Στ' αλήθεια...

του Σωτήρη Θεοχάρη

φωτό: Φαίη Φραγκισκάτου

Κλώτσησε ένα άδειο πλαστικό μπουκάλι που ήταν πεταμένο στην άσφαλτο. Περπατούσε γρήγορα, θυμωμένα, με βλέμμα απλανές. Περπατούσε συχνά. Το μοναχικό περπάτημα αργά τα βράδια ήταν το φάρμακό του, ο απαραίτητος αναστοχασμός του για να μπορεί να επιβιώνει την ημέρα. Ήταν ο παραγωγικός τσακωμός μέσα στο κεφάλι του ο οποίος συνήθως καταλάγιαζε μετά από πολλά χιλιόμετρα βαδίσματος.

Απόψε τσακωνόταν για τα ψέματα. Στ' αλήθεια τσακωνόταν για τα ψέματα, όλα τα ψέματα δυνάστες που του κατέστρεφαν την όρεξη για ζωή. Ψέματα από την πρώτη καλημέρα το πρωί ως την τελευταία καληνύχτα το βράδυ, συνεχόμενα, αλλεπάλληλα, μικρά και μεγάλα. Ψέματα και συμβιβασμοί της καθημερινότητας. Ψέματα κοινά, συνηθισμένα. Όπως ψεύδονται όλοι για να επιπλεύσουν στα θολά νερά της κοινωνικότητας. Ψέματα που διατηρούν τους πάντες «κανονικούς» μέσα μια ανύπαρκτη ψεύτικη κανονικότητα. Ψέματα που θανάτωναν κάθε πραγματική σκέψη, κάθε επιθυμία, κάθε συναίσθημα. Κάθε τι που ξεκίναγε να γίνει έκφραση, αυθόρμητη, αγνή και αληθινή στο μυαλό του πέρναγε πρώτα απ’ τον λιθόμυλο των κοινωνικών συμβάσεων και έπεφτε συντετριμμένο και αλλοιωμένο στη γλώσσα του, επεξεργασμένο, προς απαγγελία. Και έτσι, καθημερινά μετατρέπονταν κάθε επιθυμία, χαρά, λύπη, οργή, αγάπη, έρωτας, καύλα, πόθος, απέχθεια, άρνηση, μίσος, τρυφερότητα, πίκρα, αναζήτηση, αντίδραση, ηδονή, σε άχαρες ψυχρές λέξεις χωρίς αλήθεια και σε απραξία. Πνιγόταν κάθε μέρα, καθώς μέσα στο κεφάλι του ο ρημάδης αυτόματος μεταφραστής των συμβιβασμών λειτουργούσε αδιάκοπα σαν autocorrect σε κλεψίτυπο κινέζικο κινητό. Σαν συνθετική φωνή ηλεκτρονικής πλοήγησης, το υπερεγώ του λογόκρινε κάθε τι αυθόρμητο ενστικτώδες και αληθινό: «Στην επόμενη φράση πείτε ψέματα, πείτε ψέματα, ο προορισμός σας βρίσκεται άπειρα έτη φωτός μακριά από την αλήθεια, στην επόμενη φράση στρίψτε με ψέματα, στρίψτε με ψέματα …»
Τσακωνόταν με τον εαυτό του, του φώναζε οργισμένα «Τόλμα μια φορά, τόλμα να πεις την αλήθεια, καν' το σε ικετεύω, μια φορά, μια γαμημένη φορά και ότι βγει…» Όμως η απάντηση ήταν σταθερή κάθε φορά που άνοιγε αυτός ο διαβολεμένος διάλογος στα βάθη του κρανίου του : «Όχι τώρα, κάποια άλλη στιγμή, την κατάλληλη στιγμή ίσως…», «Άστο για μια άλλη φορά …», «Θα μείνεις μόνος και τρελός αν το τολμήσεις…» Αναβολή της αλήθειας για μια ολάκερη ζωή. Η αναβολή είναι το θεμελιώδες ψέμα. Το ψέμα που σε κάνει να ελπίζεις σε μια μελλοντική πραγμάτωση, «την κατάλληλη στιγμή» , ενώ ταυτόχρονα γνωρίζεις πως δεν θα έρθει ποτέ αυτή η «στιγμή». Κάθε αναβολή είναι κι ένα χρυσωμένο χαπάκι που καταστέλλει την επιθυμία να δοκιμάσεις να εκτεθείς στην απέραντη μοναξιά της αλήθειας.
