έγραψε περίπου 500 τραγούδια, συχνά με κυνικό και καυστικό περιεχόμενο που διακωμωδούσαν τη γαλλική κοινωνία.
Τι ήταν όμως αυτό που ώθησε τον 29χρονο Μπορίς Βιάν να γράψει ένα τόσο εμβληματικό αντιπολεμικό τραγούδι, όπως το «Le déserteur» («Ο Λιποτάκτης»), ανακοινώνοντας ωμά την πρόθεσή του να «λιποτακτήσει»;
Ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος είχε πλέον τελειώσει, αλλά στην Γαλλική Ινδοκίνα (Βιετνάμ, Καμπότζη και Λάος) είχε ξεσπάσει ένας άλλος. Οι λαοί της περιοχής εξεγέρθηκαν ενάντια στη γαλλική κυριαρχία και ο πόλεμος κρίθηκε τελικά όταν τα γαλλικά στρατεύματα που είχαν περικυκλωθεί από τους κομμουνιστές Βιετμίνχ του θρυλικού στρατηγού Βο Νγκουγιέν Γκιάπ στο Ντιέν Μπιέν Φου, υποχρεώθηκαν σε ταπεινωτική παράδοση τον Μάιο του 1954, έπειτα από δίμηνη αιματηρή πολιορκία και αφήνοντας στο πεδίο της μάχης 1500 νεκρούς.
Οι συνακόλουθες διαπραγματεύσεις μεταξύ των εμπολέμων και των μεσολαβητών θα καταλήξουν στην υπογραφή των Συμφωνιών της Γενεύης στις 21 Ιουλίου 1954 και στην ανεξαρτησία των τριών χωρών. Η ιστορία αυτής της πολύπαθης ασιατικής περιοχής θα έχει μια ακόμα πιο αιματηρή συνέχεια, με τη στρατιωτική και πολιτική εμπλοκή των Αμερικανών μια δεκαετία αργότερα, ενώ ο αντιαποικιοκρατικός αγώνας εναντίον της γαλλικής κυριαρχίας θα συνεχιστεί, αυτή τη φορά στη Βόρεια Αφρική, με τον πόλεμο για την ανεξαρτησία της Αλγερίας (1954-1962).
Καθώς τα μάτια του είχαν δει πολλά στη διάρκεια της γερμανικής κατοχής και έχοντας χάσει φίλους και συγγενείς, ο Βιάν ήταν ένας ένθερμος οπαδός της ειρήνης ο οποίος, όπως πολλοί άλλοι διανοούμενοι (και όχι μόνον) συμπατριώτες του, θεωρούσε την αποικιοκρατία μητέρα όλων των δεινών και τους Γάλλους αποικιοκράτες τα αποκτηνωμένα παιδιά της. Κυριευμένος από αντιπολεμικά αισθήματα και διαπιστώνοντας το γαλλικό αδιέξοδο και τη σφαγή στην Ινδοκίνα, εμπνεύστηκε ένα ποίημα στη μορφή μιας υποτιθέμενης επιστολής προς «κάποιον» πρόεδρο χωρίς να τον κατονομάζει (εκείνη την εποχή πρόεδρος της Γαλλίας ήταν ο δεξιός Ρενέ Κοτί), από έναν πολίτη που είχε κληθεί στα όπλα εξαιτίας «κάποιας» πολεμικής σύρραξης. Στην επιστολή αυτή, ο ήρωας του Βιάν διατράνωνε την ηθική του δέσμευση να μην πολεμήσει, αφενός επειδή στη διάρκεια του πολέμου είχε χάσει φίλους και συγγενείς και αφετέρου επειδή δεν επιθυμούσε να σκοτώσει εξαθλιωμένους ανθρώπους. Έτσι, είχε αποφασίσει να λιποτακτήσει και να ζήσει σαν ζητιάνος, ενθαρρύνοντας τους περαστικούς να ακολουθήσουν το παράδειγμά του.
