Γράφει ο Μιχάλης Τζάνογλος
Τι κοινό μπορεί να έχουν μεταξύ τους οι: Muddy Waters, Howlin’ Wolf, Lightnin' Hopkins, John Lee Hooker, Buddy Guy, Koko Taylor, Little Walter, Bo Diddley, B.B. King, Nina Simone, Cab Calloway, Otis Rush, Sonny Boy Williamson, Etta James, Big Time Sarah, Albert King, Big Mama Thornton, Memphis Slim, Elmore James, Junior Wells, Taj Mahal, Chuck Berry, Fats Domino, Buddy Holly, Elvis Presley, Johnny Hallyday, Perry Como, Tom Jones, Luciano Pavarotti, Bob Dylan, Pete Seeger,...
... Rolling Stones, Beatles, Jeff Beck, Canned Heat, Cream, Yardbirds, Led Zeppelin, Savoy Brown, Small Faces, Moody Blues, Eric Burdon, Alexis Korner, John Mayall, Kinks, Edgar Broughton Band, Pretty Things, Hawkwind, Manfred Mann, Alex Harvey, Eric Clapton, Marianne Faithfull, Chicken Shack, Spencer Davis Group, Paul Rodgers, Rod Stewart, Rory Gallagher, Fleetwood Mac, Gary Moore, Van Morrison, Humble Pie, Doors, Love, Steppenwolf, Grateful Dead, Chocolate Watchband, Sonics, Santana, Allman Brothers, John P. Hammond, Stevie Ray Vaughan, George Thorogood, J. Geils Band, ZZ Top, Captain Beefheart, Bruce Springsteen, Tom Petty, Cactus, Steve Miller, Supertramp, Jimi Hendrix, Quicksilver Messenger Service, New York Dolls, Link Wray, Foghat, Ry Cooder, Spirit, Peter Frampton, Aerosmith, Mahogany Rush, Foreigner, Styx, Paul Butterfield, Willie Nelson, Hank Williams, Blues Brothers, The Band, Ten Years After, Who, Joe Bonamassa, Johnny Winter, Dr. John, Dr. Feelgood, Sam Cooke, Sly Stone, Ike & Tina Turner, Isaac Hayes, Pointer Sisters, Grace Jones, PJ Harvey, Lords of Altamont, Jesus and Mary Chain, Johnny Thunders, Jane's Addiction, White Stripes, Elvis Costello, Violent Femmes, Diamanda Galás, Chris Cornell, Motörhead, UFO, Monster Magnet, Clutch, Saxon, Megadeth και αμέτρητοι άλλοι;
Η απάντηση είναι απλή: Αν κοιτάξει κανείς τα credits των δίσκων τους, όλο και κάπου θα διαβάσει το όνομα του Willie Dixon.
Τα χρόνια στο Μισισιπή
Ο William James Dixon, γεννήθηκε την 1η Ιουλίου 1915 στο Βίκσμπεργκ (Vicksburg) στην ανατολική ακτή του Μισισιπή και ήταν ένα από τα δεκατέσσερα παιδιά της Daisy (McKenzie) Dixon. Όσο για τον πατέρα του, άλλοι υποστηρίζουν ότι ήταν ο Charlie Dixon και άλλοι ο μετέπειτα πατριός του, A.D. Bell, ο οποίος τον μεγάλωσε μέχρι τα δώδεκα, όταν σκοτώθηκε σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα. Η μητέρα του ήταν θρησκευόμενη και συνήθιζε να σκαρώνει στιχάκια και να σιγοτραγουδάει κάνοντας τις δουλειές του σπιτιού, ενώ ο πατριός του ήταν ένας άνθρωπος που έτρεφε απέχθεια απέναντι στη θρησκεία και στη λευκή εξουσία και ζούσε την οικογένειά του εξασκώντας το επάγγελμα του κλέφτη, συμμετέχοντας συχνά σε ένοπλες ληστείες. Τα παιδικά του χρόνια τα έζησε μέσα στην καταπίεση και τον φόβο. Στο Βίκσμπεργκ, η Κου Κλουξ Κλαν και οι Ερυθροχιτώνες (Red Shirts, ρατσιστική παραστρατιωτική οργάνωση που έδρασε κυρίως στο Μισισιπή από τα τέλη του 19ου αιώνα μέχρι τη δεκαετία του 1970) με την ανοχή και συχνά την υποστήριξη της τοπικής κυβέρνησης, τρομοκρατούσαν τον μαύρο πληθυσμό, με τους ξυλοδαρμούς και τα λιντσαρίσματα να είναι στοιχείο της καθημερινότητας.
