Γράφει ο Μιχάλης Τζάνογλος
Πρέπει να ήταν κάπου αρχές της δεκαετίας του ’80 όταν το βιβλιοπωλείο Ελεύθερος Τύπος έφερε κάποιες κασέτες με ιστορικές ηχογραφήσεις αναρχικών τραγουδιών από την Ισπανία, την Αργεντινή και την Ιταλία. Αυτή από την Ιταλία είχε τον τίτλο Canti Anarchici Italiani και τραγουδούσε το άγνωστο σε εμένα Gruppo "Z". Ανάμεσα στα κομμάτια ξεχώρισα ένα χαρούμενο (όπως νόμιζα από τον ρυθμό) τραγούδι που το έλεγαν «Addio a Lugano» (ή «Addio Lugano Bella», όπως είναι πιο γνωστό). Δεν πέρασε πολύς καιρός και κάπου πέτυχα τον εξαιρετικό και πάντα ανατρεπτικό ηθοποιό, Ηλία Λογοθέτη, να τραγουδάει με την κιθάρα του και ένα σαρδόνιο χαμόγελο αυτό το κομμάτι σε μία εκπομπή της κρατικής τηλεόρασης που παρουσίαζε ο δημοσιογράφος Χρήστος Οικονόμου. Λίγο το ένα, λίγο το άλλο, με έσπρωξαν να ψάξω το τραγούδι και τον δημιουργό του. Ο δημιουργός του κομματιού και πιο συγκεκριμένα ο στιχουργός, ήταν ένας Ιταλός δικηγόρος, συγγραφέας, ποιητής, μα πάνω απ’ όλα ένθερμος υποστηρικτής της αναρχικής ιδεολογίας, τόσο στη θεωρία όσο και στη πράξη.
Το όνομά του ήταν Ernesto Antonio Pietro Giuseppe Cesare Augusto Gori και γεννήθηκε στη Messina της Σικελίας τον Αύγουστο του 1865. Το οικογενειακό του περιβάλλον ήταν αστικό με καταγωγή από την Τοσκάνη. Ο πατέρας του, Francesco Gori, ήταν στρατιωτικός με έντονη δράση έχοντας πολεμήσει και διακριθεί στους πολέμους που προηγήθηκαν της ίδρυσης του Πρώτου Βασιλείου της Ιταλίας (1861). Όταν ο Pietro (όπως τον αποκαλούσαν), έγινε 12 χρονών η οικογένεια εγκαταστάθηκε οριστικά, έπειτα από σειρά μεταθέσεων, στο Λιβόρνο. Εκεί έλαβε κλασική παιδεία και σαν ανήσυχο πνεύμα που ήταν, αναμίχθηκε από νωρίς στη πολιτική, αρχικά ως μέλος μίας φιλομοναρχικής οργάνωσης, από την οποία τον διέγραψαν εξαιτίας της συμπεριφοράς του. Στη συνέχεια βρέθηκε να αρθρογραφεί στη Μεταρρύθμιση (La Riforma), μία εφημερίδα κεντρώου προσανατολισμού. Όλα αυτά μέχρι να γίνει 20 χρονών, οπότε μετακόμισε στην Πίζα για να σπουδάσει νομικά.
Η Αναρχική Δράση
Τα χρόνια των σπουδών του στην Πίζα υπήρξαν καθοριστικά για τη διαμόρφωση της μετέπειτα ιδεολογίας του, αφού εκεί ήρθε για πρώτη φορά σε επαφή με τις αναρχικές ιδέες συναναστρεφόμενος αναρχικούς φοιτητές. Στο δεύτερο έτος (1887), όντας ήδη μαχητικός αναρχικός, συνελήφθη για πρώτη φορά εξαιτίας ενός άρθρου που δημοσίευσε σε τοπική εφημερίδα με αφορμή την Εργατική Πρωτομαγιά και τους Μάρτυρες του Σικάγο, και στο οποίο καλούσε σε μαχητικές διαδηλώσεις ενάντια στα αμερικάνικα πλοία που ήταν αγκυροβολημένα στο λιμάνι του Λιβόρνο. Την επόμενη χρονιά σαν γραμματέας της Φοιτητική Ένωσης διοργάνωσε στην Πίζα ένα φιλοσοφικό μνημόσυνο για τον αιρετικό φιλόσοφο, ποιητή, μαθηματικό και αστρονόμο Τζιορντάνο Μπρούνο, που είχε μαρτυρήσει στην πυρά της Ιεράς Εξέτασης το 1600. Το 1889 ο Πιέτρο ολοκλήρωσε τις σπουδές του παραδίδοντας τη πτυχιακή του εργασία Φτώχεια και Εγκληματικότητα (La miseria e il delitto), στην οποία υποστήριζε ότι «το έγκλημα είναι η συνέπεια μιας κοινωνικής παθολογίας που έχει τις ρίζες της στη φτώχεια» και ότι «μόνο η αλλαγή της οικονομικής κατάστασης των κατώτερων τάξεων, δηλαδή η εγκαθίδρυση μιας νέας κοινωνίας, θα εξαφανίσει αυτή τη μάστιγα που πλήττει την ανθρωπότητα».
