Από τους Genesis στην Αποκάλυψη: Δίσκοι και λουλούδια, δυο σε ένα...

Γράφει ο Γιάννης Καστανάρας

Λοιπόν... Πάρα πάρα πολλά χρόνια πριν, στη γωνία Αλεξάνδρας και Ιπποκράτους (επί της Αλεξάνδρας, λίγο πιο πάνω από τον ιστορικό θερινό/χειμερινό κινηματογράφο (και νυν θέατρο) Γρανάδα, υπήρχε ένα κατάστημα που πουλούσε άνθη και... δίσκους βινυλίου. Μάλιστα, καλά ακούσατε, κι όσοι έτυχε να ζούσατε τότε στα πέριξ Λυκαβηττού και Γκύζη θα το θυμάστε κάπου εκεί στα τέλη της δεκαετίας του εβδομήντα. Κράτησε για κάμποσα χρονάκια με αυτή τη διπλή ιδιότητα, αριστερά τα λουλούδια, δεξιά τα βινύλια, πριν το αναλάβει μια κυρία αποκλειστικά σαν ανθοπωλείο, για να καταλήξει τελικά στον διαβόητο ψαρομάλλη Μάκη με το φιδίσιο βλέμμα, ο οποίος το αγόρασε κοψοχρονιά για να επεκτείνει το παιχνιδάδικο που διατηρούσε επί της Ιπποκράτους, τρυπώντας προφανώς τους τοίχους για να το έχει δίπορτο.

Ο άνθρωπος που είχε το ανθοδισκάδικο ήταν ένας μυστήριος βλογιοκομμένος, κοκαλιάρης και λιγάκι στριμμένος τύπος, που άμα λάχαινε και σ’ έκοβε για μελλοντικό πελατάκι σου έγραφε κασετοσυλλογές έναντι αδράς αμοιβής. Έλεγε μάλιστα ότι οι δίσκοι που είχε στο μαγαζί του ήταν… δυσεύρετοι. Παπάρια… Είχε και μια σκαλίτσα πίσω από το ταμείο κι από εκεί κατέβαινε στο υπόγειο όπου δούλευαν διπλά κασετόφωνα για να γράφει από κασέτα σε κασέτα. Ο Χαμαργιάς με τ’ όνομα – μάλιστα το είχε γραμμένο με καλλιγραφικά γράμματα πάνω την είσοδο του καταστήματος: «Χαμαργιάς – Fleurs et musique». Φρανκοφόν, που λέμε, ή φραγκοφονιάς…

Κάπου κάπου, όταν είχα κάνα "μεζεδάκι" στην τσέπη, κατηφόριζα από το Βουνό και ψώνιζα δισκάκια – θυμάμαι το Frampton Comes Alive, το Transformer και το Wish You Were Here, μεταξύ άλλων. Με τις κασέτες δεν τα πήγαινα ποτέ καλά, ανέκαθεν μου ακούγονταν μουντές  –  έχω, βλέπετε, προτίμηση στα πρίμα, κι έτσι άντε να τον είχα ασημώσει μια δυο φορές για να μου γράψει κάποια συλλογή με «ξένα».

Τους Genesis δεν τους είχα ακούσει, μπορεί να είχα διαβάσει κατιτίς για δαύτους στο Φαντάζιο που αγόραζε η μάνα μου κaι είχε συνήθως ένα δισέλιδο για ξένη μουσική, από όπου αντλούσα όποιες πληροφορίες δημοσίευε για τον Bowie, τους Roxy, τους Floyd, τον Bolan, τους Cockney Rebel, τους Slade και διάφορους άλλους καλλιτέχνες εκείνης της εποχής – μάλιστα στη δεύτερη σελίδα δεξιά είχε μια στήλη με το εβδομαδιαίο αμερικανικό και βρετανικό hit parade. Κι επειδή ήμουν (και είμαι μέχρι και το Come Taste The Band) μέγας φαν των Deep Purple, σε κάποια φάση είχα παραγγείλει ταχυδρομικά δυο παλιότερα τεύχη του περιοδικού που είχαν αφιέρωμα στους Purple (στο ένα μάλιστα υπήρχε, νομίζω, αφίσα τους και αποκλειστική συνέντευξη με μέλη του συγκροτήματος στο αεροδρόμιο του Ελληνικού, σε μια σύντομη στάση τους στην Αθήνα καθ’ οδόν για να δώσουν συναυλία στη… Βηρυτό).

