Bog Art / The Absorbus Machine: Μία από κοινού συνέντευξη σε αρκούντως ατμοσφαιρικά και ψυχοδηλωτικά πλαίσια...

Συνέντευξη: Φαίη Φραγκισκάτου

Φωτογραφίες: Τηλέμαχος Παπαδόπουλος (QoQ Photos)

Ενώ το νέο άλμπουμ των Bog Art ήδη κυκλοφορεί στις διαδικτυακές πλατφόρμες με τίτλο Thornbrush και οι Absorbus Machine ετοιμάζουν την πρώτη ουσιαστική στουντιακή δουλειά τους, ο Αχιλλέας ΙΙΙ από τους πρώτους και ο Βασίλης Καμπούρης από τους δεύτερους μίλησαν στο Merlin's για τις δουλειές τους και για τη δύσκολη περίοδο που διανύουμε...

Αχιλλέα θα μας πεις δυο λόγια για τους Bog Art και αυτό που βαφτίσατε ως container rock;

Οι Bog Art δημιουργήθηκαν ως τρίο το 2003. Ξεκινήσαμε να κάνουμε πρόβες σ’ ένα κοντέινερ από αυτά που είχε παραχωρήσει ο δήμος στα Λιόσια στους σεισμόπληκτους, το οποίο, όταν η οικογένεια του φίλου μας που έμενε εκεί το άφησε για να επιστρέψει στο επισκευασμένο τους σπίτι, εκείνος το διαμόρφωσε σε στούντιο. Καταλήξαμε λοιπόν στον όρο «κοντέινερ ροκ», με τον ίδιο τρόπο που λέμε «γκαράζ ροκ», απλώς αντί για γκαράζ εμείς είχαμε κοντέινερ. Ο όρος «κοντέινερ ροκ», ωστόσο, μας αρέσει επειδή όπως ένα κοντέινερ, μπορεί να περιέχει πολλά διαφορετικά μεταξύ τους πράγματα. Το 2012 ηχογραφήσαμε και κυκλοφορήσαμε ανεξάρτητα το πρώτο μας άλμπουμ με τον ομώνυμο τίτλο, και με τον ίδιο τρόπο το 2015 αποφασίσαμε να κυκλοφορήσουμε το δεύτερό μας άλμπουμ με τίτλο Insidecide. Στα τέλη του Νοέμβρη του 2019, τέσσερα χρόνια μετά την είσοδο στη μπάντα του κιθαρίστα Θέμη Βασιλείου, ηχογραφήσαμε το Τhornbush που τελικά κυκλοφόρησε πριν λίγες μέρες στο Βandcamp και το Spotify.

Το νέο άλμπουμ των Bog Art θα μπορούσε κανείς να πει ότι είναι μια αλχημεία ήχων και λέξεων σ’ ένα αποτέλεσμα ιδιαίτερα μελωδικό. Υπήρξε κάποια ιδιαίτερη συγκυρία ή ερέθισμα που επηρέασε τη μουσική σας έκφραση προς αυτήν την κατεύθυνση;

Η αλχημεία είναι μια ενδιαφέρουσα επιλογή για να περιγραφεί ένα μουσικό δημιούργημα, καθώς εμπεριέχει ως διαδικασία την ανάμειξη διαφορετικών στοιχείων, καθώς και τη συμμετοχή κάτι του μαγικού. Ξεκινώντας πριν από πέντε χρόνια να δουλεύουμε τα πρώτα από τα κομμάτια που αποτέλεσαν τελικά το «Thornbush», βασιστήκαμε στην ελεύθερη αλληλεπίδραση και μέσω αυτής στην αναζήτηση εκείνων των ήχων που ταιριάζαν κάθε φορά και δημιουργούσαν την κατάλληλη ατμόσφαιρα. Όσον αφορά τη μελωδικότητα οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στη συνεργασία των δύο κιθαριστών που προκαλούσαν διαρκώς δημιουργικά ο ένας τον άλλο. Επίσης, σε σχέση με το Insidecide, ο νέος μας δίσκος είναι περισσότερο μελωδικός απ’ ότι «θορυβώδης», καθώς στην πορεία συνειδητοποιήσαμε ότι προκειμένου να βγει ένταση ή συναίσθημα μέσα από ένα κομμάτι δεν είναι απαραίτητο να έχεις τον ενισχυτή στο δέκα ή να παραμορφώνεις τον ήχο στο έπακρο, καθώς αξιοποιώντας την καθαρότητα του ήχου και τον χώρο που αφήνεται εκεί μπορείς, ύπουλα σχεδόν, να εισάγεις γραμμές και ατμόσφαιρες οι οποίες μπορεί να βοηθήσουν πολύ πιο αποτελεσματικά προς αυτή την κατεύθυνση. Τέλος, προσπαθήσαμε κάθε τι που περιέχεται στα κομμάτια του δίσκου να έχει έναν καλό λόγο για να βρίσκεται εκεί. Ως αποτέλεσμα, έχω την αίσθηση ότι στα επτά κομμάτια που απαρτίζουν το Thornbush δεν περισσεύουν πολλά πράγματα.

