του Σωτήρη Θεοχάρη
Χτύπησαν το κουδούνι μια φορά. Το χτυπούσαν πάντα με μελετημένη διάρκεια ώστε να ακουστεί σίγουρα από τους κάτοικους των σπιτιών, αλλά ταυτόχρονα να μην είναι ενοχλητικό και επίμονο και τους εκνευρίσει. Ο τροφαντούλης παπά-Νεκτάριος και η επίτροπος της τοπικής ενορίας, η καλοντυμένη διοπτροφόρος κυρία Αρχοντία, έκαναν επί χρόνια το γνώριμο σεργιάνι τους στη γειτονιά κάθε φθινόπωρο και κάθε άνοιξη για τον «έρανο της αγάπης». Είχαν γίνει ειδικοί στο να προσεγγίζουν πόρτα-πόρτα, τους κατοίκους και να συγκεντρώνουν ένα σεβαστό ποσό κάθε χρόνο, «υπέρ των αναξιοπαθούντων», ή «για την αποπεράτωση του Ναού του Αγίου Φανουρίου», ή, άλλοτε, «για τα πεινασμένα παιδάκια στην Αφρική που τα φροντίζει μια ιεραποστολή». Γλυκύτατοι, ευπρεπείς και με σεβάσμια πρόσωπα, πωλούσαν τις εικόνες του Αγίου Φανουρίου τυπωμένες σε φτηνό ανακυκλωμένο χαρτί, με την ευχή ενός γέροντα από το Άγιο Όρος γραμμένη στο πίσω μέρος με βυζαντινή γραμματοσειρά στην συμβολική τιμή των 8,60€. Η τιμή ήταν πολύ έξυπνα επιλεγμένη ώστε πιστοί και μη, οι οποίοι ήθελαν να βοηθήσουν τον εκάστοτε σκοπό να μην ζητούν ποτέ, από ντροπή, τα ρέστα.
Έτσι οι κόστους περίπου 10 λεπτών εικονίτσες συνήθως άφηναν καθαρό κέρδος 9,90€ έκαστη. Φυσικά, ουδείς αναρωτήθηκε ποτέ για την τύχη των χρημάτων και ακριβώς για αυτόν τον λόγο φρόντιζαν να απορρίπτουν τις πιο γενναιόδωρες προσφορές από εκείνες που κατά καιρούς τους έκαναν διάφοροι, κυρίως ηλικιωμένοι, θεοφοβούμενοι. Απαντούσαν πάντα ευγενικά ότι οι ταπεινές συνεισφορές αρκούν και ότι όσοι θα ήθελαν να συνεισφέρουν μεγαλύτερα ποσά θα μπορούσαν να κάνουν μια δωρεά στον ναό, ο οποίος βρισκόταν «υπό αποπεράτωση» τα τελευταία 35 χρόνια. Ακόμα ακόμα, δεν δέχονταν καν να δώσουν παραπάνω από μια εικονίτσα ανά οικία. Ο παπά- Νεκτάριος πάντα ταπεινά και γλυκομίλητα, απαντούσε πως ο Θεός βλέπει και ότι το μόνο που χρειάζεται είναι η χειρονομία της αγάπης, η καλή πρόθεση. Κάποιες φορές που υπήρχε μεγάλη επιμονή για παραπάνω εικονίτσες, προφασιζόταν ότι τους τελειώνουν λέγοντας ότι «υπάρχουν κι άλλοι άνθρωποι στη γειτονιά που θέλουν να συνεισφέρουν και δε θα έπρεπε να στερηθούν από αυτή τη δυνατότητα». Αυτό διασφάλιζε πως κανείς δε θα σκάλιζε να βρει την τύχη του οβολού του. Κανείς δεν ασχολείται μετά από μερικές μέρες με το που πήγαν τα 8,60€, εν αντίθεσή με κάποιο μεγάλο ποσό. Ο παπά Νεκτάριος και η κυρία Αρχοντία τα είχαν υπολογίσει όλα τέλεια και φρόντιζαν οι απολογισμοί των εράνων της πυκνοκατοικημένης και εύρωστης ενορίας τους, αφού αφαιρούνταν το 90% των εσόδων, να αναρτιούνται κακογραμμένοι, με μικρά χειρόγραφα γράμματα, αδύνατο να διαβαστούν από πρεσβύωπες στο ημίφως, σε μια κόλα χαρτί, σε μια σχεδόν αθέατη μεριά της εκκλησίας. Συνολικά τέσσερα παιδιά, τρία του σεβάσμιου παπά και ένα της ευυπόληπτης κυρίας σπούδασαν σε ακριβά πανεπιστήμια του εξωτερικού. Μια πανάκριβη Μερσεντές του παπά και ένα οροφοδιαμέρισμα, ένα παραθαλάσσιο εξοχικό με το οποίο προικίστηκε η κόρη της κυρίας, τα παραπανίσια κιλά του πάτερ και η σινιέ γκαρνταρόμπα της επιτρόπου, όλα αποκτήθηκαν με τους οβολούς της αγάπης των τελευταίων 20 τουλάχιστον ετών. Επίσης και με την βοήθεια της δημιουργικής λογιστικής στο παγκάρι και με την υπερκοστολόγηση οποιασδήποτε προμήθειας σχετιζόταν με τον Αγ Φανούριο, όπως έργα αποπεράτωσης, αγιογραφίες, κεριά, εκδρομές στους άγιους τόπους, κλπ. Ζωή χαρισάμενη για τους άγιους μοιχούς απατεώνες, οι οποίοι διατηρούσαν μεταξύ τους μια φλογισμένη ερωτική σχέση. Η βασιλεία των ουρανών κερδιζόταν, άκοπα, επί της γης, για τους δύο «ταπεινούς υπηρέτες του θεού», με την υποτιθέμενη τεράστια προσφορά στην κοινότητα, για την οποία μάλιστα είχαν και βραβευτεί πολλές φορές. Στα τόσα χρόνια των «εράνων» είχαν καταφέρει να μπουν σχεδόν σε κάθε σπίτι της ενορίας, σε κάθε μαγαζί και σε κάθε γραφείο. Όταν έβλεπαν κάποιο σπίτι, ή μαγαζί, που θα μπορούσε να έχει τιμαλφή ή χρήματα, δεν διέθετε συναγερμό ή σκύλο και ήταν εύκολο να τη ληστέψουν, ενημέρωναν μια συμμορία διαρρηκτών που είχε γνωρίσει ο πάτερ σε μια φιλανθρωπική επίσκεψη στις φυλακές, με λεπτομερείς πληροφορίες και έπαιρναν το 50% της λείας. Αυτό ήταν μια παράπλευρη ενασχόληση που απέδιδε το κάτι παραπάνω. Όμως οι «έρανοι» είχαν γίνει σχεδόν ένα βίτσιο, στο οποίο είχαν εθιστεί. Ήταν πέρα από εισόδημα και διασκέδαση επειδή εξίταρε των ανταγωνισμό της υποκριτικής μεταξύ τους. Ήταν ένα επωφελές παιχνίδι ρόλων και ήταν ταυτόχρονα και μια κοινωνική δραστηριότητα που έδινε τη δυνατότητα στο παράνομο ζευγάρι να περνά πολύ χρόνο μαζί, υπεράνω πάσης υποψίας. Είναι αδιευκρίνιστο τι συνέβη πρώτο, η απάτη ή το σαρκικό πάθος μεταξύ τους. Πιθανότατα το ένα πυροδότησε το άλλο, αφού και τα δυο συνδέονταν με την υποκρισία και την απάτη. Τα ράσα δεν κάνουν τον παπά, όμως όπως κάθε σοβαρό ένδυμα που φοράει ο κάθε «αξιωματούχος», διαθέτουν βαθιές τσέπες. Όπως στα μικρά κομψά τσαντάκια των σοβαρών ταγέρ του πουριτανισμού υπάρχει πάντα άφθονος χώρος για μεγάλα ποσά, αρκεί να είναι χαρτονομίσματα μεγάλης ονομαστικής αξίας. Η δε σάρκα, είναι σάρκα, ότι κι αν ενδύεται.
