Γράφουν οι Φαίη Φραγκισκάτου, Βαγγέλης Χαλικιάς, Αντώνης Λιβιεράτος & Bill Hunchback
Φωτογραφίες: Φαίη Φραγκισκάτου
(ένα συλλογικό αφήγημα με αφορμή τις κάρτες του Ταρώ της Μασσαλίας)
Tο παιχνίδι είναι μια εκδήλωση χαράς που δεν εξαντλείται χρονικά κατά τη διάρκεια της παιδικής ηλικίας. Οι άνθρωποι μεγαλώνουν παίζοντας ή παίζουν μεγαλώνοντας. Μια παρέα φίλων έφτιαξε ένα παιχνίδι βασισμένο στην τυχαία επιλογή μιας κάρτας του Ταρώ της Μασσαλίας, με την ελπίδα ότι θα γίνει η απαρχή νέων εξερευνήσεων και κοινών τόπων.
Αρ. 3: Η Αυτοκράτειρα
(Αντώνης Λιβιεράτος)
«Ίσως εκείνα τα εξωτικά Ινδικά μανιτάρια να ήταν, τελικά, δηλητηριώδη. Αλλά, μπα, σ’ αυτή την περίπτωση ο δοκιμαστής θα είχε πέσει ξερός πριν προλάβουν να με σερβίρουν. Μάλλον θα φταίει, τότε, εκείνο το γλυκόπιοτο κρασί του Ρήνου. Τι ωραίο που ήταν τ’ άτιμο. Μάλλον, δεν το σηκώνω πια το πιοτό όπως παλιότερα. Θα πρέπει, ίσως, να σταματήσω να το τσούζω… τα μεσημέρια, τουλάχιστον. Της ήταν αδύνατο ν’ ανοίξει τα μάτια της κι ένιωθε το κεφάλι της βαρύ. Έφερε τα χέρια στους κροτάφους της κι, έκπληκτη, συνειδητοποίησε πως φορούσε το διάδημα που προοριζόταν, αποκλειστικά, για τις εμφανίσεις της στις επίσημες τελετές. Το έβγαλε και, χωρίς να νoιαστεί για τις συνέπειες που θα μπορούσε να έχει η πράξη της στην λεπτεπίλεπτη διακόσμηση του, το άφησε να πέσει στο δάπεδο.
«Τι μου 'ρθε σήμερα και ντύθηκα σαν καρνάβαλος;» μουρμούρισε. Κι, όμως, κάπου στο πίσω μέρος του μυαλού της κάτι της έλεγε πως η σημερινή ήταν μια ιδιαίτερα σημαντική μέρα. Αλλά της ήταν αδύνατο να θυμηθεί γιατί. Κι ούτε την ένοιαζε, στο κάτω- κάτω. Το μόνο που ήθελε ήταν να πάψει να νιώθει εκείνη την αφόρητη κάψα που ανέβαινε απ’ την κοιλιά προς το στήθος της. Έφερε τα χέρια πίσω από την πλάτη της. Η προσπάθεια να ξεκουμπώσει το φόρεμά της αποδείχτηκε ένας μη πραγματοποιήσιμος άθλος. «Ποτέ η αμπιγιέζ μου δεν είναι εδώ όταν τη χρειάζομαι», σκέφτηκε αγαναχτισμένη. Τράβηξε το ρούχο με βία. Άκουσε το βελούδο να σκίζεται αλλά, φυσικά, δεν αισθάνθηκε ίχνος λύπης γι’ αυτό. Με την ίδια αποφασιστικότητα ξεφορτώθηκε τα μεταξωτά της εσώρουχα, τα παπούτσια και, τελευταίες, τις κάλτσες της. Ένα δροσερό αεράκι χάιδεψε το κορμί της. Πήρε μια βαθιά ανάσα κι ένιωσε να ζαλίζεται. Παραπάτησε, κατάφερε όμως να αρπαχτεί από κάτι κρύο και σκληρό που βρέθηκε μπροστά της και που με τη βοήθεια της αφής της αναγνώρισε ως περίτεχνα διακοσμημένο κιγκλίδωμα. Έγειρε πάνω του με ανακούφιση.