Βασίλη, μίλησέ μας με τη σειρά σου για τους Absorbus Machine, την ατμόσφαιρα των ζωντανών σας εμφανίσεων και την ψυχεδέλεια στην σύγχρονη τοπική και διεθνή σκηνή;

Οι Absorbus Machine δημιουργήθηκαν πριν από δυόμισι περίπου χρόνια και ξεκίνησαν ως σόλο μπάντα με σιτάρ και ηλεκτρονικά (Bill Hunchback), μετά ως ντουέτο με την προσθήκη του Φώτη Μεγαλούδη στα κρουστά, αργότερα ως τρίο με την προσθήκη του ηθοποιού / ποιητή / συγγραφέα Παναγιώτης Θανασούλη στην απαγγελία. Τη θέση του Παναγιώτη πήραν η Ren και ο Greggy K ( Echo Train) στις φωνές και κιθάρες αντίστοιχα, για να καταλήξουμε στη σημερινή σύνθεση με τα αδέλφια μου Konstantina Mort στη βασική φωνή, Antonis Nomikos στα κρουστά και τους ρυθμούς και Nick Bardis στην τρομπέτα και lead κιθάρα. Εγώ κρατώ τον ρόλο των στίχων, του σιτάρ, των πλήκτρων και των ακουστικών κιθάρων. Με την τελική σύνθεση έχουμε ηχογραφήσει ένα τραγούδι για τη συλλογή Yesterday's Sunshine Today με τραγούδια των Βρετανών Nirvana διασκευασμένα από συγκροτήματα διάσπαρτα σε όλον τον κόσμο Αυτό που φτιάξαμε εμείς έχει τον τίτλο «All I Do». Βρισκόμαστε επίσης στο τελικό στάδιο της ηχογράφησης και κυκλοφορίας ενός EP με δικά μας τραγούδια που υπολογίζουμε να είναι έτοιμο γύρω στα Χριστούγεννα. Η ιδέα του συγκροτήματος είναι να μεταποιεί τα ερεθίσματα (ακουστικά οπτικά και άλλα) που δέχεται από το συνολικό περιβάλλον του χωροχρόνου και να τα παρουσιάζει ως ψυχοδηλωτικά τραγούδια. Η παρουσίαση διεκδικούμε να πράττεται σε όσο περισσότερες ζωντανές εμφανίσεις γίνεται (αυτούς τους παράξενους και πλειοψηφικά αφιλόξενους καιρούς) κι όταν κλείνει κατά κάποιον τρόπο η μια καμπύλη της σπείρας με εξελισσόμενο βήμα που είναι η ζωή κατ’ εμάς, να κάνουμε ηχογραφήσεις και κυκλοφορίες αυτών που μάθαμε σαν ένα δώρο προς όσους μας τίμησαν παρακολουθώντας το ταξίδι του οχήματος μας με χαρά αλλά και προς το όχημα το ίδιο που μας κρατάει ζωντανούς, υγιείς, διερευνητικούς κι άρα χαρούμενους.

