Γράφει ο Μιχάλης Πούγουνας
Στην δεκαετία του ’70 είχα έναν φίλο, μεγαλύτερο από εμένα, ο οποίος πήρε κάνα δυο φορές το Μagic Βus και ταξίδεψε στην Ελλάδα από την Αγγλία. Το ταξίδι κρατούσε τρεισήμισι μέρες, κόστιζε 25 λίρες και περνούσε μέσα από Ολλανδία, Γαλλία, Γερμανία, Αυστρία, Γιουγκοσλαβία, έκανε μια στάση Θεσσαλονίκη και τερμάτιζε Αθήνα. Δεν ξέρω αν το έκανε επειδή ήταν φοιτητής στην Αγγλία και το εισιτήριο του ερχόταν φθηνότερα ή επειδή ήθελε απλά να γνωρίζει κοπέλες, αλλά φαντάζομαι πως ήταν μεγάλη ταλαιπωρία…
Μου είχε πει ότι το λεωφορείο έφευγε μια συγκεκριμένη ώρα την Τρίτη από την οδό Φιλελλήνων, στην Αθήνα, απέναντι από την Αγγλικανική εκκλησία του Αγίου Παύλου και ότι στο πίσω μέρος κοιμόντουσαν οι οδηγοί, οι οποίοι ήταν και μηχανικοί για την περίπτωση βλάβης.
Νομίζω ότι θυμάμαι μια τζαμαρία που έγραφε «Magic Bus», εκεί που βρίσκεται ακόμα η στάση του λεωφορείου, δίπλα στην είσοδο για την Πλάκα. Έλεγε ότι υπήρχε κάποια σύνδεση με την Ινδία και μπορούσες να συνεχίσεις ως εκεί, αλλά ποτέ δεν έμαθα πώς γινόταν αυτό…
Σύμφωνα με τον Rory MacLean, τον συγγραφέα του βιβλίου Magic Bus: On the Hippie Trail from Istanbul to India, το πρώτο γνωστό λεωφορείο είχε μεταφέρει ένα γκρουπ Γάλλων τουριστών από το Παρίσι στην Βομβάη το 1956. Ανάμεσα στους δεκαέξι επιβάτες βρίσκονταν δύο γνωστές Γαλλίδες ηθοποιοί, ενώ χρειάστηκαν δύο μήνες για να ολοκληρωθεί το ταξίδι των 14.000 χιλιομέτρων.
Λίγα χρόνια αργότερα, όταν διάβασα το On The Road του Jack Kerouac, άρχισα να μπαίνω στο νόημα της γοητείας ενός τέτοιου ταξιδιού που το έκανε αδύνατο η εισβολή των Σοβιετικών στο Αφγανιστάν, όπως και οι μετέπειτα εξελίξεις στο Ιράν και στις υπόλοιπες χώρες.
Ξεκινώντας το ταξίδι...
Όμως ο Kerouac δεν έκανε μόνο εμένα να ονειρεύομαι τα ταξίδια, είτε με ωτοστόπ είτε με οτιδήποτε άλλο. Τις τελευταίες μέρες διάβαζα να ξεφυτρώνει συνέχεια μπροστά μου ένα άρθρο σχετικά με το «Μονοπάτι των Χίπηδων» και τελικά μου κίνησε το ενδιαφέρον. Ήταν ένα κείμενο που έγραψε στις 9 Αυγούστου 2019 ο Mitchell Friedman για το Agenda, μια ηλεκτρονική έκδοση των (άγνωστων σε εμένα) ξενοδοχείων Tablet. Θα το χρησιμοποιήσω λοιπόν σαν βάση, αλλά θα προσθέσω αποσπάσματα από άλλα κείμενα που θα βοηθήσουν να πραγματοποιήσω ένα ταξίδι σε εκείνους τους δρόμους που ακολούθησαν πολλοί νεαροί, επηρεασμένοι από τον Kerouac, και την beat γενιά γενικότερα.
Αρχικά φανταστείτε έναν έφηβο που αποφασίζει να ταξιδέψει με ωτοστόπ από το Λονδίνο στην Καμπούλ. Τώρα φανταστείτε «εκατοντάδες χιλιάδες άλλους σαν κι αυτόν να ξεκινούν κι από τις δύο πλευρές του Βόρειου Ατλαντικού, για να φτάσουν μέσω Ευρώπης στην Ινδία, το Νεπάλ και ακόμα πάρα πέρα. Ταυτόχρονα, μερικοί Αυστραλοί ταξιδιώτες ταξίδεψαν στον ίδιο προορισμό διασχίζοντας την νοτιοανατολική Ασία. Από τη Δυτική Ευρώπη ο δρόμος περνούσε μέσα από τη Γιουγκοσλαβία, την Ελλάδα (με μια στάση στα Μάταλα, ίσως;) ή τη Βουλγαρία, την Τουρκία, το Ιράν, το Αφγανιστάν, το Πακιστάν, την Ινδία και το Νεπάλ. Προτιμότερο μεταφορικό μέσο ήταν το βανάκι της Wolkswagen, ενώ άλλοι έκαναν ωτοστόπ ή έπαιρναν το τραίνο. Στη διαδρομή υπήρχαν επίσης εξειδικευμένες πανσιόν για τους ταξιδευτές», αναφέρει ο Hans Roodenburg στο website του On the Hippie Trail.
