Mεταφράζει η Φαίη Φραγκισκάτου
(από το βιβλίο του Ρίτσαρντ Μπρόντιγκαν, Το Ψάρεμα της Πέστροφας στην Αμερική)
SEA SEA RIDER...
Ο ιδιοκτήτης του βιβλιοπωλείου δεν ήταν κάποιο μαγικό ον. Δεν ήταν εκείνο το κοράκι με τα τρία πόδια στην πλαγιά του βουνού με τις πικραλίδες. Ήταν βέβαια Εβραίος, συνταξιούχος του εμπορικού ναυτικού σε σκάφος που τορπιλίστηκε στον Βόρειο Ατλαντικό κι εκείνος κατέληξε να βολοδέρνει στη θάλασσα μέρες πολλές, τόσες που στο τέλος ούτε ο θάνατος τον ήθελε. Είχε μια νεαρή σύζυγο, μια καρδιακή προσβολή, ένα Volkswagen και ένα σπίτι στην κομητεία Μαρίν. Του άρεσαν τα βιβλία του Τζορτζ Όργουελ, του Ρίτσαρντ Άλντινγκτον και του Έντμουντ Γουίλσον. Έμαθε ό,τι χρειαζόταν για τη ζωή στα δεκάξι του, πρώτα απ’ τα βιβλία του Ντοστογιέφσκι κι ύστερα απ’ τις πουτάνες της Νέας Ορλεάνης. Το βιβλιοπωλείο ήταν ένα πάρκινγκ για μεταχειρισμένα νεκροταφεία. Χιλιάδες νεκροταφεία ήταν αραγμένα σε σειρές, όπως τ’ αμάξια στις μάντρες. Oι περισσότεροι εκκεντρικοί δεν εκδίδονταν πια και κανείς δε ήθελε να τους διαβάσει, ενώ οι άνθρωποι που είχαν διαβάσει τα βιβλία τους είχαν πεθάνει ή τα είχαν ξεχάσει. Όμως, μέσα από την οργανική διεργασία της μουσικής, τα βιβλία είχαν επιστρέψει σε κατάσταση παρθενίας, με τα απαρχαιωμένα πνευματικά δικαιώματα των δημιουργών τους να φεγγοβολούν σαν νέοι παρθενικοί υμένες. Πήγαινα στο βιβλιοπωλείο τ’ απογεύματα μετά τη δουλειά, όλη εκείνη την τρομερή χρονιά του 1959. Στο βάθος του μαγαζιού υπήρχε μια κουζίνα όπου έφτιαχνε πηχτό τούρκικο καφέ για τους δύο μας σε ένα μπακιρένιο μπρίκι. Έπινα καφέ, διάβαζα παλιά βιβλία και περίμενα να τελειώσει η χρονιά. Πάνω από την κουζίνα βρισκόταν ένα μικρό δωμάτιο.
Απ’ το δωμάτιο φαινόταν κάτω το βιβλιοπωλείο, ενώ στην πρόσοψη είχε κινέζικα παραβάν. Ήταν επιπλωμένο με έναν καναπέ, μια βιτρίνα με κινέζικα μπιμπελό, ένα τραπέζι και τρεις καρέκλες. Ακριβώς κολλητά στο δωμάτιο υπήρχε ένα μικροσκοπικό μπάνιο. Ένα απόγευμα ήμουν στο βιβλιοπωλείο και καθόμουν σ’ ένα σκαμνί διαβάζοντας ένα βιβλίο που είχε το σχήμα δισκοπότηρου, σελίδες στην απόχρωση του τζιν και στην πρώτη απ’ αυτές έγραφε:
Billy the Kid
γεννήθηκε στις 23 Νοεμβρίου 1859 στην πόλη της Νέας Υόρκης.
Ο ιδιοκτήτης στάθηκε δίπλα μου και βάζοντας το χέρι στον ώμο μου, με ρώτησε: «Θες να πηδήξεις;» Ο τόνος της φωνής του ήταν πολύ ευγενικός.
«Όχι», του απάντησα.
