MOTHER EARTH’S PLANTASIA: ΕΝΑ ΑΛΜΠΟΥΜ ΠΟΥ ΔΕΝ ΦΤΙΑΧΤΗΚΕ ΓΙΑ ΝΑ ΑΚΟΥΓΕΤΑΙ ΑΠΟ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ...

Γράφει ο Μιχάλης Πούγουνας

Σε μια πολύ μακρινή εποχή, κάπου στα μέσα της δεκαετίας του ’70, όταν οι χίπηδες είχαν συμβιβαστεί και ξενερώσει πλέον έπειτα απο ατελείωτες ώρες συζητήσεων μέσα σε ντουμανιασμένα διαμερίσματα του Σαν Φρανσίσκο και του Νότινγκ Χιλ, εμφανίστηκαν νέες πνευματικές ανησυχίες. Τη θέση των μεγαλεπήβολων ιδεών και των σχεδίων για έναν καλύτερο κόσμο, πήραν οι προβληματισμοί σχετικά με το μυστήριο του Τριγώνου των Βερμούδων, τα μυστικά των πυραμίδων και τον Bigfoot. Εκείνη την εποχή, ο Ελβετός συγγραφέας Erich von Däniken κατέληξε να πουλάει εκατομμύρια βιβλία, γράφοντας για εξωγήινους αστροναύτες που οι αρχαίοι μας πρόγονοι λάτρευαν σαν Θεούς όταν εκείνοι υποτίθεται πως επισκέφτηκαν την Γη.

Πιο συγκεκριμένα, το βιβλίο που είχε κυκλοφορήσει το 1968 με τίτλο Chariots of the Gods, μέχρι το 2017 είχε πουλήσει 70 εκατομμύρια αντίτυπα. Ένα άλλο βιβλίο που έγινε best seller ήταν το The Secret Life of Plants (μάλιστα ο Αμερικανός σκηνοθέτης Walon Green προσάρμοσε το βιβλίο στη μορφή ενός ντοκιμαντέρ, με ένα πάρα πολύ καλό πειραματικό σάουντρακ που είχε συνθέσει ο Stevie Wonder και που προτείνω ανεπιφύλακτα να του δώσετε μια ευκαιρία ακρόασης). Στο βιβλίο αυτό, οι περιθωριακοί συγγραφείς Peter Tompkins και Christopher Bird έκαναν κάποιες χαριτωμένες, αν και ψευδο-επιστημονικές παρατηρήσεις, συμπεριλαμβανομένου του ισχυρισμού ότι τα φυτά έχουν ικανότητες όπως η τηλεπάθεια, και η διαγαλαξιακή επικοινωνία. (Τα ληγμένα εκείνης της δεκαετίας είχαν άλλη χάρη...)
Το 1970, ο Joel Rapp και η σύζυγός του, Lynn, αποφάσισαν να εγκαταλείψουν τις δουλειές τους στο Χόλιγουντ. Ο Rapp είχε γράψει σενάρια για επεισόδια κάποιων πολύ επιτυχημένων τηλεοπτικών σειρών, ανάμεσά τους τα The Lucy Show, η Ιπτάμενη Καλόγρια και το Νησί του Γκίλιγκαν, Η Μάγισσα και πολλά άλλα.

Το ζευγάρι άνοιξε το Mother Earth Plant Boutique στην λεωφόρο Melrose του Λος Άντζελες, πρωτοστατώντας στην ανερχόμενη βιομηχανία των φυτών εσωτερικού χώρου για τα επόμενα επτά χρόνια. Ο Rapp, δούλεψε στο πλάι της Lynn, η οποία είχε πραγματικό ταλέντο στην καλλιέργεια των φυτών, αλλά στο απόγειο της επιτυχίας τους τον πληροφόρησε ότι είχε αποφασίσει να τον εγκαταλείψει για να ενταχθεί στην Αποστολή του Θείου Φωτός, του γκουρού Maharaj Ji, ενός δεύτερης γενιάς πνευματικού ηγέτη από την Ινδία, οι δυτικοί οπαδοί του οποίου γέμιζαν ολόκληρα στάδια.