Ούτε που ήξερε πόση ώρα είχε μείνει ακίνητη σ’ αυτή τη στάση όταν από κάπου, όχι πολύ κοντά, ούτε όμως και πολύ μακριά, ένας ήχος σαν από κύμα που φουσκώνει αργά την επανέφερε στην πραγματικότητα. Συγκεντρώνοντας τις δυνάμεις της άνοιξε, επιτέλους, τα μάτια της και διαπίστωσε πως στεκόταν σ’ έναν απ’ τους εξώστες του ανακτόρου, αυτόν που έβλεπε στην κεντρική πλατεία. Και πως το αλλόκοτο βουητό που ακουγόταν δεν ήταν παρά το σούσουρο που το, κάπως ασυνήθιστο, θέαμα το οποίο η ίδια παρουσίαζε είχε ξεσηκώσει ανάμεσα στο πλήθος των υπηκόων της που είχαν μαζευτεί για να την επευφημήσουν με την ευκαιρία της δέκατης επετείου της ενθρόνισής της.
Τότε τους κοίταξε μ’ εκείνο το φαινομενικά τρυφερό κατά βάθος, όμως, παγωμένο βλέμμα που οι καλύτεροι ζωγράφοι πάσχιζαν, μάταια, επί χρόνια ν’ αποδώσουν στα πορτρέτα της. (Το περίεργο, μάλιστα, είναι πως χρόνια αργότερα ο καθένας απ’ τους παριστάμενους έμελλε να συνεχίζει να ορκίζεται πως το βλέμμα εκείνο είχε καρφωθεί στα δικά του, ειδικά, μάτια, αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία). Σιγά- σιγά οι ψίθυροι καταλάγιασαν. Επικράτησε απόλυτη ησυχία την οποία η μεγαλειότης της αισθάνθηκε ν’ απολαμβάνει το ίδιο έντονα με την αναγγελία κάθε μιας απ’ τις, όχι και λίγες, νίκες των στρατευμάτων της στα πεδία των μαχών.
«Μαμά! Μαμά!», αντήχησε κάπου απ’ την πέρα άκρη της πλατείας μια ψιλή παιδική φωνούλα. «Μαμά, η αυτοκράτειρα είναι γυμνή!»
Αρ.14 : Εγκράτεια
Βαγγέλης Χαλικιάς
Πας για beat ποιητής αλλά καταλήγεις μπητ μαλάκας. Δεν κρατιέσαι πουθενά, στο φαί, στα νεύρα, στο φόβο, στο άγχος, στο πρέπει, στο θέλω, στο δε μπορώ, στο αντέχω μα δεν αντέχω, στο να πεθαίνεις κάθε μέρα 100 φορές αν όχι χίλιες. Γκόμενα η μουσική, φυλακή η ζωή, κελαηδά το μωρό, τα φτερά του μετρώ, μαθαίνω να πετώ, όταν δεν έμαθα εγώ. Τι κρίμα τι κρίμα, χωράς πουθενά; Πως το έλεγε εκείνος ο τύπος στην ταινία με το ραδιόφωνο; «Έχω κάτι που διώχνει τους ανθρώπους». Και τι έμεινε και από αυτόν; Η μνήμη ρε γαμώτο. Νεαρός, μεσήλιξ, νεκρός. Πως αλλάζουν οι άνθρωποι, η φθορά είναι πρώτα αόρατη και αν τα καταφέρεις και τη βγάλεις καθαρή γίνεται και ορατή και τότε είναι που καταλαβαίνεις πως καλύτερα αόρατη. Πως είπατε; Εγκράτεια; Χαχαχαχαχαχα... Μόνο στα Ταρώ σε κάρτα. Πλαστική εγκράτεια γιατί από αληθινή στέρεψε χωρίς να υπάρξει. Οι κιθάρες, οι φωνές, τα λόγια, βάζουν σφραγίδες γνησιότητας σε ψυχές που παλεύουν να ξεφύγουν, μα στα σόλα χάνονται ξανά. Οργισμένοι ανίκανοι και νευρικοί, ετοιμόρροποι άνθρωποι. Καθένας την εικόνας σας βρε. Εικονολάτρες. Βάλε φωτιά σε ότι…
Επαναστάτες πολυτελείας, αμφιβάλω για τον ίδιο μου τον εαυτό, πουλημένοι στο ισχυρό είναι σας, στο δυνατό εγώ σας, ανίκανοι συνείδησης, σιγουριά σανού. Καβαλίνες σκατά αλόγου, Γαϊδούρι, χελώνα, σκαντζόχοιρος. Τα έζησα μικρός, τότε που έπαιζα στο δρόμο. Τα έλεγε καβαλίνες για να μην τα πει σκατά, το διάστημα αφήνει κενά, μας πήραν τα μυαλά μας. Ρε σεις είμαι αμέθυστος, γιαούρτι φράουλα και τρύπες. Αυτά είναι μεθύσια, αγάπη, αγωνία, θλίψη και κάψιμο. Φόβος και αδιαφορία. Εγκράτεια; Χαχαχαχαχαχα...