Στα είκοσι χρόνια που ασκούσαν το «θεάρεστο έργο τους» δεν είχαν καταφέρει ποτέ να μπουν σε ένα συγκεκριμένο σπίτι. Στο νεοκλασικό σπίτι της κυρά Ζηνοβίας, όπως είχαν πληροφορηθεί πως λεγότανε η υπέργηρη, η οποία ποτέ δεν τους είχε ανοίξει την πόρτα. Ποτέ δεν τους είχε απαντήσει όταν της έλεγαν ευγενικά τη στερεότυπη φράση, «Καλημέρα είμαστε από την ενορία για τον έρανο της αγάπης». Και σε κάθε προσπάθεια, ήξεραν με βεβαιότητα ότι βρισκόταν μέσα και ότι η ακοή της ήταν, παρά τα σχεδόν 90 της χρόνια, άψογη όπως και η όραση της. Με τα χρόνια η πόρθηση αυτού του άπαρτου κάστρου έγινε πείσμα στα μυαλά του άγιου κερατοζεύγους. Ένα παιχνίδι-στοίχημα με στόχο να καταφέρουν να πάρουν έστω και μια φορά από τη Ζηνοβία τα 8,60€ και ίσως να κατοπτεύσουν τον εσωτερικό χώρο, καθώς οι φήμες στη γειτονιά έλεγαν ότι είναι γεμάτος βιβλία και πίνακες ζωγραφικής. Οι φήμες έλεγαν επίσης ότι η κυρά-Ζηνοβία ήταν απόγονος παλιάς πλούσιας οικογένειας Ελλήνων της Βενεζουέλας, ότι είχε ζήσει μια περιπετειώδη ζωή γεμάτη πολυτέλεια και χλιδή, ότι παλαιότερα είχε ένα από τα καλύτερα βιβλιοπωλεία της περιοχής, ότι ήταν ζωγράφος και συναναστρέφονταν με τον κόσμο των γραμμάτων και του πνεύματος στην παλαιά Αθήνα. Ότι στα νιάτα της ήταν πολύ όμορφη και «ελευθερίων ηθών», καθότι ερωτοτροπούσε ακόλαστα με κάθε φύλο, ότι ήταν πολύ μορφωμένη και από τις πρώτες χειραφετημένες γυναίκες στην εποχή της που ως δεδηλωμένη άθεη είχε φτάσει πολύ κοντά στο σημείο να αφοριστεί. Είχε σπουδάσει, έλεγαν ακόμα οι φήμες, ανθρωπολογία και φιλοσοφία και είχε συγγράψει αρκετά σχετικά δοκίμια. Αυτό που ενδιέφερε ιδιαίτερα το ζευγάρι των θεομπαιχτών ήταν ότι σύμφωνα με όσα λέγονταν, δεν είχε απογόνους και κληρονόμους και ότι ζούσε εντελώς μόνη της. Στην γειτονιά επίσης ήταν γνωστό ότι στο παρελθόν είχε δωρίσει όλη την υπόλοιπη περιουσία της, εκτός από το νεοκλασικό σπίτι στο οποίο κατοικούσε, σε πανεπιστήμια, ορφανοτροφεία και άλλα ιδρύματα και είχε ευεργετήσει αρκετούς ανθρώπους που βρίσκονταν σε ανάγκη. Ακόμα ήταν γνωστό ότι είχε τάξει αυτό το πανέμορφο διώροφο νεοκλασικό να γίνει βιβλιοθήκη για τα σχολεία της περιοχής. Δεν το είχε διαφημίσει ποτέ η ίδια, όπως και καμία άλλη ευεργεσία της, όμως ο συμβολαιογράφος της ήταν λίγο παρλαπίπας και έτσι η πληροφορία είχε διαρρεύσει στη γειτονιά. Στα μυαλά του τραγόπαπα και της κυρίας του επί των ακριβών τιμών, η κυρά Ζηνοβία είχε ξυπνήσει το ένστικτο του παίκτη και του κυνηγού. Έπρεπε να καταφέρουν να μπουν σε αυτό το σπίτι, ήταν πλέον αυτοσκοπός, όπως εκείνος ενός τζογαδόρου που πρέπει πάση θυσία να κερδίσει έστω και μια μοναδική φορά στη ζωή του τον κωλόφαρδο κρουπιέρη που του τα παίρνει κάθε βράδυ. Έστω κι αν το αποτέλεσμα θα ήταν απλά 8,60€. Δεν ήταν για το ποσό καθαυτό αλλά για το παιχνίδι, για το γαμώτο, για το δρόμο του πηγαιμού στην παράξενη Ιθάκη μιας στρεβλής απόδοσης του γνωστού ποιήματος του Καβάφη. Η εξαπάτηση της κυρά Ζηνοβίας ήταν κατά κάποιο τρόπο το ποθητό ιερό δισκοπότηρο, ο υπέρτατος βαθμός δυσκολίας στον πρωταθλητισμό των αλμάτων επί Θεώ του ζεύγους.
Το κουδούνι με το μαύρο πλαίσιο από βακελίτη και το λευκό μπουτόν δεν έγραφε όνομα. Η κυρία Αρχοντία το πάτησε μία φορά, λίγο πιο παρατεταμένα από ό,τι συνήθως, ίσως από την έξαψη. Έστησαν και οι δυο τους αυτί και άκουσαν τα βήματα στο παλιό δρύινο πάτωμα που έτριζε, ένας ήχος μαρτυρούσε ότι η κυρά Ζηνοβία πλησίαζε την καλολουστραρισμένη ξύλινη εξώπορτα με το βαρύ μπρούντζινο ρόπτρο που αναπαριστούσε έναν φτερωτό έρωτα, το οποίο με το πέρασμα των χρόνων είχε μάλλον σπάσει και το κομμάτι του βέλους με την αιχμή και ένα μέρος του τόξου είχε χαθεί. Τα βήματα σταμάτησαν και ένα ανεπαίσθητο μεταλλικό σούρσιμο ήταν η ένδειξη ότι πίσω από την πόρτα είχε ανοίξει το ματάκι και ότι εκείνη τους παρατηρούσε μέσα από αυτό. Ο παπά Νεκτάριος διάλεξε τον πιο μειλίχιο τόνο που είχε στο ρεπερτόριο του και την πιο αθώα έκφραση στο πρόσωπό του και είπε: «Καλημέρα, είμαστε από την ενορία του Αγίου Φανουρίου για τον έρανο της αγάπης, αν θέλετε να συνεισφέρετε είναι για να αγοραστούν τρόφιμα για τους πτωχούς αδερφούς μας μετανάστες». Το ματάκι της πόρτας έκλεισε και για λίγο επικράτησε μια αμήχανη σιωπή. Ξαφνικά, ακούστηκε καθαρά και πολύ πιο νεανική από όσο περίμεναν η φωνή της κυρά Ζηνοβίας. «Ένα λεπτό παρακαλώ, περιμένετε λίγο να σας ανοίξω». Τα πρόσωπα των δυο αγιογδυτών έλαμψαν. Για μια ελάχιστη στιγμή κοιτάχτηκαν με μια χαρούμενη και πονηρή έκφραση στο βλέμμα τους, ίσως και με μια υποψία κάβλας. Αμέσως ξαναπήραν την αθώα έκφραση της αγιοσύνης τους και περίμεναν κοιτάζοντας προς την πόρτα. Τα βήματα απομακρύνθηκαν βιαστικά και ακούστηκαν να ανεβαίνουν μια ξύλινη σκάλα αλλά έπειτα από μερικά λεπτά την ξανακατέβηκαν και πλησίασαν προς την πόρτα. Η κλειδαριά έκανε ένα καλολαδωμένο γύρισμα και η πόρτα άνοιξε. Η Ζηνοβία στεκόταν μπροστά τους με ένα θερμό γαλήνιο χαμόγελο, με τα έντονα γκρίζα γατίσια μάτια της να ξεπροβάλλουν ζωηρά από το ρυτιδιασμένο της πρόσωπο, φορώντας μια άψογα σιδερωμένη λουλουδάτη ρόμπα που μισό αιώνα νωρίτερα θα πρέπει να ήταν η τελευταία λέξη της μόδας. Τα μαλλιά της ήταν αρκετά πυκνά, κατάλευκα σαν βαμβάκι, πλεγμένα σε δύο πολύ μακριές και περιποιημένες κοτσίδες. Ψηλή και ξερακιανή, δίχως ίχνος μιας καμπούρας που θα ταίριαζε στη μεγάλη ηλικία της, έμοιαζε με τις αποστεομένες μορφές στις αγιογραφίες αλλά χωρίς τον στόμφο και την ταπεινότητα των βιβλικών γυναικείων προσώπων. Μια ρετρό αύρα από σανέλ Νο 5 αναδυόταν από την επιδερμίδα της. «Παρακαλώ, περάστε», τους είπε με καλοσυνάτη φωνή, καθώς έκανε στην άκρη και τους έδειξε προς το μεγάλο ψηλοτάβανο σαλόνι με τις σκαλιστές γύψινες κορνίζες και τα καλοδιατηρημένα παλιά ξύλινα έπιπλα. «Περάστε, καθίστε, θα είστε πολύ κουρασμένοι από το περπάτημα», είπε η Ζηνοβία δείχνοντας τώρα έναν εκρού βελούδινο καναπέ με σκαλιστά πόδια