Κατά τη γνώμη μου η ψυχεδέλεια είναι η διαδικασία που κάποιος δηλώνει μέσα από τη μουσική ένα κομμάτι της ψυχής του χωρίς κανόνες. Αυτό στο παρελθόν γινόταν μέσω της λήψης ακραίων εγκεφαλικών ουσιών, όμως σήμερα γνωρίζοντας όσα ανακάλυψαν στα ταξίδια τους οι ψυχεδελικές μπάντες του παρελθόντος , μπορούμε να επιχειρήσουμε τα δικά μας ταξίδια στην ψυχή μέσα από τη μουσική του παρελθόντος και καμιά φορά χρησιμοποιώντας ίσως κάποια ουσία. Σαν μουσικό είδος πιστεύω ότι δεν είναι δόκιμο να περιχαρακώνεται σε σχέση με συγκεκριμένη ιστορική περίοδο και μόνο, δηλαδή σε σχέση με την δεκαετία του 60. Επειδή όμως τόσο κάποιοι μουσικοί όσο και μια μερίδα του μουσικού παγκόσμιου κοινού ταυτίζει την ψυχεδέλεια με την μουσική δημιουργία ψυχεδέλεια κατά την δεκαετία του 60, πολλές σύγχρονα συγκροτήματα που παίζουν ψυχεδελική μουσική δεν κατονομάζονται ως «ψυχεδελικά». Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να υπάρχει η πεποίθηση σε επίπεδο ΜΜΕ και μουσικής βιομηχανίας ότι δεν υφίσταται σύγχρονη ψυχεδελική σκηνή πλην μεμονωμένων καλλιτεχνών σε παγκόσμιο επίπεδο. Οι Absorbus Machine ως μπάντα έχουν στοιχεία επιρροής από την μουσική της δεκαετίας του 60 όμως δεν είμαι σίγουρος ότι η μουσική μας εντάσσεται στο μουσικό κλίμα εκείνης της περιόδου.

Θα ρωτήσω και του δυο σας κάτι που ρωτώ συχνά: Το περιβάλλον της σκηνής που έχουμε συνηθίσει να αποκαλούμε underground στην Αθήνα, είναι ανοιχτό στην πρωτότυπη μουσική δημιουργία;

Αχιλλέας: Είναι ανοιχτό να κάνεις ό,τι θες απλώς δεν σου δίνει κανείς σημασία… Το περιβάλλον είναι ανεκτικό όσο δεν επιδιώκεις κάτι περισσότερο από αυτό και επίσης ανεκτό. Φυσικά, ο καθένας έχει διαφορετική άποψη για το πως ορίζεται το «underground» και ποιοι απαρτίζουν αυτό που αποκαλείται «σκηνή» και συχνά μοιάζει με μπερντέ.

ΒασίληςΌταν παλιά άρχισα να έχω επαφές με τον φερόμενο χώρο του ‘’underground’’ διαπίστωσα ότι υπάρχουν όντως κάποιο άνθρωποι που λειτουργούν σταθερά σ ένα ανεξάρτητο πλαίσιο, δηλαδή συνάντησα «μονάδες» που έχοντας το αποφασίσει λειτούργησαν εξ αρxής «υπόγεια» και υποστηρικτικά. Όμως αυτό που φανταζόμουν ως «underground» όταν ξεκινούσα την ενασχόλησή μου με τη μουσική, δεν το συνάντησα όλα αυτά τα τριάντα χρόνια. Δηλαδή. Ένα χώρο που να έχει προαποφασίσει να λειτουργεί ανεξάρτητα και αλληλέγγυα πέρα από προσωπικές σχέσεις και φιλίες, όχι ένα χώρο που απαρτίζεται από καλλιτέχνες που δεν κατάφεραν απλά να περάσουν σε αυτό που θεωρούμε λίγο πολύ ως «mainstream». Αυτός λοιπόν ο μικρόκοσμος, όσο δε ζητάς τίποτα από αυτόν παραμένει ανεκτικός. Αν ζητήσεις κομμάτι από την πίτα του, εμφανίζει αγκυλώσεις, αντιδράσεις τύπου ιδεολογικών γραμμών και δημιουργούνται έτσι για σένα δυσκολίες. Ευτυχώς μπορούμε να εκφράζουμε αυτό που αγαπάμε μουσικά με ελευθερία και χωρίς συμβιβασμούς, όσο μπορούμε να κάνουμε τα πράγματα μόνοι μας μέσα από τις DIY λύσεις. 

Δεδομένης της ασφυξίας που η παρούσα κατάσταση μέτρων κατά της πανδημίας έχει προκαλέσει στα μουσικά δρώμενα, πιστεύετε ότι για τις μπάντες όπως οι Bog Art και οι Absorbus Machine , τα εμπόδια έχουν πολλαπλασιαστεί;

ΒασίληςΣαφώς οι υγειονομικοί περιορισμοί έχουν κάνει τα πράγματα στις ζωντανές εμφανίσει ακόμη πιο δύσκολα από πριν. Παρόλα αυτά παραμένω αισιόδοξος για το μέλλον, ως τώρα βρίσκουμε κάποιες άκρες για να γίνονται ζωντανές εμφανίσεις, το ίδιο συμβαίνει και με τους Bog art και νιώθω ότι υπάρχει ελπίδα.