Η πρώτη επαφή του Willie με τη μουσική ήταν σε ηλικία τεσσάρων ετών, όταν τραγούδησε σε μία εκκλησία Βαπτιστών στην περιοχή του Σπρίνγκφιλντ. Τα blues τα πρωτάκουσε από τον πατριό του που τα τραγουδούσε κάνοντας βόλτες στα χωράφια. Η πραγματική όμως σχέση του με το τραγούδι άρχισε όταν σε νεανική ηλικία γνωρίστηκε με τον ξυλουργό Theo Phelps, ο οποίος είχε ένα gospel κουιντέτο και μερικές φορές ο Willie τραγουδούσε μαζί τους. Περίπου την ίδια περίοδο άρχισε να γράφει στίχους και να τους πουλάει σε ντόπιους μουσικούς που τους μετέτρεπαν σε τραγούδια. Με τα blues συναντήθηκε ξανά στα δώδεκά του, όταν μπήκε φυλακή επειδή είχε κλέψει μερικά φωτιστικά από ένα παλιό σπίτι. Ο καταλύτης όμως για να ασχοληθεί σοβαρά με τα blues ήταν η γνωριμία του λίγο αργότερα με τον πιανίστα και τραγουδιστή Little Brother Montgomery.
Σύντομα ο Willie άρχισε να ασφυκτιά στο περιορισμένο περιβάλλον του Βίκσμπεργκ και αναζητούσε με κάθε τρόπο ευκαιρίες για να φεύγει. Αρχικά στις γύρω αγροτικές περιοχές και στη συνέχεια στη Νέα Υόρκη, στη Χαβάη, στη Νέα Ορλεάνη, για να καταλήξει τελικά στο Σικάγο όπου ζούσε η αδερφή του.
Μετανάστης στο Σικάγο
Για να επιβιώσει τα χρόνια που περιόδευε στην Αμερική έκανε πολλές διαφορετικές και, συνήθως, σκληρές δουλειές, όπως εργάτης στα χωράφια, ναύτης σε ποταμόπλοια, ακόμα και παγοπώλης. Οι δουλειές αυτές βοήθησαν τον σωματώδη νεαρό να γίνει πολύ χειροδύναμος. Αυτή η δύναμη του φάνηκε πολύ χρήσιμη στο Σικάγο όταν προσπάθησε να γίνει επαγγελματίας μποξέρ με αρκετή επιτυχία. Το 1937 κέρδισε το πρωτάθλημα βαρέων βαρών Golden Gloves στην ερασιτεχνική κατηγορία και για κάποιο διάστημα συνεργάστηκε επαγγελματικά με τον θρυλικό πρωταθλητή βαρέων βαρών Joe Louis. Όταν κατάλαβε ότι ο μάνατζέρ του τον έριχνε συστηματικά στη πληρωμή έγινε έξαλλος και έκανε γυαλιά καρφιά το γραφείο της τοπικής επιτροπής πυγμαχίας με αποτέλεσμα να του απαγορευτεί «δια παντός» η συμμετοχή σε αγώνες. Έτσι τελείωσε η πυγμαχική σταδιοδρομία του.
Όπως ήταν επόμενο, στράφηκε πάλι στη μουσική τραγουδώντας στους δρόμους του Σικάγο, με τη συνοδεία ενός μονόχορδου τενεκεδένιου μπάσο που του έφτιαξε ο φίλος του και επίσης μουσικός Leonard "Baby Doo" Caston. Λίγο αργότερα οι δύο φίλοι συνεργάστηκαν και με την προσθήκη του Evan Spencer, συνέχισαν σαν τρίο άλλοτε στους δρόμους και άλλοτε σε κλαμπάκια. Το 1939, μαζί με τον Leonard Caston και τους Joe Bell, Gene Gilmore, Willie Hawthorne, σχημάτισε τους Five Breezes. Η μπάντα ηχογράφησε οκτώ κομμάτια που κυκλοφόρησαν τον Νοέμβριο του 1940 από την εταιρεία Bluebird (μια θυγατρική της RCA που ασχολείτο αποκλειστικά με μαύρους καλλιτέχνες).
