Γράφει ο Γιάννης Σιδεράκης
Ήταν ένα από εκείνα τα στέκια που ήταν διασκορπισμένα σε όλη την ελληνική επικράτεια, αλλά και την πρωτεύουσα. Βέβαια, ο όρος pub στην επαρχία έπαιρνε μια άλλη διάσταση, μιας και η ελευθεριότητα που προσέφερε το χαλαρό περιβάλλον προσέλκυε οποιονδήποτε ήθελε να ζήσει εκτός των στενών παρεκκλίσεων της πουριτανικής κοινωνίας που εγκλώβιζε ψυχές και καταδυνάστευε όνειρα και ελπίδες. Ωστόσο, παρά τις απεγνωσμένες και φιλότιμες προσπάθειες του ιδιοκτήτη που είχε συγκεντρώσει μια καταπληκτική για το μέρος και τον χρόνο δισκοθήκη και είχε στήσει έναν ναό γνώσης και καταδύσεων στον νέο αυτόν κόσμο που απλώνονταν μπροστά μας, πιτσιρικάδες καθώς ήμασταν, το αποτέλεσμα ήταν κάτι μεθυσμένα βράδια με βαριά λαϊκά και σκυλάδικα της εποχής που μας απωθούσαν και μας ξενέρωναν...
Παρένθεση: τότε όλα έμοιαζαν μαγικά... Ήταν η εκκλησία μας, το σχολείο μας, εκτός από στέκι, κι εκεί στήναμε όπως θέλαμε τη ζωή μας με βάση την μουσική - τουλάχιστον για τις ώρες που βρισκόμασταν εκεί. Εκεί ανακαλύψαμε όλους τους ροκεντρόλ ήρωες, κυρίως των περασμένων δεκαετιών, που έκαναν την εμφάνιση τους μέσα από τα σκονισμένα βινύλια και η νεκρανάσταση τους ήταν το κίνητρο για να βουτήξουμε ακόμη πιο βαθιά. Γνωρίσαμε τους μεγάλους ρόκερ, αλλά και ανεξάρτητα συγκροτήματα που από χέρι σε χέρι οι δίσκοι τους κατέληγαν εκεί για να τους ξετρυπώσει και να τους απογειώσει το μάτι κάποιου άγουρου ντιτζέι. Συζητήσεις και καυγάδες για το ποιος είναι καλύτερος, ποιος είναι πιο ροκ, υπήρχαν σε καθημερινή βάση, όπως και τριβές μεταξύ των νεότερων και των παλιότερων που έπαιζαν σημαντικό ρόλο εκεί μέσα μόνο και μόνο λόγω της "σειράς" τους, με τους τελευταίους να μας αποστομώνουν με την ατάκα, "όταν ακούγαμε εμείς αυτά εσείς δεν είχατε ακόμα γεννηθεί". Πηγαίναμε, λοιπόν, με τα δισκάκια μας και βάζαμε μουσική, που πολλές φορές ακόμη κι εκεί ακούγονταν ενοχλητική - το πανκ, το μέταλ και οτιδήποτε πέρα από το κλασικό ροκ έμοιαζε παράταιρο... Ωστόσο παλεύαμε να κάνουμε αισθητή την παρουσία μας, αλλά πάντα με απόλυτο σεβασμό απέναντι στο παλιό!