Όλα ένα ταξίδι είναι και στάχτη η κατάληξη όποιος και αν είν' ο δρόμος. Φίλοι και αδέλφια, αρκεί να μας συμφέρει. Ο καθένας ψεύτης, δειλός, γενναίος σαν καβαλίνα είσαι, ρε. Πιστοί στην ομάδα σας, θρησκευτική, κομματική ή ποδοσφαιρική. Καβαλίνες ολέ. Μαζί μας είμαστε, ερωτευμένοι χεζοφρενείς. Μια τρύπα στο νερό που δεν τρυπάει. Μια Τρύπα στο μυαλό που δεν πονάει. Μια καβαλίνα είναι ο άνθρωπος στο ύψος που θέλει να νομίζει ότι στέκεται. Σε μια άγνωστη πορεία που θαρρείς πως την χαράζεις, καβαλίνα της ζωής.Κουράστηκα για τώρα, θα δω μετά, σε πιο ύψος θα ξανασταθώ να κάνω αυτοκριτική σηκώνοντας το σταυρό όλου του κόσμου. Όταν υπάρχει η αυλοποίηση το βλέμμα το απέξω. Η παρατήρηση του είναι και το «'θαπρεπε».
Εγκράτεια; Χαχαχαχαχαχα...
Μα τι λες. Στην επόμενη στροφή έχεις ξανά ξεφύγει . Η σταθερότητα σου είναι σαν φτερού σε τυφώνα. Η λάβα είναι σβηστή μα το ηφαίστειο καίει μα αδρανεί. Οι πέτρες κάνουν θόρυβο, είναι σκληρές, είναι άκαμπτες μα τσουλάνε και αυτές.
Αρ.15: Ο Διάβολος
(Bill Hunchback)
Δεν υπήρξε καμία εκδήλωση που να προκαλέσει δέος . Δεν συνέβη κάτι το συνταρακτικό. Δεν υπήρξε τίποτα που να θυμίζει θρίλερ και βέβαια δεν ακούστηκε κάποιο καθηλωτικό σάουντρακ. Το μόνο που έγινε ήταν πως το κατάλαβα. Όταν συνειδητοποίησα την ακριβή υπόσταση του Διαβόλου μου κόπηκε η φωνή. Βέβαια και να είχα φωνή δεν θα υπήρχαν αυτιά να την ακούσουν. Δεν είναι ικανοί ούτε οι γνωστοί ούτε οι φίλοι ν’ ακούσουν κάτι που δεν έχουν συνηθίσει να σκέφτονται. Συνήθως δε, δεν έχουν χρόνο. Ένα από τα έργα του Διαβόλου είναι ο χρόνος. Ο πιο πολύς κόσμος κι εγώ ο ίδιος ακόμα, προσπαθεί να κάνει τη ζωή του τόσο άνετη ώστε να έχει περισσότερο χρόνο για να τη ζήσει, όμως στη διαδρομή για αυτήν την επιτυχία δεν έχει καθόλου χρόνο κι αν τύχει να τελικά ν’ αποκτήσει ή βρίσκεται στο τέλος της διαδρομής είτε δεν ξέρει πια τι να τον κάνει και στην ουσία δεν κάνει τίποτα με δαύτον.