Λίγο αργότερα, δικηγόρος πλέον, συλλαμβάνεται ξανά με την κατηγορία της «υποδαύλισης πολιτικών παθών», με αφορμή τη έκδοση ενός φυλλαδίου με τίτλο Επαναστατικές Σκέψεις (Pensieri ribelli), το οποίο υπέγραφε με το ψευδώνυμο «Rigo» (αναγραμματισμός του Γκόρι). Στη δική που ακολούθησε κατηγορήθηκε ότι το φυλλάδιο περιείχε «προσβλητικές έννοιες και εκφράσεις εναντίον του απαραβίαστου δικαιώματος της ιδιοκτησίας, υποδαυλίζοντας το μίσος μεταξύ των κοινωνικών τάξεων, τον πόλεμο κατά της οικογενειακής τάξης και της θρησκείας του κράτους». Η έκβαση της δίκης ήταν η πανηγυρική αθώωση του Γκόρι, αφού το κατηγορητήριο ήταν σαθρό αλλά και επειδή είχε την τύχη να τον υπερασπιστούν αφιλοκερδώς και με μεγάλο ζήλο πολλοί από τους καθηγητές του στη Νομική Σχολή. Το άρθρο, η δίκη και η δημοσιότητα που της έδωσε ο τοπικός, και όχι μόνο, τύπος, τον έκαναν γνωστό σε ένα ευρύτερο κοινό και τον έφεραν σε επαφή με άλλους σημαντικούς αναρχικούς της εποχής, όπως ο Luigi Molinari που η φιλία τους κράτησε μέχρι τον θάνατό του Γκόρι το 1911. Με αναπτερωμένο ηθικό συνέχισε την προπαγανδιστική και επαναστατική του δράση και στα μέσα Μαΐου του 1890 συνελήφθη για μία ακόμα φορά με την κατηγορία ότι είχε οργανώσει και καθοδηγήσει τη μαχητική απεργία και τις διαδηλώσεις που είχαν πραγματοποιηθεί στο Λιβόρνο με αφορμή τον εορτασμό της Εργατικής Πρωτομαγιάς. Στη συνακόλουθη δίκη καταδικάστηκε σε φυλάκιση ενός έτους. Επειδή όμως η καταδίκη είχε βασιστεί αφενός στη μεροληψία των δικαστών και αφετέρου σε αμφιλεγόμενες μαρτυρίες αστυνομικών, ο Γκόρι κατάφερε να ακυρώσει την απόφαση έπειτα από έξι μήνες και να αφεθεί ελεύθερος. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο μετέπειτα εργοδότης του, ο σοσιαλιστής Filippo Turati, είχε αρνηθεί να τον υποστηρίξει.
Τον Ιανουάριο της επόμενης χρονιάς (1891) o Γκόρι συμμετείχε μαζί με τους Errico Malatesta, Luigi Galleani, Amilcare Cipriani, Francesco Saverio Merlino και πολλούς άλλους γνωστούς αναρχικούς και σοσιαλιστές αγωνιστές και διανοούμενους στο τριήμερο συνέδριο στο χωριό Capolago, στη σημερινή Ελβετία, που κατέληξε στην ίδρυση του βραχύβιου Επαναστατικού Αναρχικού Σοσιαλιστικού Κόμματος (Partito Socialista Anarchico Rivoluzionario – PSAR). Μετά το συνέδριο, ο Γκόρι εγκαταστάθηκε στο Μιλάνο και βρήκε δουλειά στο δικηγορικό γραφείο του σοσιαλιστή Filippo Turati, μαζί με τον οποίο αναλάμβαναν την υπεράσπιση αγωνιστών. Από την πρώτη στιγμή η αστυνομία του Μιλάνο τον έθεσε υπό στενή παρακολούθηση, θεωρώντας ότι η πρόθεσή του ήταν να οργανώσει το αναρχικό κίνημα στο Μιλάνο, το οποίο είχε κατασταλεί από τις δίκες των προηγούμενων χρόνων. Οι μέθοδοι που ακολουθούσε, πάλι κατά την αστυνομία, ήταν «η διείσδυση σε διάφορες ενώσεις της εργατικής τάξης, η συμμετοχή σε διασκέψεις και δημόσιες διαδηλώσεις, παίρνοντας παντού τον λόγο και τονώνοντας την ψυχή του αναρχικού κόμματος του Μιλάνο». Τον Αύγουστο του 1891 συμμετείχε σαν εκπρόσωπος του Συνδικάτου των Πιλοποιών στο ιδρυτικό συνέδριο του Εργατικού Κόμματος της Ιταλίας (Partito Operaio Italiano – POI). Στο συνέδριο αντιτάχθηκε με σθένος, αλλά χωρίς μεγάλη απήχηση, στις ρεφορμιστικές θέσεις που εξέφραζε ο εργοδότης του και επίσης σύνεδρος Filippo Turati, προσπαθώντας να περάσει στο καταστατικό θέσεις συμβατές με την αναρχική του ιδεολογία. Παράλληλα, ταξίδευε συχνά στην Τοσκάνη διατηρώντας επαφές με τις ριζοσπαστικές ομάδες της περιοχής. Τον Δεκέμβριο του 1891 εξέδωσε το πρώτο τεύχος της περιοδικής επιθεώρησης Ο Φίλος του Λαού (L’Amico del popolo), το οποίο κυκλοφόρησε 27 τεύχη, αν και κάθε φορά τα περισσότερα κατάσχονταν έπειτα από παρέμβαση των αρχών. Επίσης, διατηρούσε τακτική συνεργασία και με άλλα τοπικά έντυπα όπως το Πάντα Εμπρός! (Sempre Avanti!) στο Λιβόρνο ή το Ο Πληβείος (La Plebe) στη Φλωρεντία. Η μετάφραση που έκανε στο Κεφάλαιο του Μαρξ για λογαριασμό της Σοσιαλιστικής Λαϊκής Βιβλιοθήκης (Biblioteca popolare socialista), βρήκε πολύ μεγάλη αντίδραση από τον Turati, που στο πρόσωπο του Γκόρι έβλεπε πλέον ένα ισχυρό ιδεολογικό αντίπαλο.
