Συνέντευξη στη Φαίη Φραγκισκάτου
φωτογραφίες: Γιώργος Αδάμος
Είδα για πρώτη φορά τους Chickn να ανοίγουν την εμφάνιση του Damo Suzuki στο Κύτταρο. Η ικανότητά τους να συνδυάζουν με τόσο δυναμικό και ιδιαίτερο τρόπο διαφορετικά στοιχεία και να τα κάνουν να λειτουργούν μέσα σε ένα σχεδόν διονυσιακό κλίμα μου τράβηξε την προσοχή και με κέντρισε να μάθω περισσότερα γι' αυτούς. Έμαθα λοιπόν ότι οι Chickn προσγειώθηκαν στον πλανήτη Αθήνα το 2012. Έχουν κυκλοφορήσει μέχρι και σήμερα τρία EP και τρία LP, ενώ οι ζωντανές εμφανίσεις τους σε Ελλάδα και Ευρώπη είναι το σήμα κατατεθέν μιας μπάντας που τολμάει να εξελίσσεται διαρκώς μπροστά στον κόσμο της. Στις 18 Οκτωβρίου κυκλοφόρησε από την Inner Ear Records ο τελευταίος τους δίσκος με τίτλο Bel Esprit και η νέα αυτή κυκλοφορία, έδωσε την αφορμή ώστε να έχουμε μια ενδιαφέρουσα συζήτηση μαζί τους.
Πείτε μας πείτε δυο λόγια για την αρχή του μουσικού σας ταξιδιού στις αρχές της δεκαετίας που κλείνει φέτος;
Το να ρωτάς ανθρώπους που χρησιμοποιούν σαν μονάδα μέτρησης τα λεπτά (ακόμα και τα μεγαλύτερα τραγούδια κρατούν μερικά λεπτά) είναι τουλάχιστον βασανιστικό! Με δύο λόγια: με τα πάνω και τα κάτω της.
Έχει τύχει να δω τους Chickn να παίζουν με τον Damo Suzuki και μετά από κάποιο καιρό να τους δω σ’ ένα τελείως διαφορετικό ύφος να παίζουν το βράδυ που ακολούθησε τη δολοφονία του Ζακ Κωστόπουλου. Θα μας πείτε λίγα λόγια για την συνεχή εξέλιξη στον ήχο και της σκηνική σας παρουσία από το 2012 μέχρι το σήμερα;
Ο ήχος μας έχει περάσει την ίδια περιπέτεια που έχουμε περάσει και εμείς. Είναι ένα ζωντανό φαινόμενο που εξελίσσεται μέρα με τη μέρα. Από όλους τους ανθρώπους που αφήσαμε τους εαυτούς μας ανοιχτούς στην επιρροή της μουσικής, κανείς μας δεν έμεινε αλώβητος. Σίγουρα το τι ακούγαμε επηρέαζε το τι παίζαμε, αλλά η αλήθεια είναι πως ακούμε πολλή και διαφορετική μουσική από αυτή που παίζουμε. Στα live μας είμαστε πολύ κοντά στα συναισθήματα μας και σαν αποτέλεσμα καμία μας εμφάνιση δεν είναι ίδια με κάποια άλλη. Κάθε φορά θα μας βρεις να κάνουμε κάτι που ακόμα και αν έχει κοινά χαρακτηριστικά με το παρελθόν μας, τροφοδοτεί με έναν σταθερό τρόπο την έμφυτη περιέργειά μας.
Στις 28 του Δεκέμβρη παρουσιάζετε το τελευταίο σας άλμπουμ Bel Esprit στο Gagarin205. Πώς προέκυψε η συγκεκριμένη επιλογή να φτιάξετε ένα άλμπουμ σε ποπ ρυθμούς;
Η ποπ δεν αποφασίζεται, συμβαίνει. Επομένως, δεν υπήρξε ποτέ καμία τέτοια κουβέντα, πόσο μάλλον απόφαση. Επίσης, για να έχουμε μία κοινή βάση αναφοράς πάνω στο τι σημαίνει ποπ, ας θυμηθούμε πως ένας κατώτατος μισθός μέσα από streaming services για έναν σόλο καλλιτέχνη, χρειάζεται 1.200.000 ακροάσεις τον μήνα. Now that’s what we call pop...
Ακούγοντας κανείς την τελευταία σας δουλειά μπορεί να πει ότι έρχεται σε επαφή με έναν ήχο διαφορετικό εν μέρει από αυτόν που συνάντησε σε προηγούμενες σας δουλειές. Είναι όμως όντως έτσι; Πόσο άνετα νιώθετε με τα "ταμπελάκια" που έχουμε συνηθίσει να μπαίνουν στο ροκ;
Τα ταμπελάκια είναι η παρηγοριά του μελαγχολικού μουσικόφιλου και όσο κι αν συχνά μας δελεάζουν, προσπαθούμε να τα αποφεύγουμε. Κατά τη γνώμη μας, η αγωνία που έρχεται με το να φωνάξουμε τη μουσική με ένα όνομα έρχεται για να γεμίσει ένα κενό κατανόησης σε σχέση με την ίδια τη μουσική. Αυτό το κενό, οδηγεί σε ένα υπαρξιακό άγχος σε σχέση με το καλλιτεχνικό συγκείμενο που στερεύει τόσο τη δημιουργική χαρά, όσο και την εμπειρία ακρόασης.
