Συμπλέγματα τριγωνικών συμπλεγμάτων

Γράφει ο Αχιλλέας ΙΙΙ

φωτό: inExarchia

Πλατείες. Μικρές, μεγάλες και διάσπαρτες στην πόλη, σαν κενά σε ένα ασφυκτικά πυκνό και τσιμεντένιο –κατά βάση– μοτίβο. Κενές εκτάσεις τρίγωνου ή τετράγωνου σχήματος που ορίζονται τόσο από αυτό που είναι (μια επίπεδη επιφάνεια με μερικά παγκάκια, κάποιο ψωραλέο σιντριβάνι ή ένα άγαλμα κάποιου ξεχασμένου επιφανούς πολίτη στο κέντρο για να πραγματοποιούν τα περιστέρια –εξασκούμενα στη δια του κουτσουλείν ζωγραφική– την εξωτερίκευση του εσωτερικού του κόσμου), όσο και από αυτό που δεν είναι (δεν είναι δρόμος, δεν είναι πολυκατοικία, δεν είναι πολυκατάστημα, δεν είναι αυλή σχολείου, δεν είναι πάρκινγκ, δεν είναι βόας, δεν είναι κροταλίας). Είναι πρωί Κυριακής και ένα μοναχικό περιστέρι φτερουγίζει μισοζαλισμένο πάνω από τα στενά του κέντρου της πόλης, με μια ελαφριά αίσθηση δυσπεψίας, για την οποία κατηγορεί τη λαιμαργία του και ένα –υπερβολικά δελεαστικό για να μπορέσει να του αντισταθεί– αποσυντιθέμενο κομμάτι σάντουιτς, μέχρι που φτάνει σε μια πλατεία. Δεν είναι η πρώτη φορά που το συγκεκριμένο πουλί περνάει από εδώ.