«Κάνεις λάθος», μου είπε και χωρίς άλλες κουβέντες βγήκε στο δρόμο μπροστά απ’ το βιβλιοπωλείο και σταμάτησε δύο άγνωστους που περνούσαν από ’κει, έναν άντρα και μια γυναίκα. Τους μίλησε για λίγα λεπτά, χωρίς να μπορώ ν’ ακούσω τι τους είπε. Τους έδειξε προς το μέρος μου. Η γυναίκα έγνεψε πρώτη και έπειτα έγνεψε και ο άνδρας.
Μπήκαν στο μαγαζί. Ένιωσα ντροπή. Δεν μπορούσα να φύγω από το δωμάτιο γιατί έμπαιναν από τη μοναδική πόρτα που υπήρχε, έτσι αποφάσισα να ανέβω στο επάνω πάτωμα και να πάω στην τουαλέτα. Σηκώθηκα απότομα, πήγα στο βάθος του βιβλιοπωλείου και ανέβηκα επάνω, στην τουαλέτα, ενώ εκείνοι με ακολούθησαν. Τους άκουγα να ανεβαίνουν τα σκαλιά. Έμεινα στο μπάνιο για ώρα κι εκείνοι με περίμεναν στο διπλανό δωμάτιο χωρίς να μιλούν. Όταν βγήκα από το μπάνιο, η γυναίκα είχε ξαπλώσει γυμνή στον καναπέ ενώ ο άντρας καθόταν σε μια απ’ τις καρέκλες, με το καπέλο ακουμπισμένο στα γόνατά του. «Μη σε νοιάζει γι’ αυτόν», μου είπε το κορίτσι. «Τέτοια πράγματα δεν έχουν σημασία για ’κείνον. Είναι πλούσιος, έχει 3.859 Rolls Royce». Ήταν πανέμορφη• το σώμα της έμοιαζε με καθάριο βουνίσιο ποτάμι από δέρμα και μύες που κυλάει πάνω από οστέινους βράχους και αθέατα νεύρα. «Έλα σε μένα», είπε. «Έλα και μπες μέσα μου γιατί είμαστε Υδροχόοι και σ’ αγαπώ». Κοίταξα τον άντρα στην καρέκλα. Δεν χαμογελούσε, ούτε φαινόταν λυπημένος. Έβγαλα τα παπούτσια μου και όλα μου τα ρούχα. Ο άντρας δε είπε λέξη. Το κορμί του κοριτσιού σάλευε ανεπαίσθητα πέρα-δώθε. Δε μπορούσα να κάνω τίποτα άλλο καθώς το σώμα μου ήταν τόσο στην τσίτα, σαν τα πουλιά που κάθονται σε ένα καλώδιο του τηλεφώνου και κοιτάζουν κάτω τον κόσμο, ενώ τα σύννεφα χαϊδεύουν με προσοχή τα σύρματα. Πήδηξα το κορίτσι. Έμοιαζε σαν εκείνο το ατέλειωτο 59ο δευτερόλεπτο ακριβώς πριν κλείσει ένα λεπτό, που εκ των υστέρων μοιάζει κάπως άτολμο.
«Ωραία», είπε το κορίτσι και με φίλησε στο μάγουλο.
Ο άντρας καθόταν εκεί στο δωμάτιο χωρίς να μιλά ή να κινείται και χωρίς να εξωτερικεύει κάποια συναισθηματική αντίδραση. Φαντάζομαι πως ήταν όντως πλούσιος και είχε 3.859 Rolls-Royce. Αμέσως μετά το κορίτσι ντύθηκε και έφυγε μαζί με τον άντρα. Κατέβηκαν τη σκάλα και όπως έβγαινα από το μαγαζί τον άκουσα να μιλάει για πρώτη φορά: «Θέλεις να πάμε για δείπνο στου Έμι;». «Δεν ξέρω, είναι λίγο νωρίς για να σκεφτώ για δείπνο» απάντησε το κορίτσι. Τότε άκουσα την πόρτα να κλείνει κι εκείνοι έφυγαν. Ντύθηκα και κατέβηκα στο βιβλιοπωλείο. Η σάρκα μου έδειχνε φρέσκα και ξεκούραστη, σαν πείραμα πάνω στις χαλαρωτικές ιδιότητες της μουσικής.