Τώρα που ξέρω πως υπάρχει ο Διάβολος, τώρα που είμαι σίγουρος γι’ αυτόν, πρέπει να ξεκαθαρίσω ότι ο χρόνος είναι ένας απ’ τους δαίμονές του. Υπάρχουν κι άλλοι, αλλά ίσως αυτό να μην είναι και τόσο απαραίτητο να το θίξω αυτή τη στιγμή. Μια φίλη μου που ενδιαφέρθηκε για τούτη τη διαπίστωσή στην αρχή, πριν να με πάρει κι αυτή στο ψιλό, με ρώτησε αν τώρα που ξέρω ότι υπάρχει ο Διάβολος γνωρίζω πως υπάρχει κι ο Θεός. Φυσικά και όχι. Δεν νομίζω ότι σχετίζεται ο Διάβολος με το Θεό. Σύμφωνα με τις παρατηρήσεις μου ίσως να μην έχουν συναντηθεί και ποτέ δηλαδή. Μπορεί να έχει περάσει από τη σκέψη του Διαβόλου ο Θεός, όμως να θέλει να τον εκδικηθεί , εκμηδενίσει καταστρέψει, να θέλει να κλέψει τους πιστούς του Θεού και να δημιουργήσει το θρησκευτικό χάος που λένε, δεν νομίζω. Ουσιαστικά αυτό που πιστεύω είναι πως σκασίλα του ο Θεός. Πως αυτός ο τύπος είναι πολύ ψηλά ή πολύ βραδύς για να τον ενδιαφέρει .
Ο Διάβολος αν είναι κακός; Ω είναι κακός. Είναι καταστροφή, απελπισία , βασανιστήριο , διαφθορά και μάλλον θάνατος. Το «Μάλλον» το λέω όχι με την έννοια του «ίσως» που το λένε οι πολλοί, αλλά με την έννοια του «περισσότερο» που είναι και η σημασία που δόθηκε στη λέξη κατά τη γέννησή της. Τον θάνατο δεν τον αναφέρω με την έννοια του βιολογικού θανάτου μόνο, αλλά με αυτήν του πρόωρου θανάτου οποιασδήποτε μορφής. Την πηγή και την εκβολή κάθε φόβου. Πριν να καταλήξω στα συμπεράσματά μου ήμουν κι εγώ ένας καθημερινός άνθρωπος από αυτούς που δεν ξέρω αν τους ανήκει η βασιλεία των ουρανών, όμως σίγουρα τους ανήκει ένα μικρό κομματάκι της βασιλείας της ρουτίνας τους. Μάλιστα είχα και την απαραίτητη επίφαση της διαφορετικότητας μου, αυτού του άγιου δισκοπότηρου που όλοι μοιάζουν να κυνηγούν αρκεί να αφορά την εκδοχή και αποδοχή της δικής τους διαφορετικότητας και όχι εκείνης των άλλων. Είχα το μερίδιό μου στο ας-το-πούμε παράξενο στυλιζάρισμα στην εμφάνιση, είχα κάπως εξτρεμιστικό κούρεμα, ήμουν κυνικός και σαρκαστικός, έφτιαχνα κάνα δύο περίεργα πράγματα για να τονίζω πως ήμουν «αλλιώς» και μιλούσα με τόνο μπλαζέ σε όλους του άλλους.
Φυσικά στην πραγματικότητα ξυπνούσα το πρωί και κοιμόμουν κάποια ώρα νυχτερινή, πήγαινα στην τουαλέτα, έτρωγα, μεταβόλιζα, αρρώσταινα και γινόμουν καλά, αναζητούσα το σεξ, τη στέγη και την τροφή, αναζητούσα τη συντροφικότητα και την παρέα και παράλληλα έκανα περίεργες χαζομάρες όπως όλοι οι άνθρωποι. Μπορεί και όλοι οι ζωντανοί οργανισμοί γενικότερα. Μέχρι ενός σημείου ο περιορισμός μου σε μικρές ομάδες από όμοιους με εμένα, μου φαινόταν ένα είδος επιτυχίας. Ο τρόπος μου να αρνούμαι τα στραβά και τα άδικα της μεγάλης οικογένειας, για την οποία ούρλιαζε κι ο Τζιμ Μόρισον. Ένας μουσικός ποιητής που πολλοί άκουσαν κι ελάχιστοι κατάλαβαν. Το ίδιο με μένα έκαναν και όλοι οι άλλοι με τον τρόπο τους ή έκαναν περίπου το ίδιο με μένα, δεν έχει σημασία.
Τα πάντα ξεκίνησαν από τη στιγμή που αποφάσισα να συζητήσω τις σκέψεις μου σε σοβαρό επίπεδο. Μερικές άρχισα να τις γράφω κι όλα και κάποιες να τις ηχογραφώ.