 

O Mort Garson (όρθιος) με συνεργάτη του κι ένα Moog 

Ο ΧΩΡΟΣ, Ο ΛΟΓΟΣ ΚΑΙ Ο ΣΥΝΘΕΤΗΣ

Για να μην σας φαίνεται παράξενο, σκεφτείτε ότι στη σημερινή εποχή η εικόνα των θερμοκηπίων είναι εύκολο να βρεθεί χάρη σε διαδικτυακές φωτογραφίες, αλλά στην δεκαετία του ’70 ήταν ακόμη κάτι σπάνιο και όπως θυμάται σήμερα ο Joel «... ο κόσμος έκανε ουρές ολόκληρες για να απολαύσει την ατμόσφαιρα και τα φυτά που πωλούνταν. Ήταν ένα φαινόμενο της εποχής...»

To Mother Earth άνοιξε σε μια εποχή που η γιόγκα, οι εναλλακτικές πνευματικές πρακτικές, οι καλλιτεχνικές κοινότητες μέσα σε φαράγγια και το πρώτο κύμα χορτοφαγικών εστιατορίων, βρίσκονταν στην πρώτη τους άνθιση στην Αμερική. Τα φυτά εσωτερικού χώρου ταίριαζαν απόλυτα με όλα αυτά, ιδίως μετά την δημοσίευση του βιβλίου The Secret Life of Plants το 1973. Στο μείγμα του πάθους για τα φυτά, θα πρέπει ακόμα να προσθέσετε τις ιστορίες τρόμου της DC Comics με υπερήρωες που είχαν μεγάλη σχέση με φυτά όπως το Swamp Thing ή την ταινία The Invasion of The Body Snatchers του 1978 και θα διαπιστώσετε ότι η πλούσια βλάστηση ήταν στενά συνδεδεμένη με την υποκουλτούρα της δεκαετίας του ’70.

Μεταξύ των πολυάριθμων ισχυρισμών που προέβαλαν οι Tompkins και Bird στο βιβλίο τους, εκείνος που άντεξε περισσότερο στον χρόνο και που τον άκουσα κι εγώ πολλές φορές στη ζωή μου όπως ίσως και πολλοί από εσάς, ήταν ότι τα φυτά αγαπούν την μουσική. Έγραψαν λοιπόν ότι η μουσική έχει την ικανότητα να βοηθά στη γρήγορη ανάπτυξη των φυτών και να τα κάνει πιο όμορφα, αρκεί να τους «χορηγηθεί» σωστά. Όμως, πριν ακόμα οι ιδιοκτήτες φυτών αρχίσουν να παίζουν την μουσική που είχε γράψει ο Stevie Wonder για το The Secret Life of Plants στα λουλούδια του σαλονιού τους, ένας άλλος δίσκος ήταν έτοιμος για του εραστές της κηπουρικής του Δυτικού Χόλιγουντ.

