Μετάφραση - σχόλια: Γιάννης Ζελιαναίος
Το διήγημα του Μπουκόφσκι Μια Διαβολική Πόλη εμφανίστηκε στην πρώτη συλλογή με διηγήματα που κυκλοφόρησε ποτέ ο συγγραφέας, και συγκεκριμένα το 1972 από τον εκδοτικό οίκο City Lights του Λώρενς Φερλινγκέτι, με τίτλο, Erections, Ejaculations, Exhibitions, and General Tales of Ordinary Madness.
Το 1994, ο νεαρός σκηνοθέτης Richard Sears - έχοντας μόλις αποφοιτήσει από την σχολή του - θα δοκιμάσει τις κινηματογραφικές του δυνατότητες φτιάχνοντας μια μικρού μήκους ταινία που πατάει πάνω στο An Evil Town του Μπουκόφσκι. Το αποτέλεσμα είναι ένα τολμηρό, neo – noir μικρού μήκους (20 λεπτά) όπου στην πορεία του για τα φεστιβάλ θα κερδίσει και τα βραβεία καλύτερης μικρού μήκους στο Φεστιβάλ Κανών καθώς και στο The New York Underground Film Festival. Την ίδια ιστορία της Διαβολικής Πόλης ο Sears θα την βάλει και στην μεγάλη μήκους του ταινία, In the Drink το 2010, όπου δυο γεροκαραβάνες της μπάρας εξιστορούν τρεις ιστορίες σε έναν νεαρό που έχει επισκεφθεί το μπαρ της γειτονιάς τους και ο τελευταίος δεν ξέρει κατά πόσο είναι πραγματικές ή φανταστικές.
(H μετάφραση δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο blog του Γιάννη Ζελιαναίου Around Bukowski)
Μια Διαβολική Πόλη
Ο Φρανκ κατέβηκε τις σκάλες. Δεν του άρεσαν τα ασανσέρ.
Δεν του άρεσαν πολλά πράγματα. Αντιπαθούσε λιγότερο τις σκάλες απ’ όσο αντιπαθούσε τα ασανσέρ.
Ο θυρωρός του φώναξε: «Κύριε Έβανς! Έρχεστε λίγο από εδώ, παρακαλώ;»
Το πρόσωπο του θυρωρού έμοιαζε σαν χυλός από καλαμποκάλευρο. Ήταν το μόνο που μπορούσε να κάνει ο Φρανκ για να μην τον χτυπήσει. Ο θυρωρός κοίταξε τριγύρω στον προθάλαμο, ύστερα έγειρε πολύ κοντά.
«Κύριε Έβανς, σας παρακολουθούμε».
Ο θυρωρός ξανάριξε μια ματιά τριγύρω στον προθάλαμο, είδε ότι δεν βρισκόταν κανένας κοντά, ύστερα έγειρε και πάλι μπροστά.
«Κύριε Έβανς, σας παρακολουθούμε και πιστεύουμε ότι χάνετε τα λογικά σας».
Ο θυρωρός έγειρε τότε προς τα πίσω και κοίταξε κατάματα τον Φρανκ.
«Έχω όρεξη να πάω να δω καμιά ταινία», είπε ο Φρανκ. «Ξέρεις αν παίζεται καμιά καλή ταινία στην πόλη;»
«Ας μείνουμε στο θέμα, κύριε Έβανς».
«Οκ, χάνω τα λογικά μου. Κάτι άλλο;»
«Θέλουμε να σας βοηθήσουμε κύριε Έβανς. Νομίζω ότι βρήκαμε ένα κομμάτι από τα λογικά σας. Θα θέλατε να σας το δώσουμε πίσω;»
«Εντάξει, δώστε μου πίσω ένα κομμάτι από τα λογικά μου.»
Ο υπάλληλος έβαλε το χέρι του κάτω από τον πάγκο κι έβγαλε ένα πράγμα τυλιγμένο σε σελοφάν.
«Ορίστε, κύριε Έβανς.»
«Ευχαριστώ.»