Γάλλοι στρατιώτες οδεύουν προς την αιχμαλωσία φρουρούμενοι από ένοπλους Βιτεμίνχ μετά τη Μάχη του Ντιέν Μπιέν Φου
Από τον τίτλο και μόνο, φαίνεται ότι ο «Λιποτάκτης» προκαλεί το κράτος που, ιδίως σε περιόδους πολέμου, θεωρεί τη λιποταξία ένα αδίκημα, το οποίο συνήθως επισύρει την ποινή του θανάτου. Καταγγέλλει ανοιχτά τον στρατό και την υποχρεωτική επιστράτευση και καλεί τους ανθρώπους να αρνηθούν τη συμμετοχή τους στον πόλεμο, προτείνοντας στον πρόεδρο (τον οποιοδήποτε ηγέτη, της οποιαδήποτε χώρας) να δώσει εκείνος το αίμα του. Απευθύνεται στον πρόεδρο με το «σεις» και με το «σας», ωστόσο αυτός ο σεβασμός προς το πρόσωπό του μοιάζει περισσότερο με ειρωνεία, με μια αμφισβήτηση των καταχρήσεων της εξουσίας. Ο «Λιποτάκτης» αναφέρεται στα οδυνηρά του βιώματα από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, στην «κλεμμένη» του ψυχή και στο μέλλον του που φαντάζει δυσοίωνο μπροστά στο ενδεχόμενο του θανάτου του από τις σφαίρες των χωροφυλάκων, των πειθήνιων οργάνων κάθε εξουσίας.
Το «Le déserteur» είναι ένα στρατευμένο έργο, ένα τραγούδι διαμαρτυρίας ενάντια στον πόλεμο, μια καταγγελία για όλους εκείνους που κάθονται βολεμένοι πίσω από τα πολυτελή γραφεία του και διατάζουν αδίστακτα από ανθρώπους να θυσιάσουν άσκοπα τη ζωή τους. Το μήνυμα του Μπορίς Βιάν ήταν σαφέστατο: ο πόλεμος είναι μαρτύριο για όλους, για τις οικογένειες και για τους στρατιώτες, και πρέπει να εγκαταλειφθεί οριστικά προς όφελος ενός καλύτερου κόσμου. Στην ουσία, ο ήρωας του Βιάν καλεί σε μια ειρηνική εξέγερση, αρνούμενος να στρατευτεί σε έναν πόλεμο που δεν πιστεύει.
Στόχος των στίχων ήταν να προκαλέσουν ρίγη συγκίνησης στον ακροατή που εύκολα θα μπορούσε να ταυτιστεί με τον «Λιποτάκτη» του τραγουδιού. Μολονότι είχε περάσει μια δεκαετία από τη γερμανική κατοχή, οι πληγές ήταν ακόμα πολύ νωπές για τους Γάλλους και ο νέος πόλεμος που μαινόταν στην Ινδοκίνα, καθώς η Γαλλία προσπαθούσε με νύχια και με δόντια να διατηρήσει τον έλεγχο των αποικιών της, κάθε άλλο παρά βοηθούσε στην επούλωσή τους.
Αρχικά ο Βιάν ήθελε να τραγουδήσει ο ίδιος το κομμάτι, αλλά ο Jacques Canetti, ένας γνωστός μουσικός παραγωγός και φίλος του, δεν πίστευε ότι ο ήταν ακόμη έτοιμος να το κάνει και έτσι τον έπεισε να επιλέξει κάποιον άλλο. Ο Βιάν έδειξε το τραγούδι σε διάφορους, αλλά ο μοναδικός που πραγματικά ενθουσιάστηκε από το θέμα του και του ζήτησε να το τραγουδήσει ήταν ο κομμουνιστής τραγουδιστής και ηθοποιός Μarcel Mouloudji που ήταν μισός Αλγερινός. Κάποιοι άλλοι αρνήθηκαν φοβούμενοι τις αντιδράσεις. Επειδή όμως στους τελευταίους στίχους ο Λιποτάκτης δήλωνε απερίφραστα στον πρόεδρο ότι αν έστελνε αστυνομικούς να τον συλλάβουν, εκείνος θα πρόβαλε ένοπλη αντίσταση («Αν με καταδιώξετε, ενημερώστε τους χωροφυλάκους σας ότι είμαι οπλισμένος και ξέρω να πυροβολώ» - εδώ ο ήρωας αντιδρά σε μια παράλογη βία με δικαιολογημένη «βία»), ο Mouloudji ζήτησε από τον Βιάν να τους τροποποιήσει και να τους δώσει ελαφρώς ηπιότερο περιεχόμενο προκειμένου να μπορέσει να το ηχογραφήσει. Όπερ και εγένετο.