Grace και Janis
Κάποιο χειμωνιάτικο απόγευμα ο ιδιοκτήτης, ένας άνθρωπος που παρατηρούσε, αφουγκράζονταν και προσπαθούσε πάντα για τον νεωτερισμό, για να προσελκύσει νέα πελατεία, έκανε εμφάνιση με ένα καταπληκτικό τεχνολογικό επίτευγμα, προφανώς με στόχο να προσελκύσει νέα πελατεία. Σκαρφαλωμένος πάνω σε μια σκάλα, κάτω από την μικρή τηλεόραση που άνοιγε μόνο για να δουν οι βάρβαροι κάποιον ποδοσφαιρικό αγώνα, προσπαθούσε να συνδέσει ένα video! Μαγικό πράγμα, ένας νεωτερισμός, πολύ ψαρωτικό... Όταν τελικά τα κατάφερε, μαζευτήκαμε όλοι περιμένοντας να δούμε τι θα γίνει. Η πρώτη κασέτα που έπαιξε, ήταν ένα καρτούν των Τομ και Τζέρι. Μεγάλες στιγμές να βλέπεις τα σκληρά φρικιά, μεταξύ φραπέ, ούζου και μπύρας, να ξετεντώνονται στο γέλιο, με το ατέρμονο κυνηγητό, των συμπαθέστατων ηρώων. Έπειτα από μερικές ημέρες όμως συνέβη κάτι πραγματικά συγκλονιστικό. Μπαίνοντας μέσα, είδα όλους τους συνομήλικους μου να κοιτάζουν χάσκοντας μαγεμένοι την τηλεόραση. Σήκωσα το κεφάλι μου και είδα τη Θεά, από κάθε άποψη, Grace Slick των Jefferson Airplane να τραγουδάει με μισάνοιχτα τα μάτια το "Volunteers" και να τη συνοδεύει μια απίστευτα ξέφρενη μπάντα σε ένα διονυσιακό κρεσέντο. Κάθισα κάτω και άνοιξα κι εγώ, ασυναίσθητα, το στόμα...
"Τι είναι αυτό, ρε μαλάκα;", ρώτησα τον διπλανό μου. "To Woodstock, ρε, το Woodstock". Κάποια στιγμή χιόνια κάλυψαν την οθόνη και αμέσως μετά το μικρό μαγαζί πλημμύρισε ηλεκτρισμό καθώς ο Jimmy Hendrix με την κόκκινη μπαντάνα και το λευκό χίπικο κοστούμι έλιωνε την κιθάρα του. Μείναμε εκεί με τις ώρες και ξανά την επόμενη μέρα και τη μεθεπόμενη. Είδαμε όλους όσους μέχρι πρότινος αγνοούσαμε την εικόνα τους, πέρα από μερικές ξασπρισμένες ή ασπρόμαυρες φωτογραφίες στα εξώφυλλα των δίσκων, μάθαμε άλλους τόσους που δεν τους είχαμε ακουστά ούτε σαν όνομα και τους ψάξαμε με μανία. Ten Years After, The Who, Joe Cocker, The Βand, Janis Joplin και και και και... Αν είναι δυνατόν! Οι παλιότεροι βέβαια κάγχαζαν. "Αυτά να βλέπετε ρε γατάκια! Εκείνες ήταν εποχές, όχι με τις σημερινές μαλακίες που ακούτε! Αυτή ήταν η ροκ!". Και πώς να τους έλεγες όχι μέσα από όλη εκείνη τη μαγεία που αντίκριζες εκεί; Μια συναυλία, σχεδόν είκοσι χρόνια πριν, που όμως άλλαξε τη ζωή μας, όχι χάρη στις μπάντες που είδαμε και ακούσαμε και ξανακούσαμε και λατρέψαμε, αλλά και για τον κόσμο, για το πλήθος, για τους ανθρώπους που, κάτω από το stage, απλωμένοι σε αυτό το τεράστιο, λασπωμένο λιβάδι, ζούσαν την νιρβάνα τους. Όμορφα κορίτσια με λουλούδια στα μαλλιά, χόρευαν εκστασιασμένα, μάγκες με μακριά μαλλιά και μουστάκια ή γένια, ημίγυμνοι και φτιαγμένοι να γουστάρουν. Όλοι, όλοι μαζί, αγαπημένοι και άνετοι, να χορεύουν, να πίνουν, να κολυμπούν, να χαβαλεδιάζουν. Και όλα αυτά κάτω από τους ήχους της πιο όμορφης μουσικής που είχε γνωρίσει