Η συγκεκριμένη πλατεία δεν έχει αδριάντες στη μέση ούτε άδεια σιντριβάνια στα οποία κολυμπούν φαντάσματα ψαριών. Αντί άλλων στολιδιών διαθέτει μόνο έναν περίτεχνο ορειχάλκινο άγαλμα στο κέντρο της που αναπαριστά τρία γυμνά σκουρόχρωμα αγόρια με στεφάνια στα μαλλιά, τα οποία περιστρέφονται ακίνητα γύρω από τον κορμό ενός φανοστάτη με πέντε σφαιρικές λάμπες, σαν να έχουν παγώσει για πάντα στα μισά ενός χορού, πάνω σε μια βάση επενδυμένη με μάρμαρο και διακοσμημένη με συνθήματα γραμμένα με σπρέι και υπολείμματα από αφίσες. Το πρώτο αγόρι κρατά ένα κοχύλι, το δεύτερο ένα αγγείο και το τρίτο μια μικρή κιθάρα. Το περιστέρι κάθεται στην κορυφή της κεντρικής λάμπας και προσπαθεί να ηρεμήσει παίρνοντας βαθιές ανάσες. Στο κεφάλι του κατακάθονται σιγά σιγά οι ήχοι της πόλης και σχηματίζουν εκεί ένα πολύχρωμο ίζημα που σκεπάζει τις σκέψεις, τις αγωνίες και τις ανάγκες του, αδρανοποιώντας το γκρίζο φτερωτό του σώμα. Εισπνοή, εκπνοή, εισπνοή και τότε το ταλαιπωρημένο πτηνό ακούει μια φωνή από κάτω του.
3: Ήρθε και άλλο βρωμοπούλι. Τα νεύρα μου…
2: Σιγά που δεν θα ερχόταν και άλλο.
1: Τι να κάνουν και τα περιστέρια. Την έχουν και αυτά πατήσει. Από σύμβολα του έρωτα, της ειρήνης και του Αγίου Πνεύματος έχουν καταντήσει περισσότερο ανεπιθύμητα και από τους αρουραίους σε αυτή την πόλη. Άστο, θα πετάξει μακριά σε λίγο. Τα χάλια του έχει, δεν βλέπεις; Και μη σφίγγεις πάλι τα δάκτυλα σου στην κιθάρα. Όσο και να θέλεις δεν μπορείς να του την πετάξεις για να φύγει.
3: Ειλικρινά έχω βαρεθεί. Έχω βαρεθεί τα περιστέρια που έρχονται, μας λερώνουν και φεύγουν, έχω βαρεθεί όλους αυτούς τους ανθρώπους που κάνουν το ίδιο, έχω βαρεθεί και εμάς τους ίδιους. Έχω βαρεθεί.
1: Με συγχωρείς, αλλά αν είναι να αρχίσεις πάλι θα ξανακολλήσω το κοχύλι στο αυτί μου και θα σταματήσω να σε ακούω.
3: Τόσα χρόνια κάθεσαι με το αυτί σε αυτό το παλιοκοχύλι. Δεν περιμένω τίποτα καλύτερο από εσένα. Ο κόσμος διαλύεται γύρω μας και εσύ εκεί, κάθε βράδυ, με το κοχύλι στο αυτί, να «ακούς τα κύματα». Ξύπνα κακομοίρη…
2: Άφησε τον ήσυχο. Μια χαρά ξύπνιος είναι. Επιλέγει συνειδητά την αποστασιοποίηση και καταφεύγει στην ομορφιά, όχι από αδιαφορία, αλλά επειδή είναι περισσότερο ευαίσθητος από εσένα και από εμένα. Κάποιος πρέπει να το κάνει και αυτό• να ονειρεύεται. Είναι πολύ σημαντικό για να σωθούν κάποια πράγματα που αξίζουν από αυτόν τον κόσμο που διαβρώνεται. Τα βράδια που εσύ κοιμάσαι εκείνος ξαγρυπνά και φαντάζεται έναν καλύτερο κόσμο. Εσύ μπορεί να τα βρίσκεις ουτοπικά όλα αυτά και χάσιμο χρόνου, αλλά εγώ που κάθομαι και συζητώ μαζί του και τον ακούω να περιγράφει τον κόσμο όπως θα τον ήθελε, παρότι ο ίδιος είμαι περισσότερο άνθρωπος της δράσης, αποφάσισα να μην τον ενοχλώ.
3: «Άνθρωπος της δράσης» εσύ, ναι… Και το δοχείο σου είναι γεμάτο βενζίνη, ξέρω, ξέρω…