Ο Φρανκ το πέταξε μέσα στην τσέπη του παλτού του και βγήκε έξω. Ήταν ένα ψυχρό φθινοπωρινό βράδυ και περπάτησε κάτω στο δρόμο, δυτικά. Σταμάτησε στο πρώτο στενό, χώθηκε μέσα. Έβαλε το χέρι του μέσα στο παλτό κι έπιασε το τυλιγμένο πράγμα, έβγαλε το σελοφάν. Έμοιαζε σαν τυρί. Μύριζε σαν τυρί. Έφαγε μια δαγκωνιά. Είχε γεύση τυριού. Το έφαγε όλο, ύστερα βγήκε από το στενό και περπάτησε ξανά στο δρόμο.
Έστριψε στον πρώτο κινηματογράφο που βρήκε, αγόρασε το εισιτήριό του και μπήκε μέσα στο σκοτάδι. Έκατσε σε μια θέση προς τις πίσω σειρές. Δεν είχε πολύ κόσμο. Το όλο μέρος μύριζε κάτουρο. Οι γυναίκες στην οθόνη ήταν ντυμένες όπως ήταν στην δεκαετία του ’20 και οι άντρες είχαν βαζελίνη στα μαλλιά τους, χτενισμένα προς τα πίσω, έντονα και ίσια. Οι μύτες τους φαίνονταν πολύ μακριές και οι άντρες είχαν επίσης μάσκαρα κάτω από τα μάτια τους. Δεν ήταν καν ομιλούσα ταινία. Τα λόγια εμφανίζονταν μετά από κάθε σκηνή: Η ΜΠΛΑΝΣ ΗΤΑΝ ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΑ ΣΤΗΝ ΜΕΓΑΛΗ ΠΟΛΗ. Ένα τύπος με ίσια λιγδιασμένα μαλλιά έδινε στην Μπλανς να πιει από ένα μπουκάλι τζιν. Η Μπλανς φάνηκε να αρχίζει να μεθάει. Η ΜΠΛΑΝΣ ΑΡΧΙΣΕ ΝΑ ΖΑΛΙΖΕΤΑΙ. ΞΑΦΝΙΚΑ ΕΚΕΙΝΟΣ ΤΗΝ ΦΙΛΗΣΕ.
Ο Φρανκ έριξε μια ματιά τριγύρω. Παντού φαίνονταν κεφάλια να πηγαίνουν πάνω-κάτω. Δεν υπήρχαν καθόλου γυναίκες στην αίθουσα. Οι τύποι φαίνονταν να παίρνουν πίπες ο ένας στον άλλον. Του έδιναν και καταλάβαινε. Δεν φαίνονταν να κουράζονται καθόλου. Οι άντρες που κάθονταν μόνοι τους φαίνονταν να τραβάνε μαλακία. Το τυρί ήταν καλό. Ευχήθηκε ο υπάλληλος να του ‘χε δώσει λίγο ακόμα τυρί.
ΞΕΚΙΝΗΣΕ ΝΑ ΒΓΑΖΕΙ ΤΑ ΡΟΥΧΑ ΤΗΣ ΜΠΛΑΝΣ.
Και κάθε φορά που κοίταζε τριγύρω ένας τύπος τον πλησίαζε όλο και πιο κοντά. Ύστερα όταν ο Φρανκ έστρεφε τα μάτια του προς την ταινία ο τύπος μετακινούταν 2 ή 3 θέσεις πιο κοντά του.
ΕΚΑΝΕ ΕΡΩΤΑ ΣΤΗΝ ΜΠΛΑΝΣ ΚΑΘΩΣ ΕΚΕΙΝΗ ΗΤΑΝ ΑΒΟΗΘΗΤΗ ΚΑΙ ΜΕΘΥΣΜΕΝΗ.
Κοίταξε ξανά. Ο τύπος ήταν 3 θέσεις μακριά του. Ανασαίνοντας βαριά. Ύστερα ο τύπος βρισκόταν ακριβώς στην θέση δίπλα από αυτόν.