Οι Five Breezes διαλύθηκαν το 1941, όταν λίγο μετά το Περλ Χάρμπορ ο Dixon κλήθηκε να υπηρετήσει στον στρατό. Η άρνηση του Dixon να καταταγεί είχε σαν αποτέλεσμα να συλληφθεί και να οδηγηθεί στις στρατιωτικές φυλακές. Όταν αφέθηκε ελεύθερος το 1942, συνεργάστηκε αρχικά με τον Caston και όταν το 1945 ο Caston έφυγε για περιοδεία στο εξωτερικό, ο Dixon σχημάτισε τους Four Jumps of Jive με τη συμμετοχή των Gene Gilmore, Bernardo Dennis, και Ellis Hunter. Με αυτούς ηχογράφησε δυο τραγούδια («It's Just The Blues» και «Satchelmouth Mouth Baby»), τα οποία κυκλοφόρησαν από την εταιρεία Mercury (τη θυγατρική της Decca που προσανατολιζόταν σε μαύρους καλλιτέχνες). Με την επιστροφή του Caston το 1946, συνεργάστηκαν ξανά σχηματίζοντας αρχικά με τον Bernardo Dennis (που ένα χρόνο αργότερα αντικαταστάθηκε από τον Ollie Crawford) τους Big Three Trio. Με αυτό το σχήμα ο Dixon γνώρισε την πρώτη επιτυχία του σε εθνικό επίπεδο με το τραγούδι «You Sure Look Good to Me» που κυκλοφόρησε 1948 από την Columbia. Το 1952 ο Caston, που αντιμετώπιζε προβλήματα με τη σύζυγό του, αποφάσισε να ακολουθήσει διαφορετική διαδρομή και το τρίο διαλύθηκε.
Chess Records και Chicago Blues
Από τα τέλη της δεκαετίας του ’40, και όσο υπήρχαν ακόμα οι Big Three Trio, ο Dixon είχε αρχίσει να συνεργάζεται με την Aristocrat, κυρίως σαν session μουσικός παίζοντας μπάσο σε διάφορες ηχογραφήσεις, κυρίως του Robert Nighthawk, όπως το «Black Angel Blues» (1949) και το «Six Three O» (1950). Όταν η Aristocrat μετεξελίχθηκε σε Chess Records, ο Dixon συνέχισε τη συνεργασία, άλλοτε σαν session μουσικός άλλοτε σαν κυνηγός ταλέντων και άλλοτε σαν υπεύθυνος ηχογράφησης. Από το 1953, η συνεργασία με την Chess είχε γίνει μόνιμη.
Παρά τις προσπάθειές του να πείσει τους αδερφούς Leonard και Phil Chess να ηχογραφήσει κάποια δικά του τραγούδια, εκείνοι δεν του έδιναν ιδιαίτερη σημασία. Αυτό όμως άλλαξε το 1954, όταν έπεισε τον Muddy Waters να ηχογραφήσει το «(I'm Your) Hoochie Cooche Man» και στη συνέχεια το «Just Make Love to Me» (πιο γνωστό σαν «I Just Want to Make Love to You»). Από τότε έγινε ένας από τους βασικότερους, αν όχι ο βασικότερος, συνθέτες της Chess Records, γράφοντας τραγούδια για μουσικούς όπως ο Howlin’ Wolf («Evil», «Little Red Rooster»), ο Eddie Boyd («Third Degree»), o Jimmy Witherspoon («When The Lights Go Out»), ο Bo Diddley («Pretty Thing») κ.α. To 1955, το κομμάτι του με τίτλο «My Babe» με τον Little Walter, έγινε το πρώτο κομμάτι του Dixon που κατέκτησε την 1η θέση των R&B charts.
Στο μεταξύ, η συνεργασία του Dixon με τους αδερφούς Chess γινόταν όλο και πιο δύσκολη. Τα αφεντικά της εταιρείας πίστευαν ότι αν ο Dixon ηχογραφούσε δικά του κομμάτια, θα ήθελε να τα προωθεί δίνοντας συναυλίες και αφιερώνοντας λιγότερο χρόνο στα εταιρικά του καθήκοντα. Στα τόσα χρόνια της συνεργασίας τους είχε καταφέρει να ηχογραφήσει σαν πρώτο όνομα μόνο δεκατέσσερα τραγούδια, από τα οποία κάποια δεν κυκλοφόρησαν παρά μόνο σε συλλογές μετά τον θάνατό του, ενώ μόνο το «Walking the Blues» προωθήθηκε ως ένα βαθμό και μάλιστα όχι από την ίδια την Chess αλλά από την Checker, μια θυγατρική της. Σαν αποτέλεσμα, γύρω στα τέλη του 1956 η συνεργασία απέκτησε μία πιο χαλαρή μορφή, επιτρέποντας στον Dixon να συνεργαστεί μέχρι το 1959 και με την Cobra Records. Εκεί συνεργάστηκε με καλλιτέχνες όπως ο Otis Rush και ο Buddy Guy. Γύρω στα τέλη της δεκαετίας του ’50 έκανε και μία σειρά ηχογραφήσεων με τη νεοσύστατη Bluesville Records με σαν αποτέλεσμα την κυκλοφορία του πρώτου του προσωπικού άλμπουμ του με τίτλο Willie's Blues. Το 1959 και μετά από το κλείσιμο της Cobra Records λόγω οικονομικών προβλημάτων, επέστρεψε σαν υπάλληλος στη μισθοδοσία της Chess.
