Η μικρή-μεγάλη ιστορία της αρχής του ελληνικού Θεάτρου Σκιών και των πρώτων αναρχικών της πράξης στο νεόκοπο Ελληνικό κράτος...

Γράφει ο Αντώνης Ζήβας

Ο γνωστός σε όλες/ους μας Καραγκιόζης, είναι κεντρικός χαρακτήρας του παραδοσιακού τουρκικού και ελληνικού Θεάτρου Σκιών, το οποίο σε πολλές περιπτώσεις αποκαλείται με το όνομα του πρωταγωνιστή του. Στα τούρκικα ονομάζεται Karagöz που σημαίνει μαυρομάτης. Διάφοροι λαϊκοί θρύλοι έχουν διαμορφωθεί σχετικά με την καταγωγή του Καραγκιόζη. Παραδοσιακά πιστεύεται ότι δημιουργός του ήταν ο Σεΐχ Κιουστερί που καταγόταν από τη Προύσα και πέθανε εκεί το 1366. 

Πάτρα, η πρώτη βιομηχανική πόλη της Ελλάδας

Στα μέσα του 19ου αιώνα, η Πάτρα εξελίσσεται σύμφωνα με τα δυτικά πρότυπα στην πρώτη βιομηχανική και εξαγωγική πόλη του νεοσύστατου τότε ελληνικού κράτους. Οι συνθήκες που διαμόρφωσαν και επαναπροσδιόρισαν το χώρο της πόλης ήταν η αναβάθμιση του λιμανιού της με τις εξαγωγές της μαύρης κορινθιακής σταφίδας, οι βιομηχανίες επεξεργασίας της και, ρυμοτομικά, η επικράτηση του νεοκλασικισμού ως κυρίαρχης αρχιτεκτονικής στην οικοδόμηση δημόσιων, εκκλησιαστικών και ιδιωτικών κτηρίων, δρόμων και πλατειών στο χώρο μεταξύ της παλαιάς πόλης και του λιμανιού.
Η Πάτρα είναι το πρώτο εξαγωγικό-εμπορικό λιμάνι και η πύλη της Ελλάδας από και προς την Ευρώπη. Μια διαρκώς μεταβαλλόμενη πόλη, ένα τοπίο αστικό, όπου συντελούνται ιστορικές, κοινωνικές και οικονομικές αλλαγές. Η Πάτρα στρέφεται προς τη θάλασσα και βιάζεται ν' απαλλαγεί από το οθωμανικό της παρελθόν και την εσωστρέφιά της. Ταυτόχρονα, γνωρίζει μεγάλη εμπορική και βιοτεχνική ανάπτυξη, ενώ εμφανίζονται οι πρώτες βιομηχανίες με κύριο άξονα ενασχόλησης την επεξεργασία και εξαγωγή της σταφίδας σε όλη την Ευρώπη (και μέσω της βρετανικής αυτοκρατορίας στης υπόλοιπες αποικίες της). Αυτό έχει ως αποτέλεσμα και την αλματώδη αύξηση του πληθυσμού της, με ποσοστά αύξησης της τάξης άνω του 52% μεταξύ των ετών 1853 και 1889 και άνω του 54% μεταξύ των ετών 1900 και 1920.


Άνθρωποι από την Ήπειρο, τη Ρούμελη, τα Επτάνησα, την ενδοχώρα της Αχαΐας και των άλλων νομών της Πελοποννήσου, στη συντριπτική τους πλειοψηφία φτωχοί πρώην αγρότες και κτηνοτρόφοι, μεταναστεύουν στη Πάτρα, γίνονται εργάτες, αχθοφόροι, βαρκάρηδες και τεχνίτες, διατηρώντας ωστόσο πολλές από τις συνήθειες, συμπεριφορές και αντιλήψεις που κουβαλούσαν από τους τόπους καταγωγής τους. Εκτός από αυτούς, στην πόλη μετοικούν άνθρωποι από τις επαρχίες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας όπως η Κωνσταντινούπολη, η Σμύρνη, η Κρήτη, καθώς και από τις κοινότητες της Διασποράς, το Λιβόρνο και την Τεργέστη.
Στα τέλη του 19ου αιώνα στην Πάτρα ζουν Έλληνες χριστιανοί ορθόδοξοι, αυτόχθονες και ετερόχθονες, Εβραίοι, αλλά και δραστήριοι Ιταλοί, Μαλτέζοι, Άγγλοι και Γερμανοί, (δηλαδή, καθολικοί και προτεστάντες). Οι νέοι αυτοί πληθυσμοί αποτελούν τον κύριο δημογραφικό τροφοδότη της πόλης. Αυτοί οι πληθυσμοί, με εξαίρεση τους εμπόρους, εγκαταστάθηκαν σε περιοχές εκτός σχεδίου στη βόρεια ή τη νότια πλευρά της πόλης. Στις αρχές του 1870 έχουν σχηματιστεί συνοικίες που διακρίνονται τόσο για την ομοιογένεια της οικονομικής δραστηριότητας των κατοίκων τους, όσο και από την κοινή γεωγραφική τους καταγωγή (Η συνοικία του Αγίου Γερασίμου, στη νότια πλευρά της πόλης κατοικείται από Κεφαλοννίτες. Το 1875, στους συλλόγους «Αγιος Γεράσιμος» και «Ανδρέας Μεταξάς» είναι γραμμένοι 4.000 Κεφαλοννίτες της Πάτρας).
Κατά μήκος της παραλίας υπάρχουν σταφιδαποθήκες και εργοστάσια συσκευασίας σταφίδας, από τη μια άκρη της πόλης ως την άλλη. Στις συνοικίες του Αγίου Ανδρέα, του Αγίου Γερασίμου και του Αγίου Διονυσίου συγκεντρώθηκε κυρίως η εργατική τάξη της εποχής.
Προς το τέλος του 19ου αιώνα, η συνοικία του Αγίου Διονυσίου (κατοικούμενη από Ιταλούς και Ζακυνθινούς) είχε έξι ατμοκίνητα εργοστάσια - κυρίως αλευρόμυλους - στα οποία απασχολούνται 500 εργάτες. Στη συνοικία του Αγίου Ανδρέα, στη νότια πλευρά της πόλης, λειτουργούσαν έξι ατμοκίνητα εργοστάσια που απασχολούσαν 765 εργάτες. Κυριαρχούν τα νηματουργεία και τα εργοστάσια κατασκευής σταφιδοκιβωτίων. Στη συνοικία του Αγίου Γερασίμου υπήρχαν πέντε ατμοκίνητα εργοστάσια κατασκευής κιβωτίων, τα οποία απασχολούσαν 790 εργάτες.
Όλος αυτός ο κόσμος ανήκε, όπως διαβάζουμε, στις χαμηλότερες βαθμίδες της κοινωνικής και μορφωτικής πυραμίδας, δηλαδή ένα τυπικό προλεταριάτο όπως αυτό αναπτύχθηκε και στις βόρειες ευρωπαϊκές πόλεις μέσω της βιομηχανικής επανάστασης. Αποτέλεσμα αυτών ήταν η ανάπτυξη ενός μεγάλου εργατικού κινήματος, στο οποίο οι νέες τότε αναρχικές και σοσιαλιστικές ιδέες βρήκαν «πρόσφορο έδαφος» για την ανάπτυξη τους. Σε αυτό καθοριστική είναι η συμβολή των Ελλήνων σοσιαλιστών, (διωκόμενοι κυρίως από την Ιταλία, πρώην στρατιώτες του Γκαριμπάλντι) που μεταφέρουντις αναρχικές και σοσιαλιστικές ιδέες στο νεότευκτο τότε ελληνικό κράτος. Οι Ιταλοί των Πατρών ασχολούνται κυρίως με την αλιεία (Ναπολιτάνοι ψαράδες) και γενικά με χειρονακτικές εργασίες, ενώ κατά την ακμή της σταφίδας έβρισκαν απασχόληση σε σταφιδαποθήκες. Η κατασκευή του νέου λιμανιού φαίνεται επίσης να υπήρξε ικανός λόγος για να προσελκύει Ιταλούς μετανάστες που έβρισκαν δουλειά ως εργάτες. Εκτός από Ιταλούς, στην Πάτρα είχαν εγκατασταθεί και Μαλτέζοι (από την παρουσία των τελευταίων προέρχεται και η φράση: “βρίζει σαν Μαλτέζος βαρκάρης”).
Η πόλη κυριολεκτικά βούιζε από κόσμο και ιδέες: “Εν Πάτραις ο σοσιαλισμός και ο αναρχισμός έχουν βαθέως ριζοβολήσει, ότι αριθμούσι παμπληθείς οπαδούς, 'οτι αι αρχαί της μεταφυτεύσεως αυτών εις το ημέτερον έδαφος ανάγονται εις εποχήν παλαιάν και ότι απειλείται υπό τούτων ο τόπος”, γράφει η πατρινή συντηρητική εφημερίδα Νεολόγος την 21η Νοεμβρίου 1896 (με αφορμή την ενέργεια του αναρχικού Δημήτρη Μάτσαλη, με την οποία ασχολούμαι παρακάτω).