2: Ας μη συζητήσουμε καλύτερα για το δοχείο μου. Δεν πρόκειται να καταλήξουμε σε τίποτα καλό. Κάτσε εκεί μόνος σου και παίζε στην κιθάρα σου κανένα τραγουδάκι του Μαραβέγια, όσο αυτά που μας περιβάλλουν αποσυντίθενται. Γκρίνιαζε για τα περιστέρια, για την κατάντια της νεολαίας, για την έλλειψη στολισμού της πλατείας και για την εικόνα μας στους τουρίστες, ενώ την ίδια στιγμή βλέπεις κοντά στα πόδια σου να παζαρεύουν ανενόχλητοι όλοι αυτοί το τεμαχισμένο εισιτήριο τους για τον θάνατο.
1: Σταματήστε να τσακώνεστε σας παρακαλώ. Δεν φτάνει που είμαστε παγιδευμένοι σε αυτά τα παιδικά κορμιά και σε αυτό το μεταλλικό περίβλημα. Δεν φτάνει που ούτε να φύγουμε από εδώ μπορούμε, αλλά ούτε και έχουμε να πάμε πουθενά, πρέπει να τσακωνόμαστε και από πάνω. Μερικές νύχτες ξαναφέρνω στο μυαλό μου όσα έχω δει από εδώ πάνω να συμβαίνουν σε αυτό το μικρό τριγωνικό κομμάτι άγονης γης στο κέντρο του οποίου στεκόμαστε, και αισθάνομαι δάκρυα να κυλούν πίσω από τα μάτια μου. Δάκρυα που μέσω ενός αθέατου μονοπατιού το οποίο διατρέχει το μέταλλο, κινούνται και σταλάζουν σε μια απροσδιορίστου μεγέθους κοιλότητα στο εσωτερικό μου. Εκεί είμαι σίγουρος ότι σχηματίζουν μια μικρή λίμνη μέσα στην οποία κολυμπούν οι απογοητεύσεις και τα πτώματα των ονείρων μου, των ονείρων σας και των ονείρων όλων όσοι έχουν περάσει από αυτές τις φθαρμένες πλάκες της πλατείας. Είμαστε αρκετό καιρό εδώ και οι τρεις. Έχουμε δει ανθρώπους χαρούμενους, δημιουργικούς και παθιασμένους με τη ζωή να ανθίζουν και να ακτινοβολούν, όπως έχουμε δει και ανθρώπους που δεν άντεξαν την πραγματικότητα και άρχισαν υπό τα βλέμματα μας κάποια στιγμή να λιώνουν σαν ξεχασμένα κεριά, να φθίνουν, και στη συνέχεια να εξελίσσονται σε κάτι που ελάχιστα θύμιζε τον ίδιο τους τον εαυτό, πριν περάσουν λίγα χρόνια ακόμη και εξελιχθούν σε κάτι άλλο το οποίο μόλις και μετά βίας θύμιζε πια άνθρωπο. Είδαμε ανθρώπους που κανένα πρόβλημα δεν είχαν να εκμεταλλευτούν άλλους για να αποκτήσουν μεγαλύτερες ποσότητες από οτιδήποτε ήταν αυτό που ποθούσαν, ανθρώπους γεμάτους ψευδαισθήσεις, σίγουρους για την αλήθεια που κρατούσαν, ανθρώπους αποφασισμένους να επιβάλλουν στους άλλους το ψέμα τους με τη βία. Έχουμε δει αρκετούς να τρέχουν τρομαγμένοι και έχουμε δει αίμα να κυλάει άσκοπα και να σχηματίζει λιμνούλες, μέσα στην ακίνητη επιφάνεια των οποίων καθρεπτιζόταν όλη η ασχήμια ενός κόσμου που σαπίζει. Έχουμε δει αγκαλιές κάθε είδους και έχουμε ακούσει παθιασμένες συζητήσεις που ξεκινούσαν νωρίς κάποιο απόγευμα και τελείωναν μερικές ημέρες μετά ή έμειναν ανοιχτές και συνεχίζονται ακόμη και μάλλον θα συνεχίζονται για πάντα, σε άλλα σημεία, από άλλους ανθρώπους ή από τους ίδιους ανθρώπους που όμως δεν είναι πια οι ίδιοι. Έχουμε ακούσει μουσικές και τραγούδια που έκαναν την ψυχή μου να θέλει να σκίσει στα δυο το ορειχάλκινο περίβλημα της και να ξεχυθεί στα ουράνια σαν πουλί που μόλις το έσκασε από το κλουβί του, παρότι στο τέλος έμεινα στο ίδιο σημείο, δίπλα σας, πιστός στην τήρηση μιας συμφωνίας την οποία δεν θέλω να σπάσω και με δεσμεύει κατά το 33,333%. Είναι μια συμφωνία που