Τον Απριλίο του 1892 συμμετείχε στο Μιλάνο σε ένα συνέδριο με τίτλο Νομικοφανής Σοσιαλισμός ή Αναρχικός Σοσιαλισμός (Socialismo legalitario e socialismo anarchico) που τάχθηκε υπέρ του αναρχικού σοσιαλισμού, θέση την οποία υπερασπίστηκε και στο «Εθνικό Συνέδριο Εργατικών και Σοσιαλιστικών Οργανώσεων» που πραγματοποιήθηκε στη Γένοβα τον επόμενο Αύγουστο, προβάλλοντας σοβαρές αντιρρήσεις στην πρόταση για ίδρυση του Σοσιαλιστικού Κόμματος των Ιταλών Εργατών (Partito Socialista dei Lavoratori Italiani - PSLI), το οποίο μετεξελίχθηκε στο Σοσιαλιστικό Κόμμα της Ιταλίας (Partito Socialista Italiano - PSI).
Η προσήλωση του Γκόρι στα αναρχικά ιδεώδη και τις μαχητικές πρακτικές και η αντίθεσή του στον κοινοβουλευτισμό, τον έφεραν σε ρήξη με τους σοσιαλιστές των υπόλοιπων τάσεων με αποτέλεσμα να αποβληθεί μαζί με άλλους συντρόφους του από το συνέδριο της Σοσιαλιστικής Διεθνούς που πραγματοποιήθηκε το 1893 στη Ζυρίχη και να απελαθεί. Αντιδρώντας στον αποκλεισμό του από τις διεργασίες των μέχρι τότε «συντρόφων» του, αποφάσισε να εκδώσει ένα ακόμα έντυπο με τίτλο Κοινωνική Πάλη (Lotta Sociale), το οποίο όπως και ο Φίλος του Λαού, κατάσχονταν συνεχώς.
Η κρατική καταστολή εντάθηκε σταδιακά και σε συνδυασμό με μερικές πετυχημένες προβοκάτσιες, είχε σαν αποτέλεσμα το ξέσπασμα συχνών εξεγέρσεων σε διάφορες περιοχές της Ιταλίας (από τον Βορά μέχρι τον Νότο), καθώς και δυναμικές πράξεις αντίστασης, οι οποίες με τη σειρά τους έφερναν μεγαλύτερη και πιο άγρια καταστολή. Η προπαγάνδα του κράτους, η στάση του τύπου, αλλά και η στάση των σοσιαλιστών ρεφορμιστικών τάσεων που ζητούσαν απεγνωσμένα έναν «αποδιοπομπαίο τράγο», δημιούργησαν στην κοινή γνώμη τη γνωστή εικόνα του «αναρχικού μηδενιστή τρομοκράτη». Παράλληλα με την πολιτική του δράση και με την ιδιότητα του δικηγόρου, ο Γκόρι υπερασπιζόταν πολύ συχνά συντρόφους που το κράτος έσερνε στα δικαστήρια. Χαρακτηριστικές ήταν οι περιπτώσεις του ατομικιστή αναρχικού βομβιστή Paolo Schicchi, του Luigi Galleani και 35 συντρόφων του, του τυπογράφου και εκδότη της εφημερίδας Η Σκέψη (Il Pensiero), Camillo Di Sciullo και άλλων.
Λίγο αργότερα και συγκεκριμένα τον Ιούνιο του 1894, ο Ιταλός αναρχικός Sante Caserio εκτέλεσε στη Λυών, τον Γάλλο Πρόεδρο Sadi Carnot. Ο Cesario, που καταγόταν από ένα χωριό κοντά στο Μιλάνο, καταδικάστηκε σε θάνατο και εκτελέστηκε με αποκεφαλισμό. Με αφορμή τη φιλία των δύο ανδρών, ο αντιδραστικός τύπος της εποχής και ειδικότερα τα περιοδικά La Lombardia και La Sera, κατηγόρησαν τον Γκόρι σαν ηθικό αυτουργό. Οι κατηγορίες αυτές έγιναν ακόμα πιο δριμείες όταν, μετά την εκτέλεση του Cesario, ο Γκόρι έγραψε ένα ποίημα με τίτλο «Μπαλάντα για τον Σάντε Καζέριο» («Ballata per Sante Caserio»).