«Για να μπορεί κανείς να τις αναλύσει ευκολότερα» θυμάμαι πως έλεγα. Όταν λοιπόν τις σκέψεις αυτές που με απασχολούσαν ξεκίνησα να τις συζητώ στα σοβαρά με όποιον τρόπο μπορούσα, ένιωσα πως βλέπω το εξωτερικό περίγραμμα του Διαβόλου να σχηματοποιείται. Τα νοήματα των φράσεων μου ανόητα ή σοβαρά, διασπάζονταν λόγω παρεμβολών από το οποιοδήποτε ακροατήριο, σε χιλιάδες μικρο-ιστορίες που αφορούσαν άλλο νόημα, άλλους ανθρώπους, άλλες ερμηνείες, των οποίων και αυτών τα νοήματα έμεναν ημιτελή, ακατανόητα και χωρίς να επιτρέπουν να βγει κανένα συμπέρασμα από το μυαλό και το στόμα κανενός. Οι αποφάσεις λοιπόν που θεωρητικά προκύπτουν από κάθε σκέψη έπαψαν να προκύπτουν. Η επιλογή ενός δρόμου στον οποίον καλείται κανείς να βαδίσει κερδίζοντας κάτι και χάνοντας το άλλο του άλλου δρόμου που δεν επιλέχθηκε, έγινε αδύνατη. Εξυψώθηκε φανερά η μίξη πολλών πλαστελινών-απόψεων σε μια άμορφη μάζα χρώματος ουδέτερου καφέ. Το χρώμα των απορριμμάτων του ανθρώπινου σώματος καθώς και κάθε άλλου ζώου απ’ ότι ξέρω.
Τα πράγματα άρχισαν να τελματώνουν.
Το τέλμα, η ελώδης αυτή περιοχή στην οποία τίποτα δεν συμβαίνει, εκδηλώθηκε πρωτίστως στα φλέγοντα πλην όμως φαινομενικά δευτερεύοντα ζητήματα. Στον έρωτα, στη φιλία, στο περιβάλλον, στα ζώα της πόλης. Οι τομείς αυτοί της ζωής παρουσιάστηκαν ως πολύπλοκοι, άλυτοι, κουραστικοί , κλισέ, μπερδεμένοι, απόμακροι και τελικά άχρηστοι. Μεγαλύτερη σημασία είχαν η δουλειά, τα χρήματα, το κέρδος , η επιβίωση του εαυτού η εκμηδένιση των εχθρών. Βέβαια ούτε κι εκεί παρουσιαζόταν κάποια δράση, η έξαψη της απόφασης, η αιχμή του δίκαιου. Στην πραγματικότητα όλοι είχαν δίκιο, όλα ενδιέφεραν διαγώνια, χωρίς πάθος κι ακόμα κι αν οι άνθρωποι μιλούσαν την ίδια ακριβώς μητρική γλώσσα, είχαν πάει στα ίδια σχολεία, η αδιαφορία για την ακρίβεια των όρων που χρησιμοποιούσαν, έκανε τη γλώσσα ακατανόητη, την επικοινωνία αδύνατη, στο τέλος βαρετή και άχρηστη. Ακόμη και οι καλύτεροι από μας κουράστηκαν κι έπεσαν σε ένα μούδιασμα υπνικό.
Δεν κυκλοφορούσε μόνο τα βράδια ανάμεσα σε πύρινες γλώσσες φωτιάς.
Δεν ήταν κόκκινος γιγάντιος με φλογερά μάτια, πόδια τράγου.
Δεν κρατούσε τρίαινα.
Δεν ήταν καν ένας.
Δεν φορούσε, από την άλλη, ούτε το κουστούμι ή το ταγιέρ ενός ψυχρού τεχνοκράτη ή τεχνοκράτισσας.
Δεν είχε μια μεγάλη στρατιά κακών που αποτελούσαν τα μόρια της μορφής του.
Κατάλαβα καλά πως ο Διάβολος ήταν ο καιρός.
Ο Διάβολος ήταν η εποχή.
Ο Διάβολος η συνισταμένη δύναμη χιλιάδων ή εκατομμυρίων συνιστωσών.
Μια από αυτές μπορεί να ονομαστεί ανθρωποκεντρικότητα.
Μια από αυτές εγωπάθεια.
Μια από αυτές αδιαφορία.
Μια από αυτές μικρόνοια.
Γήρας της ύπαρξης των ανθρώπων.
Αλλά οι συνιστώσες είναι χιλιάδες.
Σαν εμείς τα βατράχια που περπατάνε και μιλούν και αψηφήσανε τον ήλιο και αψηφήσανε το νερό, να έπρεπε να δεχθούμε μια σειρά από ηλιακές καταιγίδες και μια σειρά από υδάτινες, ώστε να μετρηθούμε.
