Γράφει ο Γιάννης Καστανάρας
Ποτέ μου δεν σκέφτηκα ότι με τέτοια φάτσα θα μπορούσα να γίνω ηθοποιός. Αυτά τα μισόκλειστα μάτια μου – πόσο τα μισούσα! Κοιταζόμουν μαζοχιστικά στον καθρέφτη και μούντζωνα τα κουναβίσια μούτρα μου. Έτσι σκελετιάρης που ήμουνα νόμιζα ότι κανείς δεν άντεχε να με βλέπει, αλλά όπως αποδείχτηκε στη συνέχεια, το μέλλον ήταν πιο αισιόδοξο απ’ όσο φανταζόμουν. Κι αυτό επειδή από μικρός ήμουν αλητάμπουρας κι από τότε μ' ένα τσιγάρο κολλημένο στα χείλη...
Γεννήθηκα το 1917 στο Μπρίτζπορτ του Κονέκτικατ και ο γέρος μου ήταν εργάτης στους σιδηρόδρομους που εξαπλώνονταν στο Αμέρικα σαν τον ιστό της αράχνης. Τον έχασα όταν ήμουν μόλις δυο χρονών, δεν θυμάμαι τη φάτσα του, τον έφαγε η δουλειά – εργατικό ατύχημα το λένε. Η μάνα ξαναπαντρεύτηκε, αυτή τη φορά έναν Ιρλανδό ονόματι Μπιλ Κλάνσι, που τη σάπιζε στο ξύλο και κάποια στιγμή χάθηκε και δεν τον ξανάδαμε ποτέ.
Η πλάκα είναι ότι κόλλησα κι εγώ με τον σιδηρόδρομο. Όχι για δουλειά, απλά μου άρεσε να τον καβαλάω και να πηγαίνω, να πηγαίνω, να πηγαίνω… Είχα, βλέπετε, βαρεθεί να ξεπαστρεύω κοτόπουλα. Γενικά, ήμουν ανήσυχο αγόρι και πολύ κωλόπαιδο, μονίμως πλακωνόμουν με το καλημέρα. Ωστόσο, μ’ άρεσε το διάβασμα. Διάβαζα για μέρη μαγικά κι ήθελα να τα δω όλα. Όλο τον κόσμο. Άλλα παιδιά γούσταραν καμπόηδες κι αεροπλάνα. Εγώ ονειρευόμουν αλητεία και πλανόβιους – αυτοί ήταν οι ιππότες των εθνικών οδών, οι τελευταίοι τυχοδιώκτες της Αμερικής, ο Τζακ Λόντον κι ο Τζιμ Τάλι που έγραφαν για σάλτα σε τρένα, για βίβερε περικολοζαμέντε, για έναν κόσμο συναρπαστικό, για την απόλυτη ελευθερία. Διάβαζα και ξαναδιάβαζα τα βιβλία τους σαν να ήμουν εγώ ο ήρωας στις σελίδες τους.
Δεν χωρούσα πουθενά. Η μόνη μου φιλοδοξία ήταν να γίνω αλήτης. Έτσι, άρχισα να γυρίζω τη χώρα κι όπου μ’ έβγαζε το τρένο. Από πολύ μικρός, λέμε. Δουλειές του ποδαριού, συνήθως έσκαβα χαντάκια ή έπλενα πιάτα, αλλά δεν μάσαγα, έκανα τα πάντα προκειμένου να αλητεύω. Ή, σχεδόν τα πάντα.
Στα δεκατέσσερα με τσάκωσαν για αλητεία στη Σαβάνα της Τζόρτζια και, αν αγαπάτε τον Θεό σας, μ’ έστειλαν να δουλέψω αλυσοδεμένος μαζί με άλλους – chain gang, έτσι το λένε. Όμως την κοπάνησα μέσα από τους βάλτους και πέρασα κάμποσες μέρες σ’ ένα εγκαταλειμμένο σπίτι στη Βαλτιμόρη με μια συμμορία πιτσιρικάδων που προσπαθούσαν να τα φέρουν βόλτα αρπάζοντας σκυλάκια από πλούσιες οικογένειες για να τα επιστρέψουν στα αφεντικά τους μόλις ανακοίνωναν κάποια αμοιβή – σε φάση, «βρήκαμε το σκυλάκι σας να περιφέρεται μόνο του», και τέτοια. Εκεί είχα ένα ζόρι με τον αστράγαλό μου, πρήστηκε, έγινε βυσσινής. Ο πόνος ήταν αφόρητος, χώρια που η μόλυνση άρχισε να εξαπλώνεται στη γάμπα μου – μάλλον με είχε δαγκώσει κάποιο φίδι στο βάλτο. Με φρόντισε τελικά ένας γιατρός που με πλάκωσε στα παυσίπονα και με γύρισε στη μάνα μου στο Ντέλαγουερ.