Tους Genesis, όπως προείπα, δεν τους είχα ακούσει. Εξάλλου, εγώ ήμουν της κουλτούρας του hard rock και των χίπιδων, το ίδιο και η παρέα μου. Ένα ανοιξιάτικο βραδάκι λοιπόν (εντάξει, μπορεί να μην ήταν ανοιξιάτικο), πήρα τον κατήφορο από το σπίτι με σκοπό να αγοράσω ένα δισκάκι στο μουσικό ανθοπωλείο του Χαμαργιά. Είχα συμπληρώσει από το χαρτζιλίκι μου το απαιτούμενο ποσό για ένα και μοναδικό βινύλιο και, όπως πάντα, σε αντίστοιχες περιπτώσεις στο παρελθόν ή στο μέλλον, ήμουν αποφασισμένος να μη γυρίσω σπίτι με άδεια χέρια.

Δυστυχώς ή ευτυχώς (το δεύτερο, όπως τελικά αποδείχθηκε), εκείνο το βράδυ το μισοσκότεινο κατάστημα είχε ακόμα λιγότερους δίσκους από ό,τι συνήθως και, ωιμέ, σχεδόν όλα τα «ξένα» ονόματα που φιγουράριζαν στα συνήθως κακοτυπωμένα εγχώρια εξώφυλλα μου ήταν άγνωστα ή αδιάφορα. Όμως, το κατοσταρικάκι (λέμε τώρα) στην τσέπη με δάγκωνε επίμονα, ήθελε σώνει και καλά να με αποχωριστεί και να καταλήξει στο συρτάρι του ανθοδισκοπώλη. Και μόνο μια σκέψη τριβέλιζε όλη εκείνη την ώρα το μυαλό μου ενώ «ξεφύλλιζα» τους δίσκους ξανά και ξανά, δίχως να μπορώ να καταλήξω σε κάποιον: «Δε γίνεται, ρε φίλε, βγήκες τσάρκα για δίσκο, θα αγοράσεις δίσκο – τελεία και παύλα!»

Το Live των Genesis ήταν το μόνο που μου έλεγε κάτι και, παρά τους χίλιους δισταγμούς μου, και επειδή δεν μπορούσα ή δεν ήξερα να διαλέξω κάτι άλλο, ακούμπησα στον καταραμένο Χαμαργιά με μισή καρδιά και βγάλε το όποιο χαρτονόμισμα είχα κι εκείνο γιόρτασε την απελευθέρωσή του από το σκοτεινό κελί της τσέπης μου τσλαβουτώντας πάνω στο μισοβρεγμένο γραφείο.

Με τους Genesis, λοιπόν, παραμάσχαλα και με την ανησυχία για το φρέσκο δισκογραφικό μου απόκτημα να μου τρώει τα σωθικά, ανηφόρισα προς το Βουνό (μην τα ξαναλέμε, ένα είναι το Βουνό, κι ας επιμένουν ορισμένοι γεωλόγοι του κώλου να το αποκαλούν λόφο) και μπήκα κατευθείαν στο σαλόνι του σπιτιού όπου υπήρχε το οικογενειακό ραδιοέπιπλo-πικάπ Philips, πάτησα το λευκό πλήκτρο (κουμπιά τα λέγαμε τότε) που άναβε τα κίτρινα φωτάκια του ραδιοφώνου, έβγαλα μέσα από το εξώφυλλο με ευλαβικές κινήσεις το «βρακί» με τις διαφημιστικές φωτογραφίες εξωφύλλων από άλλες κυκλοφορίες της εταιρείας και κατόπιν τον δίσκο από το «βρακί», και έβαλα να ακούσω το Live των Genesis, ένα άλμπουμ που αρχικά είχε κυκλοφορήσει το 1973 από το βρετανικό progressive, κυρίως, label της Charisma (γνωστής και ως The Famous Charisma Label).