Σήμερα όλο αυτό μπορεί να ακούγεται τολμηρό, άγριο ή τρελό αλλά το 1969 συνέβαινε με εκπληκτική συχνότητα σε μια διαδρομή γνωστή ως «Μονοπάτι των Χίπηδων» κι αυτό με έκανε να πιστεύω ότι αντί ο κόσμος να πηγαίνει μπροστά πήγαινε πίσω…
Τα ταξίδια που πραγματοποιούσαν οι χίπηδες στην Ανατολή είναι η εύθυμη εκδοχή απέναντι στα βίαια ταξίδια που πραγματοποιούσαν οι συνομήλικοί τους στο Βιετνάμ – και σήμερα αντιπροσωπεύουν μια τραγική εναλλακτική ιστορία των χωρών που κάποτε επισκέπτονταν αλλά σήμερα σπαράσσονται από πολέμους. Τονίζουν με αυτό τον τρόπο πόσο γοητευτικές είναι αυτές οι περιοχές και πώς θα μπορούσαν να προσελκύσουν ξανά τουρίστες από όλο τον κόσμο προκειμένου να αποκατασταθεί η παγκόσμια εκτίμηση για τον πολιτισμό τους.
Από τα τέλη της δεκαετίας του ‘50 έως και τη δεκαετία του ’70, οι νέοι έπαιρναν μαζικά τους δρόμους για να επισκεφθούν μέρη, τα οποία σήμερα θεωρούνται από τα πιο επικίνδυνα του πλανήτη.
Στην εποχή του όμως το συγκεριμένο Μονοπάτι, όπως άλλωστε και το ίδιο το κίνημα των χίπηδων, αποτελούσε μια μορφή εξέγερσης ενάντια στην αυστηρή κομφορμιστική κουλτούρα που επέβαλε η μεγαλύτερη γενιά. Αν οι γονείς τους πετούσαν με τζετ για το Παρίσι και τη Ρώμη, εκείνοι ταξίδευαν με ένα πολύχρωμο βανάκι Volkswagen στην Τεχεράνη και στο Κατμαντού.
Ειδάλλως, αυτό που χρειαζόταν ήταν να φτάσεις με κάποιο τρόπο στην Κωνσταντινούπολη. Το μέρος για να βρεις συντρόφους ή να ζητήσεις πληροφορίες και συμβουλές για το πού να πας, ήταν το Pudding Shop, ένα καφέ κοντά στο Μπλε Τζαμί, ιδιοκτησία των αδελφών Idris και Namak Colpan.
Οι πρώτοι διδάξαντες...
Οι πρώτες ιδέες για το μονοπάτι μπορούν να εντοπιστούν πίσω, στους beatniks. Ο Jack Kerouac και ο William Burroughs θεωρούνται μερικές φορές η πρώτη πηγή έμπνευσης για τους οπαδούς τους που ταξίδευαν στο Μαρόκο, όπως έκαναν κι εκείνοι στα τέλη της δεκαετίας του ’50. Jack Kerouac, William S. Burroughs, Allen Ginsberg, Peter Orlovsky, Tennessee Williams, Truman Capote, όλοι αυτοί ταξίδεψαν μέχρι την Ταγγέρη στις δεκαετίες του 1950 και του 1960. Πολλοί από αυτούς έφτασαν εκεί προκειμένου να συναντήσουν τον Αμερικανό συγγραφέα και μουσικό Paul Bowles, ο οποίος έζησε στην πόλη αυτή για 50 χρόνια, μέχρι τον θάνατό του.
Ο πρώτος που μετακόμισε εκεί ήταν ο Burroughs, ο οποίος νοίκιασε ένα δωμάτιο, επηρεασμένος από τον Bowles. Τον Νοέμβριο του 1954, επέστρεψε στην Ταγγέρη, έπειτα από ένα τραγικό ατύχημα στη διάρκεια του οποίου είχε πυροβολήσει και σκοτώσει κατά λάθος τη γυναίκα του στο Μεξικό καθώς έπαιζαν μεθυσμένοι ένα παιχνίδι.
Στην Ταγγέρη ο Burroughs δούλεψε για τέσσερα χρόνια το βιβλίο του Γυμνό Γεύμα και το 1957 κατέφθασε εκεί ο Kerouac με σκοπό να τον βοηθήσει να γράψει κάποια χειρόγραφα, αλλά τελικά έμεινε μόνο για έναν μήνα. Στις 22 Μαρτίου του 1957 τους ακολούθησαν και ο Αμερικανός ποιητής και ηθοποιός Peter Orlovsky, παρέα με τον Irwin Allen Ginsberg. Ο Burroughs με τον Kerouac τους υποδέχτηκαν στο λιμάνι.