λιονταριού. Οι δυο εκπρόσωποι του ελεήμονος κυρίου υμών προχώρησαν χωρίς δισταγμό και κάθισαν. Ο παπάς ακούμπησε απαλά δίπλα του την σκούρα καφέ δερμάτινη τσάντα-χαρτοφύλακα σαν αυτήν που είχαν παλιά οι γιατροί που περιείχε τις εικονίτσες και τα χρήματα του εράνου. Η κυρία επίτροπος κάθισε σε αρκετή απόσταση από τον ιερέα, στην άλλη άκρη, με την τσάντα ανάμεσα τους να τους χωρίζει σαν ντροπαλή παρθένα που αποφεύγει να πλησιάσει άντρα. Τακτοποίησε το πανάκριβο ταγέρ της με προσποιητή σεμνοτυφία, ώστε να μην υπάρχει τίποτα προκλητικό στη στάση του σώματός της. Καθάρισε τα μυωπικά γυαλιά της με ένα πανάκι που έβγαλε από το πανάκριβο γαλλικό τσαντάκι της. Στο μυαλό της γύριζαν όλες οι ερωτήσεις που ήθελε έμμεσα και προσεκτικά να υποβάλλει προκειμένου να μάθει οποιαδήποτε χρήσιμη πληροφορία για την κυρία Ζηνοβία, η οποία θα μπορούσε να οδηγήσει σε χρήματα και αντικείμενα αξίας. Τα 8,60€ δεν ήταν πλέον αρκετά ως στόχος σε αυτό το παίγνιο. Η πύλη του κάστρου είχε ανοίξει απρόσμενα εύκολα αυτή τη φορά και αυτός ο στόχος έμοιαζε πλέον να έχει κατακτηθεί χωρίς μάχη, έτσι η δίψα για παραπάνω είχε ξυπνήσει μέσα της. Ο πήχης είχε ανέβει. Αναμφίβολα, το ίδιο συνέβαινε και στο μυαλό του σεβασμιότατου, ο οποίος προφασιζόμενος ότι έτριβε τα κουρασμένα μάτια του, έριχνε λοξές ματιές γύρω του. Όμως στο μυαλό και των δυο είχε φωλιάσει ταυτόχρονα η περιέργεια. Η περιέργεια είναι πολύ κακός σύμβουλος όταν αναμιγνύεται με τη «δουλειά». Ακόμα χειρότερα, όταν η ευχαρίστηση ανακατεύεται με τη «δουλειά». Αυτή η συγκεκριμένη ανίερη αποστολή είχε πάψει πια να είναι απλή υπόθεση ρουτίνας. Είχε δημιουργηθεί μέσα τους ένα τεράστιο φορτίο ηδονής για τη «δουλειά». Αυτό δημιούργησε και στους δυο μια άγρια χαρά και μια ανυπομονησία που ξαφνικά τους έκανε λίγο αμήχανους, σαν να είχαν αποσυντονιστεί χάνοντας για λίγο το ρυθμό τους. Η κυρά Ζηνοβία είπε «Να σας φέρω νεράκι και λίγο γλυκό του κουταλιού, έρχομαι αμέσως» και χάθηκε σε ένα διάδρομο που μάλλον οδηγούσε στην κουζίνα. Ο παπάς ψιθύρισε προς την κυρία επίτροπο: «Μπορεί να φαίνεται ότι τα χει τετρακόσια η γριά, αλλά σίγουρα σε αυτή την ηλικία όλο και κάποια βίδα θα έχει λασκάρει. Να την ψαρέψουμε πολύ προσεκτικά. Κοίτα γύρω τους πίνακες, αφηρημένες αρλούμπες…» Και δείχνοντας με το χοντρό του δάχτυλο συνέχισε, «Εκεί εκεί! Στη γωνία στο καβαλέτο, αυτό το μισοτελειωμένο ! Αν είναι δυνατόν, Θεέ και Κύριε, τι αρλούμπα ! Ζωγραφίζει ένα καταψύκτη σκεπασμένο με γλαδιόλες, έχει κάψει φλάντζα η γριά.». Η κυρία ψιθύρισε βιαστικά, «Λοιπόν σε ό,τι μας λέει εμείς θα λέμε ναι, όπως σε κάθε τρελό. Έτσι θα μας τα πει όλα. Άσε εκείνη να μιλήσει, είναι μόνη της σε ένα άδειο σπίτι, σίγουρα θα έχει ανάγκη να μιλήσει. Όπως στην εξομολόγηση δεν χρειάζονται ερωτήσεις, έτσι θα δεις που και αυτή θα την πιάσει λογοδιάρροια…» Κοίταξαν γύρω τους προσεκτικά. Ο χώρος ήταν τέλεια τακτοποιημένος με εξαίρεση τη γωνία όπου ήταν το καβαλέτο με τον μισοτελειωμένο πίνακα, ένα σκαμνί και τα πινέλα και τις μπογιές αραδιασμένα πάνω σε παλιές εφημερίδες γύρω στο πάτωμα. Προφανώς την είχαν διακόψει από τη ζωγραφική με την επίσκεψή τους. Το υπόλοιπο πάτωμα ήταν πεντακάθαρο, τέλειο παρκέ, κανένα ίχνος σκόνης στις βιβλιοθήκες, οι κουρτίνες άψογα κρεμασμένες και φρεσκαρισμένες. Όλα έμοιαζαν εξαιρετικά τακτοποιημένα, καθαρά και προσεγμένα. Μια απαλή μυρωδιά λεβάντας πλανιόταν στο δωμάτιο και τα δεκάδες κάδρα με τις περίεργες ακατανόητες ζωγραφιές ήταν κρεμασμένα, τέλεια ζυγισμένα σε συμμετρικές αποστάσεις μεταξύ τους. Τα κάδρα με την «αφηρημένη τέχνη» δημιουργούσαν μια περίεργη αίσθηση σε σχέση με την βαριά κλασική επίπλωση. Εντελώς αταίριαστη αισθητική, σαν να αναμιγνύονταν ο προηγούμενος αιώνας με το μέλλον, αφήνοντας το παρόν ορφανό χωρίς σημείο αναφοράς. Ένα χωροχρονικό διακοσμητικό συνονθύλευμα εποχών που όμως δεν είχε καμία αίσθηση του κιτς. Τα χρώματα στις ζωγραφιές, τα οποία ήταν έντονα και ζωντανά με κυρίαρχο ένα λαμπρό κόκκινο, κόντρα στα ξύλινα σκαλιστά έπιπλα και τα μπεζ υφάσματα στις πολυθρόνες, δημιουργούσαν μια συνολικά ευχάριστη αίσθηση. Και όλο αυτό το σκηνικό ήταν λουσμένο από ένα περίεργο φως που άφηναν οι κουρτίνες να μπαίνει απ τα μεγάλα παράθυρα, τα οποία που έβλεπαν ανατολικά σε έναν μεγάλο κήπο στην πίσω πλευρά του σπιτιού. Υποσυνείδητα, αυτό το φως ήταν γνώριμο για το ζευγάρι των άγιων απατεώνων. Θύμιζε πολύ το φως που μπαίνει από τους τρούλους των μεγάλων εκκλησιών. Το κατανυκτικό και θερμό φως που ξεκουράζει, διώχνει το άγχος και ηρεμεί. Η σκάλα με την ξύλινη σκαλιστή κουπαστή ανέβαινε στον πάνω όροφο και κατέβαινε στο υπόγειο. Με την άκρη του ματιού του ο παπά Νεκτάριος διέκρινε την ουρά ενός μαύρου γυαλιστερού πιάνου στο διπλανό δωμάτιο αριστερά τους. Ψιθύρισε πάλι προσεκτικά στην κυρία Αρχοντία, «Αριστοκρατικό σπίτι, σίγουρα εδώ υπάρχουν λεφτά και ακριβά κοσμήματα». Κοίταξε τις φωτογραφίες πάνω στο τζάκι. Δεν υπήρχε καμία φωτογραφία με άλλο πρόσωπο, εκτός από την κυρά Ζηνοβία σε νεαρή ηλικία, μόνη, σε διάφορες πόζες, με φόντο αναγνωρίσιμα τοπία μεγάλων πόλεων του εξωτερικού. «Πολύ όμορφη γυναίκα στα νιάτα της», σχολίασε ψιθυριστά ο παπάς. «Για να ξεκινήσει η κουβέντα, ρώτα την για τη ζωή της, πως περνάει και λοιπά, να μάθουμε αν τη βοηθάει κανείς στις δουλειές, αν μπαινοβγαίνει κανείς άλλος εδώ μέσα και τις καθημερινές συνήθειες της. Ακόμα και η εξομολόγηση πολλές φορές ξεκινά με μια χαλαρή ερώτηση περί ανέμων και υδάτων…» Τα βροντερά βήματα απ τον διάδρομο που έκαναν τα ολλανδικού τύπου σαμπό που φορούσε η Ζηνοβία διέκοψαν τα λόγια του. Η κυρία Ζηνοβία ξεπρόβαλε από τον διάδρομο κρατώντας έναν κεντητό ασημένιο δίσκο με δυο ποτήρια, μια καράφα νερό, δυο πιατάκια του γλυκού και ένα μπολ, όλα κρυστάλλινα και περίτεχνα. Τα ακούμπησε προσεκτικά στο χαμηλό τραπέζι από τριανταφυλλιά μπροστά τους και είπε χαμογελώντας «Κοπιάστε».