 

Ο μαυρομάτης από τη Τουρκία

Ο γνωστός σε όλες/ους μας Καραγκιόζης, είναι ο κεντρικός χαρακτήρας του παραδοσιακού τουρκικού και ελληνικού Θεάτρου Σκιών, το οποίο σε πολλές περιπτώσεις αποκαλείται με το όνομα του πρωταγωνιστή του. Στα τούρκικα ονομάζεται Karagöz που σημαίνει μαυρομάτης. Διάφοροι λαϊκοί θρύλοι έχουν διαμορφωθεί σχετικά με την καταγωγή του Καραγκιόζη. Παραδοσιακά πιστεύεται ότι δημιουργός του ήταν ο Σεΐχ Κιουστερί που καταγόταν από τη Προύσα και πέθανε εκεί το 1366.
Σύμφωνα με το θρύλο, ο Χατζηαβάτης και ο Καραγκιόζης συμμετείχαν στην κατασκευή ενός τζαμιού για τον σουλτάνο Ορχάν, ο πρώτος ως επιστάτης και ο δεύτερος ως εργάτης. Οι διάλογοι των δύο ανδρών ήταν τόσο διασκεδαστικοί, ώστε οι υπόλοιποι εργάτες σταματούσαν την εργασία τους και τους παρακολουθούσαν. Όταν ο σουλτάνος πληροφορήθηκε την καθυστέρηση των εργασιών, διέταξε το θάνατο του Καραγκιόζη και του Χατζηαβάτη. Αργότερα όμως μετάνιωσε για την πράξη του και ο Σεΐχ Κιουστερί δημιούργησε τις φιγούρες των δύο ηρώων θέλοντας να παρηγορήσει τον σουλτάνο. Σήμερα στην Προύσα υπάρχει ένα μνημείο (τάφος) του Καραγκιόζη και του Χατζηαβάτη.


Η παλαιότερη μαρτυρία για παράσταση Καραγκιόζη στον ελλαδικό χώρο χρονολογείται το 1809 και τοποθετείται στην περιοχή των Ιωαννίνων. Αφορά μια παράσταση στην τουρκική γλώσσα, όπως περιγράφεται από τον ξένο περιηγητή Χόμπχαους, την οποία μάλιστα είχε παρακολουθήσει ο λόρδος Βύρων. Μια παράσταση Καραγκιόζη αναφέρεται από τον διπλωμάτη Πουκεβίλ στο έργο του Voyage dans la Grèce που εκδόθηκε το 1820.
Οι πρώτοι καραγκιοζοπαίχτες στα Ιωάννινα ήταν τσιγγάνοι και Εβραίοι. Το θεατρικό θέαμα διαδόθηκε και έκτοτε άρχισε να παρουσιάζεται στην ελληνική γλώσσα διατηρώντας τα ίδια τεχνικά χαρακτηριστικά, αλλά στην πορεία διαμόρφωσε ένα ξεχωριστό περιεχόμενο ώστε να ταιριάζει στην ελληνική παράδοση και πραγματικότητα. Για ένα μεγάλο διάστημα ο Καραγκιόζης αποτέλεσε τη μοναδική ψυχαγωγία των Ελλήνων. Ο κλασικός τύπος του φτωχού Έλληνα, τον οποίο αντιπροσωπεύει, του έδινε τη δυνατότητα να συνδέει και να εκφράζει τα πλατιά λαϊκά στρώματα. Ένας λαϊκός ήρωας που στο πρόσωπό του εκπροσωπείται ο φτωχός, εξαθλιωμένος αλλά και πονηρός Έλληνας μέσα στο περιβάλλον της Τουρκοκρατίας. Είναι καμπούρης και περιστοιχίζεται από την οικογένειά του, το φίλο του Χατζηαβάτη (Χατζατζάρη) και άλλους χαρακτήρες. Ζει σε παράγκα, είναι ξυπόλητος και μένει απέναντι από το σεράι (το παλάτι) του Βεζίρη, δηλώνοντας με αυτόν τον τρόπο τη ταξική αντίθεση ανάμεσα στους φτωχούς βιοπαλαιστές και τους πλούσιους και τους κατέχοντες την εξουσία.

 

Μίμης Σαρδούνης (Μίμαρος): Ο φιλοαναρχικός θεμελιωτής του ελληνικού Καραγκιόζη (και μεγαλύτερος καραγκιοζοπαίχτης όλων των εποχών)

Ο Δημήτρης Σαρδούνης μπορεί να μη θυμίζει κάτι σαν όνομα σήμερα, αλλά υπήρξε ο θεμελιωτής και αναμορφωτής του θεάτρου σκιών στον ελλαδικό χώρο. Γεννήθηκε το 1865 στην Πάτρα και υπήρξε νόθος γιος της Μαρίας Γρίππα, η οποία προερχόταν από ‘‘καλή’’ οικογένεια. Έζησε μέχρι το 1876 στο Μεσολόγγι αλλά όταν πέθανε ο πατριός του επέστρεψε με τη μητέρα του στην Πάτρα. Τελειώνει το σχολαρχείο και σπουδάζει βυζαντινή μουσική και από το 1882 έως το 1888, σε νεαρή ηλικία, είναι ψάλτης στο ναό της Ευαγγελίστριας και καθηγητής της βυζαντινής μουσικής. Το 1890 εγκαταλείπει τα «κεκτημένα» κι αποφασίζει να αφοσιωθεί στην τέχνη του θεάτρου σκιών, γυρνώντας πόλεις και χωριά στην δυτική Πελοπόννησο και στην Αθήνα, δίνοντας παραστάσεις και αποκτώντας μεγάλη φήμη χάρη στο ταλέντο του. Ο Καραγκιόζης του, ακριβώς λόγω αυτού που απεικονίζει, δεν είναι και πολύ αρεστός στην άρχουσα τάξη. Ο Σαρδούνης, μέσα από τον χαρακτήρα του χάρτινου ήρωα, αλληλοσυγκρούεται με την εκκλησία, την κοινωνία (η ονομαζόμενη ‘‘καλή’’), ακόμα και με την ίδια την οικογένειά του. Οι φτωχοί λαϊκοί άνθρωποι όμως τον προσεγγίζουν αυθόρμητα,, του συμπαραστέκονται και τον ενθαρρύνουν στο εγχείρημά του. Ο Σαρδούνης θα γίνει ο κορυφαίος καραγκιοζοπαίχτης όλων των εποχών, χρησιμοποιώντας το «καλλιτεχνικό» ψευδώνυμο Μίμαρος.