ΑχιλλέαςΣυμφωνώ με τον Βασίλη. Τα πράγματα ήταν και πριν από την πανδημία δύσκολα για μπάντες όπως οι δικές μας σε σχέση με τη διοργάνωση ζωντανών εμφανίσεων, και υποψιάζομαι ότι θα είναι δύσκολα και μετά τη λήξη της. Ο συγκεκριμένος χώρος είναι γεμάτος με στρεβλώσεις και συχνά απαιτεί συμβιβασμούς τους οποίους δεν είμαστε διατεθειμένοι να κάνουμε, αναλαμβάνοντας το τίμημα για αυτή μας τη στάση. Αυτό που χρειάζεται σε αυτή την αλλόκοτη φάση νομίζω ότι είναι η αναθεώρηση εκείνων που λαμβάνονταν ως δεδομένα και η δημιουργία διαφορετικών και πρωτότυπων τρόπων επικοινωνίας βάσει των νέων συνθηκών. Το καλοκαίρι είχαμε την τύχη να συμμετέχουμε σ’ ένα φεστιβάλ στα Λιπάσματα Δραπετσώνας, παίζοντας πάνω σε μια πλωτή πλατφόρμα στο λιμάνι. Κάτι παρόμοιο θα ήταν, φυσικά, κάπως δύσκολο το χειμώνα, αλλά οπωσδήποτε απαιτείται επινοητικότητα.

Και μια τελευταία ερώτηση σε τούτη την πολλή όμορφη συζήτηση: αυτή η επίμονη παλινδρόμηση προς τα ακούσματα της εφηβεία όπως αναπαράγεται από τα μμε αλλά και πολλές μπάντες, έχει να κάνει με τις αγκυλώσεις της τοπικής σκηνής ή είναι φαινόμενο που συνδέεται με την ίδια την ιδιοσυστασία της ροκ μουσικής;

ΑχιλλέαςΘεωρώ ότι η τάση που αναφέρεις όντως υφίσταται και κατά τη γνώμη μου έχει να κάνει με την ιδιαίτερη ιδιοσυγκρασία του εγχώριου μουσικού κοινού, με τον τρόπο που οι ακροατές επιλέγουν να καλύψουν την ανάγκη τους για μουσική και με τα κανάλια προώθησης της μουσικής στην εγχώρια αγορά. Η ροκ μουσική είχε διαχρονικά περιορισμένη απήχηση σε σχέση με άλλα περισσότερο δημοφιλή είδη, αλλά πέρα από αυτό φαίνεται ότι οι άνθρωποι εδώ από κάποια ηλικία και έπειτα παύουν να αναζητούν νέες μουσικές, επιλέγοντας να ακούν φανατικά εκείνα που λάτρευαν όταν ήταν 16 χρονών. Και επειδή στα 16 του, τόσο στη μουσική όσο και στη σκέψη αλλά και σε οτιδήποτε έχει να κάνει με την τέχνη, είναι συνήθως αρκετά ανώριμος ακόμη κανείς, παρατηρούμε αυτή την έντονη στασιμότητα και την προσκόλληση σε καλλιτέχνες που, ενώ υπό άλλες συνθήκες δεν θα ασχολούνταν κανείς μαζί τους, εξακολουθούν να έχουν την ευκαιρία να παίζουν τη μουσική τους σε μεγάλο κοινό. Το φαινόμενο συνδέεται προφανώς και με την επιθυμία της επιστροφής στα χρόνια της νεότητας και της ανεμελιάς, αλλά πλέον έχει καταντήσει γελοίο... Παρόμοια προβλήματα παρατηρούνται βεβαίως και σε παγκόσμιο επίπεδο, αφού τα κέντρα ελέγχου της μουσικής βιομηχανίας εξυπηρετούνται από την προώθηση ενός ήδη γνωστού «προϊόντος» και δεν είναι πια διατεθειμένα να επενδύσουν σε κάτι νέο και διαφορετικό για το οποίο θα απαιτηθεί μεγαλύτερη προσπάθεια από το κοινό μέχρι να συνδεθεί μαζί του και να ξεκινήσει να πουλάει.