Στοχοποιημένος και υπό την απειλή ενός νέου αντι-αναρχικού νόμου που είχε προτείνει για ψήφιση στη Βουλή ο Ιταλός πρωθυπουργός Francesco Crispi, ο Γκόρι αυτοεξορίστηκε στο Λουγκάνο της Ελβετίας, ενώ στη δίκη που τελικά έγινε ερήμην του, καταδικάστηκε σε πενταετί φυλάκιση. Στο Λουγκάν ήρθε σε επαφή με τους τοπικούς αναρχικούς κύκλους και δραστηριοποιήθηκε ξανά στον αγώνα, αποτελώντας πόλο έλξης όχι μόνο των Ιταλών εξόριστων αναρχικών, αλλά και πολλών Ελβετών. Μπροστά στις ασφυκτικές πιέσεις που δεχόταν η κυβέρνηση και μετά από μια αποτυχημένη απόπειρα δολοφονίας του, φυλακίστηκε και τελικά εξορίστηκε στη Γερμανία. Από εκεί και μετά από ένα σύντομο πέρασμα από τις Βρυξέλλες και το Άμστερνταμ, ταξίδεψε στο Λονδίνο όπου γνώρισε και συνεργάστηκε με σημαντικούς αναρχικούς όπως ο Κροπότκιν, ο Sebastien Faure, η Louise Michel, ο Elisée Reclus (τον είχε ήδη γνωρίσει στις Βρυξέλλες) και φυσικά ο παλιός γνωστός του και σύντροφος Errico Malatesta.
Από εκεί μπάρκαρε σαν ναύτης στο καράβι «Neuland» με προορισμό τη Νέα Υόρκη και από εκεί ξεκίνησε μια περιοδεία σε πόλεις των ΗΠΑ και του Καναδά, καταφέρνοντας να συμμετάσχει σε περισσότερα από 300 συνέδρια και συγκεντρώσεις προπαγανδίζοντας τον αναρχικό αγώνα. Στα ταξίδια του βοήθησε τους Ιταλούς μετανάστες να οργανώσουν τοπικές αναρχικές ομάδες, οι οποίες χάρη και σε αυτόν συνενώθηκαν στην Αναρχική-Σοσιαλιστική Ομοσπονδία Ιταλών Εργαζομένων Βόρειας Αμερικής (Federazione Socialista-Anarchica dei Lavoratori Italiani nel Nord-America). Ταυτόχρονα συνεργάστηκε με την εφημερίδα Το Κοινωνικό Ζήτημα (La Questione Sociale) που εξέδιδε στο Patterson του New Jersey ο Καταλανός αναρχικός Pedro Esteve, διατηρώντας τον ρόλο του αρχισυντάκτη για όλο το διάστημα που έζησε στην Αμερική.
Μετά από ένα χρόνο επέστρεψε στο Λονδίνο για να συμμετάσχει μαζί με τον Μαλατέστα στο 4ο Συνέδριο της Δεύτερης Διεθνούς (27/7 έως 1/8/1896), σαν εκπρόσωπος σωματείων Ιταλών Εργατών της Βόρειας Αμερικής απ’ όπου για μια φορά ακόμα αποκλείστηκε μαζί με όλους τους αναρχικούς συνέδρους. Την περίοδο εκείνη αρθρογραφούσε συχνά στο περιοδικό Ο Πυρσός της Αναρχίας (The Torch of Anarchy) που εξέδιδαν στο Λονδίνο οι αδερφές Olivia και Helen Rossetti. Εξαντλημένος και λίγο πριν την πλήρη κατάρρευση, κατέληξε στο Εθνικό Νοσοκομείο του Λονδίνου και έπειτα από πιέσεις που άσκησαν στην Ιταλική κυβέρνηση οι σοσιαλιστές βουλευτές Bovio και Imbriani, πήρε άδεια να επιστρέψει στην Ιταλία υπό την προϋπόθεση ότι θα παρέμενε αποκλεισμένος στο νησί Έλβα.
Μετά την αλλαγή της κυβέρνησης επέστρεψε στο Μιλάνο (Απρίλιος 1897) και ήρθε πάλι σε επαφή με τους αναρχικούς κύκλους οι οποίοι, μετά την επιστροφή του Μαλατέστα στην Ιταλία, είχαν αρχίσει να οργανώνονται σε εθνικό επίπεδο. Συμμετείχε σε διαδηλώσεις και πολύ συχνά εκφωνούσε πύρινους λόγους. Ταυτόχρονα, υπερασπιζόταν τόσο σε διάφορα έντυπα αλλά όσο και στις αίθουσες των δικαστηρίων, αναρχικούς (και όχι μόνο) αγωνιστές που αντιμετώπιζαν τη μήνη του κράτους.