«Είναι γλυκό κεράσι, από την κερασιά μου στον κήπο», είπε η Ζηνοβία πριν εκείνοι προλάβουν να ρωτήσουν οτιδήποτε, δείχνοντας προς το δεξί πίσω παράθυρο από όπου διακρίνονταν τα χοντρά κλαριά ενός δέντρου στον κήπο. Το ζεύγος κοιτάχτηκε στιγμιαία αλλά ανέκφραστα σαν μια επιβεβαίωση ότι δεν υπήρχε λόγος να μιλήσουν. Η κυρία Ζηνοβία δεν χρειαζόταν εξομολόγηση, είχε επιθυμία να μιλήσει και η επίτροπος δικαιώθηκε για την επιλογή της τακτικής. Ο παπάς έτριψε το αριστερό αυτί του, σημάδι ότι επικροτούσε την επίτροπο. Ενθουσιασμένη, η κυρία Ζηνοβία συνέχισε το λογίδριό της. «Τα κεράσια της έχουν το ομορφότερο κόκκινο χρώμα στον κόσμο. Αν το αίμα είχε το χρώμα τους θα ήταν ελκυστικότερο κι απ’ το κρασί. Η κερασιά μου βγάζει τα καλύτερα κεράσια. Τα καλύτερα κεράσια είναι τα θυμωμένα κεράσια. Τα οργισμένα κεράσια που μετασχηματίζουν το κακό και την ασχήμια σε γλυκό καρπό». «Το μυστικό είναι στο πότισμα», τόνισε. «Η κερασιά μου είναι γηραιότερη και από μένα. Σίγουρα πάνω από εκατό χρονών. Συνήθως ζουν μόνο εξήντα χρόνια. Το πιστεύετε ή όχι, βρισκόταν στο οικόπεδο του σπιτιού πριν ακόμα γεννηθώ και ήταν άγρια. Ακόμα είναι άγρια, δεν την κέντρωσα ποτέ. Κι όμως ακόμα ανθίζει κάθε χρόνο. Και ξάφνου, πριν μερικές δεκάδες χρόνια άρχισε να κάνει κεράσια πιο γλυκά και κόκκινα κι από τις ήμερες κερασιές που πουλάνε στα φυτώρια. Και ενώ θα έπρεπε να έχει μαραθεί προ πολλού, ακόμα μετασχηματίζει την άχρηστη κοπριά αυτού του κόσμου, η οποία θα σκουλήκιαζε αν έμενε αχρησιμοποίητη, σε γλυκό καρπό». Τα μάτια της έλαμπαν από περηφάνια και ο λόγος της έμοιαζε με γιαγιάς που αφηγείται ένα πανέμορφο παραμύθι στα εγγόνια της. «Δεν σκέφτεται η κερασιά μου, ακολουθεί την φυσική αλήθεια του σύμπαντος, αξιοποιεί το άχρηστο και το σάπιο, το μετουσιώνει και γεννά ομορφιά», είπε η Ζηνοβία με σταθερή φωνή. Ο παπάς και η επίτροπος δεν απάντησαν. Τι να απαντούσαν στα λόγια μιας σαλεμένης γριάς που έμοιαζε να παραληρεί με φιλοσοφικές μεταφορές κηπουρικής. Εξ άλλου, ο λόγος της ήταν ποταμός και το μόνο που είχαν να κάνουν είναι να προσέχουν τις λεπτομέρειες ώστε να αλιεύσουν τις πληροφορίες που ήθελαν. Σερβιρίστηκαν αμέσως από το μπολ του γλυκού στα πιατάκια τους ώστε να φανεί ότι δήθεν παρακολουθούσαν τα ακατάληπτα λόγια της με ενδιαφέρον και ότι καταλάβαιναν τι έλεγε. Δεν έφαγαν όμως. Τα ακούμπησαν στον δίσκο μπροστά τους, όπως κάνουν τα εγγόνια που δεν εμπιστεύονται την πιθανή ηλικία που έχουν τα λουκούμια που τα κερνά η γιαγιά τους, ούτε τις συνθήκες υγιεινής στις οποίες πιθανόν να έχουν διατηρηθεί. Όπως δεν εμπιστευόντουσαν ποτέ τα χειροποίητα κόλλυβα που έφερναν συχνά οι γριές στην εκκλησία και τα οποία είχαν στείλει κατά καιρούς ολάκερες οικογένειες στην απέναντι όχθη του Αχέροντα. Όπως κάνουν λοιπόν τα καλά εγγόνια που έχουν πια μεγαλώσει και δεν χαλάνε το χατίρι της αγαπημένης τους γιαγιάς τους που έχει πάθει Αλτσχάιμερ και εξακολουθεί να λέει κάθε φορά το ίδιο παραμύθι από την αρχή, ανακατεμένο με άσχετους συνειρμούς, έτσι συνέχισαν να ακούν τα λόγια της κυρά Ζηνοβίας. Μια γριά με ενδείξεις μαλάκυνσης και άνοιας στο λόγο της, ήταν σαν θείο δώρο για κάθε απατεώνα. Η κυρά Ζηνοβία συνέχισε με τόνο που φανέρωνε νοσταλγία. «Δοκίμασα κάποτε να την ποτίσω με κρασί πιστεύοντας πως θα ζωήρευα το χρώμα των κερασιών της, όμως δεν ήταν αυτό που ήθελε. Βασανίστηκα χρόνια ολάκερα μέχρι να καταλάβω τι έλειπε για να μου δώσει το κόκκινο που ονειρευόμουν. Το κόκκινο που έβλεπα στα όνειρα μου, αλλά που ποτέ δεν το είχα δει στην πραγματικότητα και ποτέ δεν είχα καταφέρει με κανένα μίγμα χρωμάτων να φτιάξω στην παλέτα μου και να απλώσω στον καμβά μου. Η φύση μας μιλάει, ακόμα και όταν δεν έχει στόμα και νοημοσύνη, απλά πρέπει να μάθουμε την γλώσσα της. Εγώ με τα χρόνια έμαθα να αφουγκράζομαι και να μαθαίνω την γλώσσα της. Η φύση δεν φιλοσοφεί, δεν σκέπτεται, δεν έχει ενδοιασμούς, δρα απλά και απέριττα, απορροφά το άχρηστο και το μετασχηματίζει σε χρήσιμο. Στη ζωή μου διάβασα εκατοντάδες τόμους φιλοσοφίας και ανθρώπινης σοφίας, συναναστράφηκα με κοφτερά μυαλά, επιστήμονες, καλλιτέχνες, φιλόσοφους, που προσπαθούσαν να καταλάβουν και να εξηγήσουν τη φύση του σύμπαντος και την ιδιότητα της ζωής, να ξεχωρίσουν το καλό και το κακό, το αληθινό και το ψεύτικο κι όμως η απάντηση ήταν σε τούτα δω τα άγρια κεράσια». Έδειξε το μπολ με το γλυκό μέσα στο οποίο υπήρχαν μερικά τέλεια σχηματισμένα κατακόκκινα λαμπερά κεράσια. Σπρώχνοντας τον δίσκο μερικά εκατοστά προς το μέρος των ακροατών της, μια κίνηση που ήταν παραίνεση να δοκιμάσουν, η κυρά Ζηνοβία είπε με βεβαιότητα, «Τα κεράσια με το πιο αληθινό κόκκινο χρώμα που υπάρχει σε αυτό τον κόσμο». Ο παπά Νεκτάριος και η κυρία Αρχοντία δοκίμασαν το γλυκό του κουταλιού με σχεδόν συγχρονισμένες κινήσεις, δεν μπορούσαν να το αποφύγουν. Σε αυτή τη δουλειά υπάρχει πάντα και ένα ποσοστό επαγγελματικού κινδύνου κι έτσι ανέλαβαν το ρίσκο μιας πολύ πιθανής στομαχικής διαταραχής. Μερικά δευτερόλεπτα πέρασαν και ξαφνικά, ταυτόχρονα, σχηματίστηκε στα πρόσωπα τους μια έκφραση που έμοιαζε με την αρχή ενός επερχόμενου καλπάζοντος οργασμού, καθώς το τραγανό κεράσι έσπαγε στο στόμα τους και έκλυε μια γεύση που ξεπερνούσε κάθε γνώριμη. Ήταν σίγουρα ένα εξώκοσμο γλυκό του κουταλιού κεράσι. Δεν το πλησίαζε γευστικά κανένα από όσα γλυκά είχαν δοκιμάσει ποτέ στη ζωή τους. Είχε μια απρόσμενη φρεσκάδα που είναι αδύνατον να υπάρχει σε ένα φρούτο το οποίο έχει, μεταφορικά, ταριχευτεί σε ένα σιρόπι ζάχαρης. Η ισορροπία όξινου και γλυκού ήταν απερίγραπτη. Η εμπειρία έμοιαζε με την πρώτη φορά που κάποιος δοκιμάζει σοκολάτα στη ζωή του ή με την πρώτη φορά που χύνει ασυναίσθητα στον ύπνο του, ανεξέλεγκτα, μέσα σε μια ονείρωξη που περιλαμβάνει τις πιο σκοτεινές, ακατονόμαστες φαντασιώσεις του. Σχεδόν αποσβολωμένοι, έφαγαν με αργές κουταλιές όλο το περιεχόμενο στα κρυστάλλινα πιατάκια τους, αναψοκοκκινισμένοι από τον χορό των αισθήσεων στους ουρανίσκους τους. Οι γευστικοί τους κάλυκες είχαν εκραγεί. Η κυρία επίτροπος άφησε ένα μικρό αναστεναγμό ευχαρίστησης που μάταια πάσχισε να καταπνίξει, ξανασκούπισε τα γυαλιά της που είχαν αρχίσει να θολώνουν και είπε με αληθινό θαυμασμό, αλλά με ύστερη σκέψη να αποκτήσουν λίγο περισσότερη οικειότητα