Στα τέλη της δεκαετίας του '50, ο Mort Garson είχε καταφέρει να συνθέτει ή να συν-συνθέτει τραγούδια για καλλιτέχνες όπως η Brenda Lee και ο Cliff Richard. Στη συνέχεια, το 1962, ο Garson συνέθεσε με τον στιχουργό Bob Hilliard το «Our Day Will Come», το οποίο το 1963 κυκλοφόρησε σε σινγκλ από τους Ruby and the Romantics και αργότερα το διασκεύασαν άπαντες, από τον James Brown ως την Amy Winehouse. Το δισκάκι έφτασε στην κορυφή του Billboard πουλώντας πάνω από ένα εκατομμύριο αντίτυπα. «Ήταν η μεγαλύτερη οικονομική επιτυχία του και μολονότι έκανε κάποια πολύ ανόητα πράγματα με τα πνευματικά δικαιώματα, νομίζω ότι τελικά πήρε το μάθημά του», λέει η κόρη του, Day Darmet. «Ξέρεις αυτό που λένε για το ποτήρι που είναι μισό γεμάτο ή μισό άδειο; Το ποτήρι του μπαμπά μου ήταν πάντα γεμάτο, τόσο γεμάτο που ξεχείλιζε από θετικότητα. Όταν άδειαζε, ξαναγέμιζε. Δεν ανησυχούσε αν θα ήταν ικανός να παράγει ξανά κάτι σπουδαίο και να δημιουργήσει αυτό που χρειάζεται. Αν υπάρχουν κάποια καλά που κληρονόμησα από τον πατέρα μου, αυτό είναι ένα από αυτά».
Λίγο μετά την επιτυχία του «Our Day Will Come», ο Garson πήρε την οικογένειά του και μετακόμισαν δυτικά. Στο Λος Άντζελες, ο Garson πέρασε τα μέσα της δεκαετίας του ’60 δουλεύοντας με αστέρια της εποχής όπως η Doris Day και ενορχηστρώνοντας το «By Τhe Time I Get to Phoenix» που κυκλοφόρησε ο Glen Campbell το 1967.
Την ίδια εποχή παρακολούθησε ένα συνέδριο των ηχοληπτών της Δυτικής Ακτής και εκεί συνάντησε τον Robert Moog, τον άνθρωπο που δημιούργησε το ομώνυμο συνθεσάιζερ. Ήταν το όργανο που εξέφραζε απόλυτα τον Garson και, όπως λέει, η κόρη του, «Έφτασε σε σημείο να πει “Γάμα τα, θα κάνω αυτό που γουστάρω”. Έτσι, μόλις πήρε το Moog και το έβαλε στο στούντιο που είχε στο σπίτι, δεν έλεγε να ξεκολλήσει από αυτό. Ήταν στην τσίτα εκατό τοις εκατό και συνέχιζε να δουλεύει μέχρι να μην αντέχει άλλο».
Ο Mort Garson συνέθετε επίσης για κινηματογραφικές και τηλεοπτικές παραγωγές, ενώ το 1969 του ανέθεσαν να συνθέσει το τραγούδι, το οποίο ακουγόταν ενώ τα δυο μέλη του πληρώματος του Απόλλων 11 έκαναν τον πρώτο τους περίπατο στο φεγγάρι. Μια θρυλική στιγμή που παρακολούθησαν και άκουσαν εκατομμύρια άνθρωποι, παρ’ όλο που ο Garson παρέμεινε σχετικά στην αφάνεια.
Ήταν ένας πρωτοπόρος συνθέτης που ίσως έπρεπε να συγκαταλέγεται μεταξύ των πρώτων ηρώων της ηλεκτρονικής μουσικής όπως ο Wendy Carlos (συνθέτης του σάουντρακ για ταινίες όπως το Κουρδιστό Πορτοκάλι, Η Λάμψη και Tron), οι Beaver και Krause (εκπρόσωποι του Robert Moog και συνθέτες των σημαντικών άλμπουμ The Nonesuch Guide to Electronic Music, In a Wild Sanctuary και Gandharva) ο Βρετανός μπασίστας και παραγωγός Malcolm Cecil, ο κορυφαίος Ιάπωνας πρωτοπόρος της ηλεκτρονικής και space μουσικής Isao Tomita, και ο Robert Margouleff.
Ωστόσο, ο Garson σπανίως υπέγραφε με το όνομά του τα άλμπουμ του. Το Zodiac του 1967, κυκλοφόρησε με το όνομα Cosmic Sounds, ενώ το Black Mass του 1971, πιστώνεται στον… Lucifer.
Το 1976, αντλώντας έμπνευση από το βιβλίο των Tompkins και Bird, ο Garson ηχογράφησε για λογαριασμό του Mother Earth Plant Boutique ένα άλμπουμ με τίτλο Mother Earth’s Plantasia. Ο υπότιτλος του δίσκου ήταν «Συναρπαστική μουσική για τα φυτά και για τους ανθρώπους που τα αγαπούν».