Ο Μίμαρος θεωρείται ο ιδρυτής του ελληνικού Καραγκιόζη επειδή τελειοποίησε την τεχνική του παιξίματος και πλούτισε το ρεπερτόριο με νέα θέματα από την ελληνική ιστορία. Η ίδια η φιγούρα του Καραγκιόζη, όπως τη γνωρίζουμε, του ανήκει. Μακραίνει το ένα από τα χέρια του Καραγκιόζη και του προσθέτει μια καμπούρα. Κατασκευάζει τις φιγούρες του από χαρτόνι και τις χρωματίζει, σχεδιάζει και καθιερώνει την γνωστή σε όλους μας σκηνογραφία, με την καλύβα του Καραγκιόζη και το σεράι του Βεζίρη, ένα σύμβολο της φτώχειας από την μια και του πλούτου από την άλλη. Διανθίζει τα έργα του με μια σπάνια μουσική διάλεκτο. Μεγαλώνει την σκηνή από δυο σε τέσσερα μέτρα και πολλές φορές τη διανθίζει με επιπλέον σκηνικά εμπνευσμένα από την φύση, ενώ τη φωτίζει με λάμπες ασετιλίνης σε όλο το μήκος ώστε να αναδεικνύονται ακόμη καλύτερα οι λεπτομέρειες των φιγούρων καθώς και το χρώμα τους. Επίσης, δημιουργεί τους χαρακτήρες του ‘‘σιόρ Διονύσιου’’, του ‘‘Μπάρμπα Γιώργου’’, του ‘’ Μορφονιού’’ και όλων των άλλων γνωστών ηρώων, διαφοροποιώντας ωστόσο τον Δερβέναγα που θύμιζε αρχικά έντονα τον Αλή Πασά των Ιωαννίνων, στον πιο σκληρό και εντελώς ηλίθιο “Βελή Γκέκα”, το τυφλό όργανο της εξουσίας του Βεζίρη, κοινώς τον μπάτσο του.
Ο Μίμαρος θεωρείται ο καλλιτέχνης που εξέλιξε την θεματολογία του θεάτρου σκιών όπως τη γνωρίζουμε μέχρι σήμερα. Στα τέλη του 19ου αιώνα, ο Καραγκιόζης του Μίμαρου και οι ήρωες του ήταν το πρώτο λαϊκό θέαμα και γρήγορα έγινε πολύ δημοφιλές ανάμεσα σε όλο τον φτωχό λαό, τόσο των πόλεων όσο και της υπαίθρου καθώς στις παραστάσεις του εξιστορούσε μύθους και ιστορικές αναφορές από την αρχαία Ελλάδα, αλλά και δημοφιλή πατριωτικά θέματα από την εποχή της Επανάστασης του 1821, όσο και από τη τότε σύγχρονη κοινωνική ζωή. Όλα αυτά ανταποκρίνονταν στο λαϊκό αίσθημα της εποχής.
Ο Μίμαρος δημιούργησε την δική του «σχολή» και 27 μαθητές του αναδείχτηκαν σε μεγάλους καραγκιοζοπαίχτες όπως οι Βασίλης Αγαπητός, Δημήτρης Μπέκος, Θεόδωρος Θεοδωρέλλος ή Μπουτσαντρέας, Θανάσης Δεδούσαρος, Ανδρέας Βουτσινάς, Βασίλης ή Βασίλαρος, Διονύσιος Πάτρας, Κώστας Καράμπαλης κ.ά., οι οποίοι με τη σειρά τους έβγαλαν νέους καραγκιοζοπαίχτες, όπως για παράδειγμα τον μεγάλο Σωτήρη Σπαθάρη, τον  πατέρα του Ευγένιου, ο οποίος είχε μαθητεύσει κοντά στον Θεοδωρέλλο.
Ο Μίμαρος ήταν ο πρώτος επαγγελματίας του είδους. Πέθανε πάμφτωχος το 1917 σε ηλικία μόλις 37 χρόνων από πνευμονία και τα τελευταία χρόνια της ζωής του είχε εθιστεί στο αλκοόλ. Η ζωή του, η συμβολή του, αλλά και οι φιλοαναρχικές και ριζοσπαστικές πεποιθήσεις του, περιβάλλονται από το μύθο εξαιτίας των λιγοστών στοιχείων που διασώζονται.

 

Αναρχία στον Καραγκιόζη

Τη τελευταία δεκαετία του 19ου αιώνα είχαν ενταθεί οι διώξεις της αστυνομίας της Πάτρας εναντία σε κάθε φιλελεύθερη φωνή στο χώρο των νέων κοινωνικών αναρχικών και σοσιαλιστικών κινημάτων, τα οποία ο Μίμαρος συμπαθούσε ανοιχτά. Ο «Δημοκρατικός Σύλλογος Πάτρας», η πρώτη οργανωμένη αναρχική συλλογικότητα στην Ελλάδα, σχεδόν διαλύεται, αρκετά μέλη του φυλακίζονται, ενώ όσα γλυτώνουν, σύμφωνα με τα ελάχιστα ιστορικά στοιχεία και αφηγήσεις, συμμετέχουν στην ίδρυση του «Παναχαϊκού Γυμναστικού Συλλόγου» το 1891, δηλαδή της σημερινής Παναχαϊκής. Ο λόγος που οι αναρχικοί εμπλέκονται με τον σύλλογο δεν είναι άλλος παρά η συγκάλυψη απέναντι στο κράτος καθώς και η καταστολή από την τοπική αστυνομία, για  να μπορούν να συνεχίζουν την πολιτική τους δράση και την πολιτική επιμόρφωση των εργατών και των άλλων πολιτών της πόλης, μιας και η Παναχαϊκή εκτός από αθλητικό σωματείο είχε βιβλιοθήκη, σχολή φιλαρμονικής μουσικής και έκανε μαθήματα επιμόρφωσης σε φτωχούς νέους. Η πρώτη Ελληνική Αναρχική αναρχική εφημερίδα Επί τα Πρόσω διώκεται και οι συντάκτες της παίρνουν επίσης το δρόμο για τη φυλακή.  
Το θέατρο σκιών εκείνη την εποχή αντιμετώπιζε πολεμική κριτική από την κρατική εξουσία εξαιτίας της ανατολίτικης προέλευσής του. Ήταν η εποχή που η Ελλάδα έπρεπε να εξευρωπαϊστεί, με αποτέλεσμα την καταπολέμηση αρκετών ειδών τέχνης που προέρχονταν από την ανατολή,όπως ο αμανές, οι ανατολίτικοι γυναικείοι “αισθησιακοί” χοροί, οι τεκέδες και, λίγο αργότερα, το ρεμπέτικο.
Το 1892, ο αστυνομικός διευθυντής Πατρών Στυμφαλιάδης ακολουθεί το παράδειγμα του Μπαϊρακτάρη, του Αθηναίου ομόλόγου του. Στις επίσημες διακηρύξεις του τόνιζε ότι στην Πάτρα δεν έχουν θέση οι μάγκες, οι χασικλήδες, οι κακοποιοί, οι αμανετζήδες και οι καραγκιοζοπαίχτες. Στην ουσία όμως ο κύριος στόχος του ήταν οι μαχητικοί εργάτες, τα μέλη των κοινωνικών οργανώσεων και των εργατικών σωματίων, και όσοι συμπαθούσαν τις νέες ιδέες του αναρχισμού. Σε κάθε ευκαιρία τους κατηγορούσε για απείθεια και διασάλευση της τάξης, για υποκίνηση σε στάση, απαγόρευε τις συγκεντρώσεις τους, ακόμη και τις συζητήσεις τους, σαν προπαγάνδα αλλά και σαν προσηλυτισμό σε μια μη αναγνωρισμένη θρησκευτική αίρεση(!) Ακόμη κι όταν o Καραγκιόζης του Μίμαρου άρχισε να κερδίζει συμπάθειες ανάμεσα στους εμπόρους και στους αστούς της πόλης, o Στυμφαλιάδης παρέμεινε εχθρικός απέναντί του, γνωρίζοντας ότι ο Μίμαρος συμπαθούσε τις αναρχικές ιδέες και έκανε παρέα με αναρχικούς.
Μια μέρα ο Στυμφαλιάδης καλεί τον Μίμαρο στο γραφείο του και του ζητά με πλάγιο τρόπο να γίνει «συνεργάτης» του επειδή η εργατική τάξη της εποχής κατακλύζει τις παραστάσεις του και ο Μίμαρος είναι πολύ αγαπητός σε αυτή. Χαρακτηριστικός είναι ο μεταξύ τους διάλογος:
Σ.: «Καλώς το παλικάρι με τις καδένες του».
Μ: «Με καλέσατε και ήρθα, κύριε διοικητά».
Σ: «Σαρδούνη, γνωρίζεις ότι o Καραγκιόζης σου συγκεντρώνει υπόκοσμο. Ανάμεσα, λοιπόν, στους θεατές σου κρύβονται πολλοί ύποπτοι. Εσύ τους ξέρεις ή τους μαθαίνεις. Θα θέλαμε να μας ενημερώνεις πότε πότε».
Ο Σαρδούνης αρνήθηκε να γίνει χαφιές του, αλλά ύστερα από λίγες μέρες ο Στυμφαλιάδης τον κάλεσε ξανά, αυτήν τη φορά θέλοντας να τον τρομοκρατήσει:
Σ: «Σαρδούνη, o Καραγκιόζης σου γίνεται άντρο των δολιοφθορέων της κοινωνίας».
Μ: «Ποιοι είναι αυτοί, κύριε διοικητά;»
Σ: «Αναρχικοί και τερορίστες, δεν τους γνωρίζεις;»
Μ: «Δεν γνωρίζω, κύριε διοικητά».
Σ: «Κάνεις τον παλικαρά, αλλά έχω τη δύναμη να σε συντρίψω. Πρόσεχε, Σαρδούνη, θα φας το κεφάλι σου».
Από το 1893 οι έλεγχοι της αστυνομίας είχαν πυκνώσει, έφτανε μια λέξη-κλειδί για να σε σύρουν σε ανακρίσεις. Ο Καραγκιόζης του Σαρδούνη απέφευγε να λέει ύποπτες κουβέντες, είχε γίνει πολύ προσεχτικός. Οι λέξεις «αργία Κυριακής» (η αργία της Κυριακής δεν είχε ακόμη καθιερωθεί - καθιερώθηκε το 1910 - και αποτελούσε πρώτο αίτημα των εργατικών κινητοποιήσεων), «απεργία» , «δικαιώματα», «κοινωνισμός», «σοσιαλισμός» και «αναρχικές ιδέες» ήταν απαγορευμένες.