με τη γριά και να την αφήσουν να παραληρεί ανυποψίαστη: «Κυρία Ζηνοβία, δεν έχω ξαναδοκιμάσει καλύτερο γλυκό κεράσι». «Φάτε όσο θέλετε» είπε η γριά με τα γκρίζα μάτια της να σπινθηρίζουν ευχαριστημένα, «έχω πάρα πολλά βάζα. Η κερασιά μου όταν καρποφορεί μου δίνει πολλά τελάρα, και κανένα δεν είναι σάπιο, κανένα δεν έχει σκουλήκια. Η κερασιά μου μου δίνει όλα τα κεράσια της, εκτός από μερικά που τα μοιράζεται με τα πουλιά». Η Ζηνοβία γέμισε τα ποτήρια τους με νερό από την κρυστάλλινη καράφα, μα αυτό το γλυκό δεν προκαλούσε την παραμικρή καμία επιθυμία σε κάποιον να ξεπλύνει το στόμα του. Υποσυνείδητα, ο παπάς και η επίτροπος δεν ήθελαν να φύγει η μαγική επίγευση του γλυκού από το στόμα τους. Ακόμα κι αν ήταν σαράντα μέρες χαμένοι και διψασμένοι στην έρημο τρώγοντας μόνο παστές αντζούγιες, δεν θα έπιναν σταγόνα νερό προκειμένου να διατηρήσουν στα στόματά τους αυτή την πανδαισία. «Θεϊκό!» αναφώνησε ο παπάς. Η κυρία Ζηνοβία σχεδόν ψυχρά και κοφτά απάντησε, «Δεν υπάρχει Θεός, μονάχα άνθρωποι που φοβούνται μήπως υπάρχει και άνθρωποι που εκμεταλλεύονται αυτόν τον φόβο. Η φύση δεν πιστεύει, αγαπητέ μου. Η φύση απλά υπάρχει και δρα πραγματικά, δεν φοβάται ούτε εκφοβίζει». Στους εγκεφάλους των δυο απατεώνων γεννήθηκαν αυτόματα και ανακλαστικά ολόκληροι παράγραφοι από προκάτ επιχειρήματα για την ύπαρξη του Θεού και κλασικά σοφίσματα περί αδυναμίας της επιστήμης να ερμηνεύσει το άγνωστο, τον θάνατο και το άπειρο. Ωστόσο, δεν πρόλαβαν να πουν λέξη, καθώς η κυρά Ζηνοβία συνέχισε ακάθεκτη. «Η ζωή κάνει ό,τι χρειάζεται για να διατηρηθεί η ζωή, αυτό μου το έμαθε η κερασιά μου. Όμως, αυτά δεν έχουν σχέση με την αγαθοεργία που προσφέρετε και ασφαλώς θέλω να συνδράμω τους ανθρώπους που έχουν ανάγκη. Είναι μια από τις ομορφότερες ποιότητες της ζωής να βοηθούμε αλλήλους. Να βοηθάμε την ίδια την φύση συνδράμοντας τους αδύναμους και ξεριζώνοντας τις αιτίες που προκαλούν τον πόνο και τη δυστυχία από την κοινωνία μας. Ξέρετε, η κερασιά μου υπέφερε πολύ μέχρι να ανακαλύψω τι χρειαζόταν, μέχρι να την ακούσω, μέχρι να δω τα νεύματα που μου έκαναν οι ρόζοι της. Προσπαθούσε η δόλια να μου δώσει τους καλούς καρπούς της, μα την απομυζούσαν τα παράσιτα. Δοκίμασα επί πολλά χρόνια κάθε συμβουλή των γεωπόνων, ειδικά λιπάσματα, τοξικά παρασιτοκτόνα, κλάδεμα, ψεκάσματα, συμβουλές από παλιούς γεωργούς, ακόμα και παλιά μαντζούνια όπως το πότισμα με κρασί, μα τίποτα. Ξέρετε, πονάει η φύση όταν δεν μπορεί να γεννήσει ελεύθερα και να εξελιχθεί. Πονάει όταν την αναγκάζουν να γεννήσει άρρωστους καρπούς. Πονάει όταν της επιβάλλουν αφύσικη και άδικη ζωή, πονάει όταν την εκμεταλλεύονται. Τα κεράσια της, όταν την γνώρισα, ήμουν μικρό κοριτσάκι τότε, ήταν πικρά σαν δηλητήριο και ξινά, δεν κοκκίνιζαν ποτέ, έπεφταν από το δέντρο χλωμά και σάπια. Μεγαλώσαμε μαζί. Και μια μέρα, μετά από χρόνια προσπάθειας, άκουσα τη φωνή της, μου είπε ξεκάθαρα τι ήθελε. Μου είπε πως δεν ήταν το πότισμα με κρασί το μυστικό που αναζητούσα, ούτε τα φάρμακα…» Έκανε μια μικρή παύση σαν να προσγειώθηκε ξανά στο παρόν απότομα και συνέχισε. «Τέλος πάντων, μην σας κουράζω, τώρα γνωρίζω πολύ καλά πλέον τι πρέπει να κάνω για να βοηθώ τη φύση και τη ζωή και για να ανακουφίζω τους συνανθρώπους μου από την βούληση των βιαστών αυτού του κόσμου». Έμοιαζε εντελώς χαμένη σε έναν ακατανόητο ειρμό σκέψεων.
Ο παπάς, που σε όλη τη διάρκεια της κουβέντας έριχνε λοξές ματιές στο χώρο και είχε πλέον διαπιστώσει ότι τα πίσω παράθυρα με τα παλιά παντζούρια και τα ξύλινα κουφώματα ήταν εύκολο να παραβιαστούν, παρενέβη. «Κυρία μου, θα θέλατε να συνεισφέρετε στον έρανο μας; Συμβολικά δίνουμε αυτή την εικόνα του Αγίου Φανουρίου έναντι 8,60€». Η γριά σηκώθηκε από την πολυθρόνα με αφύσικη άνεση και ευλυγισία για την ηλικία της και απάντησε, «Μα φυσικά, ένα λεπτό να σας φέρω τα χρήματα, ξέρετε, δεν ξοδεύω σχεδόν τίποτα από τότε που η κερασιά μου με φώτισε. Έχω ελαχιστοποιήσει κάθε σχέση με την κατανάλωση, διατρέφομαι μόνο με τα κηπευτικά μου, αγοράζω μονάχα ό,τι δε μπορώ να φτιάξω μόνη μου. Δεν έχω ανάγκη από τίποτα υλικό πια, παρά μόνο τα υλικά για να ζωγραφίζω το κόκκινο χρώμα της κερασιάς μου. Ακόμα και το κρέας που καταναλώνω είναι δωρεάν από αυτά που δεν θεωρούνται βρώσιμα, όπως οι μοχθηροί αρουραίοι που παγιδεύονται στις φάκες μου». Ο παπάς και η επίτροπος συγκράτησαν την αηδία που ένιωσαν στο άκουσμα αυτής της φράσης, παρότι γνώριζαν πως ήταν παραληρηματικές μεταφορές και ασυναρτησίες. Εκείνη ωστόσο συνέχισε ακάθεκτη. «Η φύση τα τρώει όλα, η φύση καταπίνει κυρίως το κακό και το βλαβερό, ό,τι γεύση και υφή κι αν έχει και αποδίδει στη ζωή το χρήσιμο και το καλό. Ξέρετε, εγώ τα χρήματα μου τα μαζεύω και όταν πεθάνω θα τα αφήσω για να αγοραστούν βιβλία για την σχολική βιβλιοθήκη που ονειρεύομαι να γίνει αυτό το σπίτι. Η φύση απεχθάνεται την άγνοια και το σκοτάδι. Αγαπά τα νιάτα και το φως». Για λίγο έχασε εντελώς τον ειρμό της και μετά από λίγα δευτερόλεπτα σιωπής είπε, «Δεν τα πάω εγώ σε τράπεζες και τοκογλύφους τα λεφτά μου, τα μαζεύω και τα βάζω στο υπόγειο. Είναι παλιό καταφύγιο αυτό το υπόγειο, από την κατοχή, με τοίχους από μπετόν αρμέ κι έχει μια βαριά σιδερόπορτα που κλειδαμπαρώνει γερά». Κορδώθηκε με περηφάνια και είπε αγέρωχα, «Σιγά μην έδινα τα λεφτά που μαζεύω τόσα χρόνια στους τοκογλύφους των τραπεζών να μου τα φάνε. Τα φυλάω μαζί με ό,τι πολυτιμότερο έχω, τα βάζα με το γλυκό κεράσι που διατηρούνται ιδανικά στο υπόγειο». Τα μάτια της κυρίας επιτρόπου ανοιγόκλεισαν σε μια προσπάθεια να μην εκδηλώσει τον εσωτερικό πανηγυρισμό της ακούγοντας τα λόγια της ξεκουτιασμένης γριάς. Ο παπάς, πιο ψύχραιμος, συνηθισμένος να κάνει υπολογισμούς χρημάτων κατά τη διάρκεια κηδειών, γάμων και βαφτίσεων, χωρίς να αλλάζει ύφος, ή να σκέπτεται την τελευταία πορνοταινία που έβλεπε κάνοντας τη λειτουργία της Αναστάσεως, πανηγύρισε κι αυτός μέσα του απαντώντας στη γριά, «Σας ευχαριστούμε πολύ για την καλοσύνη σας, ο Θεός να σας έχει καλά κι ας μην πιστεύετε πως υπάρχει. Ο Θεός αγαπά όλα τα τέκνα του, βλέπει και κρίνει τις πράξεις όλων και συγχωράει όσους κάνουν το σωστό». Και συμπλήρωσε ευγενικά και κάπως παράταιρα, «Αν έχετε ακριβώς το ποσό παρακαλώ γιατί δυστυχώς δεν έχουμε ρέστα να σας δώσουμε».