Αλλά οι καιροί για τη λειψή φαμίλια μας ήταν ζόρικοι. Η μάνα έμαθε ότι στην Καλιφόρνια υπήρχε ψωμάκι κι εγώ με το αδελφάκι μου, τον Τζακ, τραβήξαμε πρώτοι κατά κει για να δούμε προς τι όλος εκείνος ο ντόρος. Πήραμε λοιπόν ο καθένας από ένα μπογαλάκι κι είπαμε στη μάνα πως θα γυρίσουμε να την πάρουμε. Ήταν το 1933, βλέπετε, κι όλος ο κόσμος στο Αμέρικα έκλαιγε μαύρο δάκρυ από την ανεργία και τη μιζέρια. Οι καπιτάλες είχαν μπουμπουνίσει το χρηματιστήριο τρία χρόνια νωρίτερα, εκείνη τη μαύρη Παρασκευή, κι εκατοντάδες χιλιάδες άνεργοι έπαιρναν τους δρόμους μπας και βρουν κάνα μεροκάματο της πείνας ή, έστω, κάποιον χριστιανό που θα τους έδινε ένα πιάτο ζεστή σούπα. Λέγεται ότι στο αποκορύφωμα της οικονομικής ύφεσης 250.000 «αλάνια των δρόμων», όπως τα ονόμασαν, καβάλαγαν τα τρένα.
Είπαμε αυτή τη φορά ν’ αποφύγουμε το ντάμπα ντούμπα των τρένων και να κάνουμε ωτοστόπ, μπλέξαμε με κάτι αλκοολολαθρέμπορους που μας περιμάζεψαν και μας φιλοξένησαν, αλλά εκεί που κοιμόμασταν πλάκωσε μια αντίπαλη συμμορία κι άρχισε το πιστολίδι κι εμείς τα κάναμε πάνω μας από την τρομάρα κι αποφασίσαμε ότι τελικά το ντάμπα ντούμπα των τρένων ήταν μια χαρούλα κι έτσι καβαλήσαμε ένα για τη Νέα Ορλεάνη κι εκεί βγάλαμε τη νύχτα μέσα στη ζούγκλα. Το πρωί μάθαμε πως ένα τρένο τραβούσε δυτικά κι είπαμε να το δοκιμάσουμε.
Πήδηξα πρώτος, αλλά πριν ο Τζακ προλάβει να με ακολουθήσει, είδε να τον κοιτάζει η κάννη από το όπλο ενός από τους μπράβους που φύλαγαν τα τρένα και κώλωσε. Ενώ το τρένο απομακρυνόταν, εγώ του φώναξα, «πήδα, ρε συ, σιγά μη σε πυροβολήσει!» αλλά ο Τζακ έκρινε διαφορετικά, το 38άρι, βλέπετε, δεν αστειεύεται, κι έτσι αφέθηκε να τον μπουζουριάσουν.
Έτσι συνέχισα μόνος μου το ταξίδι μέσα στην πίκρα και τελικά έφτασα νύχτα στο Ελέι μέσα σ’ ένα κλειστό βαγόνι, με μόνα μου εφόδια τα λίγα που είχα στο δισάκι μου.
Πήδηξα από το τρένο και, έχοντας τον νου μου για μπάτσους, άρχισα να περπατάω καβατζώνοντας τις σκιές. Άκουσα ομιλίες, πλησίασα διστακτικά και είδα τέσσερις Μεξικάνους καθισμένους στο χώμα μέσα στο σκοτάδι κάτω από έναν πύργο σημάτων. Ο ένας γρατζούναγε μια κιθάρα, ένας άλλος τραγουδούσε χαμηλόφωνα στα ισπανικά, ενώ μια μεγάλη κανάτα με κρασί περνούσε από τον έναν στον άλλο. Με χαιρέτησαν κι έκαναν χώρο για να αράξω μαζί τους. Με κέρασαν κρασί, μοιράστηκαν μαζί μου ένα τσιγαριλίκι (αργότερα, όταν ήμουν πια σταρ του κινηματογράφου, θα περνούσα μια ολόκληρη εβδομάδα στην ψειρού για κατοχή μαριχουάνας) και μου εξήγησαν με σπασμένα αγγλικά ότι λίγο παρακάτω, σε μια ιεραποστολή, μπορούσα να τρώω δωρεάν. Είχα μείνει κατάπληκτος και ταυτόχρονα αισθανόμουν ενθουσιασμένος. Αυτοί οι μάγκες έμοιαζαν σαν επιτροπή υποδοχής για τους πλανόδιους που έφταναν στην πόλη. Εδώ είμαστε, σκέφτηκα εκείνη τη μοιραία νύχτα στο Ελέι. Στη Γη της Επαγγελίας. Τα υπόλοιπα λίγο πολύ τα ξέρετε…