Θα σας ρωτήσω κάτι που ρωτώ κάθε φορά: Το περιβάλλον της σκηνής που έχουμε συνηθίσει να αποκαλούμε underground στην Αθήνα, είναι ανοιχτό στην πρωτότυπη μουσική δημιουργία;
Αν υπάρχει κάτι ανοιχτό στη πρωτότυπη μουσική δημιουργία, αυτό είναι το underground στοιχείο. Αυτό δημιουργεί πρωτογενώς και εκφράζεται, και λίγο αργότερα δαγκώνεται και αναπαράγεται από ιδιώτες και ιδρύματα που εμπορεύονται το “mood” της πόλης. Το αν συγκροτείται σκηνή γύρω από αυτό είναι μια άλλη κουβέντα, ίσως να είναι και μία παλιά κουβέντα. Κατά τη γνώμη μας, ο πιο ασφαλής δείκτης για το αν υπάρχει τελικά σκηνή ή όχι, δεν είναι το πόση ή το τι μουσική παράγεται, αλλά το τι θέση καταλαμβάνει αυτή η μουσική στην κοινωνία. Δεν θα διακινηθεί φυσικά ποτέ μαζικά, αλλά ιστορικά ποτέ δεν στόχευε σε αυτό. Το underground στοιχείο, όπως το ζούμε εμείς, υπερασπίζεται το δικαίωμα στην εκφραστικότητα, στο ακρόαμα, στη διαφυγή. Αλλά, όπως κάθε μουσική, αναπαράγει τον εαυτό της μόνο όταν ακούγεται, τραγουδιέται και χορεύεται. Όσο περισσότερο επιθετική γίνεται η κυρίαρχη κουλτούρα, τόσο ασφυκτιά ο ζωτικός χώρος του underground και ενώ εδώ και πολλές συναπτές δεκαετίες παράγει αξιοσημείωτης ποιότητας μουσική, σχεδόν ποτέ δε μπορεί να απαλλαγεί από το ηρωικό του στοιχείο σε εποχές τελείως αντιηρωικές. Underground χωρίς αυτοθυσία στην Αθήνα δεν υφίσταται και αυτό δεν μπορεί παρά να είναι αυτοκαταστροφικό για τη σκηνή στην οποία αναφέρεσαι.
Εκείνο το βράδυ, τον Σεπτέμβριο του 2018 στην Καλών Τεχνών αυτά που είπατε για τη δολοφονία του Ζακ, σε μια χρονική στιγμή που ακόμη η πληροφόρηση σχετικά με τις συνθήκες που συνέβη ήταν συγκεχυμένη, είχαν χροιά λόγου ανθρωποκεντρικού και διαυγή. Πιστεύετε ότι η μουσική ευαισθητοποιεί στον αγώνα προάσπισης ελευθεριών και δικαιωμάτων του ανθρώπου;
Η πληροφόρηση που είχαμε εμείς και όλος ο κόσμος που έχει μία κινηματική υπόσταση ήταν πολύ άμεση και καθόλου συγκεχυμένη: μπάτσοι και οικογενειάρχες του λιανικού εμπορίου δολοφόνησαν τον Ζακ. Κάποιοι τον ξέραμε, κάποιοι όχι, αλλά όλοι μάθαμε τι συνέβη. Δεν περιμένουμε ούτε την αστυνομία ούτε τα κανάλια να βγάλουν το πόρισμά τους. Η αστυνομία δολοφονεί και οι ιστορίες μοιάζουν τόσο πολύ μεταξύ τους. Η έκπληξη είναι κάθε φορά μικρότερη και εκεί γεννιέται ένα στοίχημα στο οποίο η μουσική βοηθάει πολύ: να μην συνηθίσουμε. Έτσι, όσο οι άνθρωποι αγωνίζονται, θα υπάρχουν εκείνοι που θα φτιάχνουν τη μουσική του αγώνα.__
Οι CHICKN (αυτή τη στιγμή) είναι:
Άγγελος Κράλλης: κιθάρα, συνθεσάϊζερ, φωνητικά
Παντελής Καρασεβδάς: τύμπανα
‘Αξιος Ζαφειράκος: μπάσο, φωνητικά
Χρήστος Μπεκίρης: κιθάρα, συνθεσάϊζερ, φωνητικά
Ντoν Σταυρινός: πνευστά, κρουστά