ποτέ ο πλανήτης. Εκείνες οι όμορφες γυναίκες και οι ροκάδες μας πήραν τα μυαλά! Θαρρείς και βλέπαμε πλάνα από τον παράδεισο. Θέλαμε να το ζήσουμε κι εμείς αυτό, να το κάνουμε, να τους μοιάσουμε, να ζήσουμε ελεύθεροι και διαφορετικοί, να συγκλονίσουμε τον κόσμο όπως αυτοί. Το Woodstock, το είδα από τότε πολλές φορές στην ζωή μου και πάντα μου αποκάλυπτε κάτι διαφορετικό - αυτή είναι η μαγεία του. Το παρακολούθησα ξανά λίγα χρόνια αργότερα, όταν ήμουν συνομήλικος κι έμοιαζα κιόλας σε εμφάνιση και νοοτροπία με εκείνο το μαγευτικό πλήθος. Ήμουν περήφανος που τα κατάφερα, που ένα όνειρό μου έγινε πραγματικότητα. Αργότερα, όταν είχα πια μεγαλώσει κάπως, γύρω στα εικοσιπέντε μου, άρχισα να ταυτίζομαι με τους πρωταγωνιστές που πάνω στην σκηνή έδιναν την ψυχούλα τους και ταυτόχρονα άρχισα να καταλαβαίνω πόσο δύσκολο και ποιο τίμημα πλήρωσαν γι' αυτό. Στα τριαντακάτι μου, το πλήθος ήταν πια νεότεροι από μένα, πιτσιρικάδες, και τους μουσικούς τους ένοιωθα σαν παλιούς μου φίλους. Στα σαρανταφεύγα και πατέρας με κόρη σχεδόν στην ηλικία εκείνων των παιδιών που είχαν βρεθεί εκεί, άλλα ξέροντας τι έκαναν και άλλα από σπόντα, γράφοντας όμως ιστορία, με έτρωγε η έγνοια. Οι όμορφες γυναίκες και οι μάγκες έγιναν πιτσιρίκια με σημάδια ακμής και αραιή τριχοφυΐα στο παιδικό τους πρόσωπο κι εγώ τους έβλεπα και ανησυχούσα - αν είναι δυνατόν… Και οι μουσικοί πάντα εκεί, καταραμένοι σκλάβοι στην υπηρεσία της άφθαρτης νιότης που θα τους εξασφαλίζει για πάντα η ταινία, στην προσπάθειά τους να αποδείξουν την αξία τους, να βγάλουν τα σώψυχά τους στο κοινό, κοπανιούνται εκστασιασμένοι, αθάνατοι, με χρέος να στοιχειώνουν τα όνειρα και τις ελπίδες εκατομμυρίων νέων στους αιώνες των αιώνων, δίχως να έχουν δικαίωμα ανάπαυλας. Να πατήσουν λίγο φρένο όπως εμείς. Τρεις μέρες Ειρήνης και Μουσικής... Τέσσερις μέρες που άλλαξαν τον κόσμο για πάντα και πάντα θα τον αλλάζουν για πάντα όσο υπάρχουν νέοι άνθρωποι, με αγνές ψυχές και όνειρα για έναν καλύτερο κόσμο που φιλοδοξούν να πετάξουν, μακριά...
Γιάννης Σιδεράκης
Γεννήθηκα το 1972 στην Αθήνα και μεγάλωσα στην Άρτα. Από μικρή ηλικία, όταν ανακάλυψα το ρόκ ν ρόλ, μέσα από αντιγραμμένες κασέτες και δανεικά βινύλια, ήξερα αμέσως τι ήθελα να κάνω... Την πρώτη μου μπάντα την έστησα στα 15 και από τότε, δεν έχω σταματήσει ποτέ να παίζω, όπως και όπου μπορώ. Οι καλύτερες μου προσπάθειες ήταν, την δεκαετία του 90, 94 με 99, με τους «ΕΡΗΜΗΝ». Ταξιδέψαμε όμορφα, έχοντας γράψει δώδεκα τραγούδια σε δύο ντέμο και πολλά live, περισσότερο εδώ, στην ευρύτερη περιοχή της Ηπείρου. Το 2012, ξεκίνησε μια νέα περιπέτεια με τους Ghostance The Band που παρά τις δυσκολίες των καιρών συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Παρά τις στραβοτιμονιές και τα ναυάγια, παραμένω ενεργός και αφοσιωμένος στην μεγάλη αγάπη της ζωής μου, την σκληρή μουσική. Τον υπόλοιπο καιρό, είμαι βιβλιοπώλης και ρεμβάζω προσπαθώντας ταυτόχρονα να βγάλω και τα προς το ζην, στην «Πολυθρόνα του Νίτσε». Διαβάζω, ακούω-παίζω μουσική και γράφω διηγήματα, σχεδόν ταυτόχρονα. Τόσο ταυτόχρονα, που καμιά φορά, το ένα μπαίνει μέσα στο άλλο και γίνονται ένα. Το μεγαλύτερο κατόρθωμα της ζωής μου είναι πάντως, ότι είμαι μπαμπάς της Φαίης και του Παύλου…