 

Δημήτριος Μάτσαλης: Ο ατομιστής αναρχικός και τερορίστας, φίλος του Μίμαρου.

Ο τσαγκάρης Δημήτρης Μάτσαλης ήταν επιστήθιος φίλος του Μίμαρου. Άνηκε στον αναρχικό «χώρο» της εποχής και μάλιστα στη πιο ριζοσπαστική τάση του που ήταν υπέρ της ένοπλης μαχητικής δράσης (τερορίστες). Στις αρχές Ιουνίου του 1894, ο Μίμαρος άρχισε τις καλοκαιρινές παραστάσεις του στα Ψηλαλώνια, στο καφενείο του Γιακά. Από τις πρώτες παραστάσεις φαινόταν ότι εκείνο το καλοκαίρι θα είχε μεγάλη επιτυχία. Σε μια από τις πρώτες παραστάσεις ήρθε o φίλος του ο Μάτσαλης. Ο Μάτσαλης δεν ερχόταν συχνά στις παραστάσεις του επειδή διαφωνούσε πολιτικά με τα έργα του. Ήταν η εποχή που, μαζί με τη φτώχεια (συνέπεια της σταφιδικής κρίσης), είχε αρχίσει να φουντώνει και o πατριωτισμός, και ο Μάτσαλης εξοργιζόταν με τα έργα πατριωτικού περιεχομένου. Ήθελε έναν Καραγκιόζη επαναστάτη, με συνείδηση της ταξικής του θέσης.
Χαρακτηριστικός είναι ο διάλογος μεταξύ Μάτσαλη και Σαρδούνη:
Μ: «Τι πατριωτικές αρλούμπες λέει ο Καραγκιόζης, ρε Μίμη !»
Σ: «Μα τι θέλεις να κάνει;»
Μ: «Να δείξει το δρόμο της επανάστασης.»
Σ: «Μα δεν γίνεται, o Καραγκιόζης είναι ένας καταφερτζής που προσπαθεί να επιβιώνει. »
Μ: «Γράψε ένα έργο να γίνεται.»
Σ: «Τι να γίνεται; »
Μ: «Να εξεγείρεται κατά της αδικίας, να χτυπά την πλουτοκρατία στην καρδιά.»

Μετά από λίγες μέρες ο Μάτσαλης ξαναπήγε στη παράσταση χάριν της φιλίας του με τον Σαρδούνη. Ο Μίμαρος χάρηκε που τον είδε στην παράσταση και θέλησε να τον ευχαριστήσει. 'Eτσι, στην εισαγωγή της παράστασης αποφάσισε να παίξει για αυτόν μια νέα σκηνή, χωρίς να σκεφτεί τις συνέπειες:

XATZHABATHΣ: Καραγκιόζη μου, σου έχω βρει μια καλή δουλειά.
KAΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Τι δουλειά ρε Χατζατζάρη;
ΧATZHABATHΣ: Μάγειρας στο σεράι.
KAPAΓKIOZHΣ: A μπα, σήμερα δεν δουλεύω.
XATZHABATHΣ: Γιατί, ματάκια μου;
KAPAΓKIOZHΣ: Είναι Κυριακή, ρε Xατζατζάρη. (Ξαπλώνει κάτω.) Κυριακή... αργία.
XATZHABATHΣ: Τι λες, Καραγκιόζη μoυ; Δεν ισχύει αυτό.
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Πώς δεν ισχύει; Το λένε οι Δέκα Εντολές, ρε, τη δε ημέρα τη εβδόμη, αργία...
XATZHABATHΣ: Τι είναι αυτά που λες, ματάκια μου; Πήγαινε στη δουλειά σου, η δουλειά δεν έχει αργίες.
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: E, τότε κάνω απεργία, ρε Xατζατζάρη. Α-περ-γί-αααα!

H σκηνή άρεσε και οι θεατές ενθουσιασμένοι φώναζαν όρθιοι και χειροκροτούσαν. O Σαρδούνης ξεχώρισε τη φωνή του Mάτσαλη να επαινεί τον Καραγκιόζη: «Μπράβο αδελφέ Καραγκιόζη, πες τα!»

'Όταν τέλειωσε η παράσταση, δυο αστυφύλακες συνέλαβαν τον Μίμαρο και, χωρίς να του επιτρέψουν καν να μαζέψει τα εργαλεία του, τον οδήγησαν αμέσως στη διεύθυνση της ασφάλειας. Εκεί τον περίμενε o ίδιος o Στυμφαλιάδης:
Σ: «Τι παλικαριές είναι αυτές ρε Σαρδούνη, για αργίες και απεργίες; »
Μ: «Μια κουβέντα του Καραγκιόζη ήταν, κύριε διοικητά»
Σ: «Παλικαράς, λοιπόν, ο Καραγκιόζης... Μόνος του το αποφάσισε ή εσύ τον έκανες παλικαρά; 

Ο Μίμαρος πήγε να δικαιολογηθεί, αλλά o διοικητής δεν σήκωνε κουβέντα:

Σ: «Άκουσε, Σαρδούνη, αν άλλαξες τον Καραγκιόζη για να μας ρίξεις στάχτη στα μάτια και τώρα μαζεύεις τους δολιοφθορείς της κοινωνίας, αναρχικούς και τερορίστες, εγώ θα σε πατήσω κάτω. Στο 'πα ότι θα φας το κεφάλι σου, Θα βλαστημήσεις την ώρα και τη στιγμή που δεν τον άφησες Ανατολίτη και χαμαμτζή».

Τον κατηγόρησε για απείθεια κατά της αρχής, υποκίνηση σε στάση και προσηλυτισμό στον αναρχισμό και τον οδήγησε στα κρατητήρια και μετά στις φυλακές του κάστρου μέχρι να σχηματιστεί η δικογραφία. Καταδικάστηκε σε κάποιους μήνες φυλακή ως υποκινητής σε στάση εναντίον του κράτους. O Σαρδούνης καταλάβαινε ότι η συμπεριφορά του Στυμφαλιάδη ήταν αποτέλεσμα της πολιτικής κατάστασης, αλλά ταυτόχρονα και προσωπική εκδίκηση του Στυμφαλιάδη απέναντί του επειδή είχε αρνηθεί να συνεργαστεί μαζί του.

 

Μια περίπτωση ατομικού τερορισμού στη Πάτρα του ύστερου 19ου αιώνα

“Είμαι αναρχικός, αναρχικώτατος! Εκτύπησα το κεφάλαιον, όχι τα άτομα!”
(Δημήτρης Μάτσαλης 1896)

Στην ιδιόμορφη ελληνική κοινωνία στα τέλη του 19ου αιώνα, οι “κοινωνιστικές” ιδέες αντιμετωπίστηκαν εξαρχής με επιφυλακτικότητα και καχυποψία, κάποιες φορές με απορία και κατάπληξη, συνήθως όμως με εχθρότητα (όπως και στις μέρες μας, εξάλλου).
Οι πιο υποψιασμένοι συντηρητικοί προειδοποιούσαν για τις φοβερές συνέπειες της διάδοσης των νέων ιδεών: “Εγκολπούμενος ο χειρωνάξ ξένας θεωρίες τας οποίας ουδ'οί κυρήττοντες αυτάς εννούσι, καταντά επί τέλους ν'αποστραφή την εργασίαν και επιδίδεται ενθέρμως εις πολιτικάς συζητήσεις. Προσέχετε λοιπόν οι αγαθοί χειρωνάκτες. Μη δίδετε ακρόασιν ει; τους επιβούλους και προδοτικούς αυτών κρωγμούς και τότε θα παύσωσι και ταραχαί και στάσεις και ανταρσία” (Νικόλαος Δραγούμης – Εγκόλπιον του Εργατικού λαού, ή συμβουλαί προς τους χειρονάκτες. Εταιρία των Φίλων του Λαού, Αθήνα, 1869), ενώ οι λίγοι συμπαθούντες εθελοτυφλούσαν μπροστά στο αναπόφευκτο της ταξικής βίας, ονειρευόμενοι απρόσκοπτες μεταρρυθμίσεις και την υπόκλιση της κυρίαρχης τάξης και του κράτους στην αυταπόδεικτη λυσιτέλεια των σοσιαλιστικών θεωριών.