Πήρε το μονοπάτι που ανηφόριζε προς το λόφο. Εκεί όπου στην κορυφή του υπήρχε ένα μικρό πλάτωμα στο οποίο συνήθιζε να ξαποσταίνει μετά το βάδισμα και να αγναντεύει τα φώτα της πόλης. Αργά τα βράδια κανείς δεν ανέβαινε εκεί, παρά μόνο κάποιες σπάνιες φορές μερικές παρέες πιτσιρικάδων που έπιναν τα τσιγάρα τους, ερωτευμένα ζευγαράκια που ρομαντζάρανε, ή μοναχικοί περίεργοι περιπατητές, σαν και του λόγου του, που ησύχαζαν εκεί τα κουρδισμένα μυαλά τους. Ήλπιζε να είναι μόνος αυτή τη βραδιά. Το ήλπιζε γιατί είχε αποφασίσει ακράδαντα πως την επόμενη φορά που θα εκφραστεί θα είναι αλήθεια, πως θα το έκανε σήμερα, τώρα, χωρίς αναβολή. Την ίδια στιγμή που πήρε αυτή την απόφαση έντρομος παρακαλούσε να μην συναντήσει κανένα. Ο φόβος της αλήθειας ήταν ανυπέρβλητος. Θα βολευόταν με το ψέμα ότι το είχε πάρει μεν απόφαση, αλλά δε του δόθηκε η ευκαιρία. Όπως τότε που είχε αποφασίσει να πάει για μπάντζι τζάμπινγκ στη διώρυγα, λέγοντας ψέματα στους φίλους του πως δεν φοβάται τίποτα, αλλά «ξέχασε» να βάλει το ξυπνητήρι και «εντελώς τυχαία» το κινητό του έμεινε από μπαταρία και το κουδούνι του δεν λειτουργούσε.
Άναψε ένα τσιγάρο, κοίταξε γύρω του. Κανείς. Ανακουφισμένος τράβηξε μια γερή τζούρα που κατέβηκε ζεστή και ευχάριστη στους διεσταλμένους από το περπάτημα βρόγχους του.
Οι ήχοι της πόλης ήταν απόμακροι, τα φώτα ήπια, ελάχιστα από αυτά σε κίνηση και στο μυαλό του επιτέλους επικρατούσε ησυχία. Μπορούσε να ακούσει ακόμα και το τσιγαρόχαρτο που καιγόταν σε κάθε τζούρα του τσιγάρου που ρουφούσε με απόλαυση.
Ξαφνικά τον διαπέρασε ο ήχος ενός σπίρτου που άναψε και μια λάμψη πίσω του έκανε στιγμιαία τη σκιά του να απλωθεί στο χώμα μπροστά του.
«Σκατά…» σκέφτηκε.
«Σκατά», ακούστηκε να μονολογεί μια βραχνή φωνή πίσω του.
Γύρισε να κοιτάξει. Εκείνη πέταξε το σπίρτο που έσβησε από το απαλό αεράκι, έβγαλε άλλο ένα από το σπιρτόκουτο και το άναψε, σκύβοντας για να φέρει το τσιγάρο της στη φλόγα του. Ένας χείμαρρος από κατακόκκινα μακριά μαλλιά έμοιαζε με πυρκαγιά καθώς, το πρόσωπο δεν διακρίνονταν στη λάμψη της φλόγας του σπίρτου. Μια ιδιαίτερα καλλίγραμμη κοριτσίστικη μορφή που ταυτόχρονα φάνταζε γυναικεία, καθώς η στάση του σώματος της δεν πρόδιδε συστολή ή ανασφάλεια.
Η φλόγα έσβησε και τα μάτια του χρειάστηκαν μερικά δευτερόλεπτα για να προσαρμοστούν στο σκοτάδι. Ο καθαρός έναστρος ουρανός και το υπόλειμμα της σιλουέτας του φεγγαριού που ήταν στη φάση της χάσης φώτιζαν αρκετά για να την παρατηρήσει. Φορούσε ένα λευκό αθλητικό φανελάκι που άφηνε την λεπτή μέση της ακάλυπτη και αναδείκνυε τις θηλές από το όμορφο μικρό στήθος της που διαγράφονταν περήφανα κάτω από το ύφασμα. Έπιασε τον εαυτό του να μαγνητίζεται από τον αφαλό της. Ένιωσε