Bowles, Gregory Corso, Burroughs στην Ταγγέρη
Η φήμη της Ταγγέρης ως πόλη έμπνευσης έφτασε και σε άλλους καλλιτέχνες όπως ο Brion Gysin, ένας Βρετανός ζωγράφος, συγγραφέας, ποιητής και ερμηνευτής που μετακόμισε εκεί το 1950 για να ανοίξει με τον Mohamed Hamri ένα εστιατόριο που ονομαζόταν «Χίλιες και μία Νύχτες» και όπου έπαιζαν μουσική οι Βερβέροι Σούφι, Master Musicians of Jajouka, από το χωριό Jajouka. Με αυτούς έπαιξε αργότερα ο Brian Jones των Rolling Stones στο άλμπουμ Brian Jones Plays With The Pipes Of Pan At Joujouka που κυκλοφόρησε το 1971, μετά τον θάνατο του Βρετανού κιθαρίστα.
Ο Geoff Dyer είναι ο συγγραφέας του ταξιδιωτικού βιβλίου Yoga for People Who Can’t Βe Bothered to Do It και το 1983 είχε ένα ατυχές περιστατικό με κάποιες παράνομες ναρκωτικές ουσίες στο Μαρόκο. Είκοσι πέντε χρόνια αργότερα επέστρεψε στη βορειοαφρικανική χώρα για να βρει τι είχε απομείνει εκεί από τους χίπηδες, να αντιμετωπίσει τη δυσάρεστη εμπειρία του και να περιγράψει στην εφημερίδα Guardian τι είχε ανακαλύψει…
«Ως επιμελής ρεπόρτερ έψαχνα για σημάδια εναπομείναντος χιπισμού. Δεν υπήρχαν. Ή τουλάχιστον υπήρχαν κάτι λίγα, όπως ο τύπος με το σακίδιο στην πλάτη στο Cafe des Epices στο Place Rahba Qedima, που διάβαζε το Hideous Kinky (στα ελληνικά, Ο Έρωτας Ταξιδεύει στο Μαρόκο, εκδόσεις Λιβάνης, μια αυτοβιογραφική νουβέλα της Esther Freud, δισέγγονης του Sigmund Freud και κόρης του Βρετανού ζωγράφου Lucian Freud). Υπήρχαν παντού λεπτομέρειες που είχαν γίνει κομμάτι της καθημερινής ζωής: κεριά, θυμιάματα, κοσμήματα, χάντρες. Αυτό, ωστόσο, δεν αποτελεί σοβαρή απόδειξη. Στην Ινδία, ιδίως στη Goa, μπορεί ακόμα κάποιος να συναντήσει πενηντάρηδες και εξηντάρηδες που πήγαν εκεί στην δεκαετία του ’70 και έμειναν κάνοντας γιόγκα, διαλογισμό και άλλα τέτοια, αόριστα ανατολικά. (Έγιναν οι παπούδες της psy-trance σκηνής των 90ς). Αυτά τα άτομα απουσίαζαν από το Μαρακές. Για να καταλάβουμε τι απέγινε η μαγεία στο Μαρόκο, έπρεπε να επιστρέψουμε και πάλι, στους νονούς της χίπικης σκηνής, στους Ginsberg, Burroughs και Kerouac, τους Beats, που έφτασαν εδώ στα τέλη της δεκαετίας του 1950».
Στη δεκαετία του ’60, καθώς οι beatniks έδωσαν τη θέση τους στους χίπηδες, η αυξανόμενη δημοτικότητα του Βουδισμού και του Ινδουισμού έστρεψε το μονοπάτι προς τα ανατολικά. Το πιο διάσημο παράδειγμα ήταν το επιβλητικό ταξίδι των Beatles στην Ινδία προκειμένου να επισκεφθούν τον γκουρού Maharishi Mahesh Yogi.
Ο Christian Caryl στο άρθρο του «Όταν το Αφγανιστάν ήταν απλά μια στάση στο Μονοπάτι των Χίπηδων» αναφέρει:
«Στις αρχές του 21ου αιώνα, έχουμε την τάση να σκεφτόμαστε το Αφγανιστάν ως έναν τόπο που τον στοιχειώνει ένας αιώνιος πόλεμος, μια ατέρμονα αιμορραγική πληγή στο παγκόσμιο πολιτικό σώμα. Αυτό που παραβλέπουμε είναι ότι η συγκεκριμένη εικόνα της χώρας είναι μια πρόσφατη εφεύρεση που έχει να κάνει με το πρόσφατο παρελθόν της. Στη δεκαετία του 1970, πριν ξεσπάσει ο πόλεμος, η κοινή άποψη για το Αφγανιστάν ήταν απόλυτα διαφορετική – ήταν περισσότερο κάτι σαν το Μπαλί ή το Μπουτάν παρά ένα γεωπολιτικό πρόβλημα. Αυτά ήταν τα χρόνια του Μονοπατιού των Χίπηδων, όταν οι αυτοαποκαλούμενοι “ταξιδιώτες του κόσμου” συσσωρεύονταν σε μεταχειρισμένα βανάκια Volkswagen και ξεκινούσαν για μια διαδρομή εσωτερικής ανακάλυψης που οδηγούσε από την Κωνσταντινούπολη στο Κατμαντού.