Οι ταραγμένες δεκαετίες που ακολούθησαν, με τις μεγάλες εργατικές απεργίες και συγκρούσεις, την ανελέητη και δολοφονική καταστολή και τα ταξικά μίση, φώτισαν την υφέρπουσα αλήθεια: οι ταξικές αντιθέσεις με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, για καλό ή για κακό, εμπεριέχουν τη βία. Ένα πρώτο δείγμα της βίας αυτής γεύτηκε η ελληνική κοινωνία και η άρχουσα τάξη με την απεργία των μεταλλωρύχων του Λαυρίου και τις συγκρούσεις που ξέσπασαν κατά τη διάρκειά της (Λαυρεωτικά). Λίγο πριν όμως είχε έρθει αντιμέτωπη με μια ιδιόμορφη και ίσως πιο τρομακτική εκδήλωσή της: τη δολοφονική ενέργεια του Δημήτρη Μάτσαλη εναντίον του Διονυσίου Φραγκόπουλου και του Ανδρέα Κόλλα, δύο πλούσιων Πατρινών.
Σε μία στιγμή οι διηγήσεις μακρινών γεγονότων των εφημερίδων για τους αναρχικούς τερορίστες στην Ευρώπη και τη Ρωσία, έγιναν “τραγικές επιτόπου ανταποκρίσεις”, ένα απειλητικό “ενταύθα”. Καθώς ο δράστης δήλωνε αναρχικός, κάποιες φωνές δειλά και σιγανά τον επευφημούσαν.
Η ενέργεια του Μάτσαλη ήταν μια τυπική ατομιστική αναρχική ενέργεια “έμπρακτης προπαγάνδας”. Η χρονική περίοδο της ενέργειας συσχετίζεται άμεσα με το κύμα ενεργειών επαναστατικής βίας και τερορισμού στην υπόλοιπη Ευρώπη, ενώ τα χαρακτηριστικά της εντάσσονται στη τυποποιημένη φόρμα της αναρχικής ατομικής βίας του τέλους του 19ου αιώνα: “Κυρά Δυναμίτιδα, γοργά χόρευε, χόρεψε τραγούδα. Κυρά Δυναμίτιδα, γοργά χόρεψε, τραγούδα. Δυναμίτιδα, Δυναμίτιδα.” (στίχοι από τραγούδι που τραγουδούσαν στις ταβέρνες του Παρισιού και της Γαλλίας οι παρέες αναρχικών. Βλ. Αντρέ Νατάφ, Η Καθημερινή ζωή των Αναρχικών στη Γαλλία 1880-1910, εκδ. Παπαδήμας, 1994).
Οι ευρωπαϊκές ανώτερες τάξεις στις βαρετές συγκεντρώσεις τους διάνθιζαν τις φλυαρίες τους με τρομερές φήμες για αναρχικές συνωμοσίες, αφηγούμενες πικάντικες ιστορίες με ημίτρελους βομβιστές. Οι δημοσιογραφικές πένες και οι σκιτσογράφοι των εφημερίδων μελάνωναν αυτές τις φήμες, σκιτσάροντας την καρικατούρα του γενειοφόρου αναρχικού με το φαρδύ καπέλο κατεβασμένο ως τα μάτια, τη μαύρη ρεπούμπλικα, το σαρδόνιο χαμόγελο και τη βόμβα στα χέρια. Αυτή η λαϊκή εικόνα δεν ήταν τίποτε περισσότερο από μια μακάβρια καρικατούρα που την πριμοδοτούσαν οι πολιτικοί, οι πλούσιοι, η αστυνομία και, φυσικά, οι εφημερίδες της εποχής.
Ενώ στη Ρωσία μηδενιστές νεαροί τερορίστες της Λαϊκής Θέλησης (Narodnaya Volya) και σοσιαλεπαναστάτες πολεμούσαν με τις δολοφονίες και τις βομβιστικές ενέργειες το πιο αυταρχικό καθεστώς της Ευρώπης, οι αναρχικοί της Δύσης έπρατταν το αδιανόητο: επιτίθονταν - κάποιες φορές, μάλιστα, με απάνθρωπο τρόπο - στα πρόσωπα και τους θεσμούς των αστικών κοινοβουλευτικών δημοκρατιών, των βασιλικών οίκων, των τραπεζιτών και των πλουσίων. Ο 19ος αιώνας είναι γεμάτος με δολοφονίες και βομβιστικές επιθέσεις στη Ρωσία και τη Δύση. Στη διάρκεια του 1890 κορυφώνεται στη Γαλλία η μέθοδος της έμπρακτης προπαγάνδας. Μόνο το 1892 υπολογίζεται ότι έγιναν περισσότερες από χίλιες δυναμιτιστικές ενέργειες στην Ευρώπη και πεντακόσιες περίπου στην Αμερική.
Αυτό που έμεινε από όλες αυτές τις ενέργειες ιστορικά, είναι η θαρραλέα και με αυταπάρνηση ιδιοσυγκρασία των αναρχικών, η πίστη στην ιδέα και στην αποκαλυπτική ιδιότητα της βίας, η επαναστατική ανυπομονησία και ο εκβιασμός της εξέγερσης. Μια πλήρης παλέτα τυπικών αναρχικών συμπεριφορών.
Το μαχαίρι που χρησιμοποίησε ο Μάτσαλης σίγουρα δεν ακούστηκε σαν τον δυναμίτη που υμνούσαν οι σύντροφοί του στην Ευρώπη, η πράξη του όμως έκανε τον ίδιο θόρυβο και ταρακούνησε την ελληνική κοινωνία της εποχής.

 

Η ενέργεια του Δημήτρη Μάτσαλη

“ Μαχαίρι, Τουφέκι, Κουμπούρι,
Δυναμίτη, Σπαθί, Μπαρούτι.
Τ'αφεντικά θα δοκιμάσουν
Κι ευθύς τα βάσανα θα πάψουν”.
(Ηρακλής Αναστασίου, στίχοι στην εφημερίδα Σοσιαλιστής, 15 Ιουλίου 1893)

Μεσημέρι Κυριακής, 3 Νοεμβρίου 1896. Ο Δημήτρης Μάτσαλης διασχίζει τη πλατεία Γεωργίου Α' προς την οδό Ανεξαρτησίας (σημερινή Γεροκωστοπούλου) στο κέντρο της Πάτρας. Μπροστά στην Παλαιά Λέσχη, στο επάνω μέρος της πλατείας, συναντά τον Διονύσιο Φραγκόπουλο, έναν από τους πλουσιότερους Πατρινούς εμπόρους σταφίδας και υφασμάτων και πρόεδρο του Εμπορικού Συλλόγου, και τον Ανδρέα Κόλλα, επίσης μεγαλέμπορο σταφίδας και τραπεζίτη. Και οι δυο τους, εκτός των άλλων επιχειρηματικών τους δουλειών, είχαν αναπτύξει ευρεία δανειοδοτική δραστηριότητα με δυσβάστακτους όρους στην ύπαιθρο και στους σταφιδοπαραγωγούς, ενώ κατά την ύφεση του 1893 και παρά τις καθημερινές πτωχεύσεις στη πατρινή αγορά, μόνο τα συναλλάγματα των δικών τους οίκων ήταν αξιόπιστα και διαπραγματεύσιμα. Οι δύο άνδρες συζητούν αμέριμνοι έξω από τη Λέσχη. Ο Μάτσαλης τους βλέπει, τους αναγνωρίζει και αφού τους πλησιάζει τραβάει το μαχαίρι του και τους επιτίθεται. Καρφώνει τον Φραγκόπουλο στο μέρος της καρδιάς τραυματίζοντάς τον θανάσιμα και τον Κόλλα στο αριστερό μέρος του λαιμού. Ο Φραγκόπουλος πεθαίνει σχεδόν ακαριαία και ο έντρομος Κόλλας οπισθοχωρεί και βρίσκει καταφύγιο στο κοντινό πιλοποείο του Γκίκα. Ο Μάτσαλης τον καταδιώκει, αλλά έχει ήδη συγκεντρωθεί κόσμος. Ο φαρμακοποιός Μανιάτης μπαίνει μπροστά του προσπαθώντας να τον σταματήσει, ενώ καταφθάνει ο πρώτος αστυνομικός, ο οποίος προσπαθεί να σταματήσει τον δράστη. Ο Μάτσαλης βγάζει ένα περίστροφο και απειλεί να σκοτώσει όποιον τον πλησιάσει, δηλώνοντας τη πρόθεση του να παραδοθεί οικειοθελώς. Οι αστυνομικοί που είχαν ήδη φτάσει και πλήθος κόσμου με τον Μάτσαλη στη μέση να κρατά στο ένα χέρι το μαχαίρι και στο άλλο το περίστροφο, κατευθύνονται μερικούς δρόμους πιο πάνω προς τη Μοιραρχία, όπου ο Μάτσαλης αφήνει τα όπλα του στην πόρτα και παραδίνεται. Τις επόμενες ώρες έρχεται ο εισαγγελέας Οικονόμου και του παίρνει κατάθεση, κατά τη διάρκεια της οποίας ο Μάτσαλης παραμένει ατάραχος και ψύχραιμος, ενώ ο εισαγγελέας δίνει διαταγή να τον εξετάσουν οι γιατροί Βαχατώρης και Μανούσος προκειμένου να διαπιστωθεί αν έχει σώας τα φρένας του. Διανυκτερεύει ήσυχα στο κρατητήριο και την επομένη, αφού έχει εκδοθεί ένταλμα σε βάρος του, οδηγείται στις φυλακές του Κάστρου.