Ο ιδιοκτήτης του βιβλιοπωλείου καθόταν στο γραφείο του πίσω από το ταμείο. «Θα σου πω τι συνέβη εκεί πάνω», είπε με μια όμορφη φωνή που δεν έμοιαζε με φωνή του τρίποδου κορακιού στην πλαγιά του βουνού με τις πικραλίδες.
«Τι;» ρώτησα.
«Πολέμησες στον Ισπανικό Εμφύλιο. Ήσουν ένας νεαρός κομμουνιστής από το Κλήβελαντ του Οχάιο. Εκείνη ήταν ζωγράφος. Εβραία από τη Νέα Υόρκη, που πήγε να δει την ατμόσφαιρα του Εμφυλίου όπως θα πήγαινε στο Mardi Gras της Νέας Ορλεάνης για να δει μια παρέλαση αρχαιοελληνικών αγαλμάτων. Όταν τη γνώρισες, ζωγράφιζε την εικόνα ενός νεκρού αναρχικού. Σου ζήτησε να σταθείς δίπλα στο πτώμα του αναρχικού και να ποζάρεις λες και ήσουν ο δολοφόνος του. Την χαστούκισες και της είπες κάτι που ντρέπομαι να επαναλάβω. Εκείνη τη στιγμή ερωτευτήκατε ο ένας τον άλλο. Κάποτε, όταν ήσουν στο μέτωπο, διάβασε την Ανατομία της Μελαγχολίας και ζωγράφισε ένα λεμόνι 349 φορές. Η αγάπη και των δυο σας ήταν κυρίως πνευματική. Δεν υπήρξατε πρωταθλητές στο κρεβάτι. Όταν έπεσε η Βαρκελώνη πήρατε το αεροπλάνο για την Αγγλία και μετά το πλοίο για τη Νέα Υόρκη. Η αγάπη σας παρέμεινε στην Ισπανία. Ήταν έρωτας του πολέμου. Όταν αγαπούσατε ο ένας τον άλλον στην Ισπανία, ο καθένας αγαπούσε μόνο τον εαυτό του. Διαπλέοντας τον Ατλαντικό μέρα με τη μέρα αποξενωθήκατε και τελικά χάσατε ό ένας τον άλλο. Κάθε κύμα του ωκεανού έμοιαζε σαν νεκρός γλάρος που σέρνει από ορίζοντα σε ορίζοντα την πυροβολαρχία του από θαλασσόξυλα. Όταν το πλοίο έφτασε στην Αμερική χωρίσατε δίχως λέξη και δεν ξαναειδωθήκατε. Την τελευταία φορά που άκουσα για σένα ήταν ότι ζούσες ακόμη στη Φιλαδέλφεια».
«Αυτό πιστεύεις ότι συνέβη εκεί πάνω;» είπα.
«Εν μέρει, ναι», απάντησε. Έβγαλε την πίπα του, τη γέμισε με καπνό και την άναψε. «Θέλεις να σου πω τι άλλο συνέβη εκεί πάνω;» μου είπε.
«Για λέγε».