 

“MOTHER EARTH’S PLANTASIA” TO CULT ΑΛΜΠΟΥΜ ΠΟΥ ΘΑ ΕΠΡΕΠΕ ΝΑ ΠΑΙΖΕΤΕ ΣΤΑ ΦΥΤΑ ΣΑΣ...

Στην δεκαετία του 2000, το Plantasia είχε φτάσει πλέον σε cult επίπεδα, ένα κοινό μυστικό ανάμεσα στους λάτρεις των φυτών, τους συλλέκτες δίσκων και τους ανοιχτόμυαλους DJ. Τα βίντεο του άλμπουμ στο YouTube προσέλκυσαν την επισκεψιμότητα εκατομμυρίων ανθρώπων και στα σχόλιά τους κάποιοι ανέφεραν ότι το θεωρούν πρόδρομο της ambient μουσικής του Brian Eno και μια προφητική προειδοποίηση για την υπερθέρμανση του πλανήτη, ενώ κάποιοι άλλοι έκαναν ψεύτικες τηλεοπτικές διαφημίσεις του Plantasia και διασκευές των κομματιών του. Κάπως έτσι το ανακάλυψε ο Caleb Braaten, όταν δούλευε ακόμα στο Twist & Shout, ένα κατάστημα μεταχειρισμένων δίσκων στο Ντένβερ του Κολοράντο.

«Έβαλα τον δίσκο να παίξει και αμέσως τον ερωτεύτηκα», λέει ο Braaten, που σήμερα διευθύνει την Sacred Bones Records. «Υπάρχει κάτι που είναι άμεσα νοσταλγικό. Σε μεταφέρει σε αυτό το ζεστό μέρος που ανήκει στο παρελθόν. Σου ξυπνά αισθήσεις σαν κι εκείνες που είχες στην παιδική σου ηλικία. Νομίζω ότι ακόμα και οι άνθρωποι που δεν μεγάλωσαν με αυτά τα πράγματα, μπορούν να νιώσουν την ίδια ζεστή αίσθηση... Δεν ξέρω... Έχει μεγάλο ενδιαφέρον».

Χαίροντας υψηλής εκτίμησης για την εξαιρετική μουσική του και με τίτλους όπως το «Symphony For A Spider Plant» και το «Mellow Mood For Maidenhair», και έχοντας μια αξιολάτρευτη εικονογραφημένη συσκευασία, το άλμπουμ κυκλοφόρησε στην δεκαετία του ’70 σε περιορισμένη έκδοση, συνοδευόμενο από ένα φυλλάδιο οδηγιών για την φροντίδα των φυτών εσωτερικού χώρου, γραμμένο από τον Joel και την Lynn Rapp, οι οποίοι εκείνη την εποχή είχαν γίνει συγγραφείς μπεστ σέλερ βιβλίων σχετικά με τα φυτά.

Το άλμπουμ του Garson ίσως να πέρασε απαρατήρητο εκείνη την εποχή, δεδομένης της μαζικής παραγωγής της βιομηχανίας δίσκων στην δεκαετία του ’70, όπου οι διαφημιστικοί δίσκοι ήταν κάτι σχετικά συνηθισμένο. Λέγεται ότι ενώ βρισκόταν σε μια διάσκεψη στο Σαν Φρανσίσκο, ο Garson αναφέρθηκε στις ιδέες των Tompkins και Bird, αλλά τα πράγματα παραμένουν θολά όσον αφορά στις λεπτομέρειες γιατί και πώς δημιουργήθηκε το Plantasia. Ακόμη και ο Rapp δεν είναι απολύτως βέβαιος. «Νομίζω ότι έγινε ως μέρος μιας τεράστιας διαφημιστικής εκστρατείας που είχαμε κάνει», λέει. «Πουλούσαμε οτιδήποτε μπορούσε να πουληθεί και, φυσικά, ο δίσκος ήταν ένα ακόμα αντικείμενο». Άλλοι λένε ότι το Plantasia προσφερόταν σαν δώρο με κάθε αγορά και, το πιο περίεργο όλων, κάποιοι υποστηρίζουν, ανάμεσά τους και ο Braaten, ότι κάποια αντίτυπα ήταν συσκευασμένα μέσα σε στρώματα της Simmons στο Sears (μιας αλυσίδας καταστημάτων ηλεκτρονικών, συνήθως, συσκευών, όπως τα Media Markt).