Δια-βάλλω.
Συκοφαντώ.
Διαχωρίζω.
Εμβάλλω έριδα.
Μπερδεύω.
Μουδιάζω.
Απενεργοποιώ.
Σε όποιους μίλησα για αυτά , έμενε ο καθένας και η καθεμία στην επικεφαλίδα που ήθελε. Άλλοι στη θρησκευτική.
Άλλοι στην πολιτική.
Άλλοι σε κάποια σέχτα υποκουλτούρας από τις γνωστές.
Κανένας άνθρωπος δεν προσπάθησε να ξεκλειδώσει το νόημα της αντίληψής μου όπως είχα διαβάσει πως κάνουμε οι άνθρωποι, όπως εμένα μου αρέσει να κάνω ακόμη και αν φθάσει στα αυτιά μου μια μπούρδα.
Τότε κατανόησα ότι είμαι στο στόχαστρο κι εγώ.
Ήξερα και δεν πείραζε που ήξερα.
Δεν μπορούσα να του κάνω κακό.
Ήταν το κακό.
Σταμάτησα λοιπόν να μιλάω, να γράφω και να τραγουδώ τελείως.
Βάλθηκα μόνο να ζωγραφίζω. Άτεχνες ζωγραφιές που δεν θα δίναν στόχο.Αν οι λέξεις δεν έπειθαν κανέναν, δεν θα το έκαναν οι ζωγραφιές μου. Ουσιαστικά η ζωή μου ολόκληρη έγινε μια απομόνωση σε εικόνες. Προσπαθούσα να απεικονίσω κάτι που δεν μπορεί να ονομαστεί. Κάτι που δεν έχει εικόνα. Μια ματιά με χιλιάδες οφθαλμικές κυψέλες απέναντι στον άνθρωπο που ξέφυγε από τη μεγαλειώδη εικόνα και περιπλανιέται ανόητα στο χάος. Δεν είχα ούτε κι εγώ σκοπό. Δεν είχα πια ούτε απόφαση. Δεν με ενδιέφερε να συζητηθεί κάποια από τις σκέψεις μου. Δεν με ενδιέφερε η πιθανότητα του να στραφεί το τιμόνι προς το φως. Δεν με ενδιέφερε να αποκρυπτογραφηθεί το χάος , να το ξεδοντιάσω, να το αφήσω ξάπλα, ήσυχο κι αυτό, δίπλα μας.
Εάν βρεις μια δεύτερη συνείδηση που να ενστερνιστεί χωρίς κόπο τις ιδέες σου τότε οι δυνατότητες αυτών των ιδεών είναι απεριόριστες, πόσο μάλλον αν βρεις πολλές.
Δεν βρήκα καμία.
Ο Διάβολος ήταν οι πολλές αντίθετες δυνάμεις από αυτό που ζητούσα.
Αυτό είναι αυτό για όλους κι όλες .
Ούτε κέρατα.
Μήτε οπλές.
Τούτο το ομιχλώδες λάσπωμα όμως ήταν πιο τρομαχτικό και το τρομαχτικότερο αποτελούνταν από τ’ ότι δεν άφηνε ηθελημένα, μετά συνειδήσεως νομίζω, να το απεικονίσεις.
Ένα πρωινό του καλοκαιριού ,όμορφο πρωινό σαν αυτά με τους γονείς μας που τρώγαμε σύκα και πίναμε κακάο, τελείωσα τον επί τέσσερις μέρες αϋπνίας πίνακα μου.
Δεν είχε κανέναν τίτλο άλλον, πρωτότυπο.
Είχε τον ίδιο τίτλο με όλους τους πίνακες μου.
Πίνακες… Μοιάζει αστεία η λέξη σε αυτή την εποχή της εξειδικευμένης απαξίωσης .
Διάβολος λεγόταν και αυτός. Αυτός ήταν ο τίτλος κάτι σαν επίκληση ξόρκι και απεικόνιση ταυτόχρονα.
Κάθισα πίσω.
Τα φύλλα από ένα θαλερό δέντρο, έριξαν τη σκιά τους στο έργο.
Μερικά σημεία του λαμπύρισαν κατά συνέπεια .
Το πρόσεξα περισσότερο.