Η κυρά Ζηνοβία περπάτησε προς την σκάλα και κατέβηκε ζωηρά τα σκαλιά προς το υπόγειο. Το κλικ ενός παλιού διακόπτη για τα φώτα ακούστηκε με μια μικρή ηχώ και αμέσως μετά το ενοχλητικό τρίξιμο των μεντεσέδων που έμοιαζε σαν ήχος παλιάς σιδερένιας καγκελόπορτας, αλλά ήταν εμφανώς πιο μπάσο, πράγμα που δήλωνε ότι η πόρτα που είχε ανοίξει ήταν βαριά. Ο παπάς ψιθύρισε γεμάτος έξαψη στην κυρία επίτροπο, «Βρες μια αφορμή γρήγορα να κατέβεις για να δεις τι είναι εκεί κάτω, αν έχει όντως κομπόδεμα κρυμμένο ή απλά λέει παλαβομάρες. Με προσοχή μόνο, μην ψυλιαστεί τίποτα». Η επίτροπος του απάντησε χαμηλόφωνα, «Ασε το πάνω μου, έχω τον τρόπο μου με τις γριές, αφού το ξέρεις, με αγαπάνε εμένα οι γριέτζες…» Σηκώθηκε και προχώρησε προς την σκάλα. Κατεβαίνοντας γοργά τα σκαλιά, φώναξε δήθεν ανήσυχα, «Κυρία μου είστε καλά, χρειάζεστε βοήθεια, μήπως χτυπήσατε κάπου; Άκουσα ένα θόρυβο, έρχομαι αμέσως να σας βοηθήσω». Στάθηκε λίγο στο ενδιάμεσο πλατύσκαλο καθώς η σκάλα έστριβε προς τα αριστερά και κοίταξε προς τα κάτω. Στο τέλος της σκάλας μια χοντρή σιδερένια πόρτα έχασκε μισάνοιχτη και ένα χλωμό κίτρινο φως από ένα σκονισμένο λαμπτήρα πυρακτώσεως χτένιζε την αιωρούμενη σκόνη. Η μυρωδιά της υγρασίας θύμιζε κελάρι για κρασιά, όμως υπήρχαν και άλλες οσμές, μια ξεκάθαρη και έντονη από αγριοκέρασο και μια απροσδιόριστη, οικεία και γνώριμη, την οποία όμως η κυρία επίτροπος δεν μπορούσε να αναγνωρίσει εκείνη τη στιγμή. Η γριά δεν φαινόταν από αυτή τη θέση, αλλά απάντησε, «Ναι, ναι καλά είμαι, είναι αυτή η ριμάδα η πόρτα που σκούζει η αναθεματισμένη, θέλει λάδωμα». Φουριόζα η επίτροπος κατέβηκε όλη τη σκάλα και μπήκε στο υπόγειο πριν η κυρία Ζηνοβία προλάβει να πει κάτι άλλο ή να βγει έξω. Η γριά ήταν σκυμμένη στα δεξιά του μεγάλου χαμηλοτάβανου δωματίου, και έμοιαζε να ψάχνει κάτι μέσα από ένα μεγάλο ανοικτό μπαούλο. «Σας ευχαριστώ πολύ», είπε στην επίτροπο, «μην ανησυχείτε είμαι μια χαρά, ένα λεπτάκι μόνο να βρω ένα χαρτονόμισμα των 10€. Τα περισσότερα είναι βλέπετε δεσμίδες με πεντακοσάρικα και κατοστάρικα και μερικά μασούρια με λίρες, αλλά κάπου πρέπει έχω και μια δεσμίδα δεκάρικα, θυμάμαι καλά πως έχω και από αυτά …» είπε η γριά γυρνώντας το κεφάλι της προς το μέρος της κυρίας επιτρόπου, σαν να μιλούσε για κάτι ευτελές όπως για κουβαρίστρες από νήματα πλεξίματος που έχουν μπερδευτεί μες το πανέρι. Συνέχισε να ψαχουλεύει το μπαούλο. Η ευλυγισία της ήταν εντυπωσιακή, αυτή η στάση του σώματος ήταν εξωπραγματική για την ηλικία της. «Μια και κατέβηκες καλή μου, να πάρεις και δυο βάζα γλυκό κεράσι, πάρε από αυτά στο πάνω πάνω ράφι αριστερά σου, τα μεγάλα βάζα, πάρε και περισσότερα αν θέλεις …» είπε η κυρά Ζηνοβία. Στο μυαλό της επιτρόπου ο πειρασμός στριφογύρισε σαν σφόνδυλος σε φουλαριστή ατμομηχανή. Μια γριούλα σκυμμένη πάνω από ένα σεντούκι με πολλά λεφτά και λίρες και με την πλάτη γυρισμένη. Χωρίς να μπορεί να το ελέγξει, μαζί με αυτή τη σκέψη, κοιτούσε επίμονα μια βαριοπούλα με κοντό στειλιάρι πού ήταν ακουμπισμένη στον τοίχο δίπλα από την πόρτα, ανάμεσα σε τσάπες, τσουγκράνες και φτυάρια. Όμως, δεδομένου ότι δεν μπορούσε να διακρίνει αν όντως υπήρχαν χρήματα εκεί μέσα λόγω του φωτισμού ή αν ήταν η φαντασία της ξεμωραμένης γριάς που πολύ πιθανόν να ανακάτευε απλά κομμάτια από μουχλιασμένες εφημερίδες, η σκέψη της καταλάγιασε καθώς η λογική υπερίσχυσε της έξαψης. Άρχισε να σκέπτεται αν τους είχε προσέξει κανείς την ώρα που έμπαιναν στο σπίτι της κυρίας Ζηνοβίας. Δεν θυμόταν κανέναν περαστικό την ώρα που χτύπησαν το κουδούνι της ούτε να είδε κάποιον γείτονα στα παράθυρα και τα μπαλκόνια των γύρω σπιτιών. Στράφηκε αριστερά όπου υπήρχαν σειρές από ξύλινα ράφια γεμάτα με διάφανα βάζα, προσεκτικά τοποθετημένα το ένα πλάι στο άλλο. Με την πρώτη ματιά όλο αυτό έμοιαζε με ένα κατακόκκινο λαμπυρίζον βιτρό, εντελώς άσχετο με την παρακμή του υπογείου. Τα βάζα σχεδόν φωσφόριζαν εκείνο το απίθανο κόκκινο χρώμα, ίδιο με το χρώμα που δέσποζε στους πίνακες της γριάς στο σαλόνι. Το υπόλοιπο υπόγειο είχε ένα μεγάλο καταψύκτη, έμοιαζε να είναι της δεκαετίας του 70, από αυτά τα αμερικάνικα με το γυάλινο συρόμενο κάλυμμα που φωτίζονται μόνιμα με το ψυχρό φως μιας υποτονικής λάμπας φθορισμού και που βουίζει το μοτέρ τους σαν να είναι στα τελευταία του. Το ψυχρό του φως ήταν πολύ αχνό για να σπάσει το θερμό κατακίτρινο φως το μοναδικού λαμπτήρα που κρεμόταν από ένα παμπάλαιο πλεκτό καλώδιο στο ταβάνι. Τριγύρω, πάμπολλα σύνεργα κηπουρικής κρεμόταν από μεγάλα καρφιά στους τοίχους, καθώς και κουβάδες, ποτιστήρια, γλάστρες, λάστιχα ποτίσματος και καφάσια αραδιασμένα στο χώρο. Επίσης, δίπλα από το μπαούλο όπου είχε σκύψει η γριά, υπήρχαν στοιβαγμένοι μια σειρά καμβάδες, τοποθετημένοι ανάποδα, μάλλον αποτυχημένα έργα της, και στα δεξιά ράφια με σύνεργα ζωγραφικής. Η κυρία επίτροπος πήρε στα χέρια της από ένα βάζο με γλυκό κεράσι. Ήταν μεγάλα, μισόκιλα, και τα ακούμπησε προσεκτικά πάνω στο αχνισμένο τζάμι του καταψύκτη. Το αχνό ψυχρό φως που τα φώτιζε από κάτω τα έκανε να μοιάζουν ακόμα πιο λαμπερά, σαν να περιείχαν τεράστια σφαιρικά ρουμπίνια. Στο σαλόνι, ο ρασοφόρος αγιογδύτης σηκώθηκε και περιπλανήθηκε προσεκτικά στο δωμάτιο. Θα άκουγε σίγουρα τα σαμπό της γριάς στην ξύλινη σκάλα ώστε να προλάβει να καθίσει πάλι έγκαιρα στη θέση του. Ξεκίνησε να ψαχουλεύει το μοναδικό μεγάλο συρτάρι ενός πανέμορφου σεκρετέρ που βρισκόταν δίπλα από το σημείο όπου ήταν το καβαλέτο με τον ημιτελή πίνακα και τα αραδιασμένα πινέλα. Ήταν ξεκλείδωτο. Με μια μικρή έκπληξη είδε ότι περιείχε ένα μελανοδοχείο, μια κομψή και μάλλον χρυσή πένα, και μερικά στυπόχαρτα. Υλικά κυριολεκτικά μιας άλλης εποχής. Βιαστικά σούφρωσε τη χρυσή πένα, τη ζύγισε στο χέρι του για να βεβαιωθεί ότι ήταν όντως χρυσή και την έβαλε στην δεξιά τσέπη του παντελονιού του, κάτω από το ράσο. Δεν υπήρχε κάτι άλλο ενδιαφέρον στο συρτάρι, κανένα γραπτό ή κάποιο έγγραφο. Μονάχα μερικά επαγγελματικά