«Δεν ξέρω πώς συνέβη αυτή η φάση με το στρώμα, πραγματικά δεν έχω ιδέα», δήλωνε ο Caleb Braaten λίγο πριν τις 21 Ιουνίου 2019, την ημερομηνία που η Sacred Bones Records επανακυκλοφόρησε επισήμως σε βινύλιο το Plantasia. Πάντως, κατ την προετοιμασία της επανέκδοσης, ο Braaten δεν κατάφερε να επικοινωνήσει με κάποιον από την Mother Earth Plant Boutique.

 

 

Η ΑΝΑΚΑΛΥΨΗ

Μετά τα τέλη της δεκαετίας του '70, το Plantasia πέρασε δυο δεκαετίες πεταμένο σε κάδους δισκοπωλείων με την τιμή του να παίζει κοντά στο ένα δολάριο.

Περίπου την ίδια εποχή που ο Braaten ανακάλυψε το άλμπουμ, κάπου στις αρχές της δεκαετίας του 2000, ο πολυοργανίστας, παραγωγός και DJ της hip hop εταιρίας Stones Throw Records, James Singleton, γνωστός και ως James Pants, μαθήτευε σε κάποιο κολέγιο του Σιάτλ.

«Θυμάμαι ότι ήμασταν σε ένα υπόγειο κατάστημα και έπαιζαν το “Music For Sensuous Lovers», λέει ο Singleton, αναφερόμενος σε ένα άλμπουμ που είχε κυκλοφορήσει ο Garson το 1971 με το ψευδώνυμο «Z». «Ήταν από εκείνα τα άλμπουμ όπου ήχοι οργασμού συνοδεύουν μελωδίες παιγμένες στο Moog, αλλά αυτό είχε κάτι το ξεχωριστό».

Ο Singleton άρχισε να αγοράζει ό,τι δίσκο μπορούσε να βρει με το όνομα του Garson τυπωμένο πάνω του και μια νύχτα σε κάποιο πάρτι ένας φίλος του τού έδειξε το Plantasia. Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 2000 δεν είχε βρει δικό του αντίτυπο και το 2010 συνειδητοποίησε ότι οι περισσότεροι DJ φίλοι του είχαν αντίτυπα. «Έχω την αίσθηση ότι ο σκοπός πίσω από το άλμπουμ» – μουσική για να παίζετε στα φυτά σας – «είναι αυτό που το έκανε πραγματικά να εξαπλωθεί», συνεχίζει. «Ήταν ένα είδος καινοτομία, αλλά με το πέρασμα του χρόνου όλο και περισσότεροι άνθρωποι άρχισαν να εκτιμούν τη μουσική. Υπάρχει ένα συγκεκριμένο vibe στο Plantasia που το κυνηγούσα ασταμάτητα σε ολόκληρη τη ζωή μου. Είναι ένας συγκεκριμένος τρόπος με την μελωδία, κάτι ελαφρώς συναισθηματικό αλλά με θανάσιμη σοβαρότητα. Κάπως αποκρυφιστικό, και ταυτόχρονα ουράνιο».

Κάποια στιγμή, τα αντίτυπα της αυθεντικής έκδοσης έφτασαν να πωλούνται 600 δολάρια.
«Το άλμπουμ έγινε μία από τις αλγοριθμικές επιτυχίες του YouTube», λέει ο Braaten. «Εμφανίστηκε στις λίστες που σου πρότειναν να το ακούσεις και κατέληξε σε λίστες που σε χαλαρώνουν μετά τη δουλειά».
Ίσως, όπως υποστηρίζει ο Braaten, οι άνθρωποι αντιδρούν με αυτό τον τρόπο στο Plantasia, επειδή υπάρχει μια ξεχωριστή συσχέτιση μεταξύ του τότε και του τώρα: υπάρχει σίγουρα άφθονο ψευδοεπιστημονικό μπλα-μπλα λόγω μιας κάποιας «ευεξίας».