Το «Le déserteur» του Mouloudji ηχογραφήθηκε και κυκλοφόρησε τον Μάιο του 1954 στον απόηχο της παράδοσης των γαλλικών αποικιακών στρατευμάτων στο Ντιέν Μπιέν Φου. Ήταν η πρώτη και τελευταία φορά που θα ηχογραφηθεί τραγούδι στο οποίο ο Βιάν εκτός από τους στίχους έχει γράψει και τη μουσική. Ο ίδιος θα το ηχογραφήσει τον επόμενο χρόνο και θα το κυκλοφορήσει σε 7" ΕΡ μαζί με άλλα τρία κομμάτια και με τον γενικό τίτλο Chansons Impossibiles. Όμως η Philips, η εταιρεία του, έκοψε μόνο λίγα αντίτυπα και όταν αυτά εξαντλήθηκαν αρνήθηκε να το επανεκδώσει εξαιτίας των αντιδράσεων που προκαλούσε.
Λίγο μετά την πρώτη κυκλοφορία του τραγουδιού, η μετάδοσή του απαγορεύτηκε από το ραδιόφωνο επειδή κρίθηκε «αντιπατριωτικό». Μάλιστα, ο συντηρητικός δημοτικός σύμβουλος του Παρισιού, Paul Faber, δήλωσε «συγκλονισμένος» από τη ραδιοφωνική του μετάδοση και ζήτησε να λογοκριθεί. Τότε, ο πάντα ετοιμοπόλεμος Βιάν αποφάσισε να συντάξει μια «Ανοικτή Επιστολή προς τον κ. Paul Faber» και να τη στείλει για δημοσίευση στο περιοδικό France Dimanch, η οποία ωστόσο θα δημοσιευτεί μόνο μετά τον θάνατό του. Τελικά η πώληση και η αναμετάδοση του τραγουδιού απαγορεύτηκαν το 1958 και η απαγόρευση ήρθη μόλις το 1962, μετά τον Πόλεμο της Αλγερίας. Μεταξύ άλλων, ο Βιάν έγραφε στον Faber:
«Όχι, κύριε Faber, μην ψάχνετε για προσβολή εκεί που δεν υπάρχει κι αν τη βρείτε θα είναι μόνο και μόνο επειδή εσείς τη θεωρείτε έτσι. Μιλάω καθαρά και ξάστερα: ουδέποτε είχα την επιθυμία να προσβάλω τους βετεράνους των δύο πολέμων, τους αγωνιστές της αντίστασης, ανάμεσα στους οποίους μετρώ πολλούς φίλους, ούτε και τους νεκρούς του πολέμου. Πιστέψτε με πως όταν προσβάλω (και στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο), το κάνω με πάσα ειλικρίνεια. Ποτέ δεν θα προσβάλω ανθρώπους σαν κι εμένα, πολίτες, που έχουν φορέσει μια στολή για να μπορούν να σκοτώνονται σαν απλά αντικείμενα, γεμίζοντας τα κρανία τους με κενά συνθήματα και ψευδή προσχήματα. Το να πολεμάμε δίχως να γνωρίζουμε γιατί πολεμάμε είναι ανόητη κι όχι ηρωική πράξη». (Αξίζει να σημειωθεί ότι το 1953 είχε απαγορευτεί το «Quand un soldat», ένα άλλο αντιπολεμικό τραγούδι του Γάλλου συνθέτη Francis Lemarque, το οποίο είχε ερμηνεύσει ο Yves Montagne).