μια ακατανίκητη επιθυμία να γονατίσει μπροστά της και να την μυρίσει εκεί ακριβώς, στο σημείο που η κοιλιά της συναντούσε το ύφασμα της μικροσκοπικής κόκκινης καρό φούστας της. Τα μακριά πόδια της έμοιαζαν φυτεμένα μέσα στα μαύρα πάνινα αθλητικά παπούτσια της. Θαρρείς και ήταν ολόκληρη μια αρμονική φυσική συνέχεια του λόφου, σαν να ήταν η κορυφή του, έτσι που στεκόταν καπνίζοντας με μια ελαφριά διάσταση στα πόδια, διορθώνοντας τα μαλλιά της με το αριστερό χέρι και τινάζοντας τη στάχτη του τσιγάρου με το δεξί. Είχε ένα αινιγματικά ενδιαφέρον πρόσωπο που τώρα ξεκαθάριζε στα μάτια του που είχαν πλέον προσαρμοστεί στο σκοτάδι. Τα μεγάλα διαπεραστικά μάτια της και τα έντονα φρύδια της δημιουργούσαν μια εικόνα αυστηρότητας ενώ, σε πλήρη αντιδιαστολή, τα χείλη της εξέπεμπαν λαγνεία. Σαν να μάχονταν μέσα στο ίδιο πρόσωπο η στιβαρή ομορφιά μιας ασπρόμαυρης φωτογραφίας γάμου με την κολασμένη σέλφι μιας μεθυσμένης έφηβης στην πενθήμερη του λυκείου. Ένα πρόσωπο με τη φυσική ομορφιά των αντιθέσεων που παράγει η σύμμεικτη έκφραση της ακραίας λογικής και του ακραίου πάθους, όταν τα δυο αυτά συστατικά λιώνουν το ένα μέσα στο άλλο και δεν μπορούν να διαχωριστούν. Μια σχιζοφρενική ομορφιά ύφους. Το είδος εκείνης της ομορφιάς που συνήθως τρομάζει τους άντρες γιατί μοιάζει με δεδομένη δήλωση απόρριψης και ταυτόχρονα με πρόσκληση. Η ομορφιά του απρόσιτου, αυτή που δίνει την αίσθηση πως δεν υπάρχει καμία πιθανότητα να την επιλέξεις εσύ, εκτός κι αν σ’ επιλέξει εκείνη. Όμως για εκείνον αυτή η ομορφιά ήταν ακριβώς που τον έλκυε περισσότερο, μια ομορφιά που, άγνωστο γιατί, είχε προτυποποιηθεί μέσα του εδώ και πάμπολλα χρόνια ως η ιδανική αισθητικά. Ήταν ακριβώς εκείνη η ομορφιά που προσέγγιζε τις δυνατότερες ανεκπλήρωτες φαντασιώσεις του.
Σάστισε. Για μια στιγμή πίστεψε πως αυτό που έβλεπε ήταν μια προβολή της φαντασίας του, ένα ταξίδι αφηρημάδας του κατάκοπου από την εσωτερική πάλη εγκεφάλου του, ο οποίος παρήγαγε μια ιδανική παραίσθηση του απόλυτου αντικειμένου ερωτικού πόθου, σύμφωνα με τα πρότυπα του. Σαν να την είχε ζωγραφίσει κατά παραγγελία στον αέρα το κορεσμένο από ερωτικές σχέσεις μυαλό του για να του ξυπνήσει την επιθυμία. Η πολυγαμική ζωή του ήταν παραγεμισμένη με εμπειρίες και δύσκολα πια επιθυμούσε. Όλα έμοιαζαν επίπεδα και ίδια, επαναλήψεις και δεύτερες προβολές. Αυτή όμως η κοπέλα ήταν σαν τη συνισταμένη κάθε πιθανότητας στο σύμπαν που θα μπορούσε να τον κάνει να σκιρτήσει. Και σκίρτησε.