Ο Braaten αποκαλεί όλους αυτούς που ψάχνουν σπάνιους δίσκους στα δισκάδικα «DJ Shadow αυτού του κόσμου» κι όσο κι αν φαίνεται ειρωνικό, ο ίδιος ο DJ Shadow χρησιμοποίησε για το κλασικό του άλμπουμ Endtroducing ένα δείγμα από το «Planetary Motivations» από άλμπουμ Cancer που ο Garson είχε κυκλοφορήσει το 1969 με το όνομα Signs Of The Zodiac.

«Δεν είμαι σίγουρος για τι είχα σκεφτεί τότε, αλλά αυτό με οδήγησε σε κάποια από τα άλλα πράγματα που έκανε ο Garson», λέει ο Braaten και συνεχίζει. «Είμαι οπαδός αυτής της περίεργης, εσωτερικής ηλεκτρονικής μουσικής εδώ και πολύ καιρό, και πριν από τουλάχιστον τέσσερα ή πέντε χρόνια, κατά την άποψή μου, η ηλεκτρονική μουσική άρχισε να αλλάζει με τρόπο που ταιριάζει με αυτό που έκαναν εκείνοι οι αποκρυφιστές παραγωγοί δίσκων. Ένωσα όλα τα κομμάτια του παζλ και κατέληξα ότι θα ήταν καλό να επανεκδοθούν κάποιοι από αυτούς τους δίσκους».

Είτε έτσι είτε αλλιώς όμως, κανείς δεν εξεπλάγη περισσότερο με την απογείωση του άλμπουμ σε cult επίπεδα από την Day Darmet, την κόρη του Garson. «Μετά τον θάνατο του πατέρα μου [τον Ιανουάριο του 2008], πήρα όλα τα πράγματα του και τα τακτοποίησα, καθώς και όλη την επιπλέον μουσική του», λέει. «Τότε οι φίλοι μου άρχισαν να μου λένε ότι υπήρχαν πολλά βίντεο από το Plantasia στο YouTube. Σκέφτηκα πως μάλλον μου κάνουν πλάκα. Το έψαξα και μόνη μου και κατέληξα πως μάλλον πρόκειται για ένα μάτσο παλαβιάρηδες».

Η σύγχυσή της ενισχύθηκε ακόμα περισσότερο από το γεγονός ότι το άλμπουμ δεν της άρεσε ιδιαίτερα. «Υπάρχουν τραγούδια που έκανε ο μπαμπάς μου και που ήταν τόσο εκπληκτικά όμορφα και ειλικρινή, όμως αυτό εδώ, δεν μου έλεγε κάτι». Ούτε στη μητέρα της άρεσε ιδιαίτερα, αν και το δικό της ενδιαφέρον για την κηπουρική περισσότερο από την μυστική ζωή των ίδιων των φυτών, ήταν που ενέπνευσε την σύνθεση του Plantasia. «Εκείνη νόμιζε πως πλέον το είχε παρακάνει».

Η Darmet απέρριψε διάφορες προσφορές για την επανέκδοση του άλμπουμ, μέχρι που ήρθε σε επαφή μαζί της ο Braaten, προσφέροντας της μια κυκλοφορία μέσω της Sacred Bones Records (που έχει στο label της τι συνθέτριες Zola Jesus και Marissa Nadler, τους Moon Duo και άλλους) σαν μέρος μιας ευρύτερης αναδρομής στο έργο του Garson.