Το Αφγανιστάν δεν ήταν το τέλος του ταξιδιού, αλλά ήταν σίγουρα ψηλά στις προτιμήσεις. “Η Herat [στα σύνορα με το Ιράν] ήταν ο πρώτος πραγματικός προορισμός στο Μονοπάτι των Χίπηδων», θυμάται ένας ταξιδιώτης. «Η παράνοια του καταπιεστικού ελέγχου στην Τουρκία και στο Ιράν έμενε πίσω για μια πιο άγρια αλλά φιλόξενη κατάσταση αναρχίας”. Οι Αφγανοί έδειχναν να αγαπούν τους ξένους. Μπορούσες πάντα να βρεις κάποιον που θα διέθετε κάμποσο από τον χρόνο του για μια φιλική συνομιλία – ή για μια από κοινού δειγματοληψία ενός πολύ καλής ποιότητας τοπικού χασίς. Όλοι φαίνονταν να το καπνίζουν. Και οι τιμές ήταν τόσο χαμηλές που δεν παλεύονταν. Εντάξει, αυτό φυσικά ήταν αποτέλεσμα της τοπικής κοινωνικής εξαθλίωσης. Σίγουρα η καλύτερη θεραπεία για αυτούς τους ανθρώπους ήταν να ξοδέψετε με κάποιον τρόπο τα χρήματα σας στον τόπο τους.
Στην Καμπούλ θα μπορούσατε να μείνετε στο Sigi’s Hotel, ένα ορόσημο στο Μονοπάτι. Δεδομένου ότι το δολάριο ή το γερμανικό μάρκο διένυαν μια τόσο μεγάλη απόσταση μέχρι το Αφγανιστάν της δεκαετίας του 1970, ήταν εύκολο να μείνετε εκεί για εβδομάδες μαστουρώνοντας, να γευτείτε φθηνά κεμπάπ ή να βγείτε έξω στους φανταστικούς αρχαιολογικούς χώρους που βρίσκονταν διάσπαρτοι στην πόλη και τα περίχωρα της. (Οι πραγματικοί χίπηδες απολάμβαναν ιδιαίτερα την επικοινωνία με τους γιγαντιαίους Βούδες που ήταν χαραγμένοι σε μια βουνοπλαγιά στο Bamiyan, μιας μέρας απόσταση από την πρωτεύουσα.) Στη συνέχεια, όταν θα έφτανε η ώρα, μπορούσατε να συνεχίσετε το ταξίδι σας μέχρι το Νεπάλ, το El Dorado για χρήστες των παραισθησιογόνων ναρκωτικών. Παρόλα αυτά, οι συχνοί επισκέπτες του Μονοπατιού θυμούνται την παραμονή τους στο Αφγανιστάν – στο εύθραυστο Αφγανιστάν – με ιδιαίτερη αγάπη.
Αλλά δεν ήταν οι μόνοι. Οι Δυτικοί που ζούσαν στην πραγματικότητα στο Αφγανιστάν τη δεκαετία του ’70, στις περιηγήσεις τους όταν υπηρετούσαν την θητεία τους στο Ειρηνευτικό Σώμα ή δουλεύοντας σε ευρωπαϊκά αναπτυξιακά προγράμματα, αγάπησαν τον τόπο για τον χαλαρό εξωτισμό του. Εάν χρειαζόσουν μια κομψή πολυτέλεια, το μόνο που είχες να κάνεις ήταν να επισκεφτείς ένα από τα κλαμπ για αλλοδαπούς που προσέφεραν όλες τις ανέσεις ή να το ξενοδοχείο Intercontinental για μια βουτιά στην υπέροχη πισίνα του. Ήταν μια μικρή αμαρτία. Ένας Αμερικανός φοιτητής γυμνασίου, ο πατέρας του οποίου είχε κάποια δουλειά στο Πανεπιστήμιο της Καμπούλ, δεν φοβόταν εκείνη την εποχή να πάρει το λεωφορείο για το Πεσαβάρ, πέρα από τα σύνορα στο Πακιστάν, και να περάσει εκεί το Σαββατοκύριακο.
Τέτοιες απόψεις δεν ήταν τελείως απατηλές. Στην αρχή της δεκαετίας του 1970, το Αφγανιστάν ήταν αναμφισβήτητα φτωχό και υποβαθμισμένο, αλλά άρχισε να σημειώνει αξιοσημείωτη πρόοδο στην προσπάθειά του να ασπαστεί τη σύγχρονη πραγματικότητα. Στην έκδοση του οδηγού που δημοσίευσε για την Καμπούλ το 1971 η Αμερικανίδα συγγραφέας Nancy Hatch Dupree, εξέφραζε το παράπονό της επειδή είχε δυσκολευτεί να εντοπίσει τα αξιοθέατα μιας πόλης όπου “η αλλαγή είναι αχαλίνωτη”. Ήταν όμως αποφασισμένη να καταγράψει τις υπόλοιπες ομορφιές που απέμεναν – όπως το εστιατόριο Khyber στον πρώτο όροφο του υπουργείου Οικονομικών στην πλατεία Pushtunistan: “Είναι ένας δημοφιλής τόπος συνάντησης στην Καμπούλ, ιδίως το καλοκαίρι, όταν τα τραπέζια πεζοδρομίων που βρίσκονται κάτω από τις πολύχρωμες ομπρέλες φιλοξενούν κουρασμένους περιηγητές. Ο κινηματογράφος Ariana δίπλα στο εστιατόριο προβάλει ξένες ταινίες σε πολλές διαφορετικές γλώσσες”».