Την άνοιξη του 1898 και μετά από μία μεγάλη αύξηση της τιμής των αλεύρων και κατά συνέπεια του ψωμιού, ξέσπασε στην Ιταλία ένα τεράστιο κίνημα διαμαρτυρίας με απεργίες και διαδηλώσεις. Αποκορύφωμα ήταν η διαδήλωση που έγινε στο Μιλάνο στις 7 Μαΐου και στην οποία ο στρατός άνοιξε πυρ σκοτώνοντας περίπου 300 διαδηλωτές. Μετά την άγρια καταστολή και το κυνήγι των αναρχικών που ακολούθησαν το κίνημα διαμαρτυρίας, ο Γκόρι κατάλαβε ότι θα συλληφθεί και θα καταδικαστεί για άλλη μια φορά και έτσι μπάρκαρε για την Αργεντινή. Η διαίσθησή του αποδείχθηκε σωστή, αφού δικάστηκε ερήμην και καταδικάστηκε σε 12 χρόνια.
Στην Αργεντινή, μαζί με τον επίσης αναρχικό δικηγόρο Arturo Riva, ίδρυσε μια εταιρεία νομικών συμβουλών και εξέδωσε το επιστημονικό περιοδικό Σύγχρονη Εγκληματολογία (Criminalogia Moderna), στο οποίο αρθρογραφούσαν πολλοί σημαντικοί νομικοί όχι μόνο από την Αργεντινή αλλά και από τον υπόλοιπο κόσμο. Παράλληλα, δραστηριοποιήθηκε στο αναρχικό κίνημα της χώρας εκδίδοντας πληθώρα φυλλαδίων με σημαντικότερο μία μπροσούρα με τίτλο Η Ουτοπία μας (La Nostra Utopia), και αρθρογραφώντας τακτικά στην αναρχική επιθεώρηση Κοινωνική Επιστήμη (Ciencia Social), ένα πολιτιστικό και επιστημονικό περιοδικό που περιλάμβανε μεταξύ των συνεργατών του τα πιο διάσημα ονόματα του διεθνούς ελευθεριακού κινήματος. Η πίστη του στην αναγκαιότητα της «ηθικής της αλληλεγγύης» σε αντίθεση με το «ατομικιστικό δόγμα», το έφερε σε αντιπαράθεση με πολλούς Αργεντινούς αναρχικούς, στους κύκλους των οποίων κυριαρχούσε ο ατομικισμός, με αποτέλεσμα να διοργανώσει μία ανοιχτή συζήτηση/συνέδριο με θέμα «Η ηθική της αλληλεγγύης στον αγώνα και στην κοινωνική ζωή, σε αντίθεση με το ατομικιστικό δόγμα».
Ανήσυχο πνεύμα όπως ήταν, δεν άργησε να ταξιδέψει και σε άλλες χώρες της Νότιας Αμερικής όπως η Χιλή, η Ουρουγουάη, η Βραζιλία και η Παραγουάη, προπαγανδίζοντας τις ιδέες του και βοηθώντας τα τοπικά εργατικά κινήματα. Ήταν ένας από τους πρώτους διανοούμενους, όχι μόνο αναρχικούς, που ασχολήθηκαν με το γυναικείο ζήτημα και διοργάνωσε στις 25 Νοεμβρίου 1900 στο Μπουένος Άιρες, συνέδριο με θέμα «Η Γυναίκα και η Οικογένεια», στο οποίο παρουσίασε πολύ προωθημένες για την εποχή απόψεις σχετικά με την γυναικεία χειραφέτηση. Το 1901 συμμετείχε στο ιδρυτικό συνέδριο της αναρχοσυνδικαλιστικής Περιφερειακής Εργατικής Ομοσπονδίας της Αργεντινής (Federación Obrera Regional Argentina - FORA). Η συνεισφορά του στο συνέδριο ήταν μεγάλη, αφού κατάφερε να γεφυρώσει το χάσμα ανάμεσα στους σοσιαλιστές και τους αναρχικούς.
Το 1902 εκμεταλλευόμενος μια αμνηστία επέστρεψε στην Ιταλία και μέχρι το 1904 γύριζε από πόλη σε πόλη δίνοντας διαλέξεις και παρέχοντας υποστήριξη στις αναρχικές και αναρχοσυνδικαλιστικές οργανώσεις των περιοχών που επισκεπτόταν. Το 1903 ανέλαβε τη διεύθυνση και την αρχισυνταξία του θεωρητικού αναρχικού περιοδικού Η Σκέψη (Il Ρensiero) που κυκλοφόρησε από μέχρι το 1911. Το 1904 ταξίδεψε στην Παλαιστίνη και την Αίγυπτο ενώ την αμέσως επόμενη χρονιά (1905) συμμετείχε στο Συνδικαλιστικό Συνέδριο της Μπολόνιας, το οποίο ανέλυσε τη σχέση των συνδικάτων με τις πολιτικές οργανώσεις, υποστηρίζοντας, όπως είχε κάνει στην Αργεντινή, την ανάγκη για ενότητα και για συμμετοχή των συνδικαλιστικών οργανώσεων στους πολιτικούς αγώνες.
Τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής του και μέχρι τον θάνατό του το 1911, ο Γκόρι αναγκάστηκε να διακόψει πολλές φορές της δραστηριότητές του λόγω της επιβαρυμένης υγείας του από φυματίωση. Παρά τα προβλήματά του συμμετείχε ενεργά στο διεθνές κίνημα υπεράσπισης του Ισπανού αναρχικού παιδαγωγού Francisco Ferrer, ιδρυτή του Μοντέρνου Σχολείου, που είχε καταδικαστεί σαν υποκινητής της λαϊκής εξέγερσης της «Τραγικής Εβδομάδας» στη Βαρκελώνη και παρά τη διεθνή κινητοποίηση τελικά εκτελέστηκε το 1909.
Στις 8 Ιανουαρίου 1911, στις 6.30 π.μ., ο Γκόρι πέθανε στο Portoferraio στην αγκαλιά της αδελφής του, Bice, και του αναρχικού εργάτη Piombino Pietro Castiglioli. Το σώμα του μεταφέρθηκε από το Portoferraio στο Piombino με πλοίο και από εκεί με τρένο στο Rosignano, όπου ενταφιάστηκε. Η πομπή και η κηδεία διήρκησαν τρεις μέρες, στη διάρκεια των οποίων εργάτες από όλη την Τοσκάνη την σταματούσαν για να αποχαιρετήσουν τον Γκόρι. Τα επόμενα χρόνια η 8 Ιανουαρίου ήταν αφιερωμένη στον Πιέτρο Γκόρι με χιλιάδες κόσμου να τιμά τη μνήμη του σε ολόκληρη την Ιταλία.
Το φασιστικό καθεστώς του Μπενίτο Μουσολίνι, αρχικά προσπάθησε να παρουσιάσει την πολιτική κληρονομιά του Γκόρι σαν φιλο-φασιστική και όταν, όπως ήταν φυσικό, απέτυχε ξέσπασε τη μανία του απαγορεύοντας την κυκλοφορία των κειμένων του, τις ετήσιες συγκεντρώσεις στη μνήμη του, και καταστρέφοντας τα μνημεία που είχαν στηθεί προς τιμήν του, όπως την προτομή που υπήρχε μπροστά από τον τάφο του.
Στο Rosignano λειτουργεί το Μουσείο Πιέτρο Γκόρι (Museo Pietro Γκόρι) όπου εκτίθενται τα βιβλία της προσωπικής του βιβλιοθήκης, επιστολές, φωτογραφίες και διάφορα προσωπικά του αντικείμενα.
Ο Ποιητής της Αναρχίας - Το Θέατρο, η Ποίηση και το Τραγούδι
Ο Πιέτρο Γκόρι είχε μία πολύ αξιόλογη καλλιτεχνική πλευρά η οποία βέβαια δεν ήταν ξεκομμένη από την πολιτική («στρατευμένο καλλιτέχνη», όπως θα τον αποκαλούσαμε σήμερα). Παράλληλα με τους πολιτικούς αγώνες του, αξιοποίησε τον ελεύθερο χρόνο που του προσέφεραν απλόχερα οι φυλακίσεις και οι εξορίες γράφοντας θεατρικά μονόπρακτα και ποιήματα, πολλά από τα οποία έγιναν τραγούδια.
Τις καλλιτεχνικές του τάσεις και ανησυχίες τις είχε ήδη εκδηλώσει από τα χρόνια που έκανε το μεταπτυχιακό του. Σαν φοιτητής σύχναζε σε χώρους που συγκεντρώνονταν πολλοί καλλιτέχνες της Πίζας και του Λιβόρνο. Εκεί γνώρισε μεταξύ άλλων και τον συνθέτη Carlo Della Giacoma, τον διευθυντή της ορχήστρας του 38ου Συντάγματος Πεζικού και το 1987 του εμπιστεύτηκε το χειρόγραφο ενός λυρικού έργου σε τρεις πράξεις. Το αποτέλεσμα αυτής της συνεργασίας ήταν μία όπερα, η πρώτη πράξη της οποίας παρουσιάστηκε την αμέσως επόμενη χρονιά από τη στρατιωτική ορχήστρα. Σε αυτό το νεανικό έργο, ο Γκόρι εκδηλώνει μια ευαισθησία και ένα πάθος για τη λογοτεχνία, την ποίηση και την κωμωδία που θα τον χαρακτήριζαν για όλη του τη ζωή, σε σημείο που να του δοθεί από τον κόσμο ο τίτλος του «Ποιητή της Αναρχίας».
Μετά τα γεγονότα της Πρωτομαγιάς του 1890 και τη φυλάκισή του αρχικά στη φυλακή του Λιβόρνο και στη συνέχεια σε αυτή του Σ. Τζόρτζιο στην Λούκα, και μέχρι την απελευθέρωσή του τον Νοέμβριο της ίδιας χρονιάς, ο Γκόρι έγραψε δύο ποιητικές συλλογές, την «Κατάκτηση του μέλλοντος» («La conquista dell' avvenire») και το δίτομο «Φυλακές και μάχες» («Prigioni e battaglie: versi»), που τις προόριζε για τη Λαϊκή Σοσιαλιστική Βιβλιοθήκη του Flaminio Fantuzzi. Όταν δημοσιεύτηκαν το 1890 και 1891 αντίστοιχα, γνώρισαν τεράστια επιτυχία με αποτέλεσμα τα περίπου 9000 αντίτυπα να εξαντληθούν σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα. Λίγο πριν την πρωτομαγιά του 1892, και όντας αυτή τη φορά στην φυλακή Σαν Βιτόρε, έγραψε ένα ακόμα σημαντικό ποίημα, τον «Ύμνο στην Πρωτομαγιά» («Inno del primo Μaggio»).