Ορισμένα ρεπορτάζ του τοπικού τύπου αναφέρουν ότι έγινε δεκτός από τους υπόλοιπους κρατούμενους με αλαλαγμούς και επευφημίες, οι οποίοι τον περικύκλωσαν και τον ρωτούσαν λεπτομέρειες για τη πράξη του. Ο Μάτσαλης τους μίλησε για πολλές ώρες διηγούμενος τους Άθλιους του Ουγκώ προκαλώντας μεγάλη εντύπωση. Κάποιοι μάλιστα υποστήριξαν ότι κατάφερε να τους προσηλυτίσει στις ιδέες του. Ο επόπτης ανθυπολοχαγός Θεοχάρης, θορυβημένος από αυτή την υποδοχή και την αποδοχή του Μάτσαλη από τους κρατούμενους, διατάσσει να κλείσουν τον κρατούμενο στον απομόνωση. Ο Μάτσαλης κλείνεται στο κελί 3, όπου σύμφωνα με τις διηγήσεις των φυλάκων, άρχισε να βαδίζει ανυπόμονα πάνω κάτω, αλλά μόλις ο φρουρός απομακρύνθηκε από την πόρτα, ακούστηκε ένας κρότος. Ο Μάτσαλης είχε αυτοκτονήσει χρησιμοποιώντας ένα μικρό μασούρι δυναμίτη, το οποίο έβαλε στο στόμα του πυροδοτώντας τη θρυαλλίδα με φώσφορο. Το σώμα του παραμορφώθηκε φρικτά. Ήταν 7 Νοεμβρίου 1896.
Έγινε μεγάλο θέμα πώς είχε προμηθευτεί τον δυναμίτη, αν του τον είχαν δώσει φίλοι του, ή αν τον είχε από την αρχή επάνω του και οι αστυνομικοί δεν τον είχαν ψάξει κατά τη σύλληψή του, κάτι που τελικά υιοθετήθηκε. Αργότερα ακούστηκε η εκδοχή ότι τον δολοφόνησαν οι φύλακες. Η σορός του ενταφιάστηκε την ίδια μέρα  και “ουδείς στέφανος κατετέθη, αλλ' ούτε άνθρωποι ακολούθησαν την κηδεία του”, όπως αναφέρει το ρεπορτάζ της εποχής. Υπήρξαν πολλές φήμες ότι τη νύχτα της κηδείας στον τάφο του κατατέθηκαν κρυφά στεφάνια και λουλούδια.
Τη χρονιά της επίθεσης ο Δημήτρης Μάτσαλης ήταν γύρω στα σαράντα πέντε, γεννημένος γύρω σο 1851. Καταγόταν από το Άργος όπου ζούσε με τη μητέρα του και τα δύο του αδέλφια, ενώ ένας ακόμη αδελφός του ζούσε στη Πάτρα και εργαζόταν σαν καροτσέρης: “Τοιούτος ο Μάτσαλης με την ενδυμασίαν του, την πάντοτε ευπρόσωπον και τον πιλόν του, τον αιωνίως ημίψηλον καί κανελλόχρουν. Επαγγέλετο τόν υποδηματοποιόν και είχε ουχί μικράν πελατείαν, αφού επί έτη πολλά από της εκ των φυλακών εξόδου διήγε καλώς οικονομικώς. Στο πρόσφατο της ενέργειας παρελθόν είχε καταδικασθεί δια αρσενοκοιτίαν, βιασμό και ασέλγεια κατά παίδος” (Αι Αναρχικοί έν Πάτραις - Ο Νέος Ραβασώλ – Το διπλούν έγκλημα, εφημ.  Καιροί, 5 Νοεμβρίου 1896).
Είναι πιθανό ότι πριν πάει στην Πάτρα είχε δικαστεί και μείνει πέντε χρόνια στη φυλακή. Στην ίδια πόλη γνώρισε τις σοσιαλιστικές ιδέες, ήταν από τα ιδρυτικά μέλη της Σοσιαλιστικής Αδελφότητας αλλά αργότερα αποχώρησε. Άρχισε να παραμελεί τη δουλειά του και η οικονομική του κατάσταση επιδεινώθηκε εξαιτίας και της οικονομικής κρίσης που έπληξε τη Πάτρα τα επόμενα χρόνια. Μετά τη δολοφονική ενέργεια του Καζέριο ενάντια στον Γάλλο πρόεδρο Καρνό, διοργανώθηκε στη πόλη συλλαλητήριο διαμαρτυρίας, κάτι που εξόργισε τον Μάτσαλη ο οποίος απείλησε ανοιχτά να σκοτώσει τον οργανωτή της, δήμαρχο Γεροκωστόπουλο. Οι διατυπωμένες απειλές έφτασαν στα αυτιά του Γεροκωστόπουλου, ο οποίος μέσω φίλων του κατάφερε να πείσει τον Μάτσαλη ότι δεν είχε καμία σχέση με τη διοργάνωση του συλλαλητηρίου. Τα οικονομικά του Μάτσαλη πήγαιναν από το κακό στο χειρότερο τη περίοδο της σταφιδικής κρίσης, μάλιστα ο ιδιοκτήτης του μαγαζιού του, Παπαγιάννης, του ζητά να εκκενώσει το μαγαζί λόγω των ενοικίων που ο Μάτσαλης του χρωστούσε. Ο Μάτσαλης του αρνείται λέγοντάς του ότι το μαγαζί δεν ανήκει σε αυτόν αλλά στους χτίστες και τους άλλους εργάτες που το έχτισαν. Το ειρηνοδικείο του δίνει προθεσμία δεκαπέντε ημερών να φύγει από το μαγαζί, την οποία ο Μάτσαλης δεν τήρησε και απείλησε να σκοτώσει τον Παπαγιάννη αν επιμείνει. Αυτός φοβούμενος για τη ζωή του του πρότεινε μεγάλο διακανονισμό τον οποίο ο Μάτσαλης και πάλι αρνήθηκε να κι έτσι ο Παπαγιάννης, κατέφυγε στην αστυνομία. Μετά από εικοσιτετράωρη ανάκριση και αφού υποσχέθηκε ότι δεν θα πραγματοποιούσε τις απειλές του, ο Μάτσαλης αφέθηκε ελεύθερος. Τον καιρό πριν την ενέργεια σε βάρος των δύο εμπόρων, σκεφτόταν σοβαρά να μεταβεί στην Αθήνα όπου, όπως λέγεται, σκόπευε να δολοφονήσει τον βασιλιά, αλλά το σχέδιο του ναυάγησε εξαιτίας των οικονομικών του δυσκολιών.