Η Αμερική και η Σοβιετική Ένωση έφτιαξαν από κοινού μια καταπληκτική, απίστευτα ομαλή εθνική οδό που διέρχεται από το κεντρικό Αφγανιστάν. Κάποτε παντού στην Καμπούλ υπήρχαν ομοϊδεάτες χίπηδες, ιδίως γύρω από την οδό Chicken και την οδό Green Doors. Μερικοί από αυτούς έστησαν αξιοπρεπείς επιχειρήσεις εισαγωγής-εξαγωγής χειροποίητων αφγανικών γαμήλιων παλτών, τα οποία ήταν της μόδας στο Ηνωμένο Βασίλειο και την Ευρώπη στα τέλη της δεκαετίας του ’60.
Αυτή η εισροή νεαρών μακρυμάλληδων από την δύση ξυπνούσε την περιέργεια στους ντόπιους, οι οποίοι ως επί το πλείστον τότε δεν ήταν συνηθισμένοι σε κάθε είδους τουρίστες. Αλλά ήταν γενικά φιλόξενοι και πολλοί βρήκαν καλοσυνάτους τρόπους για να αποκομίζουν επιπλέον έσοδα. Την εμπειρία αυτή διακωμωδεί το 1971 η Ινδική κινηματογραφική ταινία Hare Rama Hare Krishna, σε μια σκηνή της οποίας εμφανίζονται μερικοί χίπηδες να καπνίζουν χασίς με τα πιπάκια τους, ενώ ακούγεται το εξαιρετικά δημοφιλές την εποχή εκείνη, τραγούδι “Dum Maro Dum” της Asha Bosle.
Οι χίπηδες ξόδευαν περισσότερο χρόνο επικοινωνώντας με τον ντόπιο πληθυσμό από ότι οι παραδοσιακοί τουρίστες και δεν έδειχναν κανένα ενδιαφέρον για πολυτελή καταλύματα, ακόμα κι αν είχαν την οικονομική δυνατότητα (κάτι που λίγοι από αυτούς διέθεταν), ενώ μερικοί την έβρισκαν με την φύση. Φυσικά, ήταν ακόμα πραγματικοί τουρίστες, αν και διαφορετικού είδους, και πρωταρχικός τους στόχος ήταν ο ηδονισμός.
Ένα ινδικό hotspot που ονομαζόταν Crank’s Ridge προσέλκυσε ακόμα περισσότερες διασημότητες, έχοντας κερδίσει μια ενδιαφέρουσα φήμη ως «κέντρο θετικής ενέργειας». Όλοι, από τον Timothy Leary ως τον Cat Stevens το επισκέφθηκαν, ενώ ένας ντόπιος θυμάται ακόμα εκείνον τον ξένο «που τραγουδούσε πολύ μαζί με τον φίλο του και περιπλανιόταν στα πέριξ με την κιθάρα του». Ήταν ο Bob Dylan.
Δεν ήταν όμως όλοι οι ταξιδιώτες μακρυμάλληδες ούτε άκουγαν όλοι rock and roll. Ούτε είχαν διαβάσει όλοι την Ωδή του Allen Ginsburg που είχε δημοσιευτεί στο περιοδικό The Atlantic για το νόμιμο κάπνισμα της μαριχουάνας στην Ινδία. Ούτε έπαιρναν όλοι ναρκωτικά. Ωστόσο σε γενικές γραμμές – και λόγω του εύρους του Μονοπατιού – θα πρέπει να γενικεύσουμε και να εξηγήσουμε πως το έκαναν.
Υπήρχαν ναρκωτικά...
Κατά κάποιο τρόπο, η αναζήτηση ναρκωτικών δεν φαινόταν να αποτρέπει την εμπειρία, ενώ στην πραγματικότητα διευκόλυνε την αλληλεπίδραση μεταξύ των πολιτισμών. Πιο συγκεκριμένα:
Σε μία από τις λίγες απόπειρες μιας περιεκτικής καταγραφής της ιστορίας του Μονοπατιού των Χίπηδων από τους συγγραφείς Sharif Gemie και Brian Ireland, υπάρχει μια έκθεση της Daily Express από το 1967, σύμφωνα με την οποία το ένα τέταρτο εκείνων των προσκυνητών ήταν εθισμένο στα ναρκωτικά. Ο Observer, με τη σειρά του, το περιέγραψε ως «μια ετήσια πλημμύρα δεκάδων χιλιάδων νέων που αναζητούν αφγανικό όπιο και ηρωίνη».