μερικές φορές μοιάζει δυσβάσταχτη, αλλά, σας λέω την αλήθεια αδέρφια μου, δεν θα την άλλαζα. Και ας νομίζω ώρες ώρες ότι, εξαιτίας όλων αυτών των δακρύων, έχω αρχίσει να σκουριάζω από μέσα και ότι κάποια στιγμή θα φυσήξει ένα απαλό αεράκι, θα σπάσω στα δύο και ένα σκουρόχρωμο αλμυρό ποτάμι θα κυλήσει από μέσα μου και θα ποτίσει το μάρμαρο πάνω στο οποίο είμαστε ανεβασμένοι. Αυτά τα ίδια δάκρυα νιώθω ότι είναι όλα όσα αξίζουν. Αυτά και ο πόνος που τα προκαλεί είναι που με κάνουν να αισθάνομαι ζωντανός. Είμαστε εδώ για κάποιον λόγο. Πρέπει να αντέξουμε και πρέπει να προσπαθήσουμε περισσότερο. Αν θέλετε τώρα εσείς συνεχίστε να τσακώνεστε για το περιστέρι…
Αυτά είπε το μεταλλικό αγόρι που κρατούσε το κοχύλι και έπειτα σώπασε. Οι δύο σύντροφοί του δεν είπαν τίποτα. Ο ένας κοιτούσε μέσα στο αγγείο που κρατούσε, μέσα στο οποίο είχε μείνει νερό από την τελευταία βροχή, και προσπαθούσε να αποφασίσει αν αυτό ήταν μισογεμάτο ή μισοάδειο, αναζητώντας για λίγο ανακούφιση από τους προβληματισμούς του σε απλοϊκά σχήματα, με βάση τα οποία θα αποφάσιζε αν εκείνο το συγκεκριμένο κυριακάτικο πρωινό έβρισκε τον εαυτό του αισιόδοξο ή απαισιόδοξο. Ο άλλος, εκείνος με την κιθάρα, έστρεψε το βλέμμα του ψηλά και κοίταξε το γκρίζο περιστέρι που, πάνω από τη λάμπα, τον κοίταζε και εκείνο σαν να προσπαθούσε να τον κάνει να νιώσει άσχημα που λίγο νωρίτερα το είχε αποκαλέσει «βρωμοπούλι». Μετανιωμένος, έκλεισε το ένα του μάτι στον φτερωτό απρόσκλητο επισκέπτη και του χαμογέλασε, πραγματοποιώντας μια υπέρβαση για την οποία ο ίδιος μέχρι πρόσφατα δεν πίστευε ότι θα ήταν ποτέ ικανός. Το περιστέρι, ανταποκρινόμενο θαρρείς στην αλλαγή της ατμόσφαιρας, πέταξε από την κεντρική λάμπα και κάθισε στην κορυφή του κεφαλιού του ορειχάλκινου κιθαρίστα, ο οποίος απελευθέρωσε από το στόμα του μια ελαφριά ανάσα ανακούφισης που οφειλόταν στην πρόσκαιρη έστω συμφιλίωση του με την πραγματικότητα. Ήταν μια συμφιλίωση η οποία δυστυχώς δεν έμελλε να διαρκέσει για πολύ. Μερικά δευτερόλεπτα αργότερα το περιστέρι θυμήθηκε τι ήταν εκείνο που το απασχολούσε πριν προσγειωθεί στη μέση της πλατείας, πριν απορροφηθεί από τη συζήτηση των τριών αγοριών και πριν κολλήσει για λίγο στην ιερότητα της σιωπής τους. Γέρνοντας ελαφρώς προς τα εμπρός, το ταλαίπωρο πουλί χαλάρωσε και επέτρεψε στο χρονίως κακοποιούμενό του έντερο να αδειάσει εντελώς πάνω στο χαμογελαστό άγαλμα, χαρίζοντάς του μια διόλου κολακευτική διχρωμία. Στη συνέχεια το περιστέρι φτερούγισε προς κάποιο άλλο σημείο της πόλης, νιώθοντας ασφαλώς καλύτερα. Πίσω, στο κέντρο της τριγωνικής πλατείας, ο ορειχάλκινος αρπιστής παρέμεινε ακίνητος, με ένα χαμόγελο που τρεμόπαιξε για λίγο στο πρόσωπο του και πήγε να σβήσει, αλλά τελικά διατηρήθηκε και εκείνο στη θέση του, καθώς ο κάτοχός του αποφάσισε να θεωρήσει το συμβάν τυχαίο και όχι προϊόν εκδίκησης με στόχο να πλήξει εκείνον προσωπικά. Άλλωστε, εξαρχής, οι πιθανότητες ήταν για όλους οι ίδιες: 33,333%...