Παράλληλα, έχοντας αποκτήσει σημαντική εμπειρία στα δισκογραφικά πράγματα, το 1957 ίδρυσε την εταιρεία διανομής Ghana Music.
Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1960 και στις αρχές της δεκαετίας του 1970, ο Dixon συμμετείχε σαν συνθέτης, παραγωγός και μουσικός σε πολλές ηχογραφήσεις που έγιναν έξω από το στούντιο της Chess. Επρόκειτο κυρίως για μικρές δισκογραφικές εταιρείες όπως η Chief, USA και η Supreme και σε αυτές συνεργάστηκε με καλλιτέχνες όπως ο Junior Wells, η Koko Taylor, οι Five Blind Boys of Mississippi, ο Jesse Fortune, ο Willie Mabon κ.α.
Στα τέλη της δεκαετίας του ’60 η soul είχε παραγκωνίσει πλέον τα μπλουζ στα ράφια των δισκάδικων. Η τελευταία μεγάλη επιτυχία της Chess Records ήταν η ηχογράφηση της Koko Taylor του «Wang Dang Doodle» το 1966, μια σύνθεση του Willie Dixon. Πολλοί σημαντικοί μπλουζίστες όπως οι Elmore James, Sonny Boy Williamson, Little Walter και J.B. Lenoir είχαν πεθάνει. Η Chess Records πουλήθηκε το 1969 και καθώς το ηλεκτρικό μπάσο είχε πλέον επικρατήσει, ο Dixon δεν ήταν ιδιαίτερα περιζήτητος σαν session μουσικός. Μέσα σε ένα τέτοιο κλίμα, το 1969 σχημάτισε την μπάντα Chicago Blues All-Stars, η οποία έγινε μόνιμος συνοδοιπόρος του για τα υπόλοιπα χρόνια της καριέρας του.
Την επόμενη δεκαετία ο Dixon συνέχισε να γράφει τραγούδια, να κάνει δισκογραφικές παραγωγές και να κυκλοφορεί με αρκετή επιτυχία δικό του υλικό, κυρίως με την ετικέτα της δικής του δισκογραφικής Yambo. Στο πρώτο άλμπουμ που κυκλοφόρησε στη Yambo με τίτλο Peace?, όντας πλέον απελευθερωμένος από εξωτερικές δεσμεύσεις, οι στίχοι του έγιναν κοινωνικά πιο καυστικοί. Για παράδειγμα, στο τραγούδι «It Don’t Make Sense (You Can’t Make Peace)» που άνοιγε τον δίσκο, καυτηρίαζε τους πλούσιους και τους ισχυρούς επειδή αδιαφορούσαν για την παγκόσμια ειρήνη. Οι δίσκοι του Catalyst (1973) και What’s Happened to My Blues? (1977) προτάθηκαν για Grammy.
Το 1977 ο διαβήτης, από τον οποίο υπέφερε χρόνια, ανάγκασε τους γιατρούς να ακρωτηριάσουν το ένα του πόδι. Όμως, μετά από μία σύντομη περίοδο αποθεραπείας, επαναδραστηριοποίησε τους Chicago Blues All-Stars συνεχίζοντας τις ζωντανές εμφανίσεις (και τις υπόλοιπες δραστηριότητές του) και την επόμενη δεκαετία.
Ο Willie Dixon και το Rock ‘n’ Roll
Πέρα όμως από την επίδραση που είχε στη διαμόρφωση του ήχου που σήμερα αποκαλείται Chicago Blues, η συμβολή του Dixon ήταν σημαντική και στο καθαυτό rock ’ n’ roll, κυρίως λόγω της συνεργασίας του με τον Chuck Berry.