«Ω, σκατά,» είπε ο τύπος, «Ω, γαμώτο, ωωω.ωωω.ωωω.αχ,αχ! ίουυ! Ωχ!»
ΟΤΑΝ Η ΜΠΛΑΝΣ ΞΥΠΝΗΣΕ ΤΟ ΕΠΟΜΕΝΟ ΠΡΩΙ ΣΥΝΗΔΗΤΟΠΟΙΗΣΕ ΠΩΣ ΕΙΧΕ ΑΤΙΜΑΣΤΕΙ.
Ο τύπος μύριζε λες και δεν είχε σκουπίσει ποτέ τον κώλο του. Ο τύπος είχε γείρει μπροστά του, και του έτρεχαν σταγόνες από τα σάλια του από κάθε πλευρά του στόματος.
Ο Φρανκ πάτησε το κουμπί απ’ τον σουγιά του: «Πρόσεξε!» είπε στον τύπο. «Αν έρθεις ακόμα λίγο πιο κοντά ίσως και να πάθεις ζημιά από αυτό!»
«Ωχ, θεέ μου!» είπε ο τύπος. Σηκώθηκε από την σειρά των θέσεων κι έτρεξε προς τον διάδρομο, ύστερα περπάτησε γρήγορα κάτω στον διάδρομο και χώθηκε στην πρώτη σειρά. Δυο τύποι καθόντουσαν εκεί. Ο ένας τραβούσε μαλακία στον άλλον καθώς κατέβαζε το κεφάλι του προς τα κάτω. Ο τύπος που ενοχλούσε τον Φρανκ κάθισε εκεί και τους παρακολουθούσε.
ΛΙΓΟ ΜΕΤΑ, Η ΜΠΛΑΝΣ ΒΡΙΣΚΟΤΑΝ ΜΕΣΑ ΣΕ ΕΝΑΝ ΟΙΚΟ ΑΝΟΧΗΣ.
Ύστερα ο Φρανκ ήθελε να κατουρήσει. Σηκώθηκε και πήγε προς την πινακίδα: ΑΝΤΡΕΣ. Μπήκε μέσα. Βρωμούσε για τα καλά. Του ‘ρθε να κάνει εμετό, άνοιξε την πόρτα της τουαλέτας και μπήκε μέσα. Τον έβγαλε έξω και άρχισε να κατουράει. Ύστερα άκουσε κάτιήχους.
«Ωωωωω σκατά ωωωωω σκατά ωωωωχ ωωωωχ θεέ μου είναι ένα φίδι μια κόμπρα ω Χριστούλη μου ωωωωχ ωωωωχ!»
Υπήρχε μια τρύπα στο διαχωριστικό που χώριζε τις τουαλέτες. Είδε ένα μέρος από το μάτι του τύπου. Πήρε το πέος του και το γύρισε από την άλλη κατουρώντας πάνω στο μάτι του τύπου.
«Ωωωωωχ ωωωωωχ, βρωμερό γαμίδι!» είπε ο τύπος. «ωωχ κτήνος, διάολε, μαλακισμένο!» Άκουσε τον τύπο να κόβει το χαρτί της τουαλέτας και να σκουπίζει το πρόσωπό του. Ύστερα ο τύπος άρχισε να κλαίει. Ο Φρανκ βγήκε από την τουαλέτα, έπλυνε τα χέρια του. Δεν ήθελε να δει την υπόλοιπη ταινία. Ήταν και πάλι έξω στον δρόμο περπατώντας πίσω για το ξενοδοχείο. Ύστερα βρισκόταν μέσα στον προθάλαμο. Ο θυρωρός του έκανε νεύμα.
«Ναι;» ρώτησε ο Φρανκ.
«Κοιτάξτε, κύριε Έβανς, συγχωρήστε με. Απλά σας έκανα πλάκα.»
«Για ποιο θέμα;»
«Ξέρετε.»
«Όχι, δεν ξέρω.»