Ο Μάτσαλης δεν έκρυβε ποτέ τις προθέσεις του και μιλούσε ανοιχτά για τα σχέδιά του. Λίγο καιρό πριν την επίθεσή του εναντίον των εμπόρων, κατά τη διάρκεια της θεατρικής παράστασης του έργου Γουλιέλμος ο Αχθοφόρος, όπου ο πλούτος υπερισχύει έναντι κάθε έννοιας δικαιοσύνης, ο Μάτσαλης, όρθιος μέσα στο θέατρο, “εξεμάνη και διά κραυγών εξεδήλωσιν την αγανάκτησίν του, απειλώντας τους πλούσιους”. Μετά την επίθεση εναντίον των εμπόρων και ενώ ο Μάτσαλης βρισκόταν στο κρατητήριο, αρκετοί δημοσιογράφοι του πατρινού και αθηναϊκού τύπου κάλυψαν το γεγονός. Ανάμεσα στα διάφορα ρεπορτάζ, παραθέτω εκείνο της εφημερίδας Ακρόπολις:

“Μέσα εκεί χάρις εις την ευγένειαν του μοιράρχου κ. Λυδωρίκη, εισερχόμεθα και βλέπομεν τον Μάτσαλην βηματίζοντα. Μειδιά συνεχώς, εύθυμος και απαθέστατος εις άκρον...Είναι μεσαίου αναστήματος με σφηνοειδή πόγωνα και με φαλλάκραν, μάλλον καλοενδεδυμένος με ρίνα σουβλερήν και σωματώδης.
Τον ερωτάμεν:

- Διατί έκαμες αυτό;
- Έτσι, εξετέλεσα ιερόν σκοπόν!
Μας απαντά γελώντας ομηρικώτατα.
- Το είχες αποφασίσει προ πολλούς; Είχες αφορμάς εναντίον τους;
- Το ημελέτησα προ δύο ετών. Δεν είχα καμμίαν αφορμήν κατ'αυτών. Εγώ είμαι αναρχικός! Εκτύπησα το κεφάλαιον, όχι τα άτομα. Εάν το έκαμνον δι'άτομα ούτε τρι΄χαν θα ήγγιζον. Να πάν στο διάβολο οι νόμοι. Αυτοί οι πλούσιοι μας ερρούφηξαν των ιδρώτά μας τών πτωχών. ¨επραξα ιερόν καθήκον. Είμαι επαναλαμβάνω αναρχικός.
- Πόθεν παρεκινήθης;
- Από τας αρχάς των αναρχικών. Έχω διαβάσει τα συγγράματα όλων των αναρχικών και επείσθην ότι το κεφάλαιον κατέστρεψεν τη κοινωνία.
-Μετανόησες;
- Καθόλου. Είμαι υπερευχαριστημένος. Μόνον μίαν χάριν θα ζητήσω. Όταν με κόψουν να μη θέσουν το κεφάλι μου ανάποδα αλλά επάνω το πρόσωπον δια να σύρω μόνος μου τη λεπίδα! Εγώ γνωρίζω την ποινήν μου, ήτις είναι ο θάνατος και τη γνώμη της κοινωνίας ήτι με χαρακτηρίζει κακούργον. Όταν όμως λάμψουν εις το μέλλον αι αληθείς ιδέαι, τότε θα δικαιωθώ και εγώ.

Η ίδια εφημερίδα παραθέτει και τον διάλογο μεταξύ του Μάτσαλη και των γιατρών Βαχατώτη και Μανούσου που κλήθηκαν να τον εξετάσουν μήπως ήταν τρελός:

- Από πότε ήθλες στα Πάτρας;
- Προ 25 ετών.
- Και εζούσατε εκ του επαγγελματός σας;
- Μάλλιστα και προσεποριζόμουν επαρκώς τα προς το ζήν.
- Τότε πως προέβης εις το κακούργον αυτό διάβημα;
- Έτσι, διότι μου ήρχετο κακόν να βλέπω τούς ομοίους μου και πλουσίους ν αμήν εργάζωνται και να ζουν πλουσιότατα.
- Ως παιδίον τί ιδέας είχετε ή μάλλον από τότε πού ησθάσνθητέ τον εαυτόν σας οποίων φρονημάτων είσθε;
- Από παιδί ήμουν εναντίον του Θεού, και τούτο διότι δεν έδιδε την ιστότητα εις τα πλάσματά του. Έπειτα όμως ηκολούθησα τους σοσιαλιστάς και έπειτα τους αναρχικούς οι οποίοι επιδιώκουν την ισότητα των κοινωνιών. Ήτο κατάστασίς αυτή να εργάζομαι σαν κτήνος και να απολαμβάνω και εγώ και οι άλλοι επαγγελματίαι τίποτε;
- Γνωρίζεις γράμματα;
- Μόνον το ψαλτήρι έχω διαβάσει και το προσευχτητάρι.
- Και πως από αυτά εμόρφωσες τοιαύτας ιδέας;
- Από τα συγγραμματα επείσθην ότι οι πλούσιοι είνε καταστροφείς των κοινωνιών. Από τα συγγράμματα επέισθην ει και επιθύμουν αλλαγήν κοινωνικού συστήματος, εμίσουν την συγκέντρωσην των κεφαλαίων εις ολίγα άτομα.
- Είναι και άλλοι αναρχικοί ενταύθα;
- Όχι κανείς, δεν κατόρθωσα να σχηματίσω οπαδούς.
- Τη νύχτα εκοιμήθης ήσυχος;
- Ησυχώτατος, έχω αναπαυμένην την συνείδησίν μου, εξεπλήρωσα ιερόν σκοπόν.
- Εάν σήμερον σε άφηναν ελεύθερον, τι θα έκαμνες;
- Θα σκεπτόμουν και θα προσπαθούν να κάμω και άλλους οπαδούς.
- Τι κατάλαβες με τον φόνο του Φραγκόπουλου; τα κεφάλαια θα περιέλθουν εις τα παιδιά του.
- Για τα παιδιά του υπάρχουν άλλοι.
- Τι; αναρχικοί;
-Όχι, πολίται οι οποίοι ας σκεφθούν να οικονομήσουν αυτούς, ας μελετήσουν και αυτοί ας παραδειγματισθούν και αυτοί από τους ευρωπαίους αναρχικούς.
-Άλλη εργασίαν έκτοτε έκαμες;
-Ουδεμίαν, υπηρέτησα ως στρατιώτης, και ως τοιούτος διήλθον πολλά μέρη και αντελήφθην ότι οι πλούσιοι εκμυζούν το αίμα των πτωχών.
-Εγνώριζες τον Φραγκόπουλον και Κόλλαν πρωτήτερα; Σε εγνώριζων;
-Όχι. Σε τέτιους γαϊδάρους λήσταρχους, δεν έδωκα ποτέ μου προσοχήν και τούτο διότι εξεπροσωπούν τα κεφάλαια. Ως οικογενειάρχας τούς ελυπήθην πολύ. Είμαι αναρχικός. Αναρχικώτατος! Εκτύπησα το κεφάλαιον, όχι τα άτομα!

Η ενέργεια του Μάτσαλη συντάραξε την ελληνική κοινωνία, με τη κατάπληξη και τον φόβο να εναλλάσσονται ίσως για πρώτη φορά με πολιτική αφορμή. Ο Μάτσαλης υποστήριξε ότι έδρασε χωρίς συνεργούς μόνος του ως ατομικός αναρχικός τεροριστής. Οι φήμες όμως για μια μεγάλη Εταιρεία Αναρχικών φούντωναν, με τις εφημερίδες να αυξάνουν τη σύγχυση μέσα από τις αντιφατικές τους πληροφορίες. Βέβαια, στη Πάτρα, ο περισσότερος κόσμος γνώριζε ότι υπήρχε αξιόλογη αναρχική κίνηση όπως ο Δημοκρατικός Σύλλογος Πάτρας , συνδικαλιστές, και η αναρχική εφημερίδα Επί τα Πρόσω (η πρώτη αναρχική εφημερίδα στο τότε ελληνικό κράτος). Όλοι αυτοί δεν κινούνταν εν κρυπτώ, οι αρχές όμως μετά την ενέργεια του Μάτσαλη εξαπέλυσαν ένα κύμα συλλήψεων και διωγμών εναντίον αναρχικών, σοσιαλιστών αλλά ακόμη κι εναντίον των χριστιανοκοινωνιστών της εφημερίδας Αρμαγεδών του Θανάση Χριστογιαννόπουλου (το επιχείρημα της δίωξης εναντίον τους ήταν η φράση σε ένα άρθρο της εφημερίδας που έλεγε: “Συ Δημήτριε τι ποιείς;” που θεωρήθηκε παραινετική προς τον Μάτσαλη μιας και τον έλεγαν Δημήτρη!) Ο Χριστογιαννόπουλος και άλλοι τρεις χριστιανοκοινωνιστές της ομάδας του καταδικάστηκαν σε ένα χρόνο φυλακή και σε πέντε χρόνια επιτήρηση για “διάδοση αντιχριστιανικών ιδεών, εξύβρισει αρχών και προκλήσει πολιτών εις απείθιαν εναντίον των νόμων”.