ΒασίληςΤο rock n roll στην Αθήνα έχει σε σταθερή βάση περίπου 3.000 ενεργούς ακροατές, άλλοι εγκαταλείπουν τα μουσικά δρώμενα, άλλοι ξεκινάνε αλλά σε γενικές γραμμές η δυναμικότητα του κοινού δεν έχει ξεπεράσει αυτήν την τάξη μεγέθους στην πορεία των περίπου 30 χρόνων που ασχολούμαι με τη μουσική. Σε μεγάλες συναυλίες ξένων ονομάτων μπορούν να μαζευτούν άνετα 20.000 ακροατές αλλά σε σταθερή βάση η τοπική σκηνή δεν «προσελκύει» τόσους. Κάπως έτσι η μουσική λειτούργησε ως ένα ιδιόμορφο «κρυφό» σχολειό όπου η πληροφορία και τα ερεθίσματα διαδίδονταν και μεταδίδονταν χέρι με χέρι και στόμα με στόμα. Όλος αυτός ο μικρόκοσμος υπήρξε αυθεντικός σε μεγάλο βαθμό όμως ταυτόχρονα λειτούργησε περιοριστικά ως προς το εύρος και την ποικιλία των ερεθισμάτων της ακρόασης. Συγκροτήματα όπως οι Absorbus Machine, οι Bog art και κάποιοι άλλοι έχουν ένα πολύ μικρό πεδίο ακροατών που θα δείξουν ενδιαφέρουν να ακούσουν μια ζωντανή μας εμφάνιση και για να είμαστε εδώ μιλώντας για την δουλειά μας μάλλον η αλληλεπίδραση με το κοινό λειτουργεί. Ωστόσο στην Αθήνα και γενικότερα στην Ελλάδα, σε πείσμα όλων αυτών των καταστάσεων που επιφέρουν εσωστρέφεια και απομόνωση της πρωτότυπης μουσικής δημιουργίας από το μουσικό κοινό, όταν ο δημιουργός αγαπηθεί μουσικά, η αγάπη και η στήριξη του κοινού είναι περισσότερο σταθερή από ότι συνηθίζεται στο εξωτερικό. Στην Αθήνα κάποιοι συνηθίζουμε τις συναυλίες στήριξης και αλληλεγγύης για διάφορα κοινωνικά ζητήματα. Στο εξωτερικό μια τέτοια στάση απέναντι στα πράγματα δεν είναι αυτονόητη, τις περισσότερες φορές τελειώνει η συναυλία και ο καλλιτέχνης πάει στο σπίτι του. Θα ήθελα λοιπόν να ήταν λίγο πιο ισορροπημένη η κατάσταση στην τοπική σκηνή. Να μην γίνουμε σαν τους καλλιτέχνες του εξωτερικού που δε στηρίζουν αυθόρμητα καμιάς μορφής ιδεαλιστική δράση αλλά να μπορέσουμε να αλληλεπιδράσουμε μουσικά μεταξύ μας πιο ουσιαστικά και άμεσα.

(Σπέσιαλ ευχαριστίες στο καφέ Ίντριγκα)

Bog Art facebook

Bog Art bandcamp

The Absorbus Machine facebook

 

 


image

Φαίη Φραγκισκάτου

Η Φαίη Φραγκισκάτου γεννήθηκε το 1974 στην Αθήνα. Η μουσική μπήκε στη ζωή της με το τουμπου τουμπου ζα, που της τραγουδούσε η μαμά της όταν έκλαιγε. Συνεχίζει να ζει στην Αθήνα. Συνεχίζει ν ακούει τη φωνή του Παύλου Σιδηρόπουλου.
Κλαίει ακόμα καμιά φορά, κι ας μεγάλωσε.
 
 
 
image

Φαίη Φραγκισκάτου

Η Φαίη Φραγκισκάτου γεννήθηκε το 1974 στην Αθήνα. Η μουσική μπήκε στη ζωή της με το τουμπου τουμπου ζα, που της τραγουδούσε η μαμά της όταν έκλαιγε. Συνεχίζει να ζει στην Αθήνα. Συνεχίζει ν ακούει τη φωνή του Παύλου Σιδηρόπουλου.
Κλαίει ακόμα καμιά φορά, κι ας μεγάλωσε.
 
 
 
image

Φαίη Φραγκισκάτου

Η Φαίη Φραγκισκάτου γεννήθηκε το 1974 στην Αθήνα. Η μουσική μπήκε στη ζωή της με το τουμπου τουμπου ζα, που της τραγουδούσε η μαμά της όταν έκλαιγε. Συνεχίζει να ζει στην Αθήνα. Συνεχίζει ν ακούει τη φωνή του Παύλου Σιδηρόπουλου.
Κλαίει ακόμα καμιά φορά, κι ας μεγάλωσε.
 
 
 

Γραφτείτε στο Νewsletter του Merlin

FEATURED VIDEOS

  • 1