Οι συγγραφείς χαρακτηρίζουν αυτές τις αναφορές «ευαίσθητες» και είναι φυσικό να καταλαβαίνουμε την επιθυμία των εφημερίδων να παρουσιάσουν τους χίπηδες σαν τους κακούς που έχουν βγει για να καταστρέψουν την αξιοπρεπή κοινωνία μας. Παρόλα αυτά, τα ναρκωτικά έπαιξαν κάποιο ρόλο στο Μονοπάτι και μπορούσες να τα βρεις εύκολα σε ορισμένες συγκεκριμένες τοποθεσίες. Όπως σημειώνουν ο Gemie και ο Ireland, ένας ταξιδιώτης θυμόταν ότι «υπήρχαν πολλοί… που είχαν για τελικό προορισμό το Αφγανιστάν λόγω της άφθονης και φθηνής μαριχουάνας».
Μερικοί τρομοκρατήθηκαν από τη στάση ορισμένων κυβερνήσεων σχετικά με την πορεία προς τα ναρκωτικά, συμπεριλαμβανομένου του Ιράν, το οποίο παρουσίαζε σε κοινή θέα κάποιες αποτυχημένες συσκευές λαθρεμπορίου στα σύνορά του με το Αφγανιστάν. Κι αν έχετε δει το Εξπρές του Μεσονυκτίου, θα είστε εξοικειωμένοι με την πολιτική της Τουρκίας περί μηδενικής ανοχής απέναντι στα ναρκωτικά.
«Κάποιοι προσελκύονταν από ναρκωτικά όπως το χασίς και το όπιο που υπήρχαν σε αφθονία. Ένας τρόπος για να περνούν λαθραία τα ναρκωτικά μέσα από το Ιράν και την Τουρκία ήταν να τα σφραγίζουν σε βαζάκια μαρμελάδας με το αστείο όνομα Μαρμελάδα Kandahar».
«Πολλοί ταξιδιώτες αισθάνονταν φόβο στο νέο και αλλόκοτο περιβάλλον τους», γράφουν οι Gemie και Ireland, και έτσι έμεναν προσκολλημένοι στο λεωφορείο, στην ομάδα τους ή στα καφέ και τα ξενοδοχεία όπου σύχναζαν λευκοί πελάτες. Το ακριβώς αντίθετο συνέβαινε με τους καπνιστές που επισκέπτονταν εκείνα τα μέρη συχνότερα, μάθαιναν μερικές βασικές φράσεις σε ξένες γλώσσες, συναναστρέφονταν ντόπιους και στη συνέχεια τους ακολουθούσαν μέσα σε σκοτεινά σοκάκια».
Έπρεπε να μάθεις λίγο από την γλώσσα, να πάρεις μερικά ρίσκα, και να πετύχεις κάποιους τοπικούς αξιοθαύμαστους στόχους που δεν ήταν για διαφήμιση. Για τους πιο τολμηρούς, αν ήσουν ρεαλιστής, όσο δηλαδή ήταν αυτό δυνατό, όλη αυτή η ιστορία ήταν κάτι σαν διαγωνισμός.
Στον δρόμο...
Το 1957, η Indiaman Bus Company έγινε η πρώτη επιχείρηση που πραγματοποίησε το ταξίδι από το Λονδίνο ως την Βομβάη και η επιτυχία ήταν τέτοια ώστε δημιουργήθηκαν αντίγραφά της όπως η εταιρεία Swagman Tours και το προαναφερθέν και γνωστότερο Magic Bus που μετέφεραν χίπηδες και όποιον άλλον ήθελε προς και από τα διάφορα σημεία της Μέσης Ανατολής και της ευρύτερης περιοχής.
«Το ταξίδι με το λεωφορείο, ήταν σχεδόν σαν να παρακολουθούσαμε τηλεόραση», έγραψε ο συγγραφέας John Worrall στο Μονοπάτι προς το Κατμαντού το 1972. Άλλοι τολμηροί εξερευνητές οδήγησαν τα αυτοκίνητά τους οι ίδιοι, ή πήραν τρένα, ενώ πολλοί ταξίδευαν κάνοντας ωτοστόπ. Ο απώτερος στόχος τους ήταν να είναι «ταξιδιώτες» και όχι «τουρίστες». Ήταν φυσικό να μην τους αρέσει το λεωφορείο, ενώ ακόμα κι αν οι ξεναγήσεις με αυτό συχνά λειτουργούσαν ως σημείο εκκίνησης για να αποκτήσει ο ταξιδιώτης αυτοπεποίθησή και να βγει έξω για να πραγματοποιήσει μόνος του το υπόλοιπο ταξίδι.
Rory MacLean...