Μια τεράστια χαρά γι’ αυτό καθ’ αυτό το γεγονός του σκιρτήματος τον πλημμύρισε και πριν προλάβει να αφήσει τους μύες στο πρόσωπό του να το εκφράσουν, το ψέμα της αξιοπρέπειας επενέβη σχεδόν ανακλαστικά και προσπάθησε να προσπεράσει το νευρικό σήμα που θα σχημάτιζε ένα λάγνο χαμόγελο. «Είπαμε, τέρμα τα ψέματα για τώρα!» φώναξε δυνατά μέσα του. Όμως η άλλη πλευρά του είχε ήδη προλάβει και η έκφραση στο πρόσωπό του έμεινε ψυχρή, σχεδόν αδιάφορη. Ωστόσο, τα μάτια του πάλευαν ακόμη να μείνουν στην αλήθεια και έριχναν ματιές μια μέσα στα μάτια της, μια στα χείλη της, μια φευγαλέα στο στήθος της, πριν στυλωθούν για λίγο στον αφαλό της.
Αλήθεια, σκέφτηκε, πόσο μπορεί να πληγωθείς αν είσαι αληθινός μπροστά στο όραμα σου; Τι έχεις να χάσεις; Μήπως ο ναρκισσισμός σου είναι τόσος που αρνείσαι την αλήθεια επειδή τρέμεις την απόρριψη; Δεν κουράστηκες να έχει χτυπήσει η καρδιά σου σταθερά σχεδόν δυόμιση δισεκατομμύρια φορές με απόλυτη ασφάλεια, χωρίς να έχει χάσει ένα χτύπο από ένα όμορφο λάθος, χωρίς μια γλυκιά αρρυθμία ρίσκου, δίχως την επικίνδυνη αλλά συγκλονιστική επιτάχυνση του τζόγου; Ανέχεσαι να χτυπά μέσα σου δίχως να χτυπά πραγματικά για σένα, ανέχεσαι να χτυπά για να επιζείς στα ψέματα αλλά να μην ζεις στα αλήθεια;
«Σκάσε, θα μας καταστρέψεις!» κραύγασε μέσα του αυταρχικά το ψέμα με φωνή που έμοιαζε με μπάτσου την ώρα που μοιράζει την παράνομη μίζα και ο «νέος» δε θέλει να την δεχτεί.
Η βραχνή και κοφτή φωνή της τον διέκοψε από την άγρια σφαγή μεταξύ ψέματος και αλήθειας που συνέβαινε μέσα του.
«Γαμώ την τύχη μου», του φώναξε με λίγη ένταση και θυμό στη φωνή, «Ήρθα εδώ να ξεφύγω, να βρω λίγη ησυχία και πέτυχα εσένα εδώ να μου χαλάς τη μοναξιά μου. Ήλπιζα πως δεν θα ήταν κανείς και να που ξεφύτρωσες εσύ, γαμώ την τύχη μου…» μονολόγησε ξανά.
«Τι με κοιτάς σαν χάνος;» συμπλήρωσε η κοπέλα.
Στο μυαλό του φόρτωσαν αυτόματα χιλιάδες τεχνάσματα, γλυκόλογα, τακτικές και υποκριτικές ευγένειες, τα οποία οδηγούν τα καθωσπρέπει και ευγενικά φλερτ μέσα από το παιχνίδι των αλλεπάλληλων ψεμάτων στην «κατάκτηση» ή σε ένα ναυάγιο χωρίς τραυματισμούς και δράματα. Τα ψέματα γίνονται εγωιστικοί θώρακες και συμπλεγματικές ασπίδες και προλαμβάνουν τους επίπονους τραυματισμούς του ναρκισσισμού μας από το αμβλύ όργανο της αποτυχίας. Όμως εκείνο το βράδυ δεν άντεχε άλλο. «Αλήθεια ή τρέλα», φώναξε μέσα του σχεδόν ηρωικά και αφέθηκε στην απόλυτη αλήθεια.
«Μόνο αλήθειες», της είπε με σταθερή και καθαρή φωνή σαν συμβολαιογράφος που διαβάζει στους πελάτες του ένα σημαντικό ιδιωτικό συμφωνητικό. «Με ρωτάς γιατί σε κοιτάζω. Θα σου απαντήσω, λοιπόν. Σε κοιτάζω γιατί αληθινά, αυτή τη στιγμή, αυτό είναι το μόνο που θέλω να κάνω», της είπε. «Απορροφώ την εικόνα σου για όσο θα υπάρχει και την αφήνω να με κάνει ότι θέλει αλλά όχι να σε κάνει ότι θέλω. Μπορείς να υποθέτεις ότι θέλεις αυτή τη στιγμή για μένα, ότι είμαι τρελός, βιαστής, μανιακός, ανώμαλος, χαζός, μπανιστηρτζής, επικίνδυνος, επιδειξίας, δολοφόνος, ό,τι θες και ό,τι βάζει ο νους σου».