«Να, για το ότι χάνετε τα λογικά σας. Είχα πιει, καταλαβαίνετε. Μην το πείτε σε κανέναν γιατί θα χάσω τη δουλειά μου. Απλά ήμουν πιωμένος. Ξέρω ότι δεν χάνετε τα λογικά σας. Απλά έκανα πλάκα.»
«Μα, χάνω τα λογικά μου,» είπε ο Φρανκ, «και σ’ ευχαριστώ για το τυρί.»
Ύστερα γύρισε κι ανέβηκε την σκάλα. Όταν μπήκε στο δωμάτιό του κάθισε στο γραφείο. Έβγαλε έξω τον σουγιά του, πάτησε το κουμπί, κοίταξε την λεπίδα. Ήταν καλά ακονισμένη μέχρι κάτω. Μπορούσε να μαχαιρώσει ή να κόψει. Πάτησε το κουμπί κι έβαλε το μαχαίρι πίσω στην τσέπη του. Ύστερα ο Φρανκ βρήκε στυλό και χαρτί και ξεκίνησε να γράφει:
«Αγαπημένη μου μητέρα:
Αυτή είναι μια διαβολική πόλη. Ο Διάβολος έχει τον έλεγχο. Το σεξ είναι παντού και δεν χρησιμοποιείται σαν όργανο της Ομορφιάς όπως το προόρισε ο Θεός αλλά σαν ένα όργανο του Διαβόλου. Ναι, έχει πέσει για τα καλά στα χέρια του διαβόλου, μέσα σε Διαβολικά χέρια. Νεαρά κορίτσια εξαναγκάζονται να πιουν τζιν, ύστερα διακορεύονται από αυτά τα τέρατα και σπρώχνονται μέσα σε οίκους ανοχής. Είναι απαίσιο. Είναι απίστευτο. Η καρδιά μου είναι σκισμένη στα δυο.
Χθες περπάτησα κατά μήκος της ακτής. Όχι κατά μήκος της ακτής ακριβώς, αλλά κατά μήκος στην κορυφή του γκρεμού και ύστερα σταμάτησα και κάθισα εκεί καθώς ανέπνεα την Ομορφιά. Η θάλασσα, ο ουρανός, η άμμος. Η ζωή έγινε μια Αιώνια Μακαριότητα. Ύστερα συνέβη το πιο απίστευτο πράγμα. Τρεις μικροί σκίουροι με είδαν από κάτω και άρχισαν να σκαρφαλώνουν τον γκρεμό. Έβλεπα τα μικρά τους πρόσωπα να μου ρίχνουν κλεφτές ματιές πίσω από τους βράχους και τις χαραμάδες του γκρεμού καθώς σκαρφάλωναν προς εμένα. Τελικά έφτασαν μπροστά στα πόδια μου. Τα μάτια τους με κοίταζαν. Ποτέ, Μητέρα, δεν ξανάδα τόσο όμορφα μάτια, καθαρά από την Αμαρτία: ολόκληρος ο ουρανός, ολόκληρη η θάλασσα, Αιωνιότητα υπήρχε μέσα στα μάτια τους. Τελικά κουνήθηκα, κι εκείνα...
Ένα χτύπημα ακούστηκε στην πόρτα. Ο Φρανκ σηκώθηκε, πήγε προς τα εκεί, την άνοιξε. Ήταν ο θυρωρός.
«Κύριε Έβανς, σας παρακαλώ, πρέπει να σας μιλήσω.»
«Εντάξει, πέρνα μέσα.»
Ο θυρωρός έκλεισε την πόρτα και στάθηκε μπροστά στον Φρανκ. Ο θυρωρός μύριζε σαν κρασί.
«Κύριε Έβανς, σας παρακαλώ μην πείτε στην διεύθυνση για την παρεξήγησή μας.»
«Δεν καταλαβαίνω για ποιο πράγμα μιλάς.»
«Είστε υπέροχος άντρας, κύριε Έβανς. Ξέρετε, έπινα.»
«Σας συγχωρώ. Τώρα φύγετε.»
«Κύριε Έβανς, είναι κάτι που πρέπει να σας πω.»