Αλλά χωρίς λεωφορεία και, καθώς μέχρι τη δεκαετία του ’70, δεν υπήρχαν τουριστικοί οδηγοί, πώς θα μπορούσες να μάθεις από πού να ξεκινήσεις; Πώς μπορούσες να ξέρεις ποιους κινδύνους έπρεπε να αποφεύγεις; Με τόσους πολλούς ανθρώπους στο Μονοπάτι, οι ταξιδιώτες ενημερώνονταν από στόμα σε στόμα όταν συναντιόντουσαν σε κοινές στάσεις – καταλύματα, κάμπινγκ, καφετέριες και σύνορα. Έτσι δημιουργήθηκε μια κοινότητα και, σε ορισμένες περιπτώσεις, απειλούσε πλέον να καταστρέψει το ίδιο πράγμα που δήλωνε ότι ασπαζόταν.
Στην Ταγγέρη, οι επισκέψεις όλων εκείνων των beat συγγραφέων μπορεί να έφερναν χίπηδες στην πόλη αλλά μπορεί να της έκαναν και κακό. Ο φίλος του Paul Bowles, Mohammed Mrabet, παραπονιόταν για τη γοητεία που ασκούσαν τα γραπτά του Kerouac και του Burroughs στους ανθρώπους. Σε συνέντευξή του στην Washington Post τους κατηγόρησε ότι με τα συγγράμματά τους προσέλκυαν «τρελούς ανθρώπους» και «χρήστες ναρκωτικών».
Χίπικο κοινόβιο κάπου στην Καμπούλ, αρχές δεκαετίας Του '70
Ο ίδιος ο Burroughs περιγράφει στο Γυμνό Γεύμα μια σκηνή από την Ταγγέρη που φαίνεται να επιβεβαιώνει τον λόγο αυτής της περιφρόνησης από τον Mrabet:
«Μέσα από ανοιχτές πόρτες, τραπέζια και καμπίνες και μπαράκια, κουζίνες και λουτρά, γαμιούνται ζευγάρια πάνω σε σειρές από χάλκινα κρεβάτια, ζευγαράκια διασταυρώνονται χιλιάδες αιώρες, πρεζάκια προσπαθούν να “σουτάρουν”, καπνιστές οπίου, καπνιστές χασίς, άνθρωποι τρώνε καθώς κάνουν μπάνιο μέσα σε μια ομίχλη καπνού και ατμού».
Ως πρόγονοι του μεταβαλλόμενου χαρακτήρα μιας πόλης εξαιτίας του τουρισμού, οι χίπηδες μάλλον άφησαν ένα κακό προηγούμενο. Ακόμα κι έτσι όμως, υπάρχει κάτι που δεν μπορούμε παρά να θαυμάσουμε σχετικά με την ζωή τους στο Μονοπάτι. Στην μεγάλη τους προσπάθεια να πετύχουν κάτι, έγιναν μια κοινότητα εξερευνητών που εμπνέονταν ο ένας από τις ιστορίες του άλλου, προσπαθώντας να βιώσουν τις πιο αυθεντικές ταξιδιωτικές εμπειρίες, εκείνες που θα τους άλλαζαν την ζωή. Αυτό, βέβαια, είναι κάτι που όλοι μπορούμε να επιδιώξουμε ακόμα και σήμερα.
Εν κατακλείδι...
Το Αφγανιστάν περιγράφεται συνεχώς ως ένα από τα πιο χαλαρά σημεία του Μονοπατιού των Χίπηδων. Ήταν τόσο ελκυστικό που το 1973 οι συγγραφείς που καθιέρωσαν τον ταξιδιωτικό οδηγό Lonely Planet, έγραψαν ότι η Καμπούλ είχε χάσει τον χαρακτήρα της και κινδύνευε να γίνει μια «τουριστική παγίδα».
Όλα αυτά όμως θα τελείωναν με τη σοβιετική εισβολή του 1979 και το 1982 ο φίλος μου που έπαιρνε κάποτε το Magic Bus για να ταξιδέψει από την Αγγλία, βρέθηκε στην μέση αυτού του πολέμου για να γυρίσει δύο ντοκιμαντέρ σχετικά με την κατάσταση που επικρατούσε στη χώρα: το Warriors of God και το Victims of the Bear (το δεύτερο το βάζω εδώ για όποιον θέλει να το δει και θα βρει εύκολα και το άλλο…)
Επίσης, η αγωνία στην υπόλοιπη Μέση Ανατολή εντάθηκε περισσότερο στα τέλη της δεκαετίας του 1970. Η επανάσταση στο Ιράν σήμαινε ότι τα σύνορά της ήταν μονίμως κλειστά για τους δυτικούς ταξιδιώτες. Ένας συγγραφέας έθεσε καλύτερα τις πολιτιστικές αλλαγές, εξηγώντας ότι «οι ραδιοφωνικοί σταθμοί αντικατέστησαν τους Blue Oyster Cult με ομιλίες του Αγιατολάχ Χομεϊνί».
Αλλού, ένας εμφύλιος πόλεμος έπληξε τον Λίβανο. Το Κασμίρ γινόταν πιο επικίνδυνο. Το τοπίο άλλαζε. Το 2001, οι Ταλιμπάν ανατίναξαν τους Βούδες του Bamiyan.