Της μιλούσε συνεχίζοντας να την κοιτάζει.«Μπορείς να το βάλεις στα πόδια, να φωνάξεις βοήθεια, να με χτυπήσεις, αλλά ό,τι υποθέσεις κι αν κάνεις εγώ θα σε κοιτάζω για όσο αισθάνομαι έτσι». Την κοίταξε πιο έντονα και συμπλήρωσε με απαλή φωνή: «Αληθινά χαίρομαι που σε βλέπω, χαίρομαι που σκιρτώ, χαίρομαι που ζω. Αυτή είναι η αλήθεια μου αυτή τη στιγμή».
Μέσα του οι φόβοι του έγιναν συναγερμοί που χτυπούσαν δαιμονισμένα, μια φωνή ενός υστερικού λοχία φώναζε στα μηλίγγια του, «Τι κάνεις, ρε μαλάκα, αυτή είναι θεά και συ ένας άσχημος, μεταχειρισμένος γόης της δεκάρας, δεν έχεις καμία ελπίδα να σε κοιτάξει καν, θα πληγωθείς, θα πονέσεις, θα συντριβείς, άσε που θα φωνάξει την αστυνομία έτσι αλλόκοτα που τις μιλάς, θα σε δέσουν, θα γίνεις περίγελος, ρε μαλάκα, θα σε κλείσουν μέσα …»
«Αλήθεια ; Μόνο αλήθεια ;» τον ρώτησε εκείνη κοφτά διακόπτοντας τον αγχωμένο λοχία που έδινε απεγνωσμένα παραγγέλματα άτακτης υποχώρησης μέσα του.
«Αλήθεια, λοιπόν, θα σου πω την καθαρή αλήθεια μου», είπε η κοπέλα. «Δε σε γουστάρω, μην το παίρνεις προσωπικά, κανέναν δε γουστάρω αυτή τη στιγμή, κανένα δε θέλω, θέλω να με βρω, να με ανακαλύψω, να μάθω τι πραγματικά θέλω και τι όχι, θέλω να αισθανθώ ελεύθερη έστω για μια στιγμή.»
Τράβηξε άλλη μια βαθιά τζούρα από το τσιγάρο της και συμπλήρωσε με πολύ λιγότερη ένταση: «Θέλω να αισθανθώ ελεύθερη να ψάξω να βρω τι θέλω και τι με ικανοποιεί και όταν το ανακαλύψω να ζω ελεύθερα όπως θέλω και όχι όπως με θέλουν».
Τράβηξε και αυτός μια δυνατή τζούρα από το δικό του τσιγάρο, η καύτρα είχε φτάσει σχεδόν στους κόμπους των δακτύλων του, και με τα μάτια του να καρφωμένα στο φίλτρο του δικού της τσιγάρου, προσπαθώντας να διακρίνουν τα ίχνη από το κραγιόν της στην άκρη του.
«Αν σταματήσω να σε κοιτώ αυτή τη στιγμή», της είπε, «αν γυρίσω την πλάτη μου και φύγω ζητώντας ευγενικά συγνώμη που βρέθηκα μπροστά σου, αν σου πω πως δεν σκιρτώ και δεν πλανιέμαι στην ομορφιά σου, θα είναι ένα ακόμη ψέμα για μένα και θα είμαι για σένα άλλο ένα ψέμα, θα αποδεχτείς ένα ακόμη ψέμα από όλα τα ψέματα μέσα στα οποία ζούμε, ψάχνοντας τι αληθινά είσαι».
Πέταξε τη γόπα του τσιγάρου του στο χώμα και το πάτησε προσεκτικά ώστε να σβήσει εντελώς. Η Αποκαρδιωμένη αλήθεια του τώρα ήταν το σκίρτημα που δεν έλεγε να υποχωρήσει και επέμενε να του δίνει όλο και πιο έντονα μια περίεργη, ζεστή χαρά και την αίσθηση πως ακόμη κι αυτό ήταν αρκετό για κείνον. Δεν ήταν όλα όσα ήθελε, ούτε αυτά που ίσως θα μπορούσε να αποκομίσει μέσα από τα ψέματα, αλλά ήταν όλα όσα μπορούσε να απολαύσει μέσα από την αλήθεια. Οι αλήθειες είναι δυνατοί κρίκοι σε μια βαριά, ανοξείδωτη και