επισκεπτήρια. Τα περιεργάστηκε. Μερικά ονόματα του θύμιζαν κάτι αλλά δεν ήταν κάτι ιδιαίτερο. Προφανώς, κρίνοντας από τις επαγγελματικές ιδιότητες, θα ήταν διάφορα τσακάλια όπως του λόγου του που είχαν μυριστεί κι αυτά χρήμα προσπαθούσαν να τσιμπολογήσουν ό,τι μπορούσαν. Δικηγόροι, χρηματιστές, πρόεδροι συλλόγων, συμβολαιογράφοι, δημοτικοί σύμβουλοι, ασφαλιστές, σύμβουλοι επενδύσεων. Οι κάρτες από την αισθητική τους και από την φθορά έμοιαζαν να είναι από διαφορετικές εποχές. Έμοιαζαν να είναι στοιβαγμένες με χρονολογική σειρά. Κάποιες ήταν στην καθαρεύουσα, κάποιες σε παλιό χοντρό χαρτόνι, κάποιες σύγχρονες όφσετ και κάποιες ακόμα πιο φτηνιάρικες εκτυπωμένες ψηφιακά από οικιακούς υπολογιστές. Μόνο μια γνώριμη κάρτα του έκανε εντύπωση, αυτή του υποψήφιου βουλευτού Ιωάννου Βακαλόπουλου, του Εκσυγχρονιστικού Κόμματος. Ήταν η πάνω πάνω, άρα μάλλον αυτός ήταν ο πιο πρόσφατος γύπας που είχε τρυπώσει στο σπίτι. Αυτόν τον γνώριζε ο παπάς επειδή η προεκλογική εκστρατεία είχε ξεκινήσει ανεπίσημα, μιας και η τρέχουσα κυβέρνηση κλονιζόταν από μια σειρά σκάνδαλα και ο νεαρός υποψήφιος είχε βγει παγανιά για ψήφους και χορηγίες και, όπως ήταν φυσικό, η εκκλησία βοηθά πάντα τα λαμπρά τέκνα της πατρίδας, ιδίως όταν αυτά προάγουν τις αξίες της ορθοδοξίας. «Το ίδιο λαμόγιο υποστηρίζουμε κυρά Ζηνοβία μου», σκέφτηκε ο παπάς χαμογελώντας κυνικά κάτω από τη γενειάδα και τα μουστάκια του. «Α, ρε και να ήξερες τι βδέλλα είναι αυτός ο λιμοκοντόρος. Πόσο κομψά και πονηρά μου έχει προτείνει να τον βοηθήσω με τους ψηφοφόρους της ενορίας με αντάλλαγμα να με κάνει αρχιμανδρίτη αν γίνει κυβέρνηση το κόμμα του…» Έξυσε λίγο το μούσι του. «Δεν πάει μια βδομάδα που πέρασε από την εκκλησία… Κυρά Ζηνοβία μου, ψηφίζουμε το ίδιο κόμμα, είμαστε σύντροφοι», σκέφτηκε και ξεκαρδίστηκε βουβά. «Ελπίζω να μην πρόλαβε να μαδήσει τη χαζόγρια εντελώς αυτό το κωλόπαιδο», σκέφτηκε και αμέσως συνοφρυώθηκε. Κοίταξε το ρολόι του. Είχαν περάσει πάνω από δέκα λεπτά. Όπου να ’ναι θα ανέβαιναν από το υπόγειο η γριά και η κυρία Αρχοντία. Γύρισε γρήγορα και αθόρυβα προς τη θέση που καθόταν πριν στον καναπέ. Χτύπησε απαλά την δερμάτινη τσάντα του, όπως ένας παλιόφιλος χτυπάει στην πλάτη με αγάπη τον κολλητό που τον έχει βοηθήσει σε μια πολύ δύσκολη στιγμή. Ή, όπως ένας οδηγός αγώνων πριν τον αγώνα χτυπά απαλά με αγάπη το καπό του αυτοκινήτου του, σαν να έχει ψυχή και συναισθήματα. Άνοιξε την τσάντα, κοίταξε προς τη σκάλα και αφού βεβαιώθηκε πως δεν ανέβαινε ακόμα κανείς, έβγαλε την κλεμμένη πένα από την τσέπη του και την έριξε μέσα. Έβγαλε ένα πάκο εικονίτσες που ήταν πιασμένες με ένα λαστιχάκι, ξεχώρισε μια και την ακούμπησε στο τραπέζι πάνω στο δίσκο με τα γλυκά. Ξανακοίταξε το ρολόι του. Δεν έπρεπε να μείνουν για πολύ στο σπίτι. Όσο πιο σύντομες σε διάρκεια ήταν οι επισκέψεις στα σπίτια για τον υποτιθέμενο έρανο, τόσο λιγότερες οι υποψίες. Ο παπά Νεκτάριος είχε μακριά δάκτυλα που συχνά τον έτρωγαν και πολλές φορές σούφρωνε μικρά αντικείμενα αξίας, όταν είχε την ευκαιρία και, κυρίως, όταν δεν τον έβλεπε η κυρία επίτροπος. Δεν υπάρχει ειλικρίνεια μεταξύ κατεργαρέων στην πραγματική ζωή, άσχετα με τη λαϊκή ρήση. Ούτε βέβαια και ο παπάς γνώριζε πως η κυρία επίτροπος, είχε φαγούρες στο γαμψό μανικιούρ της και ξαλάφρωνε μικροποσά από με τον ίδιο ακριβώς τρόπο. Ξανακοίταξε το ακριβό ρολόι του, αυτό που είχε εξαφανιστεί μυστηριωδώς από κάποιο σπίτι της περιοχής πριν μερικά χρόνια. Κρίνοντας εξ ιδίων, ο παπάς σκέφτηκε ότι ίσως η αγαπημένη του επίτροπος καθυστερούσε επειδή ξάφριζε τη γριά στη ζούλα. Σηκώθηκε και πήγε προς τη σκάλα καλώντας τη συνεργό του. «Κυρία Αρχοντία, πρέπει να συντομεύουμε την ευχάριστη επίσκεψή μας, έχουμε ακόμα πολλές επισκέψεις».
«Ελάτε κύριε μου, μην κάθεστε μόνος σας, η κυρία επίτροπος έχει την ευγενή καλοσύνη να με βοηθήσει στο ξεδιάλεγμα μερικών άχρηστων καμβάδων από κάποιους που αξίζουν και να τους μεταφέρουμε στον κάδο της ανακύκλωσης», ακούστηκε περιχαρής η κυρία Ζηνοβία και συμπλήρωσε, «Ελάτε να μας πείτε και σεις τη γνώμη σας, ποιους να κρατήσω». Ο παπάς κατέβηκε με σταθερό βήμα τη σκάλα. «Καργιολίτσα», σκέφτηκε ο παπάς, «βρήκες ευκαιρία και χώθηκες να ψειρίσεις τη γριά μόνη σου, θα σε φτιάξω εγώ μετά». Η σκέψη της κατεργαριάς της συνεργού του, του προκάλεσε μια απρόσμενη στύση. «Άγνωσται αι βουλαί του Κυρίου», μονολόγησε χαμηλόφωνα και χαμογελώντας πονηρά. Η φωνή της κυρίας Ζηνοβίας ακούστηκε από τα βάθη του υπογείου. «Είπατε κάτι κύριε; Δεν άκουσα τι είπατε …» Ο παπάς απάντησε λίγο πριν φτάσει στο κατώφλι του υπογείου. «Όχι δεν μίλησα, μάλλον παρακούσατε». Απόρησε με την οξύτητα της ακοής της γριάς. Διάβηκε την πόρτα. Μπροστά του, τα δυο βάζα με το γλυκό πάνω στον παλιό καταψύκτη έμοιαζαν με δυο κατακόκκινα μάτια στο πρόσωπο ενός ρομπότ από κάποιο δευτεροκλασάτο σίριαλ επιστημονικής φαντασίας. Ωστόσο, δεν έπαυαν να εκπέμπουν μια υπνωτική κόκκινη ομορφιά. Για λίγο τα μάτια του έμειναν εκεί και στο στόμα του τα σάλια άρχισαν να κυλούν ακατάσχετα, καθώς η ανάμνηση της γεύσης του γλυκού αναδύθηκε ασυνείδητα. Έπειτα παρατήρησε ότι η αίσθηση του κόκκινου υπήρχε και αριστερά του. Σχεδόν υπνωτισμένος, όπως ένα αρπακτικό της νύχτας που το ελκύει το πορφυρό χρώμα ενός πληγωμένου θηράματος, στράφηκε στα αριστερά του. Τα ράφια με τα βάζα του γλυκού έμοιαζαν με πυρακτωμένη λάβα από λεμονίτη που ξεχύνεται την νύχτα από ένα ηφαίστειο. Μια λάβα που έμοιαζε να χύνεται στο πάτωμα. Σαν να είχαν πέσει και σπάσει στο πάτωμα κάποια βάζα και να είχε χυθεί το σιρόπι, η λάβα συνέχιζε να κυλά αριστερά του κυλώντας από το ανοιγμένο κρανίο μιας γυναικείας μορφής που κείτονταν ακίνητη στο πάτωμα. Κόκκινο και πηχτό, αλλά όχι σιρόπι. Αίμα. «Όχι», φώναξε ανακλαστικά ο παπάς. Μια βαριοπούλα προσγειώθηκε με δύναμη στο κρανίο του και ταυτόχρονα μια ψυχρή φωνή του είπε απλά «Κι όμως, ναι». Ο παπάς σωριάστηκε άψυχος πάνω στο άλλο πτώμα με έναν ξερό γδούπο.