Συνέλαβαν επίσης τους Μαγκανάρα και Καραμπίλια, τους εκδότες της Επί τα Πρόσω. Ο Μαγκανάρας προφυλακίστηκε με βάση την αλληλογραφία που βρέθηκε σπίτι του με αναρχικούς από την Ευρώπη - ανάμεσα τους και ο Μιχαήλ Μπακούνιν - και η κυκλοφορία της εφημερίδας διακόπηκε. Συνελήφθησαν επίσης τα μέλη του Δημοκρατικού Συλλόγου Δουδούμης (δικηγόρος) και Αγαλλόπουλος (ράφτης). Οι έρευνες και οι συλλήψεις δεν περιορίστηκαν στη Πάτρα, αλλά επεκτάθηκαν στην Αθήνα με τη σύλληψη του Δημήτρη Ζαφειριάδη ως συνεργού του Μάτσαλη, των Π. Μαχαίρα, Δ. Αρνέλλου στον Πύργο, και του Ε. Μαρκαντωνάτου στην Κέρκυρα με κατηγορίες όπως: “έχοντες την διάνοιαν και την κεφαλήν αυτών πεπληρωμένην παράτολμων ιδεών, διοχετεύουσιν ασυνειδήτως παρ'ημίν εξ ευρωπαϊκών έργων εφημερίδες τινές περιοδικά και οι εκδόται βιβιλαρίων χωρίς να υπολογίζωσι τας συνέπειας και τα επικίνδυνα αποτελέσματα...συνεννοηθέντες μεταξύ των και αυτοαποκληθέντες αναρχικοί συνεπεφάσισαν να πραγματώσωσι τας αναρχικάς αυτών ιδέας δια πράξεων αντικειμένων εις τας βάσεις των καθεστώτων νόμων”. Επίσης κατηγορήθηκαν ο Πλάτωνας Δρακούλης και ο Σταύρος Καλλέργης (ηγετικές φιγούρες των πρωτοσοσιαλιστικών κύκλων), αλλά στη συνέχεια απαλλάχθηκαν.
Τα επόμενα χρόνια συναντάμε μεμονωμένες πράξεις βίας (ελάχιστες και όχι αρκετά σημαντικές), κυρίως βομβιστικές επιθέσεις σε σπίτια πλουσίων στη Πάτρα, τον Πύργο και στο Λάυριο, όπως η απόπειρα ανατίναξης του σπιτιού του σταφιδέμπορου Μητρόπουλου από τον αναρχικό Κοτζιά, η απόπειρα ανατίναξης του ατμόμυλου Γιαννόπουλου στον Πύργο και η σύλληψη δέκα εργατών στο Λαύριο κατά τη διάρκεια της απεργίας, ως υπόπτων για την ανατίναξη του σπιτιού του μηχανικού Παζεράλ.
Μεγάλη βομβιστική επίθεση στην Οθωμανική Τράπεζα επιχειρήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1903 από ομάδα Βουλγάρων αναρχικών. Αξιοσημείωτο είναι και το γεγονός που περιγράφεται από τον Αναρχικό Εργατικό Σύνδεσμο Αθηνών στην έκθεση που έστειλε στο διεθνές επαναστατικό συνέδριο του Παρισιού το 1900: “ Αυτή την εποχή (καλοκαίρι 1898) έχουμε κι ένα ασυνήθιστο γεγονός. Ο σύντροφός μας Ανδρέας Θεοδωρίδης για να γιορτάσει τον γάμο του με την συντρόφισσά μας Φωτεινή Δροσοπούλου, αποπειράται τη μέρα του γάμου του να εκτελέσει δύο γνωστούς τοκογλύφους της Πάτρας. Δυστυχώς κατάφερε τελικά μόνο να τους τραυματίσει”.
Η επίθεση του Μάτσαλη ενίσχυσε τα ήδη επιφυλακτικά αισθήματα της κοινωνίας απέναντι στους αναρχικούς, αισθήματα που κυμαίνονταν από την πατερναλιστική επιείκεια - οι αναρχικοί σαν πλανεμένοι νεανίες - ως την απροκάλυπτη εχθρότητα. Χαρακτηριστικό αυτής της εχθρότητας είναι ένα άρθρο της Εφημερίδας του Λαού το 1898 που πρότεινε οι αναρχικοί να εκτελούνται ακόμη και από τους πολίτες: “Το μόνο μέσο να σωθή ο κόσμος υπό των κακούργων αυτών είναι να τυφεκίζονται, ως επίσης και να δικαιούται πας πολίτης να φονεύει αυτούς”.
Οι διώξεις των αναρχικών και η διακοπή της κυκλοφορίας της Επί τα Πρόσω είναι μερικές μόνο από τις συνέπειες της ενέργειας του Μάτσαλη. Τα κατασταλτικά μέτρα με αφορμή τις ταραχές και τις (ακόμη και ένοπλες) συγκρούσεις στις σταφιδοπαραγωγικές περιοχές όπου οι αναρχικοί προσπάθησαν να παρέμβουν, ήταν δυσανάλογα των δυνάμεών τους και έτσι διαλύθηκαν  κάτω από το βάρος της καταστολής.

* Για τη συγγραφή του κειμένου χρησιμοποιήθηκαν εκτενή αποσπάσματα από τα βιβλία Δημήτριος Μάτσαλης-είμαι αναρχικός αναρχικώτατος-Μία περίπτωση ατομικού τερορισμού στη Πάτρα του ύστερου 19ου αιώνα (εκδ. Βιβλιοπέλαγος, 2013) του Κώστα Γαλανόπουλου σε επιμέλεια Μιχάλη Πρωτοψάλτη και Το φως της ασετιλίνης (εκδ. Κέδρος, 2002) του Βασίλη Χριστόπουλου, το οποίο αναφέρεται στην ζωή και το έργο του Μίμη Σαρδούνη.


image

Αντώνης Ζήβας

Ο Αντώνης Ζήβας είναι D.J. ραδιοφωνικός παραγωγός και record sellector εδώ και 28 έτη. Παράλληλα έχει υπάρξει μπασίστας σε διάφορες γνωστές-άγνωστες Punk και Alternative μπάντες από τη δεκαετία του '80 ως τις μέρες μας, ενώ ανήκει στο απροστάτευτο υπό εξαφάνιση είδος των δισκοπωλών. Γεννήθηκε στη Πάτρα, αλλά διάλεξε να ζήσει για πάρα πολλά χρόνια στη Κρήτη, όπου και απέκτησε τη Κρητική υπηκοότητα, την οποία διατηρεί ακόμη με πείσμα. Τα τελευταία χρόνια κατοικεί στη κοιλιά του τέρατος που ονόμασαν Αθήνα, περιφέροντας το σάρκιον του σε διάφορα Booth της Αθηναϊκής νύχτας και μία φορά την εβδομάδα τα μεσημέρια των Σαββάτων, ξαποστένει στο μικρόφωνο του metadeftero.gr, μέσα από την εκπομπή Reclaim The Music
 
 
 
image

Αντώνης Ζήβας

Ο Αντώνης Ζήβας είναι D.J. ραδιοφωνικός παραγωγός και record sellector εδώ και 28 έτη. Παράλληλα έχει υπάρξει μπασίστας σε διάφορες γνωστές-άγνωστες Punk και Alternative μπάντες από τη δεκαετία του '80 ως τις μέρες μας, ενώ ανήκει στο απροστάτευτο υπό εξαφάνιση είδος των δισκοπωλών. Γεννήθηκε στη Πάτρα, αλλά διάλεξε να ζήσει για πάρα πολλά χρόνια στη Κρήτη, όπου και απέκτησε τη Κρητική υπηκοότητα, την οποία διατηρεί ακόμη με πείσμα. Τα τελευταία χρόνια κατοικεί στη κοιλιά του τέρατος που ονόμασαν Αθήνα, περιφέροντας το σάρκιον του σε διάφορα Booth της Αθηναϊκής νύχτας και μία φορά την εβδομάδα τα μεσημέρια των Σαββάτων, ξαποστένει στο μικρόφωνο του metadeftero.gr, μέσα από την εκπομπή Reclaim The Music
 
 
 
image

Αντώνης Ζήβας

Ο Αντώνης Ζήβας είναι D.J. ραδιοφωνικός παραγωγός και record sellector εδώ και 28 έτη. Παράλληλα έχει υπάρξει μπασίστας σε διάφορες γνωστές-άγνωστες Punk και Alternative μπάντες από τη δεκαετία του '80 ως τις μέρες μας, ενώ ανήκει στο απροστάτευτο υπό εξαφάνιση είδος των δισκοπωλών. Γεννήθηκε στη Πάτρα, αλλά διάλεξε να ζήσει για πάρα πολλά χρόνια στη Κρήτη, όπου και απέκτησε τη Κρητική υπηκοότητα, την οποία διατηρεί ακόμη με πείσμα. Τα τελευταία χρόνια κατοικεί στη κοιλιά του τέρατος που ονόμασαν Αθήνα, περιφέροντας το σάρκιον του σε διάφορα Booth της Αθηναϊκής νύχτας και μία φορά την εβδομάδα τα μεσημέρια των Σαββάτων, ξαποστένει στο μικρόφωνο του metadeftero.gr, μέσα από την εκπομπή Reclaim The Music
 
 
 

Γραφτείτε στο Νewsletter του Merlin

FEATURED VIDEOS

  • 1