Ο τίτλος του πρώτου κομματιού της άλφα πλευράς ήταν «Watcher of The Skies» και... αλίμονο! Στα πρώτα κιόλας λεπτά ψυλλιάζομαι πως την έχω πατήσει. Αυτό που άκουγαν τα ευήκοα (ακόμα) ώτα μου δεν είχε την παραμικρή σχέση με αυτό που μέχρι τότε καλλιεργούσα σαν μουσικό γούστο. Πού ήταν ο ρυθμός, πού ήταν τα ρεφρέν, πού ήταν τα εκρηκτικά ξεσπάσματα του John Bonham και του Ian Paice, που ήταν τα σόλα του Iommi και του Βlackmore, πού ήταν τέλος πάντων το rock and roll, ρε γαμώτο;!!! Π-ο-υ-θ-ε-ν-ά... Μπερδεμένα πράγματα, κάτι μελωδικά, σχεδόν γλυκανάλατα φλάουτα που δεν είχαν σχέση με το παθιασμένο παίξιμο του Ian Anderson, μια φωνή αλλόκοτη, κάτι άλλοι ήχοι που έμοιαζαν με κιθάρα αλλά μπορεί και να μην ήταν κιθάρα, κάτι αλλόκοτες μελωδίες που θύμιζαν κλασική μουσική... Πού ήταν το rock and roll, ρε γαμώτο. Παταγώδης αποτυχία, το μαγαζί θα είχε κλείσει, που να τρέχω αύριο για αλλαγή – και με τι να το άλλαζα; Με τη Rafaella Carra; Με τους Boney M; Με τον Ακατονόμαστο (δεν τον έλεγαν έτσι τότε, τότε ήταν ακόμα κομμουνιστής); Με τον Γιάννη Μαρκόπουλο; Με τα Τραγούδια του Αγώνα; Με τον Θωμά Μπακαλάκο; Ήμαρτον και ελέησον!
Τέλος πάντων, να μην τα πολυλογώ και σας ζαλίζω επειδή, όπως καταλαβαίνω, δεκάρα δε δίνεται για τις περιπέτειές μου στα (ανθο)δισκάδικα και πολύ καλά κάνετε (δεν ξέρω καν αν έχετε φτάσει την ανάγνωση ως εδώ), ο δίσκος καταχωνιάστηκε στην άκρη του ραφιού με τα λίγα (ακόμα) βινύλιά μου και ξεχάστηκε για κάμποσο καιρό. Κι εγώ συνέχισα ν’ ακούω αυτά που άκουγα – στο μεταξύ είχα τσιμπήσει και κάτι άλλα δισκάκια, κάτι Jefferson, κάτι Doors και τέτοια, ώσπου μια μέρα (μπορεί να ήταν μεσημέρι, μπορεί και βράδυ), αποφάσισα, ποιος ξέρει με τι κίνητρο, να δώσω άλλη μια ευκαιρία σ’ εκείνο το άλμπουμ με το παράξενο λογότυπο και τη φωτογραφία του εξωφύλλου που έδειχνε τέσσερις τύπους καθισμένους σαν να έπαιζαν σε μπουζουξίδικο και ανάμεσά τους μια απόκοσμη όρθια φιγούρα που φορούσε μαύρο μανδύα σαν ιερέας του Σατανά (θα μπορούσε να είναι και το ράσο ενός παπά), έχοντας το κεφάλι χωμένο μέσα στο αλλόκοτο κράνος ενός εξωγήινου...

Αυτή τη φορά, πριν βάλω τον δίσκο στο πικάπ, κάτι σαν διαίσθηση μου ψιθύρισε πολύ πολύ τρυφερά: «Βάλε πρώτα τη βήτα πλευρά, μαλάκα. Τη βήτα, μαλάκα, όχι την άλφα!» Κι εγώ υπάκουσα. Κι έβαλα τη βήτα. Και ακούω το «The Musical Box»... «Play me Old King Cole/That I may join with you/All your hearts now seem so far from me/It hardly seems to matter now...»

Όχι πως καταλάβαινα και πολλά πράγματα με τα φροντιστηριακά αγγλικούλια μου, αλλά σχεδόν αμέσως αισθάνθηκα μια ανατριχίλα να διαπερνάει το εφηβικό και γεμάτο ορμόνες κορμί μου και αμέσως μετά να με πλημμυρίζει ένα κύμα αγαλλίασης. Αυτό το κομμάτι ήταν σκέτη μαγεία, ένα αλλοπρόσαλλο και συνάμα συναρπαστικό μουσικό άκουσμα που τα ταλαιπωρημένα αυτιά μου βίωναν για πρώτη φορά. Και άκουγαν με περισσή προσοχή...