Η σχέση του Dixon με τον Berry ξεκίνησε όταν ο Berry είχε βρεθεί στο στούντιο της Chess για να ηχογραφήσει το πρώτο του σινγκλ με τίτλο «Maybellene» που κυκλοφόρησε τον Ιούλιο του 1955. «Την πρώτη φορά που ήρθε εδώ ο Berry, καταλάβαμε ότι το τραγούδι θα μπορούσε να γνωρίσει μεγάλη επιτυχία», σχολίασε ο Dixon στην αυτοβιογραφία του. Όμως ο Berry, σαν παιδί της υπαίθρου που ήταν, είχε αποδώσει το κομμάτι σε country ύφος. Ο Dixon κατάλαβε ότι αυτό που χρειαζόταν για να γίνει επιτυχία ήταν να έρθει πιο κοντά στον blues ήχο και συγκεκριμένα στον urban blues (αστικό μπλουζ) ήχο του Σικάγο. Έτσι έγινε και ο Chuck Berry είδε το πρώτο του σινγκλ να σκαρφαλώνει στο #6 του καταλόγου επιτυχιών του Billboard και στο #1 του αντίστοιχου καταλόγου επιτυχιών στη κατηγορία του R&B. Στην ηχογράφηση του «Maybellene» ο Willie Dixon, εκτός από την παραγωγή έπαιξε και τα μέρη του μπάσου, όπως έκανε και στα επόμενα κομμάτια του Chuck Berry «Johnny B. Goode», «You Can’t Catch Me», «Too Much Monkey Business», «Roll Over Beethoven» και «Memphis Tennessee».
Ο διεθνής Willie Dixon
Η πρώτη επαφή του Willie Dixon με το διεθνές κοινό έγινε το 1959, όταν επισκέφθηκε για πρώτη φορά στο Λονδίνο μαζί με τον Memphis Slim για μια σειρά εμφανίσεων σε διάφορα κλαμπάκια. Όταν επέστρεψαν στο Σικάγο άρχισαν να παίζουν στο folk κλαμπ Gate of Horn. Εκεί τους άκουσε η ιδιοκτήτρια ενός κλαμπ στη Χάιφα του Ισραήλ και τους ζήτησε να δουλέψουν μαζί της. Έχοντας ήδη βάλει σαν στόχο να ακουστεί η μουσική τους πέρα από τις ΗΠΑ, δέχθηκαν.
Στο Ισραήλ γνώρισαν τον Γερμανό τηλεοπτικό σκηνοθέτη και διοργανωτή συναυλιών Horst Lippmann, ο οποίος ήθελε να φέρει μπλουζίστες για την εκπομπή Jazz Gesehn und Gehört της γερμανικής τηλεόρασης. Από τη συνεργασία αυτή, το 1962 γεννήθηκε American Folk Blues Festival που διοργανωνόταν σχεδόν κάθε χρόνο (μέχρι το 1971) σε διάφορες ευρωπαϊκές πόλεις, φέρνοντας και που σε επαφή πολλούς καταξιωμένους blues καλλιτέχνες με το ευρωπαϊκό κοινό. Η συμβολή του Dixon στη επιτυχία του φεστιβάλ ήταν μεγάλη, αφού συμμετείχε όχι μόνο σαν μουσικός, αλλά και σαν ενδιάμεσος με τους καλλιτέχνες και σαν υπεύθυνος της διοργάνωσης.
Το φεστιβάλ έφερε σε επαφή (για πρώτη φορά σε μεγάλη κλίμακα) σπουδαίους nlues μουσικούς του Σικάγο, όπως οι Muddy Waters, Howlin' Wolf, John Lee Hooker και Sonny Boy Williamson με το ευρωπαϊκό κοινό. Σύντομα οι μουσικοί κατάλαβαν ότι η Ευρώπη ήταν πολύ πιο αποδοτική για αυτούς σε σύγκριση με τις ΗΠΑ. Σχεδόν όπου εμφανίζονταν, οι διοργανωτές και το κοινό τους αντιμετώπιζαν με σεβασμό και ενθουσιασμό, κάτι πρωτόγνωρο για καλλιτέχνες που είχαν βιώσει τη φυλετική βία και τις διακρίσεις στο πετσί τους.