«Πολύ καλά. Τι είναι;»
«Είμαι ερωτευμένος μαζί σας, κύριε Έβανς.»
«Ω, εννοείς ψυχικά, έτσι, αγόρι μου;»
«Όχι, σωματικά, κύριε Έβανς»
«Τι;»
«Το κορμί σας, κύριε Έβανς. Σας παρακαλώ μην προσβληθείτε, αλλά θέλω να με ξεσκίσετε!»
«Τι;»
«ΞΕΣΚΙΣΤΕ ΜΕ, κύριε Έβανς! Με έχει ξεσκίσει το μισό Ναυτικό της Αμερικής! Αυτά τα αγόρια ξέρουν τι είναι καλό, κύριε Έβανς. Δεν υπάρχει τίποτα καλύτερο από έναν ξεσκισμένο ασπρουλιάρη!»
«Θα φύγεις από το δωμάτιό μου τώρα!» Ο θυρωρός πέρασε τα χέρια του γύρω από τον λαιμό του Φρανκ, ύστερα το στόμα του ήταν πάνω στο στόμα του Φρανκ. Το στόμα του θυρωρού ήταν πολύ υγρό και κρύο, βρωμούσε. Ο Φρανκ τον έσπρωξε μακριά.
«Ελεεινέ μπάσταρδε! ΜΕ ΦΙΛΗΣΕΣ!»
«Σας αγαπώ, κύριε Έβανς!»
«Βρωμερό γουρούνι!»
Ο Φρανκ έπιασε το μαχαίρι, πάτησε το κουμπί, η λεπίδα πετάχτηκε έξω και την έχωσε στο στομάχι του θυρωρού. Ύστερα την τράβηξε έξω.
«Κύριε Έβανς… θεέ μου... »
Ο θυρωρός έπεσε στο πάτωμα. Είχε βάλει και τα δυο του χέρια πάνω στην πληγή προσπαθώντας να σταματήσει το αίμα.
«Μπάσταρδε! ΜΕ ΦΙΛΗΣΕΣ!»
Ο Φρανκ έσκυψε προς τα κάτω και ξεκούμπωσε το παντελόνι του θυρωρού. Ύστερα έπιασε το πέος του θυρωρού, το τράβηξε προς τα πάνω και το έκοψε τρία τέταρτα από πάνω προς τα κάτω.
«Ωχ, θεέ μου θεέ μου θεέ μου θεέ μου.» είπε ο θυρωρός.
Ο Φρανκ πήγε προς το μπάνιο, πήρε το πράγμα και το πέταξε στην λεκάνη. Ύστερα τράβηξε το καζανάκι. Ύστερα έπλυνε πολύ καλά τα χέρια του με σαπούνι και νερό. Βγήκε έξω, κάθισε και πάλι στο γραφείο. Έπιασε το στυλό.
«… έτρεξαν μακριά αλλά είχα δει την Αιωνιότητα.
Μητέρα, πρέπει να φύγω από αυτή την πόλη, από αυτό το ξενοδοχείο – ο Διάβολος έχει τον έλεγχο σε σχεδόν όλα τα κορμιά. Θα σου γράψω και πάλι από την επόμενη πόλη – ίσως το Σαν Φραντσίσκο, το Πόρτλαντ ή το Σηάτλ. Νιώθω πως θέλω να πάω βόρεια. Σε σκέφτομαι συνεχώς κι ελπίζω να είσαι ευτυχισμένη και καλά στην υγεία σου, και ο Κύριος να είναι πάντα μαζί σου.
Με αγάπη,
ο γιος σου,
Φρανκ»
Έγραψε την διεύθυνση στον φάκελο, τον έκλεισε, έβαλε ένα γραμματόσημο και ύστερα σηκώθηκε και τον έβαλε στην εσωτερική τσέπη του παλτού του που κρεμόταν στην ντουλάπα. Ύστερα πήρε μια βαλίτσα από την ντουλάπα, την έβαλε πάνω στο κρεβάτι, την άνοιξε και ξεκίνησε να πακετάρει.
………………………………………………………….........................................................