Ο Μπορίς Βιάν πέθανε από καρδιακή προσβολή στις 23 Ιουνίου 1959 σε ηλικία 39 ετών μέσα έναν παρισινό κινηματογράφο ενώ παρακολουθούσε την κινηματογραφική μεταφορά του πρώτου του μυθιστορήματος Θα Φτύσω Στους Τάφους Σας. Μολονότι διαφωνούσε κάθετα με την προσαρμογή του σεναρίου, οι φίλοι του τον είχαν πείσει να την παρακολουθήσει και κατέρρευσε στο κάθισμά του μερικά λεπτά μετά την έναρξη της ταινίας. Δεν πρόλαβε να δει την άρση της λογοκρισίας του «Le déserteur» και μετά τον Πόλεμο της Αλγερίας το τραγούδι ξεχάστηκε…
… Για να επιστρέψει ωστόσο δυναμικά την περίοδο 1965-1970 ενώ μαινόταν ο Πόλεμος του Βιετνάμ Ακούστηκε σε πολλές αντιπολεμικές συγκεντρώσεις και διαδηλώσεις (μεταξύ άλλων το ερμήνευσαν η Joan Baez και οι Peter, Paul & Mary), αλλά και αργότερα σε παρόμοιες εκδηλώσεις το 1991 κατά τον Πόλεμο του Κόλπου. Πολλοί άλλοι καλλιτέχνες το διασκεύασαν στη γλώσσα της χώρας τους, ενώ το σουηδικό μουσικό συγκρότημα La Perdita Generacio το τραγούδησε στην εσπεράντο. Ο σπουδαίος Αμερικανός μυθιστοριογράφος Thomas Pynchon χρησιμοποίησε μια στροφή του τραγουδιού στο έργο του V.
Κύριε Πρόεδρε
Σας γράφω ένα γράμμα
Που ίσως θα διαβάσετε
Αν έχετε καιρό
Φτάσαν τα χαρτιά μου
Πως πρέπει να καταταγώ
Να φύγω για τον πόλεμο
Το αργότερο Τετάρτη.
Όμως κύριε πρόεδρε
δεν πρόκειται να πάω
Δε βρέθηκα σ’ αυτή τη γη
Για να σκοτώνω αθώους.
Δε θέλω να θυμώσετε
Μα πρέπει να σας πω
Πως το 'χω πάρει απόφαση
Να γίνω λιποτάκτης
Βλέπω στη δική μου ζωή
Πως πέθανε ο πατέρας μου
Πως φύγανε τα αδέλφια μου
Και τα παιδιά μου κλαίνε
Η μάνα μου απ’ τα βάσανα
Τώρα βαθιά στον τάφο
Γελάει με τους εξοπλισμούς
Περιγελάει τους τοίχους
Όταν με χώσαν φυλακή
Αρπάξαν τη γυναίκα μου
Αρπάξαν τη ψυχή μου
Το παρελθόν που αγάπησα.
Αύριο ξημερώματα
Την πόρτα θα χτυπήσω
Στα μούτρα των νεκρών καιρών
Και θα χυθώ στους δρόμους
Θα ζητιανέψω τη ζωή μου
Γυρνώντας τη Γαλλία
Από Βρετάνη ως την Προβηγκία
Και σ’ όλους θα φωνάζω
Άρνηση στην υποταγή
Άρνηση στην κατάταξη
Μην πάει κανείς στον πόλεμο
Να φύγετε αρνηθείτε
Αν πρέπει αίμα να χυθεί
Να δώσετε το δικό σας
Αφού αυτό διδάσκετε
Σε όλους, κύριε πρόεδρε
Κι αν είναι να με πιάσετε
Πέστε στους χωροφύλακες
Ότι θα είμαι άοπλος
Και αν θέλουν, ας μου ρίξουν.
(Η ελληνική μετάφραση του τραγουδιού είναι αναδημοσίευση από το blog Το Κόσκινο.