Η κυρία Ζηνοβία σκούπισε το πρόσωπό της που ήταν πιτσιλισμένο από αίμα. Έβαλε τη βαριοπούλα σε ένα τσίγκινο κουβά που έκανε έναν αστείο κρότο. Ψαχούλεψε για λίγο στα εργαλεία της κηπουρικής και διάλεξε μια φαλτσέτα από αυτές που κόβουν τα χοντρά λάστιχα για το πότισμα. Με περίτεχνες και σβέλτες κινήσεις και με τη βοήθεια μιας τροχαλίας και ενός ανθεκτικού σχοινιού κρέμασε ένα ένα, τα πτώματα από τον γάντζο όπου ήταν στερεωμένη η λάμπα στο ταβάνι. Τους έκοψε τα λαρύγγια πέρα ως πέρα και άφησε το αίμα τους να τρέξει, φρέσκο, ζεστό και αχνιστό στο μεγάλο μεταλλικό ποτιστήρι μέχρι που στέρεψαν. Η μυρωδιά που λίγο πριν δεν μπορούσε να προσδιορίσει η κυρία επίτροπος κυριαρχούσε τώρα στο υπόγειο. Ήταν η γνώριμη και οικεία μυρωδιά που έχουν τα χασάπικα. Κατόπιν, με κινήσεις επαγγελματία, αφού έγδυσε τα πτώματα, έγδαρε και τεμάχισε τα σφάγια, έβαλε τα δέρματα, τα κεφάλια και τα εντόσθια στα άδεια καφάσια και τοποθέτησε με τάξη στον καταψύκτη τα υπόλοιπα κομμάτια, κομμένα σε μικρές μερίδες αφού πρώτα τα τύλιξε με σελοφάν. Πήρε το ποτιστήρι που ήταν γεμάτο αίμα, ανέβηκε τη σκάλα και βγήκε στον κήπο. Ακούμπησε το ποτιστήρι δίπλα στην αγέρωχη αγριοκερασιά με τον γκρίζο χοντρό κορμό και τα κλαδιά που κοιτούσαν προς τον φθινοπωρινό ουρανό γυμνά από φύλλα. «Έρχομαι σε λίγο, καλή μου» είπε με στοργή στο δέντρο χαϊδεύοντας απαλά και τρυφερά το σημείο όπου παλιότερα είχε κοπεί κάποιο μεγάλο κλαδί. Έπειτα σκέπασε με εφημερίδες τα καφάσια με τα άχρηστα υπολείμματα των απατεώνων για να μη διακρίνεται το περιεχόμενο τους από τα γύρω μπαλκόνια και τα μετέφερε ένα ένα στο βάθος του κήπου όπου υπήρχε μια μεγάλη δεξαμενή κομποστοποίησης και τα άδειασε μέσα. Μάζεψε τα ματωμένα ρούχα σε μεγάλες σακούλες σκουπιδιών αφού πρώτα τα χρησιμοποίησε ως σφουγγαρόπανα για να καθαρίσει σχολαστικά το υπόγειο με χλωρίνη που είχε άρωμα λεβάντας. Καθάρισε την βαριοπούλα και τον κουβά και αφού ανέβηκε τα σκαλιά βγήκε πάλι στον κήπο. Στάθηκε δίπλα στην αγαπημένη της κερασιά, σήκωσε το ποτιστήρι και ποτίζοντάς την σχεδόν τελετουργικά, διαγράφοντας αργούς κύκλους γύρω της, είπε μιλώντας στο δέντρο. «Διψάς, καλή μου; Μην ανησυχείς, σου έχω το χειρότερο αίμα σήμερα, το νοστιμότερο. Θα σε κρατήσει ζεστή και γερή όλο τον χειμώνα. Απόλαυσε το, είναι τόσο σάπιο που τα κεράσια σου φέτος την άνοιξη θα είναι μοναδικά. Και μην ανησυχείς, καλή μου, για μένα, εγώ έχω αρκετό κρέας αρουραίων μέχρι την άνοιξη». Κοίταξε τρυφερά το δέντρο. «Άντε, καλό μας χειμώνα καλή μου», είπε. Καθάρισε το ποτιστήρι, και έκοψε από μια γλάστρα μερικές γλαδιόλες, τις τελευταίες που είχαν απομείνει ανθισμένες. Κλείδωσε την πόρτα που έβγαζε στον κήπο και κατέβηκε ικανοποιημένη στο υπόγειο για να αποθέσει τις γλαδιόλες πάνω στον παραγεμισμένο καταψύκτη. Κοίταξε καλά τον καταψύκτη και διόρθωσε τις γλαδιόλες ώστε να είναι τοποθετημένες ασύμμετρα και λοξά πάνω στο γυάλινο σκέπασμα και το ψυχρό φως να τονίζει καλύτερα τις σκιές τους. Έκανε έναν τελευταίο έλεγχο γύρω της και έσβησε το φως. Έκλεισε την βαριά πόρτα του υπογείου, μαντάλωσε και ανέβηκε στον επάνω όροφο. Έκανε ένα ζεστό μπάνιο και φόρεσε μια φρεσκοσιδερωμένη μεταξωτή, υπόλευκη ρόμπα, σαν αυτές που φορούν οι πρωταγωνίστριες μιας αισθηματικής ταινίας μετά από κάποια ερωτική σκηνή. Κατέβηκε στο σαλόνι και αφού άνοιξε τον χαρτοφύλακα του παπά, έβγαλε από μέσα την χρυσή πένα της και πήρε την εικονίτσα από τον ασημένιο δίσκο όπου την είχε ακουμπήσει ο παπάς. Έπειτα ψαχούλεψε ξανά την τσάντα του παπά και έβγαλε άλλη μια εικονίτσα. Άνοιξε το συρτάρι του σεκρετέρ και έβαλε την πένα στην θέση της. Έλεγξε το πακέτο με τα επισκεπτήρια έτσι όπως ήταν στοιβαγμένα και αφού βεβαιώθηκε ότι ήταν σωστή στη σωστή σειρά, τοποθέτησε τις δύο εικονίτσες πάνω από το τελευταίο του υποψήφιου βουλευτού. Έκλεισε απαλά το συρτάρι και κάθισε χαλαρή στο σκαμνί μπροστά από το καβαλέτο. Διάλεξε με προσοχή ένα λεπτό πινέλο και ανάμειξε με απαλές κυκλικές κινήσεις στην παλέτα της ένα υπέρλαμπρο κόκκινο χρώμα χρησιμοποιώντας μικρές ποσότητες από διάφορα σωληνάρια με χρώματα. Ατένισε για λίγο τον μισοτελειωμένο πίνακα και άρχισε να ζωγραφίζει χαμογελώντας.
Ο ήχος του κουδουνιού της εξώπορτας ήταν σύντομος και διστακτικός. «Καλημέρα», ακούστηκε μια ευχάριστη και καθαρή γυναικεία φωνή απέξω. «Είμαστε από το Οικολογικό κίνημα, συγκεντρώνουμε χρήματα για τη διάσωση του σκαθαριού των Άλπεων».
Η κυρά Ζηνοβία δεν απάντησε. Συνέχισε να ζωγραφίζει ατάραχη, χαμογελώντας. «Περάστε πάλι την άνοιξη», ψιθύρισε...
Σωτήρης Θεοχάρης
Ο Σωτήρης Θεοχάρης είναι μουσικός και Εξαρχειώτης. Κάπου κάπου (ενίοτε συχνά) σχολιάζει και αρθρογραφεί. Τελευταία τον συναντάμε στους ANFO, ενώ παιζει μπάσο και τραγουδάει και στα Ανώμαλα Ρίμματα. Κατά το παρελθόν συμμετείχε σε πληθώρα μουσικών σχημάτων μεταξύ των οποίων οι ιστορικοί punk rockers Aδιέξοδο και οι πάντα επίκαιροι Σπυριδούλα...
Σωτήρης Θεοχάρης
Ο Σωτήρης Θεοχάρης είναι μουσικός και Εξαρχειώτης. Κάπου κάπου (ενίοτε συχνά) σχολιάζει και αρθρογραφεί. Τελευταία τον συναντάμε στους ANFO, ενώ παιζει μπάσο και τραγουδάει και στα Ανώμαλα Ρίμματα. Κατά το παρελθόν συμμετείχε σε πληθώρα μουσικών σχημάτων μεταξύ των οποίων οι ιστορικοί punk rockers Aδιέξοδο και οι πάντα επίκαιροι Σπυριδούλα...
Σωτήρης Θεοχάρης
Ο Σωτήρης Θεοχάρης είναι μουσικός και Εξαρχειώτης. Κάπου κάπου (ενίοτε συχνά) σχολιάζει και αρθρογραφεί. Τελευταία τον συναντάμε στους ANFO, ενώ παιζει μπάσο και τραγουδάει και στα Ανώμαλα Ρίμματα. Κατά το παρελθόν συμμετείχε σε πληθώρα μουσικών σχημάτων μεταξύ των οποίων οι ιστορικοί punk rockers Aδιέξοδο και οι πάντα επίκαιροι Σπυριδούλα...