μακριά, σχεδόν ατέλειωτη, αλυσίδα. Την τραβάς και η μία αλήθεια διαδέχεται την άλλη. Στιγμιαία, μια άλλη αλήθεια αναδύθηκε μέσα του: είχε ζήσει δεκάδες επιτυχημένα ψεύτικα φλερτ, καλοσχεδιασμένα και προσεκτικά εκτελεσμένα ώστε να οδηγούν με ασφάλεια στην ηδονή, τηρώντας τις κοινωνικές συμβάσεις. Κι όμως, τούτο το σκίρτημα έμοιαζε πιο ευχάριστο. Στο πρόσωπο του σχηματίστηκε ένα ελαφρύ χαμόγελο που πρόδιδε αγαλλίαση.
Εκείνη άναψε ένα τσιγάρο με την καύτρα του προηγούμενου, τον κοίταξε κατευθείαν μέσα στα μάτια.
«Μ’ αρέσει που σου αρέσω τόσο, παρότι δεν γνωρίζεις τίποτα για μένα και παρότι δε γνωρίζω τίποτα για σένα», του είπε πολύ σοβαρά αλλά και ταυτόχρονα γλυκά. «Μ’ αρέσει που με κοιτάζεις και με θέλεις, παρότι δε μ’ αρέσεις καθόλου και δε νιώθω τίποτα παρά μόνο περιέργεια για σένα. Μ’ αρέσει γιατί ικανοποιείς το ναρκισσισμό μου, αυτό είναι η αλήθεια και τίποτα άλλο. Μ’ αρέσει που ψάχνουμε και οι δυο για αλήθεια, αλλά αυτή τη στιγμή δεν ψάχνω για κάποιον, ψάχνω για μένα. Αυτή είναι η πικρή αλήθεια», συνέχισε χαμογελώντας περιπαικτικά. «Εξακολουθεί να σου αρέσει η αλήθεια;»
«Ναι», απάντησε εκείνος με απόλυτη σιγουριά και σταθερότητα.
«Θα προτιμούσες να σε θέλω δίχως να ξέρω τι πραγματικά θέλω;», είπε. «Να βρεθώ μαζί σου δίχως πραγματικά να νιώθω ένα σκίρτημα σαν το δικό σου, δίχως να είμαι ελεύθερη ακόμα κι απ’ τον ναρκισσισμό μου; Θα προτιμούσες απόψε να κοιμηθείς αγκαλιά με ένα όμορφο και ιδανικό ψέμα;»
«Όχι», απάντησε αμέσως εκείνος.
Πέρασαν μερικές στιγμές σιωπής.
«Πρέπει να φύγω», είπε ξαφνικά. «Πρέπει να φύγω», επανέλαβε και φωνή του είχε αποκτήσει μια αλλόκοτη χροιά πανικού.
Έκανε μεταβολή και άρχισε να περπατάει.
«Στάσου λίγο!» του φώναξε. «Πες μου, αλήθεια γιατί φεύγεις; Φαίνεσαι τρομαγμένος». Όμως τώρα και η δική της φωνή είχε ένα τρέμουλο πανικού.
Σταμάτησε και κοίταξε κατευθείαν μπροστά το,υ στα φώτα που λιγόστευαν καθώς χάραζε.
«Νομίζω ότι σε ερωτεύομαι… Στα αλήθεια.…», είπε με χαμηλή και φοβισμένη φωνή.
Το απαλό αεράκι έφερε στα αυτιά του την βραχνή και ψιθυριστή φωνή της.
«Κι εγώ, ρε γαμώτο, νομίζω σε ερωτεύομαι … Στα αλήθεια…»
Αμέσως, σαν να άκουσαν τον ήχο από το πιστόλι κάποιου αλυτάρχη από το υπερπέραν, άρχισαν να τρέχουν ταυτόχρονα σε αντίθετες κατευθύνσεις χωρίς να κοιτάξει κανείς πίσω του. Έντρομοι, σαν να τους καταδίωκε μία αγέλη από λυσσασμένα αποκαλυπτικά τέρατα, έτρεξαν με όση δύναμη είχαν και χάθηκαν στις κατηφόρες του λόφου.
Εκείνος έτρεξε σαν δαιμονισμένος, μέχρι που σταμάτησε να ακούει το δικό της ποδοβολητό. Σταμάτησε λαχανιασμένος και άναψε ένα τσιγάρο, τράβηξε μερικές βαθιές, απανωτές τζούρες και προχώρησε προς τα σοκάκια της πόλης.
Στα αλήθεια, δεν ξανασυναντήθηκαν ποτέ …