Η διάρκεια του τραγουδιού ήταν γύρω στο δεκάλεπτο και, στο καπάκι, το «The Knife», το δεύτερο και τελευταίο της βήτα, διέλυσε σαν θύελλα όλα τα στεγανά μου. Κι όταν πλέον πέρασα ξανά στην άλφα και άκουσα την πλευρά ως το τέλος, μαγεμένος και συνεπαρμένος από το επικό και θριαμβευτικό φινάλε του «The Return of The Giant Hogweed», οι Genesis είχαν ήδη μπει στο πάνθεον των μουσικών ηρώων μου. Και σιγά σιγά αγόρασα όλους τους δίσκους τους (εκτός από τον πρώτο που ήταν δυσεύρετος και όταν τελικά βρέθηκε μου φάνηκε αδιάφορος – τότε δεν ήξερα ότι ήταν μέρος της στοιχειώδους σειράς Rock Roots της Decca, συν τα δυο πρώτα σινγκλ της μπάντας), λάτρεψα το Selling England Βy The Pound, χάθηκα και βρέθηκα επανειλημμένα στα αλλόκοτα σουρεαλιστικά και λαβυρινθώδη μονοπάτια του The Lamb Lies Down on Broadway, ενώ το «Super's Ready» μέσα από το Foxtrot είναι το κομμάτι που πάντα τραγουδάω μέσα στο κεφάλι μου στις (ευτυχώς) σπάνιες περιπτώσεις αϋπνίας, καθώς συνήθως τα είκοσι λεπτά και παρά τις συνεχείς εναλλαγές, φτάνουν και περισσεύουν για να με υποδεχτεί στις αγκάλες του ο Μορφέας. Ακόμα και τα δυο πρώτα χωρίς τον Gabriel μου άρεσαν. Λιγάκι και το τρίτο...

Και όλα αυτά μου αρέσουν ακόμα. Και τα ακούω ακόμα. Πολύ συχνά. Και τώρα που μιλάμε, πρέπει να γράψω και μια συλλογή Genesis για το αυτοκίνητο. Και να θυμηθώ αύριο να βράσω τα βλήτα που έχω από χθες στο ψυγείο...

ΥΓ. Πολλοί ροκαμπιλογκαραζομεταλλοπάνκηδες φίλοι με έχουν κατά καιρούς χλευάσει (ενίοτε με χλευάζουν ακόμα) επειδή γούσταρα και γουστάρω τους Genesis. Ωστόσο, επ’ ουδενί δεν θεωρώ τον εαυτό μου προγκρεσιβά. Απεναντίας, θα έλεγα. Οι μόνες «classic» prog-rock μπάντες που άκουγα και εξακολουθώ να ακούω πολύ συχνά εκτός από τους Genesis, είναι μετρημένες στα δάχτυλα του ενός χεριού. Και πιο συγκεκριμένα: Pink Floyd, Yes, Emerson Lake & Palmer, Van Der Graaf Generator και King Crimson. Και μην πιαστείτε τώρα από τα γραφόμενα και μου αρχίσετε περί kraut rock, Caravan, Εgg, Focus, Steve Hillage, Ζappa ή Jethro Tull (ένας λόγος που είμαι φανατικά άθεος είναι επειδή κάποια στιγμή πίστεψα ότι ο μοναδικός θεός ήταν ο Ian Anderson – για ένα φεγγάρι μάλιστα άναβα κεράκια κάτω από μια τεράστια αφίσα του και η μάνα μου με φώναζε "Ian"), γιατί θα μπούμε σε μεγάλη κουβέντα και πρέπει να σκεφτώ με τι θα συνοδεύσω αύριο τα βλήτα μου...


image

Γιάννης Καστάναρας

Ο Γιάννης Καστάναρας είναι καθ' έξιν και κατ΄ επάγγελμα slacker, συνεκδότης και executive producer (ο,τι κι αν σημαίνει αυτό το πράγμα) του φανζίν Merlin's Music Box.
 
 
 
image

Γιάννης Καστάναρας

Ο Γιάννης Καστάναρας είναι καθ' έξην και καθ΄ επάγγελμα slacker, συνεκδότης και executive producer (ο,τι κι αν σημαίνει αυτό το πράγμα) του φανζίν Merlin's Music Box.
 
 
 
image

Γιάννης Καστάναρας

Ο Γιάννης Καστάναρας είναι καθ' έξην και καθ΄ επάγγελμα slacker, συνεκδότης και executive producer (ο,τι κι αν σημαίνει αυτό το πράγμα) του φανζίν Merlin's Music Box.
 
 
 

 

Γραφτείτε στο Νewsletter του Merlin

FEATURED VIDEOS

  • 1