Η επίδρασή του στο Rock και την Soul
Δεν υπάρχει αμφιβολία για τη μεγάλη εντύπωση που προκάλεσε η περιοδεία του American Folk Blues Festival στην Αγγλία το 1962. Με αυτή την ευκαιρία, η μουσική του Dixon ακούστηκε από πολλούς νεαρούς μουσικούς που παρακολούθησαν το φεστιβάλ. Ανάμεσα στο κοινό που βρέθηκε στην πρώτη στάση της περιοδείας στο Μάντσεστερ ήταν οι Mick Jagger, Keith Richards, Brian Jones και Jimmy Page, κάτι καθόλου περίεργο αν σκεφτεί κανείς ότι ένας από τους διοργανωτές της περιοδείας ήταν ο Giorgio Gomelsky, ο τότε μάνατζερ των Rolling Stones και των Yardbirds. Στο Λονδίνο, ανάμεσα στο κοινό βρέθηκαν οι Eric Burdon, Eric Clapton και Steve Winwood. Κατά μία έννοια, o Willie Dixon και η παρέα του μπορούν να θεωρηθούν σαν ένας από τους βασικούς παράγοντες που όχι μόνο επηρέασαν τη βρετανική blues σκηνή, αλλά συνέβαλαν σε αυτό που λίγο αργότερα ονομάστηκε «British Invasion», όταν συγκροτήματα και μουσικοί από τη Βρετανία γνώριζαν μεγάλες επιτυχίες στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού.
Ο Dixon βοήθησε τους μουσικούς της σκηνής αυτής με πολλούς τρόπους. Πέρα από έμπνευση και παρότρυνση, τους έδωσε τραγούδια που πολλές φορές ήταν γραμμένα ειδικά για αυτούς, συμμετείχε σε συναυλίες τους στην Αγγλία και, το πιο σημαντικό, τους βοήθησε να ταξιδέψουν, να παίξουν και να ηχογραφήσουν στην Αμερική.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν οι Rolling Stones. Το πρώτο blues κομμάτι που έφτασε στο #1 των βρετανικών charts τον Δεκέμβριο του 1964 ήταν το «Little Red Rooster» του Willie Dixon παιγμένο από τους Rolling Stones, ενώ το πρώτο τους άλμπουμ περιείχε το «I Just Wanna Make Love To You» (πάλι του Willie Dixon), τόσο στη βρετανική όσο και στη (διαφορετική) αμερικάνικη έκδοση. Το καλοκαίρι του 1964, επίσης με τη βοήθεια του Dixon, οι Stones ηχογράφησαν το EP Five by Five στο στούντιο της Chess στο Σικάγο. Αντίστοιχα, οι Yardbirds έπαιξαν κομμάτια του Willie Dixon και επίσης ηχογράφησαν στο στούντιο της Chess το 1965. Το 1966, όταν οι Cream συμπεριέλαβαν το «Spoonful» στο πρώτο τους άλμπουμ Fresh Cream, ο Dixon το εκθείασε και τους ενθάρρυνε να παίξουν και άλλα blues κομμάτια. Το 1967 συμμετείχε, παίζοντας μπάσο, στις ηχογραφήσεις των Fleetwood Mac στο στούντιο της Chess.
Και στην Αμερική όμως δεν ήταν λίγοι οι νέοι μουσικοί και τα συγκροτήματα που εμπνεύστηκαν από τα κομμάτια του Dixon. Για παράδειγμα, το «Back Door Man» μέσα από το πρώτο τους άλμπουμ των Doors, αποτέλεσε βασικό κομμάτι των συναυλιών της καλιφορνέζικης μπάντας όπως διαπιστώνεται από τις ζωντανές τους ηχογραφήσεις Absolutely Live, Live at the Matrix 1967, Live at the Bowl '68, Live at The Isle of Wight Festival 1970 κ.α.
Αξιοσημείωτη ήταν επίσης η συνεργασία του με τον Pete Seeger στις αρχές της δεκαετίας του ’60 όταν εμφανίστηκε μαζί με τον φίλο και συνεργάτη του Memphis Slim και τον Seeger στη σκηνή του νεοϋορκέζικου κλαμπ Village Gate παίζοντας blues και folk κομμάτια όπως τα «Another Man Done Gone» και «John Hardy».
Αντίστοιχα μεγάλη ήταν και η επίδραση που ο Dixon άσκησε στους χώρους των Soul, R&B αλλά και Jazz μουσικών. Κομμάτια του εκτελέστηκαν από μεγάλα ονόματα όπως οι Sam Cooke, Sly Stone, Ike & Tina Turner, Isaac Hayes, Pointer Sisters, Grace Jones, Nina Simone. Ακόμα και ο πολύς Cab Calloway συνεργάστηκε μαζί του συνυπογράφοντας το «The Jungle King (You Ain't Done a Doggone Thing)».