image

Σωτήρης Θεοχάρης

Ο Σωτήρης Θεοχάρης είναι μουσικός και Εξαρχειώτης. Κάπου κάπου (ενίοτε συχνά) σχολιάζει και αρθρογραφεί. Τελευταία τον συναντάμε στους ANFO, ενώ παιζει μπάσο και τραγουδάει και στα Ανώμαλα Ρίμματα. Κατά το παρελθόν συμμετείχε σε πληθώρα μουσικών σχημάτων μεταξύ των οποίων οι ιστορικοί punk rockers Aδιέξοδο και οι πάντα επίκαιροι Σπυριδούλα...
 
 
 
image

Σωτήρης Θεοχάρης

Ο Σωτήρης Θεοχάρης είναι μουσικός και Εξαρχειώτης. Κάπου κάπου (ενίοτε συχνά) σχολιάζει και αρθρογραφεί. Τελευταία τον συναντάμε στους ANFO, ενώ παιζει μπάσο και τραγουδάει και στα Ανώμαλα Ρίμματα. Κατά το παρελθόν συμμετείχε σε πληθώρα μουσικών σχημάτων μεταξύ των οποίων οι ιστορικοί punk rockers Aδιέξοδο και οι πάντα επίκαιροι Σπυριδούλα...
 
 
 
image

Σωτήρης Θεοχάρης

Ο Σωτήρης Θεοχάρης είναι μουσικός και Εξαρχειώτης. Κάπου κάπου (ενίοτε συχνά) σχολιάζει και αρθρογραφεί. Τελευταία τον συναντάμε στους ANFO, ενώ παιζει μπάσο και τραγουδάει και στα Ανώμαλα Ρίμματα. Κατά το παρελθόν συμμετείχε σε πληθώρα μουσικών σχημάτων μεταξύ των οποίων οι ιστορικοί punk rockers Aδιέξοδο και οι πάντα επίκαιροι Σπυριδούλα...
 
 
 

Γραφτείτε στο Νewsletter του Merlin

FEATURED VIDEOS

  • 1