Οι χίπηδες που ήταν τόσο πολύ εναντίον του, είδαν τον πόλεμο να καταστρέφει τελικά το Μονοπάτι τους.
Μιχάλης Πούγουνας
Ο Μιχάλης Πούγουνας γεννήθηκε το 1965 στην Αθήνα. Σπούδασε σκηνοθεσία κιν/φου, έχει κάνει δυο ντοκιμαντερ με τιτλο Όταν η Καλλιθέα Πήγαινε Cinema (υπάρχουν στο YouTube) και βραβεύτηκε για την ταινία μικρού μήκους “Vlad ο Δαιμων” στο Διεθνες Φεστιβαλ Ταινιών της Πάτρας. Ήταν ιδρυτικό μέλος και τραγουδιστής των Flowers of Romance απο το 1981 ως το 1998 και των Nexus απο το 1999 ως το 2005. Το 2000 δημιούργησε την ανεξάρτητη δισκογραφική εταιρία Cyberdelia ενω απο το 2011 μεχρι σήμερα παρουσιάζει την δύωρη ραδιοφωνική εκπομπή The Blackout Radio Show with Mike Pougounas που μεταδίδεται απο ενα Αμερικάνικο ραδιοφωνικό σταθμό στα FM, τρεις Αγγλικούς ιντερνετικούς, έναν Ελληνικό κι έναν Κυπριακό. Έχει κυκλοφορήσει το βιβλίο “Rock’n’Roll rules ok?” με κείμενα σχετικά με την αλληλεπίδραση του ροκ και της κοινωνίας, καθως και τα μυθιστορήματα «To Κλειδί της Εύας» και «Μαύρο Χιόνι». Απο το 2006 είναι ο τραγουδιστής των New Zero God. Έχει κυκλοφορήσει συνολικά 13 στούντιο άλμπουμ.
Μιχάλης Πούγουνας
Ο Μιχάλης Πούγουνας γεννήθηκε το 1965 στην Αθήνα. Σπούδασε σκηνοθεσία κιν/φου, έχει κάνει δυο ντοκιμαντερ με τιτλο Όταν η Καλλιθέα Πήγαινε Cinema (υπάρχουν στο YouTube) και βραβεύτηκε για την ταινία μικρού μήκους “Vlad ο Δαιμων” στο Διεθνες Φεστιβαλ Ταινιών της Πάτρας. Ήταν ιδρυτικό μέλος και τραγουδιστής των Flowers of Romance απο το 1981 ως το 1998 και των Nexus απο το 1999 ως το 2005. Το 2000 δημιούργησε την ανεξάρτητη δισκογραφική εταιρία Cyberdelia ενω απο το 2011 μεχρι σήμερα παρουσιάζει την δύωρη ραδιοφωνική εκπομπή The Blackout Radio Show with Mike Pougounas που μεταδίδεται απο ενα Αμερικάνικο ραδιοφωνικό σταθμό στα FM, τρεις Αγγλικούς ιντερνετικούς, έναν Ελληνικό κι έναν Κυπριακό. Έχει κυκλοφορήσει το βιβλίο “Rock’n’Roll rules ok?” με κείμενα σχετικά με την αλληλεπίδραση του ροκ και της κοινωνίας, καθως και τα μυθιστορήματα «To Κλειδί της Εύας» και «Μαύρο Χιόνι». Απο το 2006 είναι ο τραγουδιστής των New Zero God. Έχει κυκλοφορήσει συνολικά 13 στούντιο άλμπουμ.
Μιχάλης Πούγουνας
Ο Μιχάλης Πούγουνας γεννήθηκε το 1965 στην Αθήνα. Σπούδασε σκηνοθεσία κιν/φου, έχει κάνει δυο ντοκιμαντερ με τιτλο Όταν η Καλλιθέα Πήγαινε Cinema (υπάρχουν στο YouTube) και βραβεύτηκε για την ταινία μικρού μήκους “Vlad ο Δαιμων” στο Διεθνες Φεστιβαλ Ταινιών της Πάτρας. Ήταν ιδρυτικό μέλος και τραγουδιστής των Flowers of Romance απο το 1981 ως το 1998 και των Nexus απο το 1999 ως το 2005. Το 2000 δημιούργησε την ανεξάρτητη δισκογραφική εταιρία Cyberdelia ενω απο το 2011 μεχρι σήμερα παρουσιάζει την δύωρη ραδιοφωνική εκπομπή The Blackout Radio Show with Mike Pougounas που μεταδίδεται απο ενα Αμερικάνικο ραδιοφωνικό σταθμό στα FM, τρεις Αγγλικούς ιντερνετικούς, έναν Ελληνικό κι έναν Κυπριακό. Έχει κυκλοφορήσει το βιβλίο “Rock’n’Roll rules ok?” με κείμενα σχετικά με την αλληλεπίδραση του ροκ και της κοινωνίας, καθως και τα μυθιστορήματα «To Κλειδί της Εύας» και «Μαύρο Χιόνι». Απο το 2006 είναι ο τραγουδιστής των New Zero God. Έχει κυκλοφορήσει συνολικά 13 στούντιο άλμπουμ.