Δικαστικοί αγώνες και πνευματικά δικαιώματα
Ο Willie Dixon, όπως άλλωστε και οι περισσότεροι blues συνθέτες και μουσικοί, σπανίως πληρώνονταν για τα πνευματικά δικαιώματα των έργων τους. Τα πρώτα χρόνια, τα συμβόλαια που υπέγραφαν είχαν τον όρο ότι θα συμμετείχαν στα κέρδη μόνο εφόσον καλύπτονταν τα έξοδα (κάτι που, όπως ισχυρίζονταν οι εταιρείες, δεν συνέβαινε σχεδόν ποτέ). Άλλοτε πάλι, με το πρόσχημα της υπαλληλικής σχέσης και ενός πενιχρού μισθού, οι εταιρείες καρπώνονταν όλα τα κέρδη, όπως για παράδειγμα η Chess που τον πλήρωνε σαν απλό υπάλληλο με μισθό 150 δολάρια την εβδομάδα.
Ο Dixon προσπάθησε πολλές φορές να διεκδικήσει (όχι πάντα με επιτυχία) τα κεκτημένα, άλλοτε προσπαθώντας να έρθει σε συμβιβασμό και άλλοτε προσφεύγοντας στα δικαστήρια. Η πρώτη επιτυχία σε αυτή τη προσπάθεια ήρθε το 1977, όταν κατάφερε να ανακτήσει (μαζί με ένα σημαντικό χρηματικό ποσό) τα δικαιώματα των τραγουδιών του που μέχρι τότε κατείχε η Arc Music (μια θυγατρική της Chess).
Το πρόβλημα έγινε πολύ πιο έντονο όταν τα τραγούδια του άρχιζαν να αναγνωρίζονται και να τα ηχογραφούν πολλοί καλλιτέχνες και από τις δύο πλευρές του Ατλαντικού. Μία από τις μεγαλύτερες αντιπαραθέσεις ήταν με τους Led Zeppelin που τον είχαν κατακλέψει όχι μόνο χωρίς να πάρουν την άδειά του αλλά και χωρίς να τον αναφέρουν στα credits των δίσκων – και, φυσικά, χωρίς να του έχουν πληρώσει δεκάρα. Το πρώτο κομμάτι που έγινε αντιληπτό ότι «δανείστηκαν» χωρίς την παραμικρή αναφορά στο όνομά του, ήταν το «Bring It On Home» από το άλμπουμ Led Zeppelin II. Το επόμενο ήταν μία από τις μεγαλύτερες επιτυχίες των Zeppelin, επείσης από το ίδιο άλμπουμ, το «Whole Lotta Love», ένα τραγούδι σχεδόν ταυτόσημο με το «You Need Love». Απεναντίας, στο πρώτο τους άλμπουμ τον ανέφεραν κανονικά σαν δημιουργό και στα δύο κομμάτια του Dixon που είχαν διασκευάσει («You Shook Me» και «I Can't Quit You Baby»). Οι Page και Plant προσπάθησαν να δικαιολογηθούν με αστεία επιχειρήματα όπως, για παράδειγμα, ότι είχαν χρησιμοποιήσει μέρη από τα κομμάτια του Dixon σαν φόρο τιμής σε αυτόν και τη συνεισφορά του στη μουσική. Πολύ αργότερα, σε μια στιγμή ειλικρίνειας, παραδέχθηκαν ότι είχαν βασιστεί στο ότι ο Dixon ήταν πολύ μακριά για να το πάρει χαμπάρι. Και στις δύο περιπτώσεις η αντιδικία λύθηκε εξωδικαστικά. Πέρασαν πολλά χρόνια μέχρι να εισπράξει κάποια χρήματα από τους Rolling Stones, ενώ σε άλλες περιπτώσεις όπως του Rod Stewart και των Faces δεν πήρε δεκάρα.
Τα τελευταία χρόνια (Επίλογος)
Το 1980 έγινε ο Willie Dixon μέλος του Blues Hall of Fame και το 1981 ίδρυσε τον μη κερδοσκοπικό οργανισμό Blues Heaven Foundation, τον οποίο στέγασε στα παλιά γραφεία της Chess. Σκοπός του οργανισμού ήταν (και είναι ακόμα) να υποστηρίζει τα blues και να μεταδίδει την ιστορία τους, του δίνοντας υποτροφίες σε νέα παιδιά, προσφέροντας μουσικά όργανα σε σχολεία, παρέχοντας νομικές συμβουλές σε μουσικούς κ.α.
Παράλληλα, έχοντας πλέον αποκτήσει κάποια σημαντική οικονομική άνεση, άνοιξε ένα «προβάδικο» (Blues Factory) και ίδρυσε το πρακτορείο Soul Attractions και τη δισκογραφική Spoonful, όλα με έδρα το Σικάγο.