Γιάννης Σιδεράκης
Γεννήθηκα το 1972 στην Αθήνα και μεγάλωσα στην Άρτα. Από μικρή ηλικία, όταν ανακάλυψα το ρόκ ν ρόλ, μέσα από αντιγραμμένες κασέτες και δανεικά βινύλια, ήξερα αμέσως τι ήθελα να κάνω... Την πρώτη μου μπάντα την έστησα στα 15 και από τότε, δεν έχω σταματήσει ποτέ να παίζω, όπως και όπου μπορώ. Οι καλύτερες μου προσπάθειες ήταν, την δεκαετία του 90, 94 με 99, με τους «ΕΡΗΜΗΝ». Ταξιδέψαμε όμορφα, έχοντας γράψει δώδεκα τραγούδια σε δύο ντέμο και πολλά live, περισσότερο εδώ, στην ευρύτερη περιοχή της Ηπείρου. Το 2012, ξεκίνησε μια νέα περιπέτεια με τους Ghostance The Band που παρά τις δυσκολίες των καιρών συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Παρά τις στραβοτιμονιές και τα ναυάγια, παραμένω ενεργός και αφοσιωμένος στην μεγάλη αγάπη της ζωής μου, την σκληρή μουσική. Τον υπόλοιπο καιρό, είμαι βιβλιοπώλης και ρεμβάζω προσπαθώντας ταυτόχρονα να βγάλω και τα προς το ζην, στην «Πολυθρόνα του Νίτσε». Διαβάζω, ακούω-παίζω μουσική και γράφω διηγήματα, σχεδόν ταυτόχρονα. Τόσο ταυτόχρονα, που καμιά φορά, το ένα μπαίνει μέσα στο άλλο και γίνονται ένα. Το μεγαλύτερο κατόρθωμα της ζωής μου είναι πάντως, ότι είμαι μπαμπάς της Φαίης και του Παύλου…
Γιάννης Σιδεράκης
Γεννήθηκα το 1972 στην Αθήνα και μεγάλωσα στην Άρτα. Από μικρή ηλικία, όταν ανακάλυψα το ρόκ ν ρόλ, μέσα από αντιγραμμένες κασέτες και δανεικά βινύλια, ήξερα αμέσως τι ήθελα να κάνω... Την πρώτη μου μπάντα την έστησα στα 15 και από τότε, δεν έχω σταματήσει ποτέ να παίζω, όπως και όπου μπορώ. Οι καλύτερες μου προσπάθειες ήταν, την δεκαετία του 90, 94 με 99, με τους «ΕΡΗΜΗΝ». Ταξιδέψαμε όμορφα, έχοντας γράψει δώδεκα τραγούδια σε δύο ντέμο και πολλά live, περισσότερο εδώ, στην ευρύτερη περιοχή της Ηπείρου. Το 2012, ξεκίνησε μια νέα περιπέτεια με τους Ghostance The Band που παρά τις δυσκολίες των καιρών συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Παρά τις στραβοτιμονιές και τα ναυάγια, παραμένω ενεργός και αφοσιωμένος στην μεγάλη αγάπη της ζωής μου, την σκληρή μουσική. Τον υπόλοιπο καιρό, είμαι βιβλιοπώλης και ρεμβάζω προσπαθώντας ταυτόχρονα να βγάλω και τα προς το ζην, στην «Πολυθρόνα του Νίτσε». Διαβάζω, ακούω-παίζω μουσική και γράφω διηγήματα, σχεδόν ταυτόχρονα. Τόσο ταυτόχρονα, που καμιά φορά, το ένα μπαίνει μέσα στο άλλο και γίνονται ένα. Το μεγαλύτερο κατόρθωμα της ζωής μου είναι πάντως, ότι είμαι μπαμπάς της Φαίης και του Παύλου…