Το 1894 έκανε άλλη μία προσπάθεια με το θεατρικό έργο σε τρεις πράξεις Οι Έντιμοι Άνθρωποι (Gente Onesta), το οποίο σκόπευε να ανεβάσει σε ένα από τα θέατρα του Μιλάνου. Το έργο είχε γραφτεί στη φυλακή και σύμφωνα με τον δημιουργό του είχε περισσότερο αφυπνιστικό παρά καλλιτεχνικό σκοπό. Όταν όμως η λογοκρισία πετσόκοψε το κείμενο, ο Γκόρι ματαίωσε το ανέβασμα του έργου και το παρουσίασε σε έναν κλειστό κύκλο φίλων του στις εγκαταστάσεις της Γκαλερί Μοντέρνας Τέχνης του Μιλάνου (Galleria d'arte moderna di Milano). Την ίδια χρονιά, επηρεασμένος από την εκτέλεση του φίλου του Sante Caserio, έγραψε την «Μπαλάντα για τον Σάντε Καζέριο» («La ballata di Sante Caserio») που αργότερα μελοποιήθηκε και έγινε ένα από τα πιο δημοφιλή αναρχικά τραγούδια της Ιταλίας.
Στη διάρκεια της ζωής του έγραψε πολλά θεατρικά σκετσάκια, μονόπρακτα, αλλά και μεγαλύτερα θεατρικά έργα που παίζονταν με επιτυχία κυρίως στο εξωτερικό, δηλαδή σε χώρες όπου ζούσαν Ιταλοί μετανάστες εργάτες και όπου ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένες οι αναρχικές ιδέες. Κάποιες φορές συμμετείχε και ο ίδιος σαν ηθοποιός σε παραστάσεις, όπως στην πρεμιέρα του μονόπρακτου «Πρωτομαγιά» («Primo Maggio») που ανέβηκε στο Paterson του New Jersey το 1896. Την περίοδο που βρισκόταν στην Αμερική έγραψε μεταξύ άλλων και ένα από τα δημοφιλέστερα έργα του, το «Χωρίς Πατρίδα» («Senza Patria»), στο οποίο ο Γκόρι μιλούσε για έναν απογοητευμένο αγρότη και βετεράνο του πολέμου, που μετανάστευσε στην Αμερική και δεν βρήκε μια πατρίδα όπως ήλπιζε αλλά μόνο λίγο πιο πολύ ψωμί. Στο τέλος της ιστορίας κατέληξε να συνειδητοποιήσει ότι οι εργάτες όπως αυτός είναι «ξένοι παντού... απόκληροι! μπάσταρδοι!» και κατάλαβε ότι «η μόνη πατρίδα είναι ολόκληρη η γη και η μόνη οικογένεια ο κόσμος όλος».
Λίγο πριν απελαθεί από το Λουγκάνο της Ελβετίας όπου είχε καταφύγει και όντας φυλακισμένος (ή κατά άλλους όταν βρισκόταν στο δρόμο για την απέλαση), έγραψε το ποίημα «Το τραγούδι των απελαθέντων αναρχικών» («Il canto degli anarchici espulsi») που σύντομα μετονομάστηκε σε «Αποχαιρετισμός στο Όμορφο Λουγκάνο» («Addio Lugano Bella»). Το επένδυσε με τη μουσική του παραδοσιακού τραγουδιού «Addio a Sanremo» και έγινε το πιο γνωστό του τραγούδι. Οι πρώτες εκτελέσεις ήταν από τον ίδιο που το τραγουδούσε με την κιθάρα του πολύ συχνά στις ομιλίες που έδινε και στις συγκεντρώσεις που συμμετείχε. Το 1896 το τραγούδι συμπεριλήφθηκε σε ένα επίσημο δελτίο της τοπικής κυβέρνησης του Ticino, σε μια έκθεση σχετικά με την κατάσταση των φυλακών και με τον τίτλο Δοκίμια για τη λογοτεχνία των εγκληματιών και των αναρχικών (Saggi di letteratura di delinquenti e d'anarchici). Το τραγούδι έγινε εξαιρετικά δημοφιλές στις αρχές του 20ού αιώνα, χάρη στη συλλογή Το Βιβλίο των τραγουδιών της Επανάστασης (Il Canzoniere dei Ribelli) που δημοσίευσε το 1899 ο Carlo Frigerio και το οποίο είχε πολυάριθμες ανατυπώσεις. Το «Addio a Lugano» όπως ήταν επίσης γνωστό, τραγουδήθηκε από πολλούς διάσημους τραγουδιστές της Ιταλίας όπως η Milva που το συμπεριέλαβε το 1965 στο δίσκο της Τραγούδια της Λευτεριάς (Canti della libertà) και η Maria Carta στον δίσκο Σας τραγουδώ μία αληθινή ιστορία (Vi canto una storia assai vera) το 1976.