Το 1984, με την υγεία του επιβαρυμένη, ο Dixon μετακόμισε στο Γκλέντεϊλ στη Νότια Καλιφόρνια και άρχισε να ασχολείται με τον κινηματογράφο. Έπαιξε το τραγούδι του «Don’t You Tell Me Nothin’» στην ταινία Το Χρώμα του Χρήματος (The Color of Money) του Μάρτιν Σκορτσέζε (1986), ανέλαβε την παραγωγή στη νέα έκδοση του «Who Do You Love» του Bo Diddley που ακούστηκε στην ταινία La Bamba (1988) και έκανε ένα μικρό πέρασμα από την ταινία Rich Girl (1991) υποδυόμενος τον εαυτό του.
Οι δύο τελευταίοι προσωπικοί του δίσκοι, το Hidden Charms σε παραγωγή του T-Bone Burnett (1988) και το Ginger Ale Afternoon, το soundtrack της ομώνυμης ταινίας (1989) προτάθηκαν αμφότερα για βραβείο Grammy με το Hidden Charms να το κερδίζει.
Το 1988 η εταιρεία MCA κυκλοφόρησε τη συλλογή The Chess Box που περιείχε 36 συνθέσεις του Willie Dixon με τους Muddy Waters, Howlin’ Wolf, Koko Taylor, Little Walter, Lowell Fulson, τον ίδιο τον Dixon και πολλούς άλλους. Η συλλογή αυτή θεωρείται από πολλούς σαν μία βάση για όσους θέλουν να εξερευνήσουν το blues και ειδικότερα το blues του Σικάγο.
Το τελευταίο τραγούδι που ηχογράφησε και κυκλοφόρησε με το όνομά του ήταν το «AIDS to the Grave» που κυκλοφόρησε σε single το 1987 και που είχε σκοπό να βοηθήσει στην ενημερωτική καμπάνια κατά του AIDS. Σημαντικός αριθμός μοιράστηκε σε σχολεία, νοσοκομεία, συλλόγους και ραδιοφωνικούς σταθμούς με τους τελευταίους να αρνούνται να το παίξουν με τη δικαιολογία ότι ο κόσμος δεν ήθελε να ακούει τραγούδια για το AIDS (!).
Όσο για την τελευταία φορά που βρέθηκε σε στούντιο, αυτή ήταν στις αρχές του 1992 όταν ο Bob Weir των Grateful Dead ηχογραφούσε στο στούντιο που είχε δημιουργήσει ο Dixon στο σπίτι του. Το αποτέλεσμα αυτής της συνεύρεσης ήταν να γραφούν από τον Dixon οι στίχοι του κομματιού «Eternity».
Ο Willie Dixon πέθανε από καρδιακή ανεπάρκεια στις 29 Ιανουαρίου του 1992 και θάφτηκε στο Burr Oak Cemetery λίγα χιλιόμετρα έξω από το Σικάγο.
Δύο χρόνια μετά τον θάνατό του απονεμήθηκε ο τίτλος του μέλους του Rock and Roll Hall of Fame και το 2013 αυτός του Chicago Blues Hall of Fame.
Μερικά από τα σπουδαιότερα κομμάτια του
«Hoochie Coochie Man» - Muddy Waters (1954)
«I Just Want to Make Love to You» - Muddy Waters (1954)
«Evil» - Howlin' Wolf (1954)
«I'm Ready» - Muddy Waters (1954)
«Diddy Wah Diddy» - Bo Diddley (1955)
«My Babe» - Little Walter (1955)
«I Can't Quit You Baby» - Otis Rush (1956)
«Back Door Man» - Howlin' Wolf (1960)
«Spoonful» - Howlin' Wolf (1960)
«Wang Dang Doodle» - Howlin' Wolf (1960)
«Little Red Rooster» - Howlin' Wolf (1961)
«I Ain't Superstitious» - Howlin' Wolf (1961)
«You Need Love» - Muddy Waters (1962)
«You Shook Me» - Muddy Waters (1962)
«Bring It On Home» - Sonny Boy Williamson II (1963)
Μερικές από τις πιο πετυχημένες rock διασκευές
«Little Red Rooster» - The Rolling Stones
«I Ain't Superstitious» - Jeff Beck
«Spoonful» - Cream
«Back Door Man» - The Doors
«I Can't Quit You Baby» - Led Zeppelin
Ο Willie Dixon ζωντανά και αυτοπροσώπως
Διαβάστε επίσης
I Am the Blues by Willie Dixon & Don Snowden (1989).