Γράφει ο Γιάννης Καστανάρας
Ο Χάρι Ντιν γεννήθηκε σε μια κωμόπολη του Κεντάκι το 1926. Ο πατέρας μικροκαπνοπαραγωγός, αλλά δούλευε επίσης σαν μπαρμπέρης και σαν μάγειρας. Ο Χάρι Ντιν πήγε στον πόλεμο. Στον Δεύτερο, στον Πρώτο ήταν ακόμα αγέννητος. Στον Ειρηνικό. Εκεί με τους Γιαπωνέζους. Στην Οκινάουα. Βετεράνος, δηλαδή, όχι τίποτε φοβερό, μάγειρας ήταν σε αρματαγωγό. Μετά τον πόλεμο πήγε και στο πανεπιστήμιο. Κι εκεί κόλλησε το μικρόβιο. Το δράμα του άρεσε, είχε κι εκείνη την οστέινη φάτσα, εκείνο το διαπεραστικό βλέμμα, εκείνο το χαμόγελο που δεν έσκαγε ποτέ. Μπούχτισε, και τρία χρόνια αργότερα αποχαιρέτησε το πανεπιστήμιο και μετακόμισε στο Ελ Έι για να σπουδάσει υποκριτική. Αγαπούσε τις γάτες, το μπέρμπον και να γράφει μουσική. Είχε και μια φυσαρμόνικα και μια κιθαρούλα και ζάλιζε τους γύρω του.
Φωνή καθαρή και με τόσο συναίσθημα που ήταν θαρρείς και εισέβαλε στον πιο προσωπικό σου χώρο και κατσικωνόταν εκεί δίχως την παραμικρή πρόθεση να φύγει. Πήγαινε κατευθείαν στην καρδιά κι εκεί έστηνε το μαγαζάκι της. Η Ντέμπι Χάρι το είχε νιώσει αυτό κι έτσι κάθισε και του έγραψε ένα τραγούδι. Το «I Want That Man». Το ’89. Ήταν, βλέπετε, εκείνη η ερμηνεία του στο Παρίσι Τέξας (“I want to dance with Harry Dean/ Drive through Texas in a black limousine”) που της είχε πάρει τα μυαλά. Μαζί και τα δικά μας. Και κάποια στιγμή τα βρήκαν. Την είχε ψάξει εκείνος. Κι έδεσαν, ένα παράξενο ζευγάρι – αλλά μην πάει ο νους σας στο πονηρό…
O Χάρι Ντιν υποδυόταν ρόλους στην τιβί και στο σινεμά από τα μέσα των φίφτις, αλλά έπρεπε να περάσουν σχεδόν τριάντα χρόνια για να πρωταγωνιστήσει στο Παρίσι, Τέξας των Βέντερς/Σέπαρντ και το υποκριτικό μεγαλείο του να καταπλήξει το πλατύ κοινό. Στην αρχή της ταινίας, με τη συνοδεία των απόκοσμων ήχων της κιθάρας του Ry Cooder, μια μοναχική μορφή βαδίζει αποφασιστικά προς κάποια άγνωστη κατεύθυνση. Το πρόσωπο είναι πρόσωπο ενός βαθιά πληγωμένου ανθρώπου και ανήκει στον Travis, ε… συγγνώμη… στον Χάρι Ντιν. Εντάξει, ήταν κι η Ναστάζια. Εκείνη η Ναστάζια. Που όταν είχα πάει να τη δω στο ρόλο της Τες, μόλις το πρόσωπό της εμφανίστηκε για πρώτη φορά στην οθόνη, ένα συλλογικό «Ωωωω…» ακούστηκε μέσα στο σινεμά. Από όλους μας. Από άνδρες και γυναίκες.
"Είμαι 87 χρονών. Τρώω μόνο για να μπορώ να καπνίζω και να κρατιέμαι στη ζωή. Ο μόνος μου φόβος είναι για πόσο διάστημα θα παραμείνει η συνείδηση όταν θα έχει φύγει πια το σώμα. Ελπίζω να μην υπάρχει τίποτα. Όπως δεν υπήρχε προτού γεννηθώ. Δεν έχω θρησκευτικές ανησυχίες, όλα είναι μακρόκοσμοι του εγώ. Όταν ο άνθρωπος άρχισε να σκέφτεται ότι είναι ένα ξεχωριστό άτομο με ξεχωριστή ψυχή, τότε δημιουργήθηκε μια βίαιη κατάσταση. Το κενό, η έννοια της ανυπαρξίας τρομοκρατεί τους περισσότερους ανθρώπους στον πλανήτη. Έχω κ εγώ υποφέρει από τέτοιες κρίσεις άγχους. Ξέρω τον φόβο αυτού του κενού. Πρέπει να μάθεις να πεθαίνεις προτού πεθάνεις. Να υποκύψεις, να παραδοθείς στο κενό, στην ανυπαρξία..."