Το Plantasia είναι συνάμα τρελό και υπέροχο. Οι ξεχωριστές αλλά αλληλένδετες ιστορίες που οδήγησαν στη δημιουργία του – η επιχείρηση, οι άνθρωποι γύρω της, ο τρόπος με τον οποίο το άλμπουμ μετατράπηκε από κάτι πρωτοποριακό που το είχαν στα σκουπίδια σε ένα διαχρονικό κλασικό έργο – είναι πιο παράξενο και από μυθοπλασία. «Δίχως να έχω κάποια θρησκευτική πρόθεση», λέει η Darmet, «οφείλω να επισημάνω ότι το σύμπαν προσφέρει. Να κάνεις αυτό που αισθάνεσαι, να έχεις πάθος, να είσαι μοναδικός και ειλικρινής, και το σύμπαν θα σου προσφέρει. Μπορεί να μην παρέχει τα πάντα, αλλά παρέχει αρκετά». Ο Joel Rapp επίσης είπε κάτι παρόμοιο. Σε μια προσπάθεια να εξηγήσει την ύπαρξη του Mother Earth, τα λόγια του χρησιμεύουν και σαν σύνοψη για το ταξίδι του Plantasia μέσα στον χρόνο: «Για να προσπαθήσω να περιγράψω κάτι που ήταν τόσο μοναδικό - μοναδικό δεν είναι καν η σωστή λέξη. Ήταν ένα θαύμα. Ξεκίνησε σε αυτό το μικροσκοπικό κατάστημα – και εννοώ, μικροσκοπικό – κάτω από έναν πεζόδρομο και έγινε ένα διεθνές φαινόμενο που ήταν μοναδικό για μια ολόκληρη ζωή. Δεν ξέρω πώς να το θέσω αλλιώς».

Πέρα από τις όποιες επιφυλάξεις της για το άλμπουμ, η όλη διαδικασία άγγιξε συναισθηματικά την Day Darmet. «Δεν θα συγκινούσε τόσο εμένα, όσο θα συγκινούσε τον πατέρα μου. Έτσι, αυτό που φαίνεται ότι συγκινούσε εκείνον, μάλλον θα πρέπει να συγκινεί κι άλλους ανθρώπους. Στο μνήμα του με έβαλε να γράψω: “Η μουσική συνεχίζεται”, και είχε δίκιο. Η μουσική συνεχίζεται».

Για αυτό το κείμενο άντλησα υλικό από:
1. Το άρθρο “Mother Earth's Plantasia: the cult album you should play to your plants” του Alexis Petridis που δημοσιεύτηκε στον Guardian στις 9 Ιουλίου.
2. Το άρθρο “The strange story of Mort Garson’s magical album Plantasia” του Martyn Pepperell που δημοσιεύθηκε στο dazeddiggital.com στις 19 Ιουνίου 2019.

ΑΚΟΥΣΤΕ ΟΛΟΚΛΗΡΟ ΤΟ PLANTASIA ΕΔΩ

ΑΚΟΥΣΤΕ ΤΙΣ ΕΚΠΟΜΠΕΣ ΤΟΥ ΜΙΧΑΛΗ ΠΟΥΓΟΥΝΑ στο Blackout Radio Show...


image

Μιχάλης Πούγουνας

Ο Μιχάλης Πούγουνας γεννήθηκε το 1965 στην Αθήνα. Σπούδασε σκηνοθεσία κιν/φου, έχει κάνει δυο ντοκιμαντερ με τιτλο Όταν η Καλλιθέα Πήγαινε Cinema (υπάρχουν στο YouTube) και βραβεύτηκε για την ταινία μικρού μήκους “Vlad ο Δαιμων” στο Διεθνες Φεστιβαλ Ταινιών της Πάτρας. Ήταν ιδρυτικό μέλος και τραγουδιστής των Flowers of Romance απο το 1981 ως το 1998 και των Nexus απο το 1999 ως το 2005. Το 2000 δημιούργησε την ανεξάρτητη δισκογραφική εταιρία Cyberdelia ενω απο το 2011 μεχρι σήμερα παρουσιάζει την δύωρη ραδιοφωνική εκπομπή The Blackout Radio Show with Mike Pougounas που μεταδίδεται απο ενα Αμερικάνικο ραδιοφωνικό σταθμό στα FM, τρεις Αγγλικούς ιντερνετικούς, έναν Ελληνικό κι έναν Κυπριακό. Έχει κυκλοφορήσει το βιβλίο “Rock’n’Roll rules ok?” με κείμενα σχετικά με την αλληλεπίδραση του ροκ και της κοινωνίας, καθως και τα μυθιστορήματα «To Κλειδί της Εύας» και «Μαύρο Χιόνι». Απο το 2006 είναι ο τραγουδιστής των New Zero God. Έχει κυκλοφορήσει συνολικά 13 στούντιο άλμπουμ.
 