«Πέρασες τα σύνορα για το Μεξικό. Μπήκες με το άλογό σου σε μια μικρή κωμόπολη. Οι κάτοικοι εκεί ήξεραν για σένα και σε φοβούνταν. Ήξεραν ότι είχες σκοτώσει πολλούς με το όπλο που είχες κρεμασμένο στη ζώνη σου. Η πόλη ήταν μικρή και δεν είχε παπά. Όταν σε αντίκρισαν οι χωροφύλακες, έφυγαν. Όσο σκληρά καρύδια κι αν ήταν, δεν ήθελαν παρτίδες μαζί σου. Οι χωροφύλακες έφυγαν. Έγινες ο άντρας με τη μεγαλύτερη δύναμη στην περιοχή. Σε ξελόγιασε ένα 13χρονο κορίτσι, ζούσες μαζί της σε μια καλύβα και στην πράξη κάνατε έρωτα συνέχεια. Ήταν λεπτοκαμωμένη και είχε μακριά σκούρα μαλλιά. Κάνατε έρωτα όρθιοι, καθιστοί, ξαπλωμένοι στο βρώμικο πάτωμα με γουρούνια και κοτόπουλα τριγύρω σας. Οι τοίχοι, το πάτωμα ακόμη και το ταβάνι της καλύβας μούσκεψαν από το σπέρμα σου και τα υγρά της. Τις νύχτες κοιμόσουν στο πάτωμα έχοντας το σπέρμα σου για μαξιλάρι και τα υγρά της για κουβέρτα. Οι άνθρωποι στην πόλη σε έτρεμαν και δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα. Μετά από λίγο καιρό εκείνη άρχισε να περιφέρεται στην πόλη γυμνή και τότε οι άνθρωποι είπαν ότι αυτό δεν ήταν καλό σημάδι. Όταν άρχισες και συ να τριγυρνάς γυμνός και κάνατε έρωτα πάνω στ’ άλογό σου στη μέση της πλατείας, εκείνοι τρόμαξαν και άδειασαν την πόλη. Κανείς δεν ξανάμεινε εκεί από τότε. Ούτε συ ούτε το κορίτσι προλάβατε να κλείσετε τα 21. Δεν ήταν απαραίτητο».
«Όπως είδες, ξέρω τι έγινε εκεί πάνω», είπε. Μου χαμoγέλασε ευγενικά. Τα μάτια του ήταν σαν χορδές παλιού κλειδοκύμβαλου. Σκέφτηκα τι ήταν αυτό που είχε συμβεί εκεί πάνω. «Ξέρεις ότι λέω την αλήθεια», μου είπε. «Γιατί και συ την είδες με τα ίδια σου τα μάτια και ταξίδεψες εκεί με το ίδιο σου το σώμα. Τελείωσε το βιβλίο που διάβαζες πριν σε διακόψουμε. Χαίρομαι που πήδηξες». Ξαναπιάνοντας το βιβλίο, είδα τις σελίδες του να γυρνούν όλο και πιο γρήγορα, σαν τροχοί που στροβιλίζονται στη θάλασσα.
[Σημ. Τα βιβλία του Μπρόντιγκαν που έχουν κυκλοφορήσει στην Ελλάδα είναι τα: Το Ψάρεμα της Πέστροφας στην Αμερική (εξαντλημένο, εκδ. Πλέθρον), Ιδανική Μέρα για Μπανανόψαρα (εξαντλημένο, εκδ. Πλέθρον), Ποιήματα (εξαντλημένο, εκδ, Νεφέλη), Η Έκτρωση (εκδ. Ενύπνιο), Το Τέρας των Χώκλιν (εξαντλημένο, εκδ. Γράμματα)]
Φαίη Φραγκισκάτου
Η Φαίη Φραγκισκάτου γεννήθηκε το 1974 στην Αθήνα. Η μουσική μπήκε στη ζωή της με το τουμπου τουμπου ζα, που της τραγουδούσε η μαμά της όταν έκλαιγε. Συνεχίζει να ζει στην Αθήνα. Συνεχίζει ν ακούει τη φωνή του Παύλου Σιδηρόπουλου.
Κλαίει ακόμα καμιά φορά, κι ας μεγάλωσε.
Φαίη Φραγκισκάτου
Η Φαίη Φραγκισκάτου γεννήθηκε το 1974 στην Αθήνα. Η μουσική μπήκε στη ζωή της με το τουμπου τουμπου ζα, που της τραγουδούσε η μαμά της όταν έκλαιγε. Συνεχίζει να ζει στην Αθήνα. Συνεχίζει ν ακούει τη φωνή του Παύλου Σιδηρόπουλου.
Κλαίει ακόμα καμιά φορά, κι ας μεγάλωσε.
Φαίη Φραγκισκάτου
Η Φαίη Φραγκισκάτου γεννήθηκε το 1974 στην Αθήνα. Η μουσική μπήκε στη ζωή της με το τουμπου τουμπου ζα, που της τραγουδούσε η μαμά της όταν έκλαιγε. Συνεχίζει να ζει στην Αθήνα. Συνεχίζει ν ακούει τη φωνή του Παύλου Σιδηρόπουλου.
Κλαίει ακόμα καμιά φορά, κι ας μεγάλωσε.