O Χάρι Ντιν ήταν/δεν ήταν θρύλος. Ήρωας και αντιήρωας. Αρκεί να δεις οποιαδήποτε ταινία του για να διαπιστώσεις πόσο αντιήρωας ήταν. Φορές φορές δίχως να το θέλει. Αλλά οι ρόλοι που υποδυόταν ήταν ακριβώς εκείνοι που έπρεπε να είναι. Θυμηθείτε τον στο Cold Hand Luke, εκείνον τον γλυκό και μελαγχολικό κατάδικο και την gospel σερενάτα του στον Πολ Νιούμαν. Ή τον πράκτορα του FBI στον δεύτερο Νονό – με το τσιγκέλι του έβγαζες μια λέξη. Και το παρεάκι του μονίμως άπλυτου Dylan στο Pat Garrett and Billie The Kid. Φυγάδες του Μιζούρι (για τρία χρόνια, μέχρι τον θάνατο του Μάρλον Μπράντο, οι δυο τους κουβέντιαζαν σχεδόν κάθε βράδυ για ώρες και ο Μάρλον τον δίδασκε σαιξπηρικούς μονολόγους), Alien, Wild At Heart, Repo Man - ακόμα κι εκείνη η αντικομμουνιστική ασύλληπτη πατάτα Red Dawn που μάλιστα την έκαναν και ριμέικ πριν λίγα χρόνια. Αυτή τη φορά με Βορειοκορεάτες, αν δεν απατώμαι, καθόσον πάει καλιά της η Σοβιετία. Kαι η τελευταία του ταινία, το Lucky. Στάθηκε τυχερός να υποδύεται ως το τέλος, στα ενενήντα του. Και πόσο απολάμβανε την παρέα του Willie Nelson. Καθόντουσαν στη βεράντα του δεύτερου και γρατζουνούσαν τις κιθάρες τους πίνοντας ουίσκι και καμιά φορά μπύρες, καπνίζοντας εκείνο το θεϊκό χόρτο που ο Willie φυτεύει στο αγρόκτημά του. Κι όλο το είναι του Χάρι Ντιν θαρρείς και ήταν πόνος, τρόμος, έρωτας, απώλεια – όλα σε ένα. Κανονική ταινία, θα λέγαμε. Με βάθος. Πολύ βάθος…
Βαθουλωμένα μάγουλα, βαθουλωμένες κόγχες, λιπόσαρκος – το λιτό παρουσιαστικό του, το πεινασμένο και στοιχειωμένο βλέμμα ενός μονίμως κυνηγημένου ανθρώπου. Ρόλοι σκληρού, ψυχοπαθή και εγκληματία, και κάπου στη διαδρομή κατέληξε να ζει σαν ένας από τους περιθωριακούς τύπους που υποδυόταν. Ένα ξύλινο σπιτάκι σε ένα λόφο με θέα μια καλιφορνέζικη κοιλάδα – το τσαρδί ενός απεριποίητου εργένη. Κι όπως έλεγε κι ο ίδιος, στο άσχετο καμιά φορά, «Απέφυγα εντέχνως την επιτυχία».
Και λίγο πριν το τέλος, ο Ντέιβιντ Λιντς τον κάνει ντοκιμαντέρ. Με τίτλο Harry Dean Stanton: Partly Fiction. Κι εκεί υπάρχει ένας χαρακτηριστικός διάλογος μεταξύ σκηνοθέτη και ηθοποιού:
Λιντς: Πώς θα περιέγραφες τον εαυτό σου;
Χάρι Ντιν: Σαν ένα τίποτα. Δεν υπάρχει εαυτός.
Λιντς: Πώς θα ήθελες να σε θυμούνται;
Χάρι Ντιν: Δεν έχει σημασία
Λιντς: Τι όνειρα είχες σαν παιδί;
Χάρι Ντιν: Εφιάλτες.
Λιντς: Τι είσαι;
Χάρι Ντιν: Δεν είμαι τίποτα. Κι όταν δεν είσαι τίποτα δεν υπάρχουν προβλήματα.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΣΧΕΤΙΚΑ:
Η Νύχτα των Ζωντανών Νεκρών του George A. Romero: Και οι «βρικόλακες» έγιναν ζόμπι...
Ο πολιτικοκοινωνικός βίος και ο θάνατος του Πιέρ Πάολο Παζολίνι...
Θόδωρος Αγγελόπουλος: Δέκα πράγματα που θα ήθελε να ξέρετε γι' αυτόν...