 
 
image

Μιχάλης Πούγουνας

Ο Μιχάλης Πούγουνας γεννήθηκε το 1965 στην Αθήνα. Σπούδασε σκηνοθεσία κιν/φου, έχει κάνει δυο ντοκιμαντερ με τιτλο Όταν η Καλλιθέα Πήγαινε Cinema (υπάρχουν στο YouTube) και βραβεύτηκε για την ταινία μικρού μήκους “Vlad ο Δαιμων” στο Διεθνες Φεστιβαλ Ταινιών της Πάτρας. Ήταν ιδρυτικό μέλος και τραγουδιστής των Flowers of Romance απο το 1981 ως το 1998 και των Nexus απο το 1999 ως το 2005. Το 2000 δημιούργησε την ανεξάρτητη δισκογραφική εταιρία Cyberdelia ενω απο το 2011 μεχρι σήμερα παρουσιάζει την δύωρη ραδιοφωνική εκπομπή The Blackout Radio Show with Mike Pougounas που μεταδίδεται απο ενα Αμερικάνικο ραδιοφωνικό σταθμό στα FM, τρεις Αγγλικούς ιντερνετικούς, έναν Ελληνικό κι έναν Κυπριακό. Έχει κυκλοφορήσει το βιβλίο “Rock’n’Roll rules ok?” με κείμενα σχετικά με την αλληλεπίδραση του ροκ και της κοινωνίας, καθως και τα μυθιστορήματα «To Κλειδί της Εύας» και «Μαύρο Χιόνι». Απο το 2006 είναι ο τραγουδιστής των New Zero God. Έχει κυκλοφορήσει συνολικά 13 στούντιο άλμπουμ.
 
 
 
image

Μιχάλης Πούγουνας

Ο Μιχάλης Πούγουνας γεννήθηκε το 1965 στην Αθήνα. Σπούδασε σκηνοθεσία κιν/φου, έχει κάνει δυο ντοκιμαντερ με τιτλο Όταν η Καλλιθέα Πήγαινε Cinema (υπάρχουν στο YouTube) και βραβεύτηκε για την ταινία μικρού μήκους “Vlad ο Δαιμων” στο Διεθνες Φεστιβαλ Ταινιών της Πάτρας. Ήταν ιδρυτικό μέλος και τραγουδιστής των Flowers of Romance απο το 1981 ως το 1998 και των Nexus απο το 1999 ως το 2005. Το 2000 δημιούργησε την ανεξάρτητη δισκογραφική εταιρία Cyberdelia ενω απο το 2011 μεχρι σήμερα παρουσιάζει την δύωρη ραδιοφωνική εκπομπή The Blackout Radio Show with Mike Pougounas που μεταδίδεται απο ενα Αμερικάνικο ραδιοφωνικό σταθμό στα FM, τρεις Αγγλικούς ιντερνετικούς, έναν Ελληνικό κι έναν Κυπριακό. Έχει κυκλοφορήσει το βιβλίο “Rock’n’Roll rules ok?” με κείμενα σχετικά με την αλληλεπίδραση του ροκ και της κοινωνίας, καθως και τα μυθιστορήματα «To Κλειδί της Εύας» και «Μαύρο Χιόνι». Απο το 2006 είναι ο τραγουδιστής των New Zero God. Έχει κυκλοφορήσει συνολικά 13 στούντιο άλμπουμ.
 
 
 

Γραφτείτε στο Νewsletter του Merlin

FEATURED VIDEOS

  • 1