Το 1910 λίγους μόνο μήνες πριν τον θάνατο του Γκόρι, παρουσιάστηκε στη Φλωρεντία η Όπερα Calendimaggio σε μουσική του συνθέτη Giuseppe Pietri και ποίηση του Πιέτρο Γκόρι.
Εκτός από τα τραγούδια που έγραψε ο ίδιος, υπήρξαν και τραγούδια άλλων που ήταν αφιερωμένα στον Πιέτρο Γκόρι όπως το «Πες μου Πιέτρο Γκόρι που είσαι» («Dimmelo Pietro Γκόρι dove sei») που γράφτηκε το 1896 από άγνωστο συνθέτη, την περίοδο δηλαδή που ο Γκόρι ήταν περιορισμένος στο νησί Έλβα ή το «Από τα βουνά της Σαρζάνα» («Dai monti di Sarzana»), που τραγουδούσαν οι αναρχικοί αντάρτες της Ταξιαρχίας Lucetti στην Carrara την περίοδο του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
Τραγούδια του Πιέτρο Γκόρι
- «Ύμνος για τους εργάτες της θάλασσας» («Inno dei lavoratori del mare»), οι στίχοι του ήταν τυπωμένοι στη προτελευταία σελίδα των ιταλικών ναυτικών φυλλαδίων και παρέμειναν εκεί ακόμα και την περίοδο της επικράτησης του φασισμού (γύρω στο 1890)
- «Ύμνος του Αναρχικού Σοσιαλιστικού Κόμματος» («Inno del Partito Socialista Anarchico»), σε μουσική του Carlo Della Giacoma (γύρω στο 1890)
- Το τραγούδι της φυλακής» («Il canto della prigione»), γράφτηκε στη φυλακή του San Giorgio στις 20 Σεπτεμβρίου 1890 και μελοποιήθηκε από έναν συγκρατούμενο του Γκορι, πάνω σε μια παραδοσιακή φόρμα νανουρίσματος της Τοσκάνης που χρησιμοποιούσαν συχνά και για σκωπτικά τραγουδάκια (1890)
- «Η πορεία των εξεγερμένων» («Marcia dei Ribelli» ή «Inno della canaglia»), γραμμένο στη φυλακή του Σαν Βιτόρε σε μουσική του Carlo Della Giacoma (1891)
- «Ύμνος της Πρωτομαγιάς» («Inno del Primo Maggio»), επίσης γραμμένο στη φυλακή του Σαν Βιτόρε πάνω στη μουσική της άριας «Va' pensiero», της όπερας Nabucco του Verdi (1892)
- «Ύμνος των εργατών της Σικελίας» («Inno dei lavoratori Siciliani»), γράφτηκε πάνω στη μελωδία του «Inno di Mameli» με αφορμή την εξέγερση των Σικελών εργατών (1893-1894) που εξαπλώθηκε μέχρι την Τοσκάνη και η οποία κατεστάλη βίαια από το Ιταλικό κράτος. (1894)
- «Η μπαλάντα του Σάντε Καζέριο» («La ballata di Sante Caserio»), πάνω στη μελωδία του παραδοσιακού τραγουδιού της Τοσκάνης «Suona la mezzanotte» (1894)
- «Αποχαιρετισμός στο όμορφο Λουγκάνο» («Addio Lugano Bella» ή «Addio a Lugano»), βασισμένο στη μελωδία του παραδοσιακού «Addio a Sanremo» (1895)
- «Πατρίδα μας είναι όλος ο κόσμος» («Nostra patria e' il mondo intero» ή «Stornelli d'esilio» ή «Profughi d'Italia»), πάνω στη μελωδία του παραδοσιακού τραγουδιού της Τοσκάνης «La figlia campagnola» (1895)
- «Επαναστατική Αγάπη» («Amore ribelle» ή «Amor ribelle» ή «All'amor tuo fanciulla» ή «Canzonetta del libero amore»), πάνω στη μουσική ενός ρωσικού αναρχικού νιχιλιστικού ύμνου (1895)
- «Αντίο σύντροφοι αντίο («Addio compagni addio ή «Canto dei coatti), με δύο διαφορετικές μελωδίας. Μια πρώτη στο παραδοσιακό τραγούδι της Τοσκάνης με τίτλο «La sofferenza del carcerato» και μία δεύτερη πάνω στη μουσική του «Addio a Lugano» (1896)
- «Η δύναμη της γης» («Ι potenti della terra» ή «Il canto dei reclus»i ή «Inno anarchico ή Inno dei coatti») που αποδίδεται στον Πιέτρο Γκόρι (γύρω στα τέλη της δεκαετίας του 1890)
Διαβάστε επίσης (πηγές)
Una vita per l’ideale των Maurizio Antonioli & Franco Bertolucci – A-Rivista Anarchica (anno 40 n. 355)
Πιέτρο Γκόρι – Site του Βλάση Ρασσιά (περιέχει εκτενή εργογραφία)
Pietro Gori & Addio a Lugano – Wikipedia
Φόρος τιμής στον Pietro Γκόρι - Ελευθεριακή ψηφιακή βιβλιοθήκη (18 Μαΐου 2018)