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΣΧΕΤΙΚΑ ΣΤΟ MERLIN'S:

{Επιστροφή στην} Πλατεία Εξαρχείων...

Φλοράλ...


image

Αχιλλέας ΙΙΙ

Ο Αχιλλέας ΙΙΙ (κατά κόσµον Αχιλλέας ΙΙΙ) γεννήθηκε στην Καβάλα, στη Θεσσαλονίκη και στην Αθήνα το 1979, το 1998 και το 2002, αντίστοιχα. Απολαµβάνει να ανοίγει τρύπες στην πραγµατικότητα, να αφαιρεί το γκρίζο υλικό της και να συµπληρώνει τα κενά µε παραδοξολογίες, προκαλώντας τον εκνευρισµό εκείνων που λατρεύουν το µονότονο γκρίζο, επειδή χάρη σε αυτό τονίζονται τα άδεια τους µάτια. Επίσης, αποφεύγει τα λιβάνια, τα δερµάτινα ντιβάνια και τα θερµαινόµενα καζάνια, χορεύει εξαιρετικά σπάνια σε γάµους, βιβλιοπαρουσιάσεις και λοιπές εκδηλώσεις –µε τη δικαιολογία ότι τον πονάει πότε το ένα του πόδι και πότε το άλλο–, ενώ τα τελευταία δώδεκα χρόνια είναι µέλος του container rock συγκροτήµατος Bog art.
 
 
 
image

Αχιλλέας ΙΙΙ

Ο Αχιλλέας ΙΙΙ (κατά κόσµον Αχιλλέας ΙΙΙ) γεννήθηκε στην Καβάλα, στη Θεσσαλονίκη και στην Αθήνα το 1979, το 1998 και το 2002, αντίστοιχα. Απολαµβάνει να ανοίγει τρύπες στην πραγµατικότητα, να αφαιρεί το γκρίζο υλικό της και να συµπληρώνει τα κενά µε παραδοξολογίες, προκαλώντας τον εκνευρισµό εκείνων που λατρεύουν το µονότονο γκρίζο, επειδή χάρη σε αυτό τονίζονται τα άδεια τους µάτια. Επίσης, αποφεύγει τα λιβάνια, τα δερµάτινα ντιβάνια και τα θερµαινόµενα καζάνια, χορεύει εξαιρετικά σπάνια σε γάµους, βιβλιοπαρουσιάσεις και λοιπές εκδηλώσεις –µε τη δικαιολογία ότι τον πονάει πότε το ένα του πόδι και πότε το άλλο–, ενώ τα τελευταία δώδεκα χρόνια είναι µέλος του container rock συγκροτήµατος Bog art.
 
 
 
image

Αχιλλέας ΙΙΙ

Ο Αχιλλέας ΙΙΙ (κατά κόσµον Αχιλλέας ΙΙΙ) γεννήθηκε στην Καβάλα, στη Θεσσαλονίκη και στην Αθήνα το 1979, το 1998 και το 2002, αντίστοιχα. Απολαµβάνει να ανοίγει τρύπες στην πραγµατικότητα, να αφαιρεί το γκρίζο υλικό της και να συµπληρώνει τα κενά µε παραδοξολογίες, προκαλώντας τον εκνευρισµό εκείνων που λατρεύουν το µονότονο γκρίζο, επειδή χάρη σε αυτό τονίζονται τα άδεια τους µάτια. Επίσης, αποφεύγει τα λιβάνια, τα δερµάτινα ντιβάνια και τα θερµαινόµενα καζάνια, χορεύει εξαιρετικά σπάνια σε γάµους, βιβλιοπαρουσιάσεις και λοιπές εκδηλώσεις –µε τη δικαιολογία ότι τον πονάει πότε το ένα του πόδι και πότε το άλλο–, ενώ τα τελευταία δώδεκα χρόνια είναι µέλος του container rock συγκροτήµατος Bog art.
 
 
 

Γραφτείτε στο Νewsletter του Merlin

FEATURED VIDEOS

  • 1