Στην πραγματικότητα δεν ήταν τίποτε άλλο από ένα σύνολο άπειρων κύκλων με μια τελεία στο κέντρο του καθενός , άλλων μεγάλων και άλλων μικρών, που απάρτιζαν οτιδήποτε έβλεπε κανείς από μια βουκολική σκηνή κάποιου οροπεδίου, γύρω γύρω δέντρα χωρίς το ίχνος ανθρώπου. Έμοιαζαν με τα εκατομμύρια μόρια μιας απλής σκηνής της ζωής.
Μου άρεσε.
Για πρώτη φορά μου άρεσε.
Είπα πως πέτυχα το στόχο μου δηλαδή, όχι πως ήταν το έργο ενός μεγάλου ζωγράφου…
Και τότε ξαφνικά ένα χλιαρό φως χωρίς ίχνος υγρασίας ούτε κάψας , φώτισε τα πάντα και άρχισε να με καταπίνει.
Να με καταπίνει.
Να χάνομαι μέσα του.
Να γίνονται τα πάντα φως λαμπρό φως.
Φως και εγώ.
Τίποτε άλλο.
Αρ.18: Η Σελήνη
(Φαίη Φραγκισκάτου)
Σε λίγες ώρες η Σελήνη θα γέμιζε πάλι. Όποτε είχε πανσέληνο, η γυναίκα ονειρευόταν ότι βρισκόταν στη λίμνη. Δεν έμοιαζε με καμιά από τις λίμνες που είχε δει στα περιορισμένα της ταξίδια στην εξοχή. Κοιτάζοντας το φεγγάρι όπως έδειχνε πάνω από το μικρό μπαλκόνι, θυμήθηκε εκείνη την περσική παροιμία, «Αν κάνεις παρέα με κοράκια, μην παραξενευτείς αν συνέχεια μπροστά σου βλέπεις ψοφίμια». Εκείνη δεν έβλεπε κοράκια, ούτε ψοφίμια. Μόνο την ίδια λίμνη ξανά και ξανά, όποτε γέμιζε το φεγγάρι.
Τι άραγε σήμαινε η λίμνη; Είχε σταματήσει καιρό να το σκέφτεται. Απλά αποδεχόταν κάθε φορά που είχε πανσέληνο ότι εκείνη μόλις θα έκλεινε τα μάτια της, βρισκόταν στην όχθη της λίμνης. Στάθηκε στη μπαλκονόπορτα κοιτάζοντας τα αυτοκίνητα να σταματούν στα φανάρια και να ξεκινούν όλα μαζί ξανά. Tα αυτοκίνητα δεν ταίριαζαν καθόλου με τη Σελήνη, σκέφτηκε. Σάμπως ταίριαζε η λίμνη ; Υπάρχουν πράγματα και μέρη πάνω στη Γη που ταίριαζαν εκ προοιμίου με τη Σελήνη; Τα μαγεμένα δάση και οι λυκάνθρωποι των παραμυθιών ίσως; Και για ποιο λόγο ένα τοπίο ή μια μυθική οντότητα μοιάζουν ταιριαστά με τη Σελήνη, στα μυαλά των ανθρώπων; Κατέληξε ότι απαντήσεις δεν υπήρχαν, ο εγκέφαλος συνέδεε εικόνες, ήχους και φαινόμενα και μόνο έτσι μπορούσε να τα «δει» και να τα πει με λέξεις.
Μπαίνοντας στο διαμέρισμα, πριν φτάσει στην κουζίνα, μουρμούρισε, «Τουλάχιστον εγώ βλέπω λίμνες χωρίς να γίνομαι λυκάνθρωπος». Ετοίμασε φαγητό για την επόμενη μέρα και μηχανικά ολοκλήρωσε τις αγγαρείες του σπιτιού. Το φεγγάρι δεν το κοίταξε ξανά το υπόλοιπο βράδυ. Την ώρα που ετοιμαζόταν να πέσει για ύπνο θυμήθηκε όλες αυτές τις φωτογραφίες που κυκλοφορούσαν το διαδίκτυο απεικονίζοντας την πανσέληνο του Αυγούστου. Ένιωθε ότι η Σελήνη δεν ήταν το ίδιο ορατή για όλους. Όχι για εκείνους που ένιωθαν φόβο ν' αντικρίσουν τη λίμνη.
Αθήνα
Αύγουστος 2020
B.H.
